Αχ και τι μου θύμισες τώρα! Παιδάκια μικρά, το χωριό μου ήταν πολύ φτωχό, πολύ μικρό, το χωριό μου είναι τα Ξανθόγεια. Τα Ξανθόγεια βρίσκονται στους πρόποδες του Καϊμάκτσαλαν. Εκεί τον περισσότερο καιρό τον έχουμε χειμώνα, λίγο καιρό έχουμε καλοκαίρι, εκεί μπορεί να έχει κι εφτά-οχτώ μήνες χειμώνα.
Για να πάμε στο σχολείο μας εμείς τον χειμώνα κάναμε διάφορες πατέντες τα παιδιά, γιατί ο πάγος ήταν γύρω στο μισό μέτρο. Και το σχολείο ήταν λίγο πιο χαμηλά από τα σπίτια μας και βάζαμε ένα νάιλον από τα τσουβάλια απ’ το λίπασμα και τσουλούσαμε και κατεβαίναμε για να φτάσουμε στο σχολείο μας! Δεν μπορούσαν ούτε οι γονείς μας, μπορούσαν να μας πάνε.
Όλο το καλοκαίρι κοιτούσαμε πώς θα βρεθεί κάποιο όμορφο, χρυσό χαρτάκι, να το μαζέψουμε για να το έχουμε για τα Χριστούγεννα, για να κάνουμε, να στολίσουμε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο. Τα χαρτάκια ήταν τότε περιζήτητα, δεν υπήρχαν ούτε οι σοκολάτες, ούτε οι καραμέλες, ούτε, ούτε, ούτε… ήταν πολύ σπάνια. Γι' αυτό κι από νωρίς τα μαζεύαμε αν έπεφτε κάτι στα χεράκια μας, ήταν είδος πολυτελείας όλα αυτά τότε για μας. Κι αφού τα είχαμε συγκεντρωμένα, ερχότανε ο καιρός για να στολίσουμε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο.
Πήγαινε ο πατέρας μας στο βουνό, έκοβε ένα μεγάλο δέντρο, το δέντρο το οποίο το λέγαμε κέδρο εμείς τότε, με κόκκινα μπουμπουκάκια και στολίζαμε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο. Στο οποίο αφού είχαμε μαζέψει αυτά τα χρυσόχαρτα, βάζαμε μέσα ή πετρούλες ή φουντουκάκια ή καρυδάκια, οτιδήποτε μπορούσε να κρατηθεί και να δεθεί πάνω στο κλωναράκι, λίγο βαμβακάκι… Μέσα σ’ ένα δοχείο το έστηνε ο πατέρας το δέντρο κι η χαρά μας ήταν απερίγραπτη.
Κι ερχόταν τώρα η παραμονή των Χριστουγέννων. Πώς θα βγούμε να πάμε να πούμε τα κάλαντα, να ψάλλουμε. Μαζευόμασταν τα παιδάκια της γειτονιάς, δεν κοιμόμασταν, ετοιμαζόμασταν από πολύ νωρίς, γιατί στο χωριό εκεί που ζούσαμε ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, είχαμε πολλά χιόνια κι έπρεπε να οργανωθούμε πολύ καλά. Και τα παπούτσια μας να είναι κατάλληλα για το χιόνι, γιατί το χιόνι ήταν μισό μέτρο και, δεν ήταν όπως τώρα που δε βλέπουμε καθόλου χιόνια. Πριν πάμε για να ψάλλουμε τα κάλαντα, οι μπαμπάδες μας πάντα μας ετοίμαζαν μια βέργα, την οποία βέργα την παίρναν από ξύλο συκιάς και μας τη ζωγράφιζαν, τη χάραζαν. Τη ζωγράφιζαν για να την έχουμε αυτή στο χέρι και για το καλό του χρόνου και για το καλό το δικό μας, για τη σωματική μας ακεραιότητα, γιατί υπήρχαν τα αδέσποτα τα σκυλιά κι άλλα διάφορα ζωντανά. Οπότε δεν κοιμόμασταν, μαζευόμασταν σ’ ένα σπίτι όλα τα παιδάκια της γειτονιάς από τον πάνω μαχαλά και χώρια απ’ τον κάτω μαχαλά και πηγαίναμε να ψάλλουμε.
Αφού τελείωνε το γύρισμα του χωριού από σπίτι σε σπίτι, πηγαίναμε κατευθείαν επάνω στο υψόμετρο, που ήτανε λίγο απόμακρο από τα σπίτια, που είχαμε ετοιμάσει το δέντρο. Αυτό, τα δέντρα, τα ξύλα που είχαμε μαζέψει, αυτό λεγόταν σε εμάς «λίσνικ» τότε στη δική μας γλώσσα, τη ντόπια. Βάζαμε φωτιά και γινότανε ένα πελώριο φωτεινό, φωτεινό, φωτεινό δέντρο, που η χαρά μας ήταν απερίγραπτη! Και μόλις καταλάγιαζε η φλόγα, ανοίγαμε τους τορβάδες, τους οποίους είχαμε γυρίσει στα σπίτια, που μας είχανε δώσει το φιλοδώρημα από κάθε οικογένεια, που μπορεί να ήταν: ένα λουκάνικο από τα ζώα που είχανε και τα φτιάχνανε μόνες οι νοικοκυρές, ένα πορτοκάλι, ένα μανταρίνι, που ήτανε δυσεύρετα για μας τότε, δεν τα γνωρίζαμε όλα αυτά εμείς και τα ξυλοκέρατα. Αυτά. Τα ανοίγαμε εκεί όλα τα παιδάκια και χαιρόμασταν και λέγαμε: «Πω πω! Τι ωραία καλούδια είναι αυτά που θα φάμε σήμερα!» Ψήναμε μέσα εκεί στη φωτιά τα λουκάνικα που είχαμε από τις νοικοκυρές που μας δίνανε, τα καστανάκια… Καθόμασταν, ξημέρωνε, όλη μέρα εκεί ήμασταν, η χαρά μας ήταν απερίγραπτη.
Μόλις τελείωνε η φλόγα, κατεβαίναμε στα σπίτια μας. Όλα τα παιδάκια πηγαίναμε στους γονείς μας, μαζευόμασταν και γιορτάζαμε την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων. Εκεί ήταν τ’ αποκορύφωμα, γιατί μαζευόταν όλη η οικογένεια, πολύ χαρούμενες ώρες, πολύ χαρούμενες μέρες. Φτωχικά, πολύ φτωχικά. Ερχόντουσαν κι οι γονείς των γονιών μου, ήμασταν μια μεγάλη οικογένεια, περνούσαμε πάρα πολύ χαρούμενες μέρες.
Το φαγητό μας. Το φαγητό μας ήταν εκείνες τις μέρες των Χριστουγέννων το ωραιότερο φαγητό, γιατί όλοι είχαμε το γουρουνάκι στα σπίτια που το μεγαλώνανε και το ετοιμάζανε για τα Χριστούγεννα οι γονείς μας να το σφάξουνε, να φάμε χριστουγεννιάτικο χοιρινό, σπιτικό. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε γουρουνάκι στο τραπέζι την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων. Τα καλύτερο φαγητό ήτανε τα ντολμαδάκια, οι «σαρμάδες» καλύτερα να το πω, της μαμάς, από το χοιρινό το σπιτικό και το χοιρινό με πράσο.
Και δεν είχαμε δώρα, δεν είχαμε τίποτε. Το πιο ωραίο δώρο ήτανε που θα ερχότανε ο μπαμπάς απ’ έξω το βράδυ μ’ ένα μήλο, ένα πορτοκάλι. Δεν υπήρχανε οι σοκολάτες, τα γλυκά, το ένα, το άλλο, υπήρχε αυτό το δωράκι κι ήταν η χαρά μας απερίγραπτη να ‘ρθει ο μπαμπάς απ’ έξω ή κι έστω ένα λουκουμάκι μάς έφερνε με ένα μπισκοτάκι… αυτό ήτανε το πιο ωραίο δώρο για όλους μας.
Ήμασταν πέντε. Ήμασταν τέσσερις αδερφές κι ένας αδερφός, ο μικρότερός μας. Πάρα πολύ αγαπημένα, μέχρι και σήμερα είμαστε ενωμένα όλα μαζί, μια γροθιά. Πολύ αγαπημένα αδέρφια, πολύ αγαπημένο χωριό.
Ήμαστε κλεισμένοι στα σπίτια, αποκομμένοι, τότε ήμασταν όλοι μαζί ένα χωριό, από τέσσερα παιδιά, εξήντα οικογένειες γινόντουσαν, εκατόν πενήντα-εκατόν τόσα παιδιά, όλα μαζί ενωμένα ήμασταν. Βγαίναμε έξω την ημέρα των Χριστουγέννων σ’ ένα αλώνι, που οι μεγάλοι μπορούσαν να έχουν αυτή τη διασκέδαση τότε, μ’ ένα τύμπανο και μ’ ένα κλαρίνο και πηγαίναμε και χαζεύαμε κι εμείς εκεί και χαιρόμασταν μαζί με τους μεγάλους, πώς διασκεδάζανε, πώς χαιρόντουσαν οι μεγάλοι. Δεν υπήρχε το σημερινό, το χορτάτο είναι το μάτι το σημερινό. Τότε δεν ήταν χορτάτο το μάτι μας. Δεν τα γνωρίζαμε.
Τότε δε γνωρίζαμε πολλά πράγματα, σήμερα υπάρχει η --πώς να το πω;-- η αφθονία. Υπάρχουν πολλά καλά αγαθά. Τότε δεν υπήρχαν, τα ελάχιστα καλά αγαθά μάς γεμίζαν, αυτό το μηλαράκι, αυτό το πορτοκάλι μάς γέμιζε, γιατί δεν το ξέραμε τότε εμείς, το μανταρινάκι ή το πορτοκαλάκι. Κι ήτανε όλα πάρα πολύ όμορφα, ήρεμα, αγαπημένα, γλυκά χρόνια. Γλυκά, πολύ γλυκά.