ΟΤΑΝ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΑΠΟΔΕΧΤΗΚΑ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ
ΟΤΑΝ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΑΠΟΔΕΧΤΗΚΑ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ
Περιγραφή
Ένα παιδί ακολουθεί από μικρή ηλικία τον δρόμο της ιεροσύνης. Μεγαλώνοντας σε αυτό το περιβάλλον, θα συγκρουστεί με ένα μυστικό που κουβαλάει.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Νικόλαος Μανώλας
Αφήγηση
- Ο αφηγητής ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Χάρις Παγωνίδου
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Εγώ γεννήθηκα τη δεκαετία του '90, στις αρχές της δηλαδή, στη Βόρειο Ελλάδα. Όσον αφορά τον πατέρα μου ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος θα μπορούσε να πει κανείς ότι παντρεύτηκε κατά λάθος. Σε πολλά σημεία ήταν ένας απών άνθρωπος δηλαδή, κι άλλες φορές ήταν ένας πολύ αυστηρός άνθρωπος και απέναντι στη μητέρα μου αλλά και απέναντι σε εμάς.
Η μητέρα μου ήταν -είναι- μια πολύ γλυκιά γυναίκα, πολύ καλοσυνάτη, υπομονετικός άνθρωπος, προσπαθεί να κατανοήσει τους πάντες και τα πάντα αλλά ήταν μπλεγμένη, δηλαδή και ανακατεμένη από πάρα πολύ παλιά με την εκκλησία, ένα περιβάλλον στο οποίο φυσικά με μύησε η μάνα μου, όταν ήμουν γύρω στα 6-7, γιατί μας πήγαινε από μικρά.
Σαν παιδάκι δηλαδή εγώ, έβλεπα όλα τα άλλα παιδάκια να κάνουν διάφορα πράγματα, όπως να κάνουν πάρτι γενεθλίων, κι εμένα αφενός το εκκλησιαστικό περιβάλλον που δεν ήθελε τα γενέθλια, αυστηρό εκκλησιαστικό περιβάλλον η μάνα μου κι από την άλλη ένας αδιάφορος πατέρας δε δημιούργησαν συνθήκες ανάπτυξης λίγο πιο ομαλές κι ας πούμε κατά τύπον φυσιολογικές, όσο έβλεπα να έχουν τα άλλα παιδιά. Κι έτσι με κορόιδευαν όλοι, αισθανόμουν περιθωριοποιημένος.
Οπότε μπήκα μέσα στο ιερό κι άρχισα να βλέπω ότι εδώ υπάρχει ένα σύνολο ανθρώπων που με αποδέχεται. Μου δίναν αρμοδιότητες, μου δίνανε ηγετικές θέσεις, έβλεπα να κάνω πράγματα δηλαδή με εμπιστεύονταν ως ενήλικα σχεδόν. Και ξεκίνησαν ήδη από το Γυμνάσιο να εναποθέτουν πάνω μου πάρα πολλές προσδοκίες όλοι. Σε 'μένα στο πρόσωπο μου βλέπανε από πολύ νωρίς έναν διάττοντα αστέρα: «Αυτό παιδί θα διαπρέψει μέσα σε αυτά τα πράγματα». Θα γίνει δεν ξέρω και 'γω τι… Πατριάρχης. Και πάνω από τον Πατριάρχη δηλαδή αυτό το παιδί κάποια μέρα.
Έφτασα σε βαθμό να πηγαίνω κάθε μέρα. Επειδή στο σχολείο όλοι με κορόιδευαν δεν ήθελα να πηγαίνω, κατάλαβες; Και με έψαχνε η καθηγήτρια των αγγλικών, έπαιρνε τηλέφωνο και μου 'λεγε «Που είσαι; Γιατί δεν έχεις έρθει στο μάθημα» κι εγώ της έλεγα: «Μα δεν έχουν ψάλτη στον Αϊ Νικάνορα, πρέπει να πάω οπωσδήποτε, ο παπάς έχει ανάγκη». Και κατά την Α΄Γυμνασίου αφού λοιπόν πέρασαν όλα αυτά που πλέον είχα ενταχθεί αρκετά καλά στο κλίμα και το εκκλησιαστικό, αλλά κι είχα φάει την κοροϊδία της ζωής μου και την περιθωριοποίηση στα σχολικά χρόνια, άρχισα να νιώθω πιο διαφορετικός.
Άρχισα να νιώθω πλέον ότι όπου κοιτάνε οι υπόλοιποι τα κορίτσια, εγώ δεν κοιτάω τα κορίτσια, εγώ κοιτάω τα αγόρια. Μαζεύονταν όλα τα αγόρια σε μια γωνία, κοιτούσα εκεί εγώ, τι κάνουν τα αγόρια. Στη Γ΄Γυμνασίου κάνω μια τελευταία απόπειρα με μια κοπελίτσα που δεν έκανα κάτι να φανταστείς, απλά είπα να κάνουμε σχέση για πλάκα, κράτησε μια εβδομάδα. Ήταν μια τελευταία απόπειρα να νιώσω «φυσιολογικός», σε αυτό το κλίμα. Και φυσικά δεν προχώρησε, τίποτα δεν έγινε.
Και μπαίνω λοιπόν στο Λύκειο, Α΄Λυκείου, ένας άνθρωπος πλέον ουσιαστικά χτισμένος από παντού, με ένα κάστρο προστασίας γύρω μου, κάστρο απόρθητο, κάστρο εκκλησιαστικό. Πλέον δε με άγγιζες. Ούτε με άγγιζες δηλαδή για να με πειράξεις, ούτε με άγγιζες για να με γοητεύσεις, να με κάνεις να αισθανθώ πράγματα ή να αισθανθείς εσύ για 'μενα. Και πλέον εκτός από την οικογένεια υπήρχε και ο πνευματικός στην ιστορία εννοείται, ο οποίος πνευματικός: «Μην έχεις πολλές σχέσεις με κορίτσια, μην κάνεις το ένα, μην κάνεις το άλλο». Πήγαινα μια μέρα και τους έλεγα: «Δε θέλω να σας ξαναδώ. Ο πνευματικός μου είπε ότι δε θέλω να 'χουμε σχέσεις με κορίτσια, να μην τις κοιτάω καν».
Εγώ άλλα πράγματα είχα στο μυαλό μου που δεν ήξερα καν τι ήταν αυτά. Και φυσικά εννοείται πως ευτυχώς από την Α΄Λυκείου και μετά είχα υπολογιστή και δωμάτιο, οπότε μπορούσα να μπαίνω και να βλέπω και να... Έβλεπα δηλαδή συνεχώς βίντεο κι όλα αυτά. Μπορει είχα το σκοτεινό μυστικό αλλά πίστευα ότι σε βάθος ότι αυτό δε θα με πειράξει στη ζωή, θα τα καταφέρω. Θα διαπρέψω εγώ. Χρειάζεσαι την σεξουαλικότητα; Είναι ανούσια τελείως την θεωρούσα. Θα το 'χω εκεί στην άκρη, το κάνω λίγο μόνος μου και πάμε παρακάτω.
Όλο αυτό ολοκληρώνεται όταν φεύγω μετά στο Πανεπιστήμιο, όπου περνάω σε θεολογική σχολή και έρχομαι στη μεγάλη πόλη. Όνειρα, ατελείωτη μου φαινόταν, εδώ θα εκπληρωθούν όλες οι προσδοκίες επιτέλους. Και ταυτόχρονα προσπαθώ να γίνω και εγώ λίγο πιο φοιτητής. Εννοείται και πάλι πως η προσέγγιση φοιτητικής ζωής δεν ήταν σε καμία περίπτωση όπως ήταν των υπολοίπων. Όλοι θα κάνουν εκείνο, εσύ όχι. Και για δύο χρόνια υπήρχε ο απόλυτος ενοχισμός. Εκεί ήταν η κορύφωση του ενοχισμού: «Πρέπει;» «Δεν πρέπει». Πήγαινα ένα βήμα να κάνω κάτι παρακάτω και το μάζευα πίσω.
Και πήρα την απόφαση τότε και λέω: «Δε γίνεται έτσι αυτή η ζωή να συνεχιστεί. Γιατί θέλω κι εγώ τη συντροφικότητα». Κι αρχίζω να μπαίνω σε κάτι εφαρμογές και να ψάχνομαι και αποφασίζω τελικά να συναντηθώ και με κάποιον για πρώτη φορά. Κι αυτό το παιδί είναι είκοσι οχτώ τότε και του λέω όλη την αλήθεια: «Δεν έχω κάνει τίποτα, δεν ξέρω, δεν είδα». Και μου λέει: «Μην αγχώνεσαι θα βρεθούμε -μου λέει- αν θες και να νιώσεις πιο άνετα, ξέρω εγώ, σε ένα παγκάκι για να κάτσουμε. Μην πάμε απευθείας σπίτι να γνωριστούμε». Μέχρι τότε δεν το είχα πει ποτέ σε κανέναν.
Οπότε του λέω: «Πάμε».Με πιάνει μια ψυχρολουσία, δεν το συζητάω εντάξει, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Λέω: «Που πας τώρα; Τι δουλειά έχεις εκεί πέρα; Καταρχάς είναι αμαρτία...» Και ντρεπόμουν να τον κοιτάξω, κοιτούσα κάτω. Είχα όλες τις αναστολές, αλλά ήμουν αποφασισμένος να κάνω κάτι και μόλις μου λέει: «Άμα θες μένω λίγο πιο κάτω, αν θες μπορούμε να πάμε να κάτσουμε λίγο». Λέω: «Δεν πρέπει, αλλά πάμε». Κι έτσι πήγα. Κι εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε πραγματική επαφή με έναν άνθρωπο.
Γκρέμισα ένα οικοδόμημα τεράστιο για να μπορέσω να βρω την αγάπη. Δηλαδή, άρχισα να κατεδαφίζω ότι υπήρχε στο δρόμο μου: κτίρια, πολυκατοικίες, είχα χτίσει καριέρες, βαθμούς, σχέσεις με ανθρώπους, δηλαδή, που ήταν σε μεγάλες θέσεις και κεφάλια και δεν ξέρω εγώ τι άλλο, τα κατεδαφίζω όλα!Συνεχίζω να τα θεωρώ σκοτεινό μυστικό. Παρότι τώρα το κάνω πιο ανοιχτά κι υπάρχει πολύς κόσμος γύρω μου που τα ξέρει όλα αυτά, επειδή η οικογένεια δε γνωρίζει τίποτα κι ακόμη δεν έχω φτάσει στο σημείο να πω ότι: «Δε με ενδιαφέρει αν θα μοιραστούν εγκεφαλικά, εγώ θα τα πω».
Λοιπόν, μπορεί να φάνηκε σε εκείνη την ηλικία για εμένα ότι αυτό το περιβάλλον θα με στηρίξει, αυτό το περιβάλλον με αποδέχεται, αυτό το περιβάλλον μου δίνει την προσοχή που δε μου έδιναν στην οικογένεια μου. Θεωρώ δηλαδή ότι η αποδοχή που παίρνεις είναι ένα πρόσχημα, είναι ουσιαστικά ένα γλύκισμα για να πέσεις μέσα σε μια φάκα από την οποία μετά μπορεί να μην γλιτώσεις για όλη σου τη ζωή.
Εγώ πιστεύω στον Θεό. Πιστεύω σχεδόν σε όλο το σύνολο αυτών που πίστευα και τότε. Τα πιστεύω, αλλά η αγανάκτηση είναι τόσο μεγάλη, που η πίστη αυτήν τη στιγμή μέσα μου έχει κάνει στην άκρη.