Γεννήθηκα σε ένα χωριό περίπου τριάντα χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, είναι η Ξυλούπολη Θεσσαλονίκης. Το όνειρο μου ήταν να παίξω ποδόσφαιρο. Βλέποντας τότε κάποιους ποδοσφαιριστές όπως ήταν ο Δομάζος, ο Λουκανίδης, ο Αλεξιάδης, άμα θέλεις, του Άρη, έλεγα ότι κάποια στιγμή θέλω και εγώ να παίξω ποδόσφαιρο.
Είχαμε μία πλατεία στο χωριό που παίζαμε. Δηλαδή από κει ξεκίνησε. Να φανταστείς ότι δεν είχαμε και μπάλες τότε. Και περιμέναμε τα Χριστούγεννα να σφάξει κάποιος το γουρουνάκι και να βγάλει… είχε μία, σαν μια μπάλα, δεν θυμάμαι πως, μία φούσκα ας πούμε που ήτανε, και με εκείνη την μπάλα παίζαμε και στις αλάνες.
H μάνα μου δεν πίστευε, δεν πίστευε ότι θα παίξω ποδόσφαιρο, γκρίνιαζε σε εισαγωγικά, δηλαδή έλεγε ότι πρέπει να κάνω κάτι άλλο και αυτά εδώ, και την έλεγα τη μάνα μου ότι: «Μάνα; Να ξέρεις ότι εσύ, όχι μόνο θα παίξω ποδόσφαιρο, θα με βλέπεις σε τηλεόραση». Τότε δεν είχαμε ούτε τηλεόραση μιλάμε εκείνα τα χρόνια έτσι; Λέω θα με βλέπεις στην τηλεόραση να πούμε.
Κατάφερα να κάνω πολλά γιατί, γιατί πίστεψα στον εαυτό μου, ξεκίνησα δηλαδή από τον Αγροτικό Αστέρα σε μία ηλικία 15 - 16 ετών, καθιερώθηκα από την πρώτη στιγμή, δηλαδή μπήκα μέσα στην ομάδα. Είχαμε ένα προπονητή ο οποίος έπαιζε παλαιότερα και στον ΠΑΟΚ, ο Σιδηρόπουλος και κάποια στιγμή περνάω από μπροστά του, ήμασταν στο γήπεδο του Παύλου Μελά. Και εκεί όπως περνούσα, σηκώνεται πάνω και φωνάζει -υπήρχαν και κάποιοι φίλαθλοι- φωνάζει: «Ρε!» τους φωνάζει, λέει: «Παίκτες εκατομμυρίων, κοιμούνται οι ομάδες μας. ΠΑΟΚ, Άρης, Ηρακλής, δεν τον βλέπουνε;»
Εγώ εντωμεταξύ τότε ήμουνα σε μία ηλικία 16 - 17 χρόνων, κοκκίνισα, πρασίνισα, λέω: «Τι γίνεται εδώ;» Πραγματικά δηλαδή ήξερε ότι θα παίξω ποδόσφαιρο. Έπαιξα τέσσερα χρόνια στον Αγροτικό Αστέρα όπου με βλέπανε όλες οι ομάδες, δηλαδή και ο Άρης και ο ΠΑΟΚ και ο Ηρακλής και με μία απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αποφασίσανε να με δώσουνε μεταγραφή δηλαδή στον Άρη.
Μπόρεσα από το δεύτερο παιχνίδι να καθιερωθώ. Παίζουμε με τον ΠΑΟΚ. Τελείωσε το ημίχρονο 0 - 0, στο δεύτερο ημίχρονο, είχαμε προπονητή τον Branko τον Stankovic, μου λέει κάποια στιγμή: «Κούης, σήκω να κάνεις προθέρμανση». Σηκώνομαι εγώ, ακούω, εντωμεταξύ ήτανε δίπλα ακριβώς και οι πολλοί φίλαθλοι, αρχίσανε εκεί πέρα: «Τι κάνει; Πάει να βάλει τον μικρό αυτός ο προπονητής;» Και έτσι, με το που μπήκα μέσα κάναμε το 1 - 1.
Και κάποια στιγμή παίρνω την μπάλα περνάω τον Ιωσηφίδη θυμάμαι και κάνω μία σέντρα και με ανάποδο ψαλίδι ο Αλεξιάδης πετυχαίνει το δεύτερο γκολ γύρω στο 85'. Η συνέχεια ήταν πάρα πολύ καλή. Προσπαθούσα να διδαχτώ, άμα δεν το έχεις αυτό δηλαδή δεν ακούς τον προπονητή σου ή ακόμα και τους συμπαίκτες σου είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις σε ένα υψηλό επίπεδο.
Γιατί πρέπει να πω και κάτι άλλο, ότι δεν ήμουν και το ταλέντο. Δηλαδή δεν είχα ούτε το ταλέντο του Χατζηπαναγή, ούτε το ταλέντο του Παπαϊωάννου, ούτε του Δομάζου, ούτε του Κούδα, ούτε του Δεληκάρη, ούτε. Αλλά ό,τι κατάφερα να φτάσω, δηλαδή να γίνω πρώτος σκόρερ στον Άρη, να έχω τις περισσότερες συμμετοχές στον Άρη είναι γιατί αν ήθελα να πετύχω κάτι το πετύχαινα.
Δηλαδή καθόμουνα με τις ώρες, έκανα αυτό που ήτανε για το καλό όχι μόνο το δικό μου, και της ομάδος έτσι; Είναι να το θέλεις. Άμα θέλεις κάτι είμαι σίγουρος ότι τα πετυχαίνεις όλα. Και αυτό εδώ πέρα έτσι με χαροποιεί ακόμη περισσότερο.
Ένα πράγμα που συγκινήθηκα πάρα πολύ είναι σε ένα παιχνίδι, παίζαμε με τον ΟΦΗ εδώ μέσα στου Χαριλάου και κατάφερα να περάσω τον Αλέκο τον Αλεξιάδη στα γκολ. Έβαλα ένα γκολ με φάουλ κιόλας και όταν σταμάτησαν το παιχνίδι -ήταν και ο Αλέκος στο τέτοιο- όταν ήρθε ο Αλέκος κοντά μου, με έπιασε ένα ρίγος, έτσι συγκινήθηκα τόσο πολύ ξέρω γω και μπορώ να σου πω ότι ήθελα να κλάψω ας πούμε. Δεν ήθελα να περάσω τον Αλέκο αλλά το έφερε όμως η μοίρα ας το πω έτσι που δε γινότανε. Τι; Δεν, θα βάλω γκολ για να κερδίσουμε έτσι; Ήτανε μία από τις στιγμές σου λέω που έχω συγκινηθεί πάρα πολύ.
Όλα τα παιχνίδια που έπαιζα προσπαθούσα να είμαι σωστός. Δηλαδή να παίζω καθαρά. Δεν πήγα ποτέ να χτυπήσω κάποιον ποδοσφαιριστή. Ίσως δηλαδή ξέρεις τι; Να παίζεις 20 - 21 χρόνια ποδόσφαιρο και να μην φας, να μη δεχτείς μάλλον μία κόκκινη κάρτα;
Ξέρεις το ποδόσφαιρο είναι και ψυχολογία. Εγώ μέχρι να πάμε και να μας πει ο προπονητής την ενδεκάδα ήμουν αγχωμένος. Είχα ένα άγχος, έλεγα: «τώρα», παρότι ήμουν σίγουρος ότι θα παίξω, δηλαδή όχι εγώ ήμουν σίγουρος, όλοι λέγανε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να…» Πήγαινα, είχα άγχος. Μόλις έβγαινα στο γήπεδο να κάνουμε προθέρμανση, μου έφευγε όλο το άγχος.
Το 80’ με 81, ο Βαρδινογιάννης που ήταν τότε στον Παναθηναϊκό έδωσε 50 εκατομμύρια έδωσε, έδινε στον Άρη και 25 σε μένα. Και δε με έδωσε ο Άρης. Μιλάμε τώρα για λεφτά έτσι; Δε μιλάμε για τέτοια. Αλλά δε με έδωσε ο Άρης. Βγήκα και είπα: «ο Παναθηναϊκός μου δίνει πολύ περισσότερα λεφτά αλλά θα μείνω στον Άρη», λέω: «Θα τερματίσω στον Άρη». Έχω και ένα τέτοιο που λέει ο πρόεδρος του Άρη: «Μπορεί να φύγουν όλοι εκτός τον Κούη». Καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά εδώ πέρα έτσι σε συγκινούν λιγάκι με την έννοια ότι πιστεύανε. Όταν πιστεύεις σε κάποιον πρέπει να τον, να τον ευχαριστείς και λίγο δεν είναι, έτσι είναι τα πράγματα.
Η Εθνική ομάδα είναι ένα άλλο κομμάτι της ιστορίας, είναι μία άλλη κατάσταση, βάζεις ένα γκολ και γίνεσαι ήρωας, δηλαδή παίξαμε με την Δανία τότε η Δανία είχε μία ομάδα καταπληκτική. Όταν σου λέω καταπληκτική, και πήγαμε μέσα στην Κοπεγχάγη με 70 - 80.000 κόσμο και κερδίσαμε 1 - 0. Με ένα γκολ δικό μου.
Εθνική, όταν ακουγόταν ο Εθνικός Ύμνος, με έπιανε ρίγος με έπιανε. Δηλαδή μόνο που, μόνο που βάζεις την φανέλα με το σήμα, με το σήμα της Εθνικής νομίζεις ότι είσαι κάτι άλλο είσαι. Είναι μεγάλη υπόθεση το να ξεκινήσεις τώρα από ένα χωριό έτσι;
Έπαιξα στον Άρη έπαιξα 16 - 17 χρόνια. Τον τελευταίο αγώνα, όταν μπήκα μέσα, μιλάμε σηκώθηκε όλο το γήπεδο. Ήταν και γεμάτο το γήπεδο, σηκώθηκε όλο το γήπεδο, με χειροκρότησε, στο τέλος πήγα και εγώ ας πούμε γύρω γύρω τους ευχαρίστησα, τους έκανα.
Είναι στιγμές που δεν μπορούμε να τις ξανά κάνουμε. Δυστυχώς δεν μπορούμε να το κάνουμε γιατί έτσι είναι. Εγώ όταν τελείωσα το ποδόσφαιρο, αυτό εδώ που ένιωσα είναι ότι με συμπαθεί και ο οπαδός του ΠΑΟΚ, του Ηρακλή, του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού με βλέπουνε και λένε: «πωω». Η εκτίμηση και η αγάπη που μου δείχνουν, το να σε αγαπήσει ξέρω γω ένας από μία άλλη ομάδα, εκεί είναι ότι καλύτερο μπορεί να δεχτεί ένας ποδοσφαιριστής.