ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΜΑΤΙ
ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΜΑΤΙ
Περιγραφή
Μια νεαρή μητέρα περιγράφει λεπτό προς λεπτό πώς διέφυγε με την οικογένεια της μέσα από τις φλόγες, στην πυρκαγιά στο Μάτι το 2018.
Ανήκει στη Συλλογή
8 Podcasts
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Δανάη Χαραλαμπίδη
Αφήγηση
- Φαίη Σεκερίδη
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Δάφνη Ματζιαράκη
Φάνταζαν οι καλύτερες διακοπές της ζωής μας. Είχε βγει ο άντρας μου δυο μέρες πιο πριν σε άδεια, επίσημα στις 23 ξεκινούσε, είχαμε πάει εμείς λίγο νωρίτερα να κάνουμε τις προετοιμασίες στο εξοχικό, είχαμε το μωράκι μας, τότε είχε γεννηθεί, τριών μηνών, όποτε όλα φάνταζαν ιδανικά.
Είναι μια οικογενειακή σαν πολυκατοικία, τέλος πάντων, τέσσερα διαμερίσματα. Εμείς ήμασταν στο ισόγειο. Ακριβώς από πάνω ο αγαπημένος μας θείος και μαζί ήταν κι η μητέρα μου, η γιαγιά του άντρα μου με τη γυναίκα που την πρόσεχε.
Ξεκινάει η μέρα ωραία. Είχαμε από το πρωί ακούσει για την Κινέττα, είχαμε ακούσει τα πυροσβεστικά που πέρναγαν από μπροστά μας, γιατί είμαστε στο Μάτι πολύ κοντά στη Μαραθώνος, στον παράδρομο της Μαραθώνος, είχαμε λίγο το νου μας.
Γύρω στο μεσημέρι, από ό,τι θυμάμαι, είχε αρχίσει η μυρωδιά να είναι λίγο πιο έντονη. Μεσημερο-απόγευμα και λόγω του μωρού που ήταν πολύ μωρό, αρχίσαμε λιγάκι να κλείνουμε πόρτες-παράθυρα. Αλλά θεωρούσαμε λόγω του καιρού, που δεν ήταν ακόμα χάλια, πολύ έντονος ο αέρας και τα λοιπά, ότι είμαστε stand by.
Ανεβαίνει, λοιπόν, ο Ηλίας με τα κιάλια επάνω κι έβλεπε πίσω από το βουνό, πίσω από τον Βουτζά, ίσα-ίσα λίγο καπνό. Κατεβαίνει κάτω, μου λέει: «Φαίη, δεν ανησυχώ ακριβώς, αλλά, τέλος πάντων, ετοίμασε τα πράγματα μας να φύγουμε, να πάμε μια βόλτα και βλέπουμε».
Μέχρι εγώ να φτιάξω λίγο την τσάντα του μωρού, να ντύσω το μωρό, μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά, ήτανε πέντε, ήταν εφτά, δε θυμάμαι, όπως και δε θυμάμαι ακριβώς ώρα ήταν, χτυπάει η πόρτα πολύ δυνατά. Ο θείος του Ηλία, του άντρα μου, ήταν από πάνω: «Φύγετε», λέει, «τρέχοντας! Έχει πιάσει φωτιά το διπλανό οικόπεδο!» Παθαίνουμε ένα σοκ μέχρι να καταλάβουμε.
Όντως, σε δευτερόλεπτα έχουμε πάρει τα κλειδιά από το αυτοκίνητο, τις τσάντες μας, το μωρό πρώτα από όλα, βγαίνω από το σπίτι. Κοιτάζω μπροστά, όλα καλά. Κάνω δεξιά το βλέμμα μου, δεν έβλεπα καν ουρανό. Οι φλόγες ήταν... δηλαδή είχε έρθει η φωτιά κατευθείαν σ’ εμάς.
Μπήκα γρήγορα στο αμάξι, φώναζα στον Ηλία να έρθει. Ήμασταν με δυο αυτοκίνητα, πήρε ο καθένας το αυτοκίνητο του, χτύπησε και στη θεία του δίπλα, πήραμε, πήρε μαζί ο Ηλίας τη θεία του και φύγαμε με τα δυο αυτοκίνητα.
Πάω εγώ πρώτα να κατέβω γιατί είμαστε σε στενό, είναι γωνιακό το οικόπεδο, πάω να κατέβω προς τα κάτω. Το μωρό φυσικά το έριξα στο κάθισμά του, δεν πρόλαβα να το δέσω ή τίποτα. Κι όπως πάω να κατέβω την κατηφόρα, βγήκε μπροστά μου φωτιά. Οπότε κάνω ανάστροφη επιτόπου, ανεβαίνω πάλι. Ο Ηλίας ήταν λίγο πιο πίσω, ο άντρας μου, συνεχίζει κι εκείνος.
Φωνάζουμε εκείνη την ώρα στον θείο να δούμε τι γίνεται με τη γιαγιά. Να αναφέρω ότι η γιαγιά είναι ενενήντα χρονών με σκλήρυνση κατά πλάκας σαράντα χρόνια, όποτε είναι σε ένα καροτσάκι, δεν μπορούσε να έχει βοήθεια. Και λέει ο θείος: «Να βάλω», λέει, «τη γιαγιά στο αμάξι κι έρχομαι να σας βρω».
Φεύγουμε, βγαίνουμε ανάποδα στον παράδρομο της Μαραθώνος. Θυμάμαι αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από τους καθέτους δρόμους, δηλαδή από τη Μαραθώνος βγαίναμε στην παραλία.
Εγώ είχα αρχίσει πια κι έχανα την ψυχραιμία μου. Έβλεπα ότι δεν κινούμαστε, έβλεπα ότι είναι μεγάλος ο αριθμός των αυτοκινήτων, είχα αρχίσει και φώναζα, είχα αρχίσει και κόρναρα, φώναζα: «Βοήθεια! Το παιδί μου! Το παιδί μου!» Θυμάμαι κάποιους οδηγούς από αυτοκίνητα οι όποιοι με κοίταζαν καλά και μου κούνησαν τους ώμους, ότι «τι να κάνουμε» κι όταν το θυμάμαι αυτό, γίνομαι ακόμα πιο έξαλλη. Δίκιο είχαν, αλλά ΟΚ.
Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι είδα έναν κύριο ο όποιος έριχνε νερό με το λάστιχο στο σπίτι του και στον περιβάλλοντα χώρο και του λέω: «Σε παρακαλώ, για να μην καεί το παιδί μου ρίξε λίγο νερό στο αμάξι!» Καμία λογική, αλλά εκείνη την στιγμή ήταν το πιο λογικό που μπορούσα να σκεφτώ.
Ο Ηλίας μου έλεγε συνέχεια να αφήσω το αμάξι και να οδηγήσει εκείνος και του έλεγα: «Δεν μπορώ, με τίποτα!» Θυμάμαι ότι ανά κάποια δευτερόλεπτα ένιωθα ότι λιποθυμάω, αλλά ξαφνικά στα κόκκινα η αδρεναλίνη, όποτε ερχόμουν πάλι. Τον θυμάμαι να κλαίει και να μου λέει: «Μη φοβάσαι, όλα καλά!» και να κοιτάζω πίσω δεξιά μου από τους καθρέφτες, από πίσω δεξιά-αριστερά παντού, ήταν όλα, παντού φωτιά και λέω εντάξει... Θυμάμαι τον μικρό που τον κοίταζα από τον καθρέφτη που ήταν με ανοιχτά τα μάτια του, δεν έλεγε τίποτα, κιχ, κιχ, κιχ. Το οποίο ήταν ένα μωρό που ανά μισή ώρα ήθελε οπωσδήποτε να πιει γάλα. Η θεία του Ηλία, πολύ ψύχραιμη.
Δεν ξέρω τι έγινε, πώς βγήκαμε, αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ. Θυμάμαι ότι κόρναρα σαν τρελή, θυμάμαι ότι έκλαιγα κι έλεγα: «Θα καεί το παιδί μου!» Και κάποια στιγμή, αφού φτάνουμε προς τη διασταύρωση της Ραφήνας, από κάτω όμως, από τον παραλιακό δρόμο, ήταν ένας άνθρωπος, καλή του ώρα, ο όποιος ήταν με τα εσώρουχα κι απλά έκλεινε, έκλεινε τον δρόμο, ώστε να μην μπαίνουν στο Μάτι και με αυτόν τον τρόπο μας άφηνε εμάς να βγούμε πιο γρήγορα.
Όλη αυτήν την ώρα ο Ηλίας προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη θεία του και με τον θείο του. Η θεία του μας είπε ότι ο θείος βοήθησε, έβαλαν τη γιαγιά μες το αμάξι κι εκείνη και τους έδιωξε, γιατί ήθελε να πάει να βρει την κυρία που πρόσεχε τη μαμά του, η οποία είχε εξαφανιστεί.
Κάποια στιγμή πια στη Λούτσα, μετά από πολλά χιλιόμετρα τέλος πάντων, σταματήσαμε, ήπιαμε λίγο νερό. Ο Ηλίας συνέχισε τα τηλέφωνα, αλλά μάταια. Άκουγα τη θεία μέσα απ’ το τηλέφωνο, που από τον πολύ καπνό δεν έβλεπε πού ήταν κι επειδή πια είχαν αφήσει όλοι τα αυτοκίνητα τους μες στη μέση του δρόμου, δεν είχε ορατότητα. Θυμάμαι να ακούω ότι έσκαγαν τα αυτοκίνητα από τη θερμοκρασία, δηλαδή λες κι ήτανε ταινία επιστημονικής φαντασίας, όλο, λες κι ήταν μέσα σε εμπόλεμη ζώνη. Και μετά πια άρχισε να κορυφώνεται η αγωνία φυσικά, για το τι έχει γίνει ο θείος.
Είχαμε πάρει όλα τα νοσοκομεία τηλέφωνο να δούμε μήπως ήταν ο θείος εκεί. Επικοινώνησαν κάποιοι άνθρωποι της περιοχής μαζί μας για να μας πουν ότι υπήρχε φωτιά στο πάνω σπίτι, μέσα, το όποιο δεν πήγαν οι πυροσβέστες να το σβήσουν, γιατί φυσικά είχανε προτεραιότητα άλλοι άνθρωποι, άλλα σπίτια.
Και φυσικά χάσαμε και τον θείο. Το οποίο το μάθαμε το Σάββατο. Όλα τα νοσοκομεία νομίζω ότι είχανε μάθει τις φωνές μας από τα απανωτά τηλέφωνα, πέντε φορές τη μέρα παίρναμε σε όλα τα νοσοκομεία. Τελικά έγινε τεστ DNA. Τον βρήκαν απανθρακωμένο.
Η ζωή συνεχίζεται για όσους υπάρχουν. Χάθηκαν πολλοί άνθρωποι, ο Ηλίας έχασε κι άλλους συγγενείς. Έχασε και την ξαδέλφη του, έχασε και το μωράκι τους... Ήταν ένα μέρος το οποίο είχε πολύ οικογένεια και πολύ αγάπη και πολύ... κι ελπίζουμε κάποια στιγμή να ξαναγίνει έτσι.