Θεοδόσης Τσουκαλάς
Από μικρός, ήθελα πάντοτε να γίνω μέλος αυτού του εθίμου. Ακόμα και δύο και τρία χρονών έβλεπα τις ομάδες αυτές των χορευτών στον δρόμο κι έτρεμαν, έτρεμαν τα πόδια μου, ας πούμε, ήθελα να το κάνω κι εγώ.
Αλέξης Καρύδας
Όταν βλέπεις Γενίτσαρο σε πιάνει ένα δέος και λες: «Πρέπει να πάω», ας πούμε. Ντύθηκα είκοσι τρία χρόνια με τελευταία χρονιά το 2010, σε ηλικία τριάντα χρόνων.
Τάκης Μπαΐτσης
Μ' έκαναν μικρό Γενιτσαρόπουλο το 1958, ένα μικρό παιδάκι. Από μια οικογένεια που ήταν μέσα στο έθιμο από πολλές γενιές. Ήταν κάτι που πραγματικά με επηρέασε και χάραξε, θαρρώ, και την πορεία της ζωής μου παραπέρα. Το έθιμο χάνεται μέσα στους αιώνες. Σταθμός στην ιστορία στέκεται το 1705, όπου έχουμε το πρώτο παιδομάζωμα για την μέχρι τότε προνομιούχο Νάουσα. Ο σελεχτάρης που έρχεται να στρατολογήσει, Αχμέτ Τσελεμπή, δεν τα καταφέρνει. Οι Ναουσαίοι ανθίστανται κι υπό την αρχηγίαν τότε του Ζήση Καραδήμου σκοτώνουν τους απεσταλμένους κι όλους τους στρατολόγους.
Αλέξης Καρύδας
Όλη αυτή η ομάδα των ανταρτών εξολοθρεύτηκε από ασκέρια Γκέγκηδων Τούρκων, έτσι, ήταν ειδικές δυνάμεις των Τούρκων. Και τον επόμενο χρόνο, το 1705, θέλοντας να τιμήσουνε αυτά τα παλικάρια, όσοι εναπομείναντες στη Νάουσα άντρες ντύθηκαν μ’ αυτές τις φορεσιές και βγήκανε και χόρεψαν στα όρια της παλιάς Νάουσας. Το δρομολόγιο από τότε μέχρι σήμερα παραμένει το ίδιο. Κάθε χρόνο γίνεται το έθιμο, συμβολίζει την αναγέννηση, δηλαδή τη μεταβατική περίοδο από τον χειμώνα προς την άνοιξη. Είναι οι γιορτές που γινόταν προς τον, προς τιμήν του θεού Διόνυσου, τα Ανθεστήρια κι Ανθοφωστήρια.
Θεοδόσης Τσουκαλάς
Στο έθιμο υπάρχει ο «Γενίτσαρος» κι η «Μπούλα». Οι Γενίτσαροι σαφώς είναι περισσότεροι από την Μπούλα. Η Μπούλα ή αλλιώς νύφη, συνήθως είναι μία σε κάθε μπουλούκι. Όμως δεν μπορεί να βγει μπουλούκι, χωρίς να υπάρχει η Μπούλα.
Γενίτσαρος δεν μπορεί να ντυθεί μόνος του, πρέπει να τον ντύσει κάποιος δικός του, συνήθως ή η μητέρα του ή ο πατέρας του.
Τάκης Μπαΐτσης
Ξεκινούσε το ντύσιμο το Σαββάτο βράδυ, γίνονταν ιεροτελεστία ολόκληρη, αφού πήγαινε ο παλιός για να δείξει, η νοικοκυρά τούς υποδέχονταν με πίτες, με κρασιά, στήνουνταν το παλικάρι όλη νύχτα μετά τις 1 η ώρα και ξεκινούσε το ράψιμο. Τους έραβαν πάνω τους τ' ασημικά, αλυσίδα-αλυσίδα, περνώντας σταυρούς, χαμαϊλιά... Φανταστείτε πόσο επίπονο ήταν αυτό, τελείωνε το πρωί. Τι να ραφτεί; Ολόκληρος θώρακας με τετρακόσια-πεντακόσια κέρματα, με αλυσίδες, σταυρούς και χαμαϊλιά πάνω του. Θυμάμαι τους γονείς μου, τη μάνα μου που να με ράβει, να κάνει, να τυραννιέται, να έρχεται ο μπαρμπα-Στέργιος να δένει ζουνάρια, στο σπίτι να μαζεύεται η μισή η Νάουσα… ναι, τα θυμάμαι. Πρόβες χορού να κάνουμε στο ανώγι, στο σπίτι μας που ήταν και μεγάλο το σαλόνι, το ανώγι τότε, όπως λέγαμε.
Αλέξης Καρύδας
Να πούμε ότι είναι αρκετά βαριά η φορεσιά. Ζυγίζει γύρω στα είκοσι κιλά μία αντρική φορεσιά. Μόνο το γιλέκο με τα ασημικά ζυγίζει γύρω στα έξι-εφτά κιλά. Yπάρχουνε φυλαχτά. Υπάρχει ο σταυρός, υπάρχει το φυλαχτό του Αγίου Γεωργίου, το φυλαχτό του Αγίου Δημητρίου, είναι πολέμαρχοι Άγιοι της εκκλησίας. Γιατί σε άλλα βάζαν μπαρούτι μέσα, σε άλλα τύλιγαν σημειώματα και τα μετέφεραν έτσι οι αντάρτες την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τάκης Μπαΐτσης
Βασικό εξάρτημα στην στολή του Γενίτσαρου είναι η πάλα. Το πλατύκυρτο αυτό σπαθί. Πάλες υπήρχαν στα σπίτια των αγωνιστών, αυθεντικές, δηλαδή στα χρόνια μας είχαμε όλοι πάλες αυθεντικές και ξέραμε από το σπίτι του τάδε, το σπίτι του δείνα, ποιοι τις κρατούσαν. Να φανταστείτε ότι στο σπίτι του Δημισκή ήταν η πάλα του Γαρέφη, του Μακεδονομάχου.
Αλέξης Καρύδας
Ο πρόσωπος φτιάχνεται από καθαρό κερί μέλισσας πάνω σε γύψινο καλούπι, ενώ στη μέση αποτελείται από χοντρό πανί, καραβόπανο. Δε με έδειξε κανένας να κατασκευάζω τα προσωπεία. Όταν ήμουνα δεκαέξι χρονών, μόνος μου βρήκα όλο τον τρόπο της κατασκευής.
Θεοδόσης Τσουκαλάς
Τα μικρά παιδάκια δε φοράνε τον πρόσωπο, μέχρι τα δεκαέξι που θα βάλουν κι αυτά πρόσωπο. Κι εγώ όταν ήμουν στην ηλικία τους, ανυπομονούσα πότε θα έρθει η ώρα να βάλω κι εγώ τον πρόσωπο, με τόση ανυπομονησία το περιμένεις.
Αλέξης Καρύδας
Αφού ντυθεί, θα 'ρθει το μπουλούκι, μέχρι να μαζευτούνε όλοι οι χορευτές.
Τάκης Μπαΐτσης
Συγκινητικές ήτανε οι στιγμές του αποχωρισμού, που όταν φεύγεις κλαίει όλο το σπίτι, όταν έρχονται να σε πάρουν. Κατέβαινε, έκανε το σταυρό του, έπαιρνε χέρι τους οργανοπαίχτες και ξεκινούσε. Ήταν η στιγμή του αποχωρισμού, σήμαινε: «Παιδιά, φεύγω για τον Αγώνα, δε θα με ξαναδείτε». Έπαιρνε χέρι πηδώντας δυο-τρεις φορές στα δυο του πόδια ο Γενίτσαρος και βροντούσαν και τ' ασημικά κι όλα.
Φεύγοντας ο Γενίτσαρος, έπαιρναν την Μπούλα, η οποία Μπούλα φιλούσε τα χέρια όλων των παρευρισκομένων, οι οποίοι δίδουν χρήματα. Αυτά τα χρήματα, σύμφωνα με μαρτυρίες των παλιών, μαζώνουνταν για τον Αγώνα, για να γίνουν λουφέδες και ζαϊρές για τους κλεφταρματολούς, για τους κλέφτες. Αργότερα, για τους Μακεδονομάχους.
Αλέξης Καρύδας
Κι αφού μαζευτεί όλο το μπουλούκι, θα περάσουνε από το Δημαρχείο, να πάρουν την άδεια.
Θεοδόσης Τσουκαλάς
Στην Τουρκοκρατία, αρχηγός του μπουλουκιού ήτανε ένας ή δυο φιλήσυχοι Ναουσαίοι, οι οποίοι βγάζοντας την προσωπίδα, μπορούσαν να διαβεβαιώσουν τον Τούρκο αφέντη της πόλης ότι ο σκοπός είναι ειρηνικός, ότι μόνο θα χορέψουν στα όριά της και τίποτα παραπάνω. Όμως με τον χορό μάζευαν χρήματα, τα οποία όπως είπαμε, πήγαιναν για την ενίσχυση του πολέμου.
Τάκης Μπαΐτσης
Αφού έδινε την άδεια, σταματούσε ο λυπητερός σκοπός του μαζώματος και του προσκυνήματος κι άρχιζε να παίζει την πατινάδα που χορεύονταν με τα μαντηλάκια:
«Κάτω στη Ρόιδο, στη Ροϊδοπούλα,
Τούρκος αγάπησε μια Ρωμιοπούλα.
Κι η Ρωμιοπούλα δεν τονε θέλει
κι η σκύλα μάνα της τον προξενεύει:
“Πάρτονε, κόρη μου, τον Τούρκο άντρα,
να σε φωνάζουν “χανούμ σουλτάνα””.
“Δεν τονε θέλω, δεν τονε παίρνω,
πέρδικα γίνομαι, στα όρη φεύγω”.»
Όλοι οι χοροί ήταν ατομικοί. Χόρευε ο πρώτος. Τόνιζε την παλικαριά του και με διάφορες φιγούρες, επιδείκνυε τις χορευτικές του ικανότητες ο καθένας, με μια φορεσιά που είχε πάνω από είκοσι κιλά και να είναι ζωσμένος και σφιγμένος, καταλαβαίνετε. Γι' αυτό κι ο Πουκεβίλ, ο περιηγητής, είπε ότι: «Είναι χορός τρελών, των οποίων ηγείται μαινόμενος», όταν είδε αυτούς τους χορούς μας.
Αλέξης Καρύδας
Είναι σε έκσταση όλοι οι χορευτές. Δεν… Νιώθουν πάρα πολύ όμορφα, είναι απερίγραπτο συναίσθημα αυτό που γίνεται. Γιατί οι Γενίτσαροι να πούμε ότι δε σταματάνε, ούτε με βροχή, ούτε με χιόνι, ούτε με κρύο, ούτε με ζέστη, ούτε με τα μέτρα του κορωνοϊού δε σταμάτησαν. Το έθιμο τις Κυριακές αποτελείται από επτά στάσεις. Είναι εφτά πλατείες της Νάουσας, είναι τα όρια της παλιάς Νάουσας. Και στην τελευταία πλατεία στα Αλώνια, ο πρόσωπος βγαίνει.
Τάκης Μπαΐτσης
Όταν ο Γενίτσαρος βγάλει τον πρόσωπο, τότε μπορούν να χορέψουν και πολίτες, παλιοί Γενίτσαροι. Όσο όλη μέρα που φοράει τον πρόσωπο, δε χορεύει κανένας πολίτης. Είναι αυστηρά, το τελετουργικό τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια, είναι απαράβατο. Θα φύγουν για τα σπίτια τους αφού πάρουν χέρι. Κοιμούνται ντυμένοι όλη τη νύχτα, για τη Δευτέρα. Δεν είναι δυνατόν να ξεντυθούν και να τους ράψουν. Φυσικά, βγάζουν πάλα κι είναι χωρίς προσωπάδες. Στην καρέκλα κοιμούνται ή σ’ ένα σεντόνι, όπως έλεγαν, τους έστρωναν.
Θεοδόσης Τσουκαλάς
Τις Δευτέρες το έθιμο παίρνει λίγο διαφορετικό σκοπό, οι χορευτές πηγαίνουνε σε διάφορα σπίτια για να τιμήσουν τους κατοίκους του σπιτιού. Τους κερνάνε παραδοσιακά πράγματα, όπως πίτες και ρακί.
Τάκης Μπαΐτσης
Την Καθαρά Δευτέρα το βράδυ, όταν βγουν στα Καμένα, χτυπούν τις πάλες καταγής στη γη. «Ό,τι είπαμε και δεν είπαμε, εδώ να μείνει!» Είναι ένα συγχώριο μεταξύ τους για μικρο-παρεξηγήσεις χορών, είπε ο ένας μια κουβέντα, ο άλλος κι ως εκεί κλείνουν όλα. Με την πλατιά πλευρά της πάλας χτυπούν τον ζουρνατζή στο κεφάλι: «Πάντα άξιος!» και τον σηκώνουν στα χέρια. «Και του χρόνου!» Είναι έθιμο το οποίο βασίζεται στις λαϊκές τάξεις, όπως όλα τα λαϊκά δρώμενα. Φροντίζουν τα παλικάρια μέσω αυτού του εθίμου να καθιερωθούν, να επιδειχθούν στις καλές τους, να πάρουν την έγκριση των πεθερικών ότι «είμαι κι εγώ εδώ, ένα παλικάρι». Και φυσικά, δε μετέχει η άρχουσα τάξη των πλουσίων, είναι καθιερωμένοι με το όνομά τους, με το βιός τους, με την περιουσία τους. Γι' αυτό λέγω είναι λαϊκά έθιμα, λαϊκά δρώμενα, τα οποία βασίζονται, βγαίνουν, πηγάζουν, τηρούνται κι επιστρέφουν στο λαό. Κι η Αποκριά για τη Νάουσα δεν υστερεί από τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Πασχαλιάς ή της Παναγιάς. Και βέβαια, αυτό που κληρονόμησα εγώ απ' τις προηγούμενες γενιές, το κληροδότησα στα παιδιά μου. Γιατί ό,τι καλύτερο έχει ο άνθρωπος, φροντίζει να το δώσει στα παιδιά του.
Θεοδόσης Τσουκαλάς
Όταν ακούς τον ήχο του ζουρνά συγκινείσαι, γιατί σκέφτεσαι όλη την ιστορία που
κουβαλάει αυτό το έθιμο από πίσω και νιώθεις ταυτόχρονα περηφάνια που το υπηρετείς. Πολλοί μέσα στον πρόσωπο κιόλας έχει τύχει να κλάψουν.
Είμαι χορευτής. Κι αν και κάποτε θα τελειώσει αυτό, δε θέλω να σκέφτομαι πότε θα είναι, αλλά έχω ακόμα μερικά χρόνια να χορεύω.