ΕΠΤΑ ΩΡΕΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΗ
ΕΠΤΑ ΩΡΕΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΗ
Περιγραφή
Παρά την καταρρακτώδη βροχή, η Ρούλα ξεκινά να πάει στη δουλειά της. Δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι σε λίγες ώρες θα πάλευε για τη ζωή της.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Βερρή
Αφήγηση
- Ρούλα Καπατσίνα
Δημιουργία Podcast
- Ανδρέας Παππάς
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
18 Σεπτεμβρίου, είχε ξεκινήσει να βρέχει από το πρωί. Μάλιστα είχα μιλήσει και με μια φίλη μου στο τηλέφωνο και μου λέει: «Θα βγω», λέει, «θα πάω στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα». Και της λέω: «Πού θα βγεις ρε;» της λέω. «Πού να πας με τέτοιον καιρό; Να προσέχεις!» Κι εγώ είχα σκοπό να βγω αργότερα κι έδινα συμβουλές, ας πούμε, στην άλλη, να μη βγει. Αυτή βγήκε, γύρισε στο σπίτι της μια χαρά.
Εγώ βγήκα, δούλευα στις 3. Έβρεχε καταρρακτωδώς και ντράπηκα κιόλας να πάρω τηλέφωνο να πω να μην πάω για δουλειά, γιατί θα είχαμε γενέθλια την επόμενη μέρα το πρωί κι έπρεπε το μαγαζί να είναι έτοιμο. Γενικά, τα κινητά κι αυτά λειτουργούσανε, αλλά δεν ήρθε κάποιο μήνυμα, που να λέει: «Μείνετε σπίτι».
Πήγαμε, που λες, στον Φιλόνεικο, ήρθανε κι οι εργοδότες εκεί μετά από λίγο. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε… Δουλειές δεν κάναμε, κοιτούσαμε εκεί πώς έβρεχε. Μετά, μιλούσαμε και με τον έναν τον εργοδότη: «Φοβάμαι», λέω, «φοβάμαι!» «Άμα φοβάσαι», μου λέει, «φύγε. Τι να σε κάνω;» Και πήρα το αυτοκίνητο κι έφυγα.
Ήτανε 7. 7 και τέταρτο. Παίρνω το αυτοκίνητο να φύγω… πού να φύγω; Νόμιζα ότι πατάει το αυτοκίνητο. Έβλεπα το νερό, νόμιζα ότι δεν ήταν τόσο πολύ. Εκεί στην πόρτα αριστερά, έχουμε κάτι γουρουνάκια, γιατί ο Φιλόνεικος είναι ζωολογικός κήπος, έχει διάφορα είδη ζώων. Εκεί στην πόρτα έχει κάτι νανάκια γουρουνάκια.
Εκείνη την ώρα μιλούσα με τον άντρα μου στο τηλέφωνο: «Αχιλλέα, έχει πάρα πολύ νερό», λέω, «έχει πάρα πολύ νερό!» Και λέω: «Πνίγονται τα γουρουνάκια! Τι να κάνω;» ξέρω ‘γω. Ένιωσα ότι μπορεί να μπορέσω και να πάω να τα βοηθήσω.
Και μία που λέω «τα γουρουνάκια πνίγονται» και μία που λέω: «Δεν πιάνει! Δεν πιάνει η ταχύτητα! Δεν πιάνει φρένο, δεν πιάνει τίποτα!» «Ηρέμησε, ηρέμησε!» μου λέει αυτός. «Ήρεμη είμαι!» έλεγα εγώ. Αλλά μόνο έλεγα! Τα χέρια πήγαιναν σαν κομπρεσέρ! Και τα πόδια. Αυτό ασυναίσθητα, έτσι; Δεν το καταλαβαίνεις. «Δεν πιάνει! Δεν πιάνει! Δεν πιάνει!» Και σε κάποια φάση έχει αρχίσει και με παίρνει το νερό…
Του λέω: «Αχιλλέα, κλείσε!» Κλείνω και παίρνω τον αδερφό της φίλης μου τηλέφωνο, ο οποίος είναι πυροσβέστης, του λέω τι έχει γίνει. Με ρώτησε πού ακριβώς είμαι, να στείλει πυροσβεστικό. Μετά παίρνω τηλέφωνο τον γαμπρό μου, γιατί κι αυτός είναι μέσα στα πράγματα, ας πούμε, πίστευα ότι μπορούσε κι αυτός να βοηθήσει. Τέλος πάντων, με παίρνει το νερό.
Σταματάω σε ένα σημείο που είχε σαν κανάλι, αλλά είναι χτισμένο με τσιμέντο. Σταματάω εκεί. Ήμουνα, δηλαδή, σχετικά πάνω στον δρόμο. Οπότε πίστευα ότι θα μπορούσε κάποιος να 'ρθει να με βγάλει.
Σε κάποια φάση σπάει το ποτάμι για τα καλά, έρχεται με φόρα και γκρεμίζεται αυτό! Και φεύγω μαζί με αυτό κι αρχίζει να φέρνει το αυτοκίνητο γύρω-γύρω! Εκεί είναι που λέω: «Ρούλα, πρέπει να βγεις, σε περίπτωση που αναποδογυρίσει το αυτοκίνητο, να προσπαθήσω να κρατηθώ από κάπου αλλού. Να μη μείνω μέσα και πνιγώ!» Και πάω, που λες, να πιαστώ απ' τον «τεμπέλη», να καθίσω στην πόρτα, για να δω τι θα κάνω. Ούτε ταινία να ήτανε. Πιάνονται τα πόδια μου στο τιμόνι --είχα μπροστά τη θέση-- και δεν μπορούσα να βγω. Και δεν τα 'νιωθα τα πόδια μου και τα τραβούσα με τα χέρια, για να τα βγάλω απ' το τιμόνι…
Προσπαθώ να καθίσω πάλι κάτω και να 'μαι μέσα στο νερό, γιατί είχε αρχίσει να μπαίνει το νερό από παντού, από αεραγωγούς, από παντού. Κάθομαι στην καρέκλα και να προσπαθώ να την κάνω πίσω για να βγω απ' το αυτοκίνητο, είχα παγιδευτεί στην καρέκλα. Τα καταφέρνω, πάω να καθίσω στην πόρτα. Γλιστρούσε από τις λάσπες. Γλιστρούσε και ν' ανεβώ, γλιστρούσαν όλα.
Κάθομαι πάλι μέσα. Έκανε και πολύ κρύο, πολύ κρύο! Και δεν ήταν εύκολο να βγεις.
Ήταν να φυσάει, να 'σαι με το κοντομάνικο, να 'σαι μουσκίδι, να τρέμεις, δεν ξέρεις από τι. Απ' τον φόβο ήταν; Απ' το κρύο ήταν;
Ένα παιχνιδάκι απ' την ανιψούλα μου, ήταν μέσα στο αυτοκίνητο. Έβγαινε προς τα έξω το παιχνιδάκι λίγο, έφτανε μέχρι το παράθυρο, γυρνούσε πάλι μέσα. Ξανά και ξανά και ξανά. Και σκεφτόμουνα την ανιψούλα μου, ότι δε θα την ξαναδώ… Kαι προσπάθησα να βάλω το πόδι μου μέσα στο τιμόνι να πιαστεί, για να μπορέσω να κρατηθώ από πάνω, απ' την οροφή, γιατί δεν είχα σχάρα. Το ένα στο τιμόνι και το άλλο στην πόρτα, για να μπορέσω να ανεβώ απάνω.
Ανεβαίνω στην οροφή. Προσπαθώ να επικοινωνήσω. Με παίρνουν τηλέφωνο απ' την αστυνομία και μου 'λεγαν: «Ψάξε να βρεις δέντρο». Δεν μπορούσαν να καταλάβουνε αυτά που τους έλεγα. Δηλαδή, εγώ ήμουν εκεί μέσα, οι υπόλοιποι δεν καταλάβαιναν τι τους λέω. Φόρα το ποτάμι, χιλιομέτρων! Δε σταματούσε τίποτα! Να περνάνε μέσα σε δευτερόλεπτα από δίπλα μου δέντρα, ψόφια πράγματα... ό,τι να 'ναι! Να περνάνε από δίπλα μου και να φεύγουνε σφαίρα! Δε γινότανε τίποτα να κάνεις! Το χέρι πήγαινα να βάλω μέσα στο νερό και το 'παιρνε! Δεν... δεν μπορούσες να κρατηθείς. Κι απορώ πώς σταμάτησε το αυτοκίνητο εκεί πέρα μες στο χωράφι. Απορώ!
Τέλος πάντων, με βοήθησε και το κινητό που είχα πάρει, ήτανε αδιάβροχο. Πολύ καλό κινητό, μέσα στο νερό και να παίρνω τηλέφωνο και να μιλάω. Μου 'λεγαν να ηρεμήσω, μου ’λεγαν ότι θα μιλάμε μέχρι να με βγάλουνε…
Σε κάποια φάση, φέρνει ο γαμπρός μου μπουλντόζα, κάποιον με μπουλντόζα. Χάρηκα εκείνη την ώρα και λέω: «Κυρία, παίρνω και την τσάντα μου, έρχονται, με παίρνουν...» ξέρω ‘γω κι αυτά. Αυτή ήταν απ' τις πιο τραγικές στιγμές όμως, γιατί εκεί που χάρηκα κι ετοιμάστηκα ότι ήρθανε κι αυτό ήταν, τελείωσε, ο οδηγός της μπουλντόζας λέει: «Εγώ δεν μπαίνω εκεί μέσα!» Κι όταν τους βλέπω να φεύγουνε, εκεί είναι που άρχισα να κλαίω και να φωνάζω. «Γιατί φεύγουνε;»
Ήξερα ότι δε σώνομαι. Πήρα τη μαμά μου, να τη χαιρετήσω. Μου λέει: «Καλά, ηρέμησε», λέει, «μην πάθεις καμιά καρδιά… Όλα καλά θα πάνε», μου λέει, «θα βγεις!» Το 'χα σίγουρο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βγω από κει μέσα, φαινότανε, δηλαδή. Και ξέρεις, όσο ήμουνα στην οροφή κοιτούσα το τιμόνι, γιατί κουνιόταν το τιμόνι. Κι όσο κουνιόταν το τιμόνι, εγώ τόσο φοβόμουνα. Πίστευα ότι θα με πάρει κάτω.
Και μετά, που λες, άρχισε να κρυώνει πάρα πολύ το σώμα. Μου πέρασε και το τρέμουλο που είχα, στη φωνή. Προσπαθούσα να κάνω και πλάκα με τον εαυτό μου, τελευταίες ώρες, γιατί πρώτη φορά τρέμει έτσι η φωνή μου. Τραύλιζα. Καπνίζω κιόλας, πάω να ανάψω ένα τσιγάρο: «Δεν α-α-α-ανάβει ο-ο-ο κωλοαναπτήρας!» Γελάω μόνη μου… «Αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω», λέω.
Μ' έπαιρναν, που λες, τηλέφωνο: «Μην αγχώνεσαι!» «Μη στεναχωριέσαι!» ξέρω ‘γω και τα λοιπά και τα λοιπά. «Αχιλλέα», λέω, «πες στην πεθερά, θέλω καινούργιο αυτοκίνητο», λέω, «άμα θα βγω!» Μετά απ' την πλάκα, όμως, είχα νεύρα. Ξέρεις, ήτανε πολλές οι αλλαγές τώρα στη διάθεση. Παίρνει κι ο Βαγγέλης τηλέφωνο απ' τον Φιλόνεικο και μου λέει: «Μην ανησυχείς», μου λέει, «θα σε βγάλουνε!» ξέρω ‘γω κι αυτά. Νευρίασα κι εγώ τότε και του απάντησα κάπως, λέω: «Αφήστε με να κοιμηθώ!» Είχα πάθει υποθερμία, δεν μπορούσα να μιλήσω πλέον και ξέρεις, ήθελε ο οργανισμός να κοιμηθεί και να ξεμπερδεύουμε. Και δεν μπορούσες ούτε να μιλήσεις, ούτε τίποτα. Ήταν λες κι έχω πάρει δέκα υπνωτικά. Ένα περίεργο πράγμα, να θες να κοιμηθείς… Να μου λένε, ξέρω ‘γω, κι απ' την αστυνομία κι αυτά: «Μην κοιμηθείς! Μην κοιμηθείς! Κρατήσου! Θα τα καταφέρουμε», λέει, «θα σε βγάλουμε! Κράτα λίγες δυνάμεις για το τέλος!» Αφήνομαι, κάθομαι, προσπαθώ να μην κοιμηθώ. Σκεφτόμουνα και τη μαμά μου, ξέρω ‘γω, συνέχεια…
Εκεί που έχω φτάσει στο τέλος, έχει πάει η ώρα 2 το βράδυ, λέω: «Τέλος», λέω. «Κοιμάμαι», ξέρω γω. Είχε κλείσει και το κινητό πλέον. Δεν μπορούσα να κουνήσω το κεφάλι μου εύκολα, να σου πω την αλήθεια. Με πολύ πόνο, προσπάθησα να το γυρίσω προς την άλλη να δω τι γίνεται κι άμα υπάρχει κάποια ελπίδα πουθενά.
Άναψε τη μεγάλη σκάλα απ' τ' αυτοκίνητο ο γαμπρός μου. Έβλεπα μόνο τα φώτα εκεί στην άκρη και νόμιζα εγώ τώρα ότι έχουνε στήσει κάποια επιχείρηση να με βγάλουνε. Κάτι φτιάχνουν, ξέρω ‘γω. Αυτό το πράγμα μού 'δωσε ελπίδες, γιατί είχα παραιτηθεί, έτσι. Και δόξα τω Θεώ που το σκέφτηκα, γιατί πραγματικά αφήνεσαι, δεν μπορείς, να περνάς όλα αυτά και το σώμα να μην ακολουθεί, ας πούμε, στο ότι «κρατήσου λίγο ακόμα». Εντάξει, θέλει κι αυτό, να σκέφτεσαι ότι: «Τώρα θα βγεις! Κρατήσου λίγο ακόμα!»
Προσπαθώ να σηκωθώ. Προσπαθώ, προσπαθώ, προσπαθώ… Πολύ δύσκολα. Προσπαθώ να μιλήσω… δεν άκουγα αν μιλάω. Είχαν παγώσει όλα. Δε με άκουγα. Μιλάω; Δε μιλάω; Και μετά λέω: «Τι να κάνουμε; Θα σφυρίξω». Αρχίζω να σφυρίζω. Οι συγγενείς μου χαρήκανε που άκουσαν το σφύριγμα, γιατί ξέραν ότι ξέρω να σφυρίζω. Κι έκαναν και λίγο πιο γρήγορα, σε εισαγωγικά να το πω, εκείνη την ώρα, εφόσον είχαν έρθει εκείνη την ώρα, γιατί κατάλαβαν ότι ζω. Νόμιζαν ότι είχα «φύγει».
Και προσπαθώ, που λες, και καταφέρνω και κάθομαι στ' αυτοκίνητο. Βλέπω κι ότι το νερό έχει πέσει πολύ, βλέπω το καπό απ' τ' αυτοκίνητο. Εγώ δεν ήξερα, βέβαια, τον κακό τον χαμό, που γίνεται εκεί. Εγώ έβλεπα ότι βλέπω το καπό απ' τ' αυτοκίνητο κι ότι έχει πέσει το νερό.
Τους έβλεπα, πήγαιναν μία αριστερά, μία δεξιά. Μία πήγαιναν απ' την άλλη τη μεριά του χωραφιού. Προσπαθούσα και να κουνηθώ, για να μπορέσω να περπατήσω, εφόσον θα ερχόντουσαν να με πάρουν. Προσπαθούσα να κουνήσω τα πόδια. Και να προσπαθώ να φωνάξω, να φωνάξω, να σφυρίξω, να κάνω… Να τους βλέπω να πηγαίνουν προς την άλλη. Να αρχίζω να φωνάζω και να βρίζω! Δεν άντεχα άλλο, ρε παιδιά! Μα είναι δυνατόν να τους βλέπω να πηγαίνουν στο αντίθετο χωράφι; Μα τι στο καλό; Τόσες ώρες είμαι εδώ! Εγώ τους βλέπω, αυτοί γιατί δε με βλέπουν; Είχε σβήσει κι ο φακός απ' το κινητό, λογικό ήταν να μη με βλέπουν.
Φώναζα, φώναζα, φώναζα, φώναζα! Τους έβλεπα μετά έρχονταν, στράτα-στρατούλα, στράτα-στρατούλα. Αλλά αργούσανε πάρα πολύ. Κι εκεί που λέω: «Εντάξει», ξέρω ‘γω, «κι άμα δεν τα καταφέρουν να φτάσουν», λέω, «σε δυο-τρεις ώρες, άμα ζήσω, θα βγω μόνη μου, ρε συ, από δω! Θα βγω μόνη μου, στην τελική!» Αλλά… αρχίζει να βρέχει πάλι. Ενώ είχε σταματήσει 2 παρά. 2 και 10, κάπου εκεί, αρχίζει να βρέχει. «Ωχ», λέω, «αυτό ήταν. Δεν αντέχω άλλο!» Αν έκανα το λάθος και κατέβαινα, θα είχα πνιγεί. Γιατί το νερό ήταν ακόμα ανεβασμένο.
Τέλος πάντων, καταφέρνουν να φτάσουν στο σημείο τέσσερα άτομα, δεμένα με σχοινί. Ένας πυροσβέστης και τρεις εθελοντές; Δεν καταλάβαινα κιόλας εκείνη την ώρα, ήμουνα θολωμένη πια. Έρχεται ο πυροσβέστης μπροστά, μου λέει: «Θα σε πάρω στους ώμους». Προσπαθεί να με πάρει ο άνθρωπος, αλλά έχει πολλά σκαμπανεβάσματα. Πέφτει το πόδι του σε λακκούβα και του λέω: «Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Θα περπατήσω». Φτάνουμε στο σημείο που ήταν οι άλλοι τρεις, με πιάνουνε εκεί πέρα όλοι μαζί και μου λένε: «Δε θα σηκώνεις τα πόδια σου από κάτω. Θα φύγουμε, θα μας πάρει το νερό!» Είχε ακόμα τόση φόρα! Εγώ δεν καταλάβαινα, βέβαια. Πάω να ακουμπήσω το κεφάλι μου στους ώμους --ήταν δυο άτομα απ' τα αριστερά, δυο άτομα απ' τα δεξιά, με πήραν αγκαζέ-- : «Όχι, όχι, μην αφήνεσαι!» Πάω να προχωρήσω, όπως μου 'χουνε πει, αλλά τελικά ασυναίσθητα το σήκωσα το πόδι, έφυγε το πόδι. «Μην ξανασηκώσεις τα πόδια!» λέει, «θα μας πάρει το νερό!» Το νερό ήταν ακόμα τελικά πολύ ψηλά κι είχε ακόμα πολλή φόρα! Τα πόδια κι η μέση ήταν μέσα.
Φτάνουμε μπροστά, με βάζουνε σ' ένα αυτοκίνητο και μου λένε: «Βγάλε τα ρούχα σου», ξέρω γω, «τυλίξου με αυτό». Εγώ κοιτούσα στα χαμένα. Λέω: «Πού είμαι; Δε θέλω να βγάλω τα ρούχα μου! Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε! Θέλω να πάω σπίτι!» Και κοιτάω γύρω-γύρω, δεν καταλαβαίνω σε ποιο αυτοκίνητο είμαι. Και κάθεται ο γαμπρός μου μπροστά και μου σκάει χαμόγελο. Ε, εκείνη την ώρα κλάματα, τέτοια... Έρχεται κι ο Αχιλλέας εκεί, ξέρω ‘γω... Δεν το πίστευα ότι σώθηκα.
Ανεβήκαμε στον δρόμο πάνω, αλλά λίγο παρακάτω είχε νερά, δεν περνούσες. Δεν περνούσες ούτε για να πας μέσα στην πόλη. Δεν περνούσες πουθενά. Κι έτσι καθίσαμε δυο-τρεις ώρες μες στ' αυτοκίνητο. Προσπάθησα να κοιμηθώ εκεί λίγο, μέσα στη ζέστη και μετά, πήγαμε στη μαμά μου. Η μαμά, αγκαλιά! Αγκαλιά λες κι είμαι μικρό παιδάκι, εκεί, στα πόδια της…
Δεν ήμουνα και τις εφτάμισι ώρες στην οροφή απ' τ' αυτοκίνητο, αλλά ήμουνα εφτάμισι ώρες μέσα στο ποτάμι. Τον μόνο ήχο που άκουγα ήταν η βουή απ' το ποτάμι κι έναν σκύλο που γάβγιζε, ρε παιδιά, έναν σκύλο που γάβγιζε. Κι η αλήθεια είναι ότι τώρα αν ακούω έτσι τέτοιο γάβγισμα, πάει εκεί το μυαλό μου κι ανατριχιάζω.