Η Ελλάδα θεωρείται, θεωρείται ίσως η χώρα του αντάρτικου θησαυρού. Η ιδέα και μόνο ότι κάτω απ’ αυτή την πέτρα ή από κείνη την πέτρα μπορεί να υπάρχει ένας ντενεκές λίρες, τρελαίνει το μυαλό του ανθρώπου.
Σαφώς και μεγάλωσα με ιστορίες του πολέμου. Κατάγομαι από ένα ορεινό χωριό, την Καλή Κώμη, είναι το χωριό που πέρασε τις τελευταίες μέρες ο Άρης Βελουχιώτης, είναι ακριβώς δίπλα στο φαράγγι της Μεσούντας όπου αυτοκτόνησε. Κι όπως καταλαβαίνεις, τα καλοκαίρια, πηγαίνοντας στο χωριό για να κάνω τις διακοπές μου, όλοι, μικροί μεγάλοι, είχαν να συζητήσουν τις μέρες του Άρη του Βελουχιώτη, το πώς έγινε, το πώς πέθανε, το τι κουβάλαγε πάνω του και τα έκρυψε…
Κάποιοι βγαίναν στα φαράγγια και στα λαγκάδια και ψάχναν πιθανές τοποθεσίες, πού θα μπορούσε να έχει κρύψει. Κάποια στιγμή, ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου μου είπε: «Εκεί θα πας να ψάξεις». Ήταν ο πρώτος, ίσως, που με έσπρωξε να ξεκινήσω να κάνω κάτι τέτοιο. Μου έμαθε τα πρώτα πράγματα. Σιγά-σιγά ξεκίνησε κι αυτό το πράγμα να… να μπαίνει στο αίμα. Μεγαλώνοντας, γνωρίστηκα με κάποιους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας από μένα. Είχα το μικρόβιο της αναζήτησης, κυκλοφορούσα στα βουνά της Καρδίτσας, λόγω ενασχόλησής μου με τους προσκόπους. Μου λέγαν: «Εκεί που πας, θέλω να μου πεις αν υπάρχει αυτό, αν υπάρχει εκείνο…» Και σιγά-σιγά άρχισα να μπαίνω λίγο περισσότερο στο κλίμα της γενικής εποχής του αντάρτικου.
Μετά, μεγαλώνοντας, ήρθε η ώρα να σπουδάσω. Σπούδασα ηλεκτρονικός. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου εκείνη την εποχή ήταν κι άρρωστος –ήταν λίγα χρόνια πριν τον χάσω– και μου ’λεγε: «Φτιάξε ένα μηχάνημα, ρε κερατά, να πάμε να τα βρούμε. Πάρε μια ομάδα απ’ τους προσκόπους, πήγαινε, κάνε την κατασκήνωσή σου. Έχεις το μηχάνημα, άσ’ τους αυτούς να παίζουν κι εσύ θα ψάξεις εκεί που σου είπα».
Το πρώτο αντικείμενο που βρήκα ήταν κάλυκας. Το δεύτερο αντικείμενο που βρήκα ήταν ένα πέταλο. Μπορώ να σου πω ότι θα μπορούσα να συγκρίνω την πρώτη χαρά της εύρεσης, με τη χαρά που νιώθεις όταν έρχεται στη ζωή το πρώτο σου παιδί. Μοιάζουν πάρα πολύ, είναι ένα συναίσθημα που δε χαρακτηρίζεται εύκολα. Η εύρεση ενός αντικειμένου στο χώμα είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, είναι η χαρά της ανακάλυψης, που είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης, φυσικά. Σκέφτεσαι και χαίρεσαι, διότι έχουν ανταμειφθεί οι κόποι σου. Ό,τι έχεις μάθει, ό,τι έχεις εκπαιδευτεί ή ό,τι έχεις προσπαθήσει να κάνεις, ανταμείβονται. Κάλυκας; Κάλυκας. Το ’βγαλες απ’ το χώμα; Το ’βγαλες με τα χέρια σου; Μεγάλος θησαυρός. Γι’ αυτό και μ’ αρέσει να με λεν’ «θησαυροθήρα» κι όχι «χρυσοθήρα».
Όταν λέμε ότι υπάρχει χρυσός, μιλάμε πάντα για λίρες, οι οποίες πέσαν την εποχή της Κατοχής κι απαρχές του Εμφυλίου και μαζεύτηκε από τους αντάρτες, για να το χρησιμοποιήσουν για τα μετέπειτα πολιτικά τους σχέδια. Ουσιαστικά, μιλάμε για λίρες, είτε τούρκικες, είτε Αγγλίας, οι περισσότερες φυσικά Αγγλίας, μιλάμε για τον χρυσό ο οποίος άνηκε στην Ελλάδα και κατά την περίοδο της Κατοχής φυγαδεύτηκε στο Κάιρο και μετά μας τον επιστρέφαν σιγά-σιγά οι Άγγλοι, για να μπορέσουν ο στρατός κι οι αντάρτες που κάναν την Αντίσταση να εφοδιαστούν με κάποια πράγματα, που δε θα ήταν εύκολο να τα βρουν σε διαφορετική περίπτωση. Και μ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, κι επειδή δε χαλαστήκαν πολλά χρήματα, συγκεντρώθηκαν. Κάποια βρεθήκαν, κάποια τα μάζεψαν αυτοί που τα ’χαν κρύψει κι έζησαν μετά τον Εμφύλιο και κάποια, ευτυχώς, έχουν μείνει ακόμα κρυμμένα, να κάνουμε εμείς τις αναζητήσεις μας.
Ναι. Έχω βρει. Δε θα πω ψέματα. Σίγουρα δεν ήταν τα πολλά τα χρήματα, τα οποία θα με κάναν να αλλάξω τρόπο ζωής, να κάνω οτιδήποτε. Διότι αν είχα βρει τόσα πολλά χρήματα, σίγουρα δε θα ήμουν εδώ να κάνω αυτή τη συνέντευξη.
Βέβαια, κακά τα ψέματα, αυτά τα λεφτά είναι βαμμένα με πολύ αίμα. Ξέρεις, ειδικά άμα βρεις χρήματα, κι ειδικά τα λίγα που συνήθως βρίσκουμε, επειδή είναι μεμονωμένα κομμάτια, θα είναι ένα, δύο, τρία, πέντε, ξέρεις ότι αυτό είναι η πληρωμή του αντάρτη για εκείνη την περίοδο. Οι απλοί αντάρτες παίρναν μισή λίρα τον μήνα, οι αξιωματικοί παίρναν δύο. Ειδικά στον Εμφύλιο, ήταν όλοι καταδιωκόμενοι. Όλοι κρύβονταν. Πολλές περιπτώσεις, επειδή θα πηγαίναν σ’ ένα μέρος και φοβόνταν την περίπτωση της ενέδρας ή θα μπαίναν σε μία μάχη, ό,τι χρήματα είχαν πάνω τους δημιουργούσαν το λεγόμενο πορτοφόλι του αντάρτη από πριν, για να μη χάνουν τις λιρίτσες και τις κρύβαν. Και φεύγαν. Αυτά τα οποία βρίσκουμε είναι χρήματα τα οποία τα κρύψαν για να γυρίσουν να τα πάρουν και δε γύρισαν ποτέ. Επομένως, το συναίσθημα εκείνη τη στιγμή είναι –το λέω κι ανατριχιάζω– είναι περίεργο. Λυπηρό, καθαρά συναισθηματικό: το ότι βρήκες την πληρωμή ενός ανθρώπου που έδωσε τη ζωή του, πιστεύοντας προφανώς σε κάποια ιδανικά, και τελικά δεν τα κατάφερε.
Υπάρχουν πολλά. Πολλές ιστορίες, παρόμοιες. Είναι μία ιστορία η οποία έχει εξελιχτεί κι εκτυλιχθεί σε ανθρώπους που ήταν συγγενείς της γυναίκας μου. Στην περίοδο της Κατοχής ήταν εκπαιδευμένοι άνθρωποι και γνωριστήκαν μέσα στο αντάρτικο. Ο ένας ήταν επιτελικός, με την έννοια ότι θα έπαιρνε κάποια χρήματα και θα τα μετέφερε σε κάποιες τοποθεσίες για να διαμοιραστούν στις ομάδες της περιοχής κι η μετέπειτα σύζυγός του –γιατί εκείνη την εποχή απλή γνωριμία ήταν– είχε εκπαιδευτεί στα σχολεία της Ρεντίνας ως κρυπτογράφος και διακομιστής.
Απαρχές του ’44, όταν κατάφεραν οι Γερμανοί να ανεβούν στα χωριά της Νεβρόπολης, μείναν ξαφνικά οι δυο τους, ενώ όλοι οπισθοχωρούσαν, να φύγουν στις κορυφές των βουνών για να γλιτώσουν απ’ το μένος των Γερμανών. Μείναν λοιπόν οι δυο τους, με χρυσές λίρες στα χέρια τους αρκετά μεγάλης αξίας. Τα κομμάτια μεταφράζονται σε μερικές χιλιάδες κομμάτια. Τα οποία, προκειμένου να χαθούν και να πέσουν στα χέρια των Γερμανών, μοιραστήκαν στα δύο: «Πάρε τα μισά εσύ, τα μισά εγώ, φύγε εσύ προς τη μία κατεύθυνση, προς την άλλη κατεύθυνση εγώ». Φύγαν, κρύψαν τα χρήματα.
Με το τέλος του πολέμου παντρευτήκαν, κάναν παιδιά. Τα λεφτά παρέμειναν κρυμμένα. Δυστυχώς. Κάναν εκδρομές τότε και πηγαίναν σε δύο συγκεκριμένα σημεία τότε κι απλώς επόπτευαν κι αγνάντευαν το μέρος. Χωρίς να το λένε πουθενά, όχι μόνο στα παιδιά τους.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, οικονομικές δυσκολίες πολλές, συνέχιζαν να κρατάν το στόμα τους κλειστό. Ο μεν σύζυγος πέθανε νωρίς, έμεινε πίσω η γιαγιά. Ε, προσπαθούσαμε, γνωρίζοντας την ιστορία ότι κάπου κάτι έχει βάλει, προσπαθούσαμε, ας πούμε, να την πείσουμε: «Πες μας πού είναι τα λεφτά, πες μας πού είναι τα λεφτά». Άρχισε και μία άνοια, παρακαλούσαμε μέσα στην άνοιά της να πει αλήθειες, πράγματα. Κι η τραγική αλήθεια, δυστυχώς, που εισπράξαμε όλοι τότε ήταν: «Τι λες καλέ, που θα σου πω πού είναι κρυμμένα τα λεφτά; Αυτά είναι για το καλό του Κόμματος». Μιλάμε τώρα για πενήντα χρόνια μετά. «Ρε ποιο καλό του Κόμματος; Ο πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και πενήντα χρόνια. Αφού δεν τα ξέρει κανένας, πες μας πού είναι, να σωθούν». «Όχι, αυτά είναι για το καλό του Κόμματος. Όταν θα ’ρθει η ώρα, θα ’ρθουν να τα πάρουν. Είμαι υποχρεωμένη να τα παραδώσω».
Πέθανε. Το μυστικό το πήρε μαζί της. Έφυγαν και τα παιδιά της. Με τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το μυστικό το πήρε μαζί της. Τραγικές καταστάσεις και τραγικές ιδεολογίες. Αυτά τα κομμάτια δε θα βρεθούν ποτέ –μπορεί να βρεθούν μερικά κάποια στιγμή τυχαία από κάποιον περιπατητή που θα κάνει βόλτα– γιατί έχει αλλάξει το μέρος, εδαφολογικά.
Το αναλόγιο είναι μία περίεργη ιστορία. Η ιστορία είχε το εξής… Εμείς την ανακαλύψαμε τυχαία. Υπήρχε ένα ξωκλήσι σ’ ένα χωριό ορεινό, στο οποίο αποφασίσαν μετά από χρόνια, για τον άλφα-βήτα λόγο, να κάνουν ανακαίνιση. Βγάλαν τα πράγματα έξω και βγάλαν και το αναλόγιο του ψάλτη. Εκεί που το τοποθετήσαν όμως το αναλόγιο δεν κάθονταν καλά, γύρισε τούμπα, με αποτέλεσμα το κεφαλάρι, όπως λέμε, του αναλογίου να φύγει. Εκεί που στηριζόταν υπήρχε μία ξύλινη σανίδα, στην οποία έγραφε: «Ενθύμιον. Ο τάδε –έγραφε το όνομά του– εις τον περίβολο της εκκλησίας έχω κρύψει ένα μπιτόνι λίρες». Κι έγραφε και μία ημερομηνία. «Εις τον περίβολο της εκκλησίας», ναι. Μέσα στο μήνυμα όμως υπήρχε κι ο κώδικας που σου ’λεγε πού ακριβώς είναι βαλμένα. Στα πόσα βήματα κι από ποιο σημείο.
Εμείς, όταν το ανακαλύψαμε αυτό… Γιατί ήταν εντελώς τυχαίο, αν δε γινόταν το ατύχημα, ποιος θα έσκυβε το κεφάλι να πάει να κοιτάξει κάτω απ’ το αναλόγιο; Είναι κάτι που δε σου πάει στο μυαλό. Τέλος πάντων, πήγαμε, μετρήσαμε, εντοπίσαμε, σκάψαμε. Τελικά, βρήκαμε τον κασμά. Πήραν τα λεφτά κι αφήσαν τον κασμά. Μπορεί κάποιος συγγενής του, μπορεί κάποιος τυχαία που έτυχε να δει πρώτος το αναλόγιο και να καταφέρει να σπάσει τον κώδικα. Όπως και να ’χει, κάποιος πήγε πρώτος. Από κει κι ύστερα, δε μας αφορά. Καλοφάγωτα να είναι, καλά να περνάει.
Αν θες να λέγεσαι καλός θησαυροκυνηγός και κυνηγός των αντάρτικων, πρέπει να μπεις στην ιστορία. Πρέπει να φέρεις τον εαυτό σου στη θέση του πιο απλού αντάρτη της εποχής, για να μπορέσεις να καταλάβεις το τι βίωναν εκείνη τη στιγμή, το άγχος το οποίο είχαν, γιατί δεν ξέραν από πού θα τους έρθει καμιά ξώφαλτση ή το αν θα πέσουν σε κάποια ενέδρα, σε κάποια παγίδα, στο οτιδήποτε. Αν δεν μπεις λοιπόν σ’ αυτή τη λογική, δεν μπορείς να καταλάβεις και τι συμβαίνει και τι σημαίνει αντάρτικη ιστορία, κρύψη κι όλα τα σχετικά.
Οι πληροφορίες, ως επί το πλείστον, προέρχονταν από ανθρώπους που ζούσαν εκείνη την εποχή. Φυσικά, όχι ότι τα είχαν βάλει με τα ίδια τους τα χέρια, είχαν δει ή είχαν ακούσει ότι κάποιος έβαλε πράγματα εκεί. «Είδα», «άκουσα», έτσι πάει. Έτσι μεταφέρονται. Δημιουργείται το φαινόμενο του σπασμένου τηλεφώνου, παραφράζουμε πράγματα και καταστάσεις και τρέχει όλος ο κόσμος σε ιστορίες ανυπόστατες για τη δική μου κρίση, να ψάχνει να βρει το ποθούμενο, που φυσικά είναι αέρας. Οι αμέσως μετά πληροφορίες από χάρτες ή χαρτιά, που για τον άλφα-βήτα λόγο δεν καταφέραν να φτάσουν στις επιμελητείες και στους εκάστοτε ανθρώπους που θα έπρεπε να τα έχουν στα χέρια τους να τα φυλάξουν. Ίσως, επειδή τα περισσότερα είναι κωδικοποιημένα, αυτοί που τα βρήκαν δεν μπορέσαν να τα διαβάσουν κι αρχίσαν τα μοιράζαν δεξιά-αριστερά ζητώντας βοήθεια.
Για πολλούς είναι ένα πάθος που αγγίζει τα όρια της αρρώστιας. Βλέπουν χρυσό και τίποτα άλλο. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο τρόπος, ούτε το πώς θα το αποκτήσουν. Υπάρχουν ιστορίες στο πέρασμα των χρόνων όπου φίλοι, παρέα που έχει πάει για ψάξιμο, μόλις βρήκε αντικείμενο, αλληλοσκοτώθηκε. Οι νέοι σήμερα έχουν το κακό ότι νομίζοντας ότι θα αγοράσουν ένα μηχάνημα από ένα μαγαζί, θα βγουν έξω και θα σκάψουν τα πάντα. Ή όπου σκάψουν, υπάρχει χρυσός. Βλέπουν ένα σημάδι: «Εδώ είναι τα λεφτά». Οι νέοι οι περισσότεροι δε γνωρίζουν, δεν έχουν ιδέα του ότι κάποιες καλές κρύψεις έχουν παγίδες. Είναι πολύ άσχημο το να θες να ξεθάψεις μία σπηλιά ή μία κρύπτη και να πέσεις ξαφνικά σε μία χειροβομβίδα ή σε μία νάρκη, που αποτελεί την παγίδα. Είναι πολλά τα περιστατικά και θανάτων κι ατυχημάτων.
Δεν το συνειδητοποιείς. Επειδή θεωρούν ότι βλέποντας ένα σημάδι έχουν λύσει και την ιστορία ή ότι θα βρουν και τα λεφτά, παν’, καταστρέφουν το σημάδι για να μην το βρει κανένας άλλος. Ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν κρύψεις πάνω στα σημάδια, τα σημάδια απλώς σε καθοδηγούν κάπου, είναι αυτά που θα σου δώσουν τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθείς στον χώρο. Από δω πρέπει να πας εκεί, από κει θα πας μετά κάπου αλλού, κάπου αλλού, για να φτάσεις εκεί που θες. Σε καμία των περιπτώσεων δεν υπάρχει κρύψη πίσω από σημάδι. Ό,τι σημάδι και να είναι αυτό. Κανένας δεν προϊδέαζε εκείνη την εποχή ότι «εγώ θα το βάλω και θα το βγάλω μετά από ογδόντα χρόνια». Ό,τι έμπαινε λέγαν ότι σε έναν χρόνο, πέντε χρόνια, θα βγει. Γι’ αυτό γινόταν κι η σηματοδότηση, γι’ αυτό δημιουργούνταν ο κώδικας, με σκοπό, μόλις θα ’ρθει η κατάλληλη στιγμή, να παν να τα βγάλουν, να τα πάρουν για να τα χρησιμοποιήσουν όπως ήταν να τα χρησιμοποιήσουν.
Ο κόσμος είναι τρελαμένος, είναι τρελαμένος. Κι η κρίση, δυστυχώς, γεννάει όνειρα, γεννάει ελπίδες. Για μένα, θησαυρός είναι οτιδήποτε μπορώ να ανακαλύψω της περιόδου που είναι θαμμένα στο χώμα. Ακόμα και μια σάπια κονσέρβα της εποχής, που κάποιος έφαγε το ψαράκι του σε μια αντάρτικη κατασκήνωση, για μένα είναι θησαυρός. Γιατί είναι ένα κομμάτι της ιστορίας, ξέρω ότι το ’χει χρησιμοποιήσει άνθρωπος, μπορώ να μπω στο πνεύμα της εποχής, μπορώ να το φανταστώ, γιατί έχω και μια αρκετά καλή δόση φαντασίας, το πώς είναι να κάθεται ο άνθρωπος στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου ή σε μία κοτρώνα και να κάθεται να τρώει την κονσέρβα του και να κοιτάει γύρω-γύρω μήπως του ’ρθει κανένας και τον φάει. Ακόμα κι αυτά τα απλά πράγματα, για μένα, είναι θησαυροί.