Είμαι γηγενής Πυλαιώτισσα, Βλαχόφωνη, Ελληνίδα. Γεννήθηκα την εποχή του εμφυλίου, τον Μάιο του ’48. Ο πατέρας μου –ήταν η πρώτη φορά 24 χρόνων- που στρατεύτηκε. Επομένως ήταν με τον στρατό του κράτους. Ο πατέρας μου ορκίστηκε στον Βασιλιά για να πάει φαντάρος εκείνη την εποχή, οπότε μέχρι και τώρα στα 98 του χρόνια τον ρωτάω: «Μπαμπάκα μου, γιατί πιστεύεις επίμονα στον Βασιλιά;» Και μου απαντάει: «Διότι εγώ εκεί έβαλα εκεί την υπογραφή μου και δεν την παίρνω πίσω».
Εγώ ήμουνα μηνών και ο μπαμπάς μου ήταν παραμονές Χριστουγέννων, πέρασε, με είδε και θα πήγαιναν στον Λαγκαδά. Θα πηγαίνανε με τανκς. Και έξω από το Λαγκαδά, πατήσανε νάρκη, ανατινάχτηκε, και όλοι σκοτώθηκαν όσοι ήταν μέσα στο τανκς. Ο μπαμπάς μου μόνο σώθηκε, με ένα πόδι. Να φανταστείς ο Βασιλιάς του έστελνε κάρτες ευχετήριες. Το λέω αυτό διότι τον άντρα που αγάπησα, τον Απόστολο Κουκουρίκο, ανακάλυψα ότι ήταν στην εντελώς αντίθετη παράταξη. Αυτός δημιούργησε τη νεολαία Λαμπράκη.
Όλοι αυτοί η νεολαία των Λαμπράκηδων θεωρούσαν ότι ο μπαμπάς μου ήταν σπιούνος και ότι τους πρόδιδε. Μεγάλο λάθος. Βέβαια αυτός που τους πρόδιδε, ανακάλυψαν ποιος ήταν, αλλά το ανακάλυψαν αργά. Έχοντας αυτή την εντύπωση ότι ο πατέρας μου τους πρόδιδε κάποιος είχε την φαεινή ιδέα και λέει: «Θα βάλουμε τον Κουκουρίκο να τα φτιάξει με την κόρη του, για να τον εκδικηθούμε!». Αυτός είπε: «Εγώ τέτοια ατιμία, δεν κάνω». Και το αρνήθηκε.
Παρόλα αυτά όμως, έψαξε να βρει ποια είμαι και έτσι με γνώρισε. Τον έβλεπα στο δρόμο, αλλά έλεγα: «ξάδερφος της φίλης μου». Ούτε έριχνα τα μάτια μου επάνω του.
Έρχεται ο Ευαγγελισμός του ’66 και ανακοινώνω στην παρέα του Ευαγγελισμού θα κάνω και εγώ πάρτι. Εκείνη την ημέρα γιόρταζε και ένας κολλητός του φίλος. Και η φίλη μου, μου λέει: «Με κάλεσε ο ξάδερφος μου να πάμε στο φίλο του. Θα ΄ρθω εγώ λίγο πιο αργά». Και λέω: «Ε βρε! Είναι ανάγκη κι εσυ να πας. Ας τον, ας πάει μόνος του!». Τι σου είναι η ζωή…
Αγόρασα τα ποτηράκια, πολλούς δίσκους, σαρανταπεντάρηδες, τα τραγούδια της εποχής. Η φίλη μου γυρνώντας, τον φέρνει μαζί της στο σπίτι μου, γιατί ο ίδιος το ζήτησε. Εντάξει. Τον δέχτηκα για λόγους ευγενείας.
Και κάποια στιγμή μπαίνει ένα ωραίο τραγούδι και με ζητάει να χορέψουμε και χορεύουμε. Ξαφνικά εκεί που χορεύαμε και μου κρατούσε το χέρι, ένιωσα ένα ηλεκτρικό ρεύμα να περνάει σε όλο το χέρι και να με τρυπάει την καρδιά. Ένιωθα την ανάσα του. Η φίλη μου να το βάζει ξανά το τραγούδι. Να το ξαναχορέψουμε. Κάποια στιγμή τελειώνει. Χαιρετηθήκαμε. Ένιωσα όμως αυτό το πράγμα. Αυτό το ηλεκτρικό ρεύμα. Εγώ εκείνο το βράδυ αναρωτιόμουν: «Μα τι ήταν αυτό που ένιωσα;» Δεν ήξερα τι ήταν.
Την άλλη μέρα, πηγαίνω στο σχολείο και την ώρα που είχαμε Φυσική και εκεί που η καθηγήτρια έκανε ανάλυση το μάθημα, εγώ ανοίγω το πρόχειρο μου και αρχίζω να γράφω: «Δεν μπορεί, είναι αγάπη». Και γράφω μια σελίδα το πώς ένιωσα. «Είναι αγάπη. Είναι αγάπη. Άρα τον αγαπώ! Τον αγαπώ! Τον αγαπώ!». Ε… Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο μου. Πραγματικά, τον ερωτεύτηκα φοβερά.
Μετά απ’ αυτήν την ημέρα αυτός το έβαλε πείσμα και έβλεπε τις ώρες μου και λοιπά και βρισκόμασταν πάντα τυχαία. Γίναμε φίλοι. Βρισκόμασταν στα πάρτι, αλλά δεν έλεγα τίποτα σε κανέναν. Τα κρατούσα όλα μυστικά. Ούτε στην ξαδέρφη του που ήτανε η αγαπημένη μου φίλη. Επέμενε να δημιουργήσουμε ένα δεσμό. Εγώ του αρνήθηκα δύο φορές. Έλεγα: «Αν το μάθει ο μπαμπάς μου, που είναι βασιλικός ότι εγώ τα έμπλεξα με έναν κομμουνιστή, θα τον στεναχωρήσω πάρα πολύ τον μπαμπά μου».
Και κάποια στιγμή, με συναντάει σε ένα αστικό. Ήξερε ότι θα είμαι κάτω και μου λέει: «Έλα, πάμε να σε κεράσω μια γρανίτα». Πήγαμε στο πάρκο. Ήταν η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Μόνοι μας. Μετά φεύγοντας, μου λέει: «Να βρεθούμε. Θέλω να βρεθούμε!». Και λέω: «Ναι! Να βρεθούμε. Θα ‘ρθουμε». Και εννοούσα ότι θα πήγαινα με την ξαδέρφη του. Και μου λέει: «Δεν θα ρθείτε. Θα ρθεις!» «Τη Δευτέρα να βρεθούμε». Και δώσαμε ραντεβού.
Γύρισα στο σπίτι αργά. Ακούω ομιλίες. Και δεν ανοίγω την πόρτα. Και τι να ακούσω. Ο μπαμπάς μου, με τη μανούλα μου την καημένη, άκουγα ότι μιλούσαν για εμένα. Και λέει η μάνα μου: «Τι θα κάνουμε; Το κορίτσι τώρα, πρέπει να το προστατεύσουμε. Να βρεθεί κανένα καλό παιδί». Δηλαδή ο νους της ήτανε, να με τακτοποιήσουν.
«Να μη μας φέρει κανέναν από την πόλη, έλεγε η μάνα μου. Εγώ αυτό φοβάμαι Τάκη αγόρι μου! Να μη μας φέρει κανέναν αλήτη». Και λέει ο μπαμπάς μου: «Τόσα παιδιά έχει εδώ στην Πυλαία. Αν είναι δυνατόν! Κι όλα είναι καλά παιδιά. Παρέα κάνουν». Και λέει η μάνα μου: «Ποια παιδιά;». «Να, έχει του φίλου μου του Παπάζογλου, του Νικλή. Να, έχει αυτόν τον Κουκουρίκο!». Ακούω το όνομα Κουκουρίκο. Και λέω εγώ, ο μπαμπάς μου: «Δέχεται τον Κουκουρίκο!». Και τρελάθηκα από ευτυχία. Τρελή ικανοποίηση και μια ελευθερία από τον εαυτό μου. Ότι και αν δεχθώ, ο μπαμπάς μου δε θα στεναχωρηθεί. Οπότε μετά, άλλαξα εγώ συμπεριφορά. Ήμουν λίγο πιο κοντά.
Εθνικής Αμύνης ήταν το Γυμνάσιο Θηλέων εκεί. Εκεί βρεθήκαμε, κατηφορίσαμε στην παραλία. Δίπλα είχε ένα παγκάκι. Εκεί δώσαμε τα πρώτα μας φιλιά, τις υποσχέσεις μας, τους όρκους μας και έγινε ο δεσμός μας.
Μεγάλο Σάββατο. Μου λέει: «Απόψε θα ‘ρθω στο σπίτι σου!». Το βράδυ, χτυπάει την πόρτα κι έρχεται στο σπίτι. Κι ήρθε και ζήτησε το χέρι μου. Και κλαίγαμε και οι δυο μετά, γιατί πραγματικά ήταν αληθινό. Από τότε ο μπαμπάς μου, μου έβγαλε το παρατσούκλι η κόρη μου η σοσιαλίστρια.
Έπειτα συναντήσαμε δυσκολίες. Διότι, ο κόσμος έλεγε τα μεν και τα δε. «Την παντρεύτηκε, για να μην τον κυνηγάνε». Επειδή ήτανε κομμουνιστής. Εμένα μου λέγανε ότι: «Τον πήρε γιατί ήταν πλούσιος». Αν κι εμείς δεν είχαμε κανένα οικονομικό πρόβλημα. Τα σχόλια ήταν πολύ πικρόχολα, πάρα πολύ αλλά ούτε καν τα ακούσαμε. Από το ένα αυτί μπαίνανε, από το άλλο βγαίνανε.
Όταν χτίσαμε το δικό μας σπίτι πήρα και τα πεθερικά μου μαζί. Να ζούμε όλοι μαζί. Οπότε ήρθαν την Παρασκευή. Την Κυριακή, εγώ έκανα ένα τραπέζι οικογενειακό για να υποδεχθώ και τους γονείς μου και τους παππούδες μου. Και τους έκανα τραπέζι έξω στην αυλή. Ήτανε τέλος Αυγούστου. Ξαφνικά ακούω έναν θόρυβο. Σκύβω να δω στην ενδιάμεση πόρτα, που ήταν ανοιχτή. Και βλέπω μια φανταστική εικόνα.
Στην μια καρέκλα καθόταν ο πεθερός μου, με τις δύο πατερίτσες. Στην άλλη καρέκλα καθόταν ο πατέρας μου, με το μπαστούνι, το οποίο μπαστούνι το είχε σηκωμένο και κρατούσε τον ώμο του πεθερού μου. Κι ήταν με το άλλο χέρι αγκαλιασμένοι. Και ακούω τον πεθερό μου να λέει: «Τι κερδίσαμε συμπέθερε; Μας ρίξαν το μίασμα οι Μεγάλες Δυνάμεις. Εγώ στην εξορία κι εσύ μ’ ένα πόδι. Τα παιδιά μας να είναι καλά!»
Αυτή την εικόνα, δεν την ξεχνάω. Είναι η εθνική συμφιλίωση, η αληθινή. Ο βασιλικός, παθιασμένος βασιλικός, με τον κομμουνιστή, τον αγνό κομμουνιστή. Και υπερίσχυσε η αγάπη που είχα εγώ με τον άντρα μου. Οπότε αυτό το προσφέραμε και στους δυο και αυτοί ενώθηκαν με την ίδια αγάπη. Δεν ξεχνιέται αυτή η εικόνα.