Τη μουσική, την γκάιντα, την ξεκίνησα μικρός. Πόσο θα ήμαν; Δέκα χρονών; Παίζανε πολλοί γκάιντα μεσ’ το χωριό, όλα τα γλέντια γινόταν με την γκάιντα. Τα κλαρίνα άργησαν να βγουν.
Κάθε εποχή είχε τα τραγούδια. Δεν παντρεύονταν κόσμος τώρα το καλοκαίρι. Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, μέσα του Σεπτεμβρίου, τότε ήταν δουλειά, ήταν ζέστα. Κι όταν ερχόταν ο Αη-Δημήτρης, τότε αρχινούσαν.
«Κινά Αη Δημήτρης, έρχεται, αρραβωνιάζουν τα παιδιά.
Αρραβωνιάζουν τα παιδιά, αρραβωνιάζει κι η Θωμαή».
Ο πατέρας μου είχε αδερφή. Την Κυριακή παντρεύτηκε η θεία μου, την Κυριακή παντρεύτηκε, τη Δευτέρα επιστράτευση, το ‘40. Τη Δευτέρα επιστράτευση. Πήγε αυτός. Πήγε, σκοτώνεται. Ο γαμπρός μου σκοτώθηκε, η θεία μου μένει ελεύθερη.
Ο πατέρας μου ήταν στο αντάρτικο και πολεμούσαν με τον Άξονα, που λέμε, με τους Γερμανούς. Αλλά μετά που ξεκίνησε ο Εμφύλιος, ύστερα ήταν το δράμα. Με τον Εμφύλιο μάς έβαζαν ένα μαύρο, μία μαύρη μπογιά, ένα τηγάνι έβαζαν, για να ξέρουν ότι αυτοί είναι αντάρτες, είναι κομμουνιστές.
Τώρα άρχισαν οι Μάυδες, που ήταν τα εθνικά ανταρτικά, άρχισαν να γυρίζουν στα χωριά, να κλέβουν, να παίρνουν κότες, να παίρνουν… να σου λέει οχτώ χρονών, δέκα χρονών παιδί: «Πού είναι οι αντάρτες;» «Ε, πήγαινε βρες τους!» Και ξύλο τρώγαμε.. Ένας από τη Μάνη ήθελε να πάρει του μπαμπά μου την αδερφή. Ήρθαν αυτοί το βράδυ εκεί που κοιμόμασταν μεις, δεν την βρήκαν. Παίρνουν τη μάνα μας εξορία, την πήγαν στον Αη Στράτη που λέμε. Τέσσερα αδέρφια εμείς. Η γιαγιά τυφλή... Από κει ξεκινήσαμε άλλος εδω άλλος εκει, να βρούμε την τύχη μας.
Το ‘53 παντρεύομαι. Με χρειάζονταν και η γυναίκα τώρα, δε μας έφταναν τα άλλα... Κάναμε με την κυρά-Αθανασία δύο παιδιά. Από κει τελειώσαν τα ψέματα. Φεύγουμε για Βέλγιο! Να βγάλουμε κανένα φράγκο και να γυρίσουμε στις οικογένειες. Δουλειά δεν υπήρχε, τίποτα δεν υπήρχε, τι θα κάνεις; Την παρατάω την γκάιντα: «Θα πάω και ό,τι βγει.»
Για να πάμε στο Βέλγιο πήγαμε στον Πειραιά. Μας περάσαν από γιατροί. Κι από κει φύγαμε για Βέλγιο. Φτάσαμε στη Λιέγη. Αφού φτάσαμε στη Λιέγη, εκεί σκλαβοπάζαρο. Έρχεται κάθε ανθρακωρύχος εργοστασιάρχης ήταν, διευθυντές ήταν αυτοί που μας χώριζαν. Ήρθε, μας χωρίζει εκεί, ήμασταν εφτά από το χωριό στο Βέλγιο. Μας βάζει σ’ έναν θάλαμο και ξεκινούμε δουλειά αμέσως. Την επόμενη μέρα κάτω!
Εμείς… τώρα να κατεβείς οχτακόσια μέτρα κάτω; Τα συκώτια και τα άντερα βγαίνουν απάνω! Μπαμ, κάτω σε δευτερόλεπτα! Από εκεί με πόδια. Άιντε με τα πόδια μισή ώρα μες στ’ ανθρακωρυχείο... Βρήκαμε Πολωνοί που ήταν εκεί μέσα σαράντα-πενήντα χρόνια εκεί. Εκεί παίρνανε τη σύνταξη, την άφηναν, εκεί τους ταΐζανε, εκεί πάλι μέσα στο βάθος. Βέβαια. Ο κόσμος δεν είχε δουλειά. Ιταλοί, Ισπανοί, ύστερα άρχισαν Τούρκοι. Γέμισαν τα ανθρακωρυχεία.
Εγώ ήμαν στα ξύλα, μπάζωνα και πιστολέτο έκοβα. Και βγάζαμε πράμα... Πόσα; Χίλια βαγόνια το εικοσιτετράωρο βγάζαμε! Βαγόνια λέγοντας, μπερλίνες! Ήταν βαγονάκια μικρά, τα σκουντούσαμε. Από σκόνη; Σκόνη; Αφού συναντιόμασταν με τον θείο, δεν γνωρίζονταν. Κατάμαυροι! Κατάμαυροι! Και μπαίναμε στα μπάνια, κρύα νερά... Ζεστά νερά δεν υπήρχαν. Το κάρβουνο είναι βούτυρο, λίπος. Το κάρβουνο ρίχνεις νερό και δεν σταματάει, δεν πιάνει νερό. Αφού ήταν βούτυρο ρε παιδί μου.
Τα ανθρακωρυχεία είναι πολύ βαριά δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, ανθυγιεινή δουλειά, σκοτώστρα. Κάθε μέρα σκοτώνονταν παιδιά.
Ένας φίλος από τη Μυτιλήνη, Λευτέρης, τον βρήκαμε πεθαμένο. Μία μπαλέτα, ένα σίδερο έσπασε, σαράντα να πεθάνουν, θα το βγάλουν! Δεν τ’ αφήνουν! Ο Λευτέρης από τη Μυτιλήνη πήγε να βγάλει αυτό το σίδερο... δυο μέρες παιδεύονταν άλλοι, πήγε αυτός, τον καπάκωσε εκεί και άιντε! Λευτέρη, αντίο! Εκεί να δεις κλάμα! Άσε!
Κατεβαίναμε κάτω στη Λιέγη. Έλληνες πολλοί, τα ανθρακωρυχεία ήταν πάνω στην ακμή. Τα καφενεία εκείνα γεμάτα. Καπνός... χαρτιά... τάβλι... τα τραγούδια Καζαντζίδης, βούιζε η Λιέγη, όπου να πήγαινες. «Τα μουτζουρωμένα χέρια». Ωχ, ωχ, ωχ! Κλάμα! Άλλος από δω, ο άλλος από κει, μεθυσμένοι…. Ήταν πολλοί δεν άντεχαν.
Μαύρες μέρες. Δεν σκεφτόσουν άλλο τίποτα από τον θάνατο! Αφού μπαίνεις μες στο θάνατο μπαίνεις! Αφού σηκωνόμασταν. Τις κουβέρτες δεν τις μαζεύαμε, λέμε: «Για βγούμε, για δεν βγούμε. Θα βγούμε; Άστα τα στρώματα, άμα ‘ρθούμε και τα βρούμε, θα τα διπλώσουμε και θα σκεπαστούμε πάλι». Αυτό είναι αν φοβούμασταν ή δεν φοβούμασταν… Μες στον Χάρο μπαίνεις. Δεν υπάρχει χειρότερο επάγγελμα! Έχει φάει... Τα ανθρακωρυχεία έχουν φάει κόσμο. Αλλά τι να κάνει ο άλλος; Κάνω εκεί γύρω στα δυο χρόνια.
Έφυγα, ήρθα στην Καρωτή, ξεκίνησα τη γεωργία, αλλά δημιουργήθηκαν θέσεις για αγροφύλακες. Μπήκα αγροφύλακας στο Διδυμότειχο. Έκανα τριάντα τρία χρόνια στο Διδυμότειχο και από κει βγήκα συνταξιούχος και μένω στην Καρωτή.
Σαράντα πέντε χρόνια, γκάιντα δεν έπιασα στο χέρι. Όταν βγήκα συνταξιούχος εδώ που καθόμουνα στο σπίτι, ο μικρός αδερφός μου, ήξερε γκάιντα εκείνος, πέρασε, με φωνάζει: «Έλα», λέει, «να δεις τι σε φέρνω». Κοιτάζω, γκάιντα!
Την παίρνω, κάνω να τη φουσκώσω, δεν μπορώ να φουσκώσω, τα χείλια δεν πιάνουν.
Μία εβδομάδα τα χείλια μου πρήστηκαν! Τα δάχτυλα κοκάλωσαν! Τα δάχτυλα σαράντα πέντε χρόνια δεν έπιασαν γκάιντα. Αρχίζω κάθε μέρα. Η γυναίκα με μάλωνε: «Με τρέλανες με αυτή την γκάιντα!». Κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα, άρχισα κάπως να παίζω.
Κάναμε γλέντι. Εμείς που γυρίζαμε μες στο χωριό, όσα παιδιά ήταν, κάναμε γλέντι μες στην πλατεία όλο το χωριό και τότε ήταν κόσμος! Ήταν πολύς κόσμος. Να μην έχεις και παπούτσια! Τσαρούχια! Και μες στις λάσπες! Και χορό από το πρωί μέχρι το βράδυ! Αυτά, έτσι περνούσε ο κόσμος, έτσι γλεντούσε. Δεν είχανε το άγχος, γιατί όλοι ήταν φτωχοί.
«Τρεις μέρες έχει η Πασχαλιά, και μιαν έχει Άη Γιώργ’ς».
Γλέντια, χαρές… σ’ αυτά τα χρόνια με τις γκάιντες και με τις παρέες οι χάρες από τη ζωή μας αυτές ήτανε. Γιατί χάρες δεν γνωρίσαμε, όλο βάσανα και λύπες. Αυτά. Τώρα θα με βγάλεις μια φωτογραφία καλή, με γκάιντα για να την έχω στον πεθαμό μου.