Το 2015 ο Κασπάροφ έρχεται στο Ίδρυμα Νιάρχος για να παίξει με τους δεκαπέντε κορυφαίους Έλληνες παίκτες κάτω των δεκαοχτώ. Και κάποια στιγμή, όταν έφτασα μπροστά του, ο Κασπάροφ υπέγραφε συνέχεια με κατεβασμένο το κεφάλι, υπέγραφε όλη την ώρα με μεγάλη ταχύτητα. Κι όπως υπέγραφε, σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε στα μάτια και μου λέει: “Corfu 1997”. Του λέω: “No, Corfu 1996”, του λέω “5th of September 1996”. Είναι η πιο ωραία μέρα της ζωής μου! Αλλά μου έκανε μεγάλη εντύπωση που το θυμότανε, δεκαεννιά χρόνια μετά.
Σκάκι με έμαθε η γιαγιά μου στην αρχή, η οποία έπαιζε πάρα πολύ, έπαιζε και πολύ καλά για εκείνα τα χρόνια. Και μετά ο πατέρας μου ασχολήθηκε, ο πατέρας μου μας μάθαινε, μας διάβαζε δηλαδή από βιβλία, μελετάγαμε μαζί παρτίδες. Τότε, εν τω μεταξύ, δεν υπήρχανε τα προγράμματα των υπολογιστών. Ευτυχώς, ο πατέρας μου είχε πάρα πολλά βιβλία και μας μετέδιδε, ας πούμε, και τις δικές του γνώσεις.
Εμένα από όταν ξεκίνησα το σκάκι, για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσε πάρα πολύ. Είχα ικανότητες στο μέτρημα, δηλαδή μπορούσα να μετρήσω πολλές κινήσεις μετά, έβλεπα πάρα πολύ εύκολα συνδυασμούς, δηλαδή ήμουν παίκτρια τακτική, όπως λέμε στο σκάκι. Συνήθως οι άντρες είναι οι τακτικοί παίκτες, οι πιο επιθετικοί, δηλαδή. Γενικά, τα κορίτσια στο σκάκι δεν ήτανε, δεν ήτανε τόσο σύνηθες φαινόμενο.
Όταν έγινα δώδεκα έπαιξα πρώτη φορά στα τελικά κορασίδων, του Πρωταθλήματος Ελλάδος. Αυτό ήταν το πρώτο Ατομικό Πρωτάθλημα, επίσημο, που έπαιξα. Ξεκίνησα πάρα πολύ δυνατά, κέρδισα αμέσως στους πρώτους εφτά γύρους, κέρδισα πολύ εύκολα όλα τα φαβορί τότε των κοριτσιών κάτω των δεκαέξι και λέγανε έξω στον πατέρα μου «συγχαρητήρια» και τέτοια, γιατί το λογικό ήτανε να κέρδιζα, ήτανε πανεύκολο, πάρα πολύ απλό.
Εγώ εκεί άρχισα να τρέμω --δεν είχα ποτέ καλή ψυχολογία στο σκάκι-- άρχισα να τρέμω, έριξα κομμάτια κάτω, με έπιασε κάτι σαν κρίση, ας πούμε, κι έχασα την παρτίδα. Έχασα, δηλαδή, από χρόνο, άφησα το χρόνο κύλησε κι έχασα την παρτίδα αυτή. Και μετά στενοχωρήθηκα πολύ που δεν κέρδισα αυτήν την τόσο «κερδισμένη» παρτίδα... κλάμα θυμάμαι, πάρα πολύ κλάμα! Το πιο σημαντικό στο σκάκι, όπως και στα περισσότερα αθλήματα, είναι η ψυχολογία, βέβαια! Δυστυχώς, ο σκακιστής πρέπει να είναι ανταγωνιστικός, πρέπει να παίζει για να κερδίσει, πρέπει να έχει πάθος για τη νίκη, το οποίο ας πούμε εγώ δεν το είχα ποτέ! Δεν είχα πάθος για τη νίκη, δηλαδή, έφτανα μέχρι ένα σημείο, έλεγα: «Α, τί ωραία παρτίδα που έπαιξα!» Με ενδιέφερε πιο πολύ αυτό, παρά αν θα έχει στο τέλος αποτέλεσμα.
Ήτανε λίγο τυχαίο, συμπτωματικό, ότι βρέθηκα, ότι πήγα στην Κέρκυρα να αγωνιστώ με τον Κασπάροφ.
Πήγα, έπαιξα δέκα χρόνια για το Ηράκλειο Κρήτης και πήραμε τέσσερα ή πέντε πρωταθλήματα Ελλάδος. Κι εκείνη τη χρονιά, το '96, που ήρθε ο Κασπάροφ, πήρανε τηλέφωνο από την ομάδα, από την Κρήτη, λόγω του ότι είχαμε κερδίσει το Πρωτάθλημα Ελλάδος, δίνανε μία θέση σε κάποιον παίκτη από την ομάδα για να συμμετάσχει. Και ξεκίνησα να πάω στην Κέρκυρα, παρόλο που τότε έδινα Πανελλήνιες κι εγώ φοβόμουν να πάω μόνη μου, να αφήσω και τα διαβάσματα για κάποιες μέρες. Αλλά τελικά το αποφάσισα, γιατί ήθελα πάρα πολύ να δω τον Κασπάροφ. Ήθελα, δηλαδή, να πάρω ένα αυτόγραφο, στην ουσία, από τον Κασπάροφ.
Ο Κασπάροφ έπαιζε σ’ έναν κύκλο με στημένες τριάντα σκακιέρες, εμείς καθόμασταν σε κάθε μία από αυτές και πέρναγε από μπροστά μας. Ξεκίναγε να παίζει με την ίδια σειρά, απλώς αυτός μπορούσε να σκεφτεί μπροστά μας όση ώρα ήθελε, ενώ εμείς έπρεπε να παίξουμε αυτόματα μόλις έρθει τη στιγμή που έρχεται μπροστά μας, δεν μπορούσαμε, δηλαδή, να σκεφτούμε. Παίζαμε με τα μαύρα όλοι, επίσης ένας άλλος κανονισμός του σιμουλτανέ είναι να παίζουμε όλοι με τα μαύρα, ο Κασπάροφ είχε τα άσπρα σε όλες τις σκακιέρες, δηλαδή ξεκινάει πρώτος.
Ξεκίνησε πάρα πολύ καλά, παίξαμε ένα «άνοιγμα», που είναι... «σλαβική» λέγεται. Μου τη μάθαινε ο πατέρας μου κι είχε πολλά βιβλία για τη σλαβική, είναι ένα άνοιγμα που έπαιζε κι αυτός. Ο Κασπάροφ ήξερε απ’ έξω τί θα παίξει. Και στην αρχή είναι εύκολα τα πράγματα, γιατί αν είναι να περάσει από τριάντα, χρειάζεται κάποιο χρόνο για να παίξει τριάντα άτομα. Προς το τέλος που είχανε μείνει πέντε σκακιέρες, αν θυμάμαι καλά, τους είχε κερδίσει, δηλαδή, στο τέλος, ήταν πολύ δύσκολο το πράγμα, γιατί είχαν μείνει λίγοι κι ερχόταν πολύ γρήγορα σε μένα. Και καθόταν και σκεφτόταν πάρα πολλή ώρα μπροστά μου, ενώ εγώ έπρεπε να παίξω αυτόματα. Έχει πολύ μεγάλη ένταση το παιχνίδι! Εγώ, οι ταχυπαλμίες που έχω... νομίζω ότι θα σπάσει η καρδιά μου την ώρα που παίζω. Έχει φοβερό άγχος, φοβερή ένταση.
Είχαμε παίξει σαράντα τέσσερις παρτίδες. Στην τελική θέση ήμουν λίγο καλύτερη γιατί --θα το πω τώρα με σκακιστική ορολογία-- είχαμε, ας πούμε, στην ίδια πλευρά της σκακιέρας μόνο πιόνια, ίσα πιόνια. Κι όταν ήρθε μπροστά μου, έπαιξε, σκέφτηκε, έπαιξε και μου είπε στα αγγλικά: “I offer a draw”, δηλαδή ότι μου προτείνει ισοπαλία.
Εκείνη τη στιγμή το άκουσα, αλλά... το άκουσα πολύ καλά, βέβαια, αλλά δεν το πίστευα! Δεν πίστευα στα αυτιά μου, ότι μου πρότεινε, ας πούμε, ο Κασπάροφ ισοπαλία. Άρχισα να τρέμω, με έπιασε ένας πανικός! Κι από πίσω ο κόσμος που έβλεπε, γιατί είχε θεατές πίσω, μου λέγανε: «Σου πρότεινε ισοπαλία, σου πρότεινε ισοπαλία!» Πάντα κερδίζει όλους τους αντιπάλους που παίζει στο σιμουλτανέ, ακόμα και στο “blind”, δηλαδή στο τυφλό σκάκι που παίζει ταυτόχρονα με πολλούς χωρίς να βλέπει, τους κερδίζει όλους! Δεν παραχωρεί, δηλαδή, ποτέ ισοπαλίες!
Μόλις ήρθε, ευτυχώς έκανα την καλύτερη κίνηση που έχω κάνει ποτέ μου: έδωσα το χέρι μου, δηλαδή, και δέχτηκα, δηλαδή, δέχτηκα την ισοπαλία. Οπότε υπογράψαμε το παρτιδόφυλλο. Έχω και την υπογραφή... δεν πήρα αυτόγραφο, γιατί είχα την υπογραφή!
Μετά δεν καταλάβαινα τίποτα, ήμουν πάρα πολύ ευτυχισμένη, ήμουν σ’ άλλο κόσμο! Δεν έβλεπα, δεν έβλεπα τίποτα, πέταγα στα σύννεφα, ήμουν σ’ άλλο κόσμο εντελώς! Τότε όντως ήταν και στο peak της καριέρας του, ήταν στο καλύτερό του elo, δηλαδή στο πιο ψηλό rating τότε. Ήταν ένα φοβερό πράγμα, μια φοβερή εμπειρία, δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό το πράγμα. Επειδή τότε δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα, προσπάθησα να επικοινωνήσω με τους γονείς μου. Την είδαμε την παρτίδα πολλές φορές με τον πατέρα μου και την κορνιζάρισε κιόλας!
Το 1997, τον Ιανουάριο, έπαιξα σε ένα διεθνές τουρνουά κι εκεί κέρδισα και τον Πρωταθλητή Ελλάδος Ανδρών, στην πρώτη, σε επίσημη παρτίδα. Πέρασα το 2100-2140, νομίζω, έφτασα στο elo, το οποίο κιόλας μού έδινε αυτόματα ένα τίτλο, τον τίτλο της γυναίκας, ας πούμε, International Maître, της Fide Maître και μία νόρμα της International Maître, της διεθνούς, ας πούμε, maître.
Τότε έπαιζα πάρα πολύ άνετα, γιατί δε φοβόμουν τον αντίπαλο! Πολλές φορές μου το λένε και για πλάκα, συνέχεια: «Καλά, έκανες ισοπαλία με τον Κασπάροφ και δε θα κερδίσεις αυτόν;» Κι ακόμα και σήμερα, δηλαδή, έχουν περάσει τόσα χρόνια, είκοσι τέσσερα χρόνια, και παντού, όπου και να πάω στο σκάκι και τέτοια λένε, ας πούμε: «Η κοπέλα που έκανε ισοπαλία με τον Κασπάροφ!» Έχει μείνει, δηλαδή, αυτή η διάκριση.