Μικρός, σε ηλικία που άρχισα να ξέρω τον εαυτό μου, δεκατριών χρονών, υπήρχαν τρεις κινηματογράφοι στην Ξάνθη. Ήταν τα «Ολύμπια» και τα «Ηλύσια». Μπορεί να έκανε και πέντε παραστάσεις ο κινηματογράφος, γιατί είχε πάρα πολύ κόσμο. Ξεκινούσε 11 η ώρα, κόβανε όλα τα εισιτήρια, έκανε την προβολή του το πρωί. Μετά τη 1 η ώρα, 2 γέμιζε ο διάδρομος όλος. Αυτοί που είδαν την προβολή 11 με 1, έφευγαν όλοι κι άνοιγαν τις πόρτες κι έμπαιναν οι άλλοι που ήταν στον διάδρομο. Κι εν συνεχεία γινόταν αυτό μέχρι το βράδυ στις 11 η ώρα, ειδικά Σαββατοκύριακα.
Αυτό εμένα μου άρεσε, το θέαμα. Σε ηλικία που απολύθηκα εγώ από τον στρατό, δεν είχα λεφτά. Είπα του πατέρα μου, μου πήρε ένα αυτοκίνητο τότες, φορτηγάκι. Αγόρασα και μια μηχανή ιταλικιά, την προσάρμοσα πάνω στο κουβούκλιο κι απλώναμε μόνο το καλώδιο και παίρναμε ρεύμα. Με τη μόνη διαφορά ότι ρεύμα δεν υπήρχε πουθενά εκτός από ένα χωριό μεγάλο εδώ, κεφαλοχώρι, το Εράσμιο. Στα άλλα τα χωριά έπρεπε να έχουμε μια γεννήτρια εμείς, να παράγουμε ρεύμα κι εν συνεχεία, να γίνεται η προβολή.
Ο κόσμος εκείνα τα χρόνια δεν είχε καμία άλλη διασκέδαση. Σε όποιο χωριό κι αν πηγαίναμε, γινόταν ένα πανηγύρι. Στην κυριολεξία, πανηγύρι. Ανάβαμε μια λάμπα έξω από την αίθουσα που θα παίζαμε, βάζαμε τραγούδια στο μεγάφωνο και γινόταν, μέχρι να ξεκινήσει η προβολή, η βόλτα των αγοριών και των κοριτσιών. Ήταν ντυμένες κοπελιές, λες κι είχαμε Χριστούγεννα, Πάσχα. Έρχονταν τα αγόρια από τα γύρω χωριά, γαμπροί. Η μέρα αυτή ήταν πολύ διαφορετική για ένα χωριό.
Εκείνο τον καιρό οι ταινίες ήταν όλες δράματα, κλάμα: «Μάνα, γιατί με γέννησες», «Μάνα, γιατί με έκανες», «Οι άντρες δεν ξέρουν να αγαπούν...» Ξανθόπουλος και κάτι τέτοιες. Το εισιτήριο ήταν 5 δραχμές. Οπότε καμιά φορά έλεγαν: «Θα φέρω αυγά». Μας έφερναν τέσσερα-πέντε αυγά, να πούμε, μαζεύαμε κι αυγά.
Οταν χαλούσε καμιά φορά η γεννήτρια, αυτός ο κόσμος είχε την υπομονή να έρθει κάποιος να φέρει ένα τρακτέρ, να συνδέσουμε τη γεννήτρια με λουρί, να δουλεύει το τρακτέρ, να γυρνάει τη γεννήτρια, για να δουν την ταινία. Κι εκείνο τον καιρό υπήρχαν άλλοι δυο, πιο παλιοί από εμένα συνάδελφοι. Αυτοί γυρνούσαν στα χωριά. Ο ένας ήταν και φακίρης. Επειδή η μηχανή του ήταν πολύ παλιά και κοβόταν συνεχώς η ταινία, άμα έβλεπε ότι δεν τελειώνει η ταινία αυτή, ανέβαινε στο πατάρι κι έκανε φακιρικά και γελούσε ο κόσμος και το έπαιρνε, δηλαδή, σαν αστείο!
Στα Άβδηρα καλοκαίρι έπαιζα μια σχετική ταινία, τον «Αλέξη Ζορμπά». Η προβολή θα γινόταν 9 το βράδυ. Είχαν έρθει εξακόσια άτομα, εφτακόσια άτομα, δηλαδή, δεν υπήρχε ούτε όρθιος. Από τις 6 η ώρα γέμισε ο κινηματογράφος για να ξεκινήσει στις 9 η ώρα να δούνε τον «Αλέξη Ζορμπά».
Δε θα ξεχάσω μια περίπτωση που είχα μια λάμπα έξω από το καφενείο, ας το πούμε, κι ετοιμαζόμασταν να κάνουμε την προβολή. Κάτι κοπελίτσες εκεί κάτω, παρέα ήταν, δυο-τρεις κοπέλες και μου λέει η κοπελιά αυτή: «Μπορούμε να πατήσουμε τον διακόπτη, να ανάψουμε τη λάμπα;» Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Και πάτησαν τον διακόπτη, άναψε η λάμπα και κοίταζαν τη λάμπα κι έλεγαν: «Αααα!» Σβήσανε τη λάμπα: «Αααα!»
Μου έτυχαν κι άλλα περιστατικά, σε μουσουλμανικά μέρη. Ήταν ένα κεφαλοχώρι που λεγόταν Εχίνος. Την πρώτη φορά που αποφάσισα να πάω, λέω: «Πάω να δω. Μεγάλο κεφαλοχώρι, θα έχει δουλειά». Νεολαία πάρα πολύ στον Εχίνο, αλλά ήταν πολύ περιορισμένα, δεν είχαν πού να πάνε, τίποτα. Βόλτα και σπίτι. Υπήρχε ένα καφενείο κεντρικό στην πλατεία του Εχίνου στο οποίο πήγαιναν μόνο οι μεγάλοι, οι γέροντες κι οι χοτζάδες.
Πήγα στο κεντρικό καφενείο. Τι να τους πάω να παίξουμε; Τότε ήταν τα γουέστερν. Κάνω μια προβολή το βράδυ και γεμίζει μόνο με μεγάλους, χοτζάδες και παππούδες. Νεολαία κανένας. Είχε κόσμο γεμάτο. Ήταν καλές εισπράξεις, χάρηκα εγώ. Πάω δεύτερη φορά, την άλλη εβδομάδα. Με φωνάζει ο καφετζής και μου λέει: «Κοίταξε να δεις, δεν μπορείς να ξαναπαίξεις εδώ, μην ξαναέρθεις. Οι χοτζάδες έκαναν συγκέντρωση το βράδυ μαζί με τα γερόντια, είδαν τι ήταν αυτός ο κινηματογράφος κι είπαν ότι: "Αυτό το πράγμα δε μας συμφέρει να είναι στο χωριό, γιατί ξυπνάει τη νεολαία μας"». Τα παιδιά, η νεολαία, έβλεπαν από έξω από το παράθυρο. Είχαν σκεπάσει τα τζάμια αυτοί, αλλά μπορούσαν να δουν. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος έξω.
Σκέφτηκα, σκέφτηκα, σκέφτηκα και λέω: «Θα βρω μια αποθήκη, να την κάνω κινηματογράφο». Έψαξα, βρήκα μια αποθήκη εκεί, έβαλα κάτι καθίσματα και κάτι σανίδια και τη νοίκιασα την αποθήκη από τον άνθρωπο αυτόν. Ξεκινάω να παίζω εκεί και γινόταν πανικός με τη νεολαία.
Έλα όμως που τον έπιασαν και του λένε: «Κανόνισε να φύγει από εδώ ο κινηματογράφος». Ο άνθρωπος γύρισε και τους είπε: «Ναι, εντάξει, αλλά εγώ χρειάζομαι τα λεφτά αυτά. Έχω ανάγκη». Λοιπον, η τιμωρία του ανθρώπου αυτού ήτανε ότι στιγματίστηκε. Οπότε κανένας δεν ήθελε να πάρει την κόρη αυτουνού. Οπότε οι κόρες του παντρεύτηκαν στην Τουρκία. Κι αυτός στιγματίστηκε από το χωριό, γιατί έβαλε τον κινηματογράφο εκεί μέσα.
Ποτέ δε φανταστήκαμε εμείς ότι κάποια μέρα, ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, μπαίνει η τηλεόραση η ασπρόμαυρη. Οι πρώτοι που έβαλαν τηλεόραση ήταν τα καφενεία. Τότε έπαιζε «Παράξενος Ταξιδιώτης», κάτι σήριαλ τέτοια κι άρχισαν κι οι γυναίκες κι αυτοί, από τα τζάμια να βλέπουν στα καφενεία την τηλεόραση αυτή, οπότε σιγά-σιγά άρχισαν να μπαίνουν και στα σπίτια. Εκεί άρχισε αμέσως η κατρακύλα του κινηματογράφου στα χωριά. Οπότε εκεί που κάναμε πεντακόσια εισιτήρια, κατεβήκαμε στα ογδόντα-εκατό.
Το γύρισα πλέον στα τούρκικα τα χωριά. Δεν είχα άλλες λύσεις. Στα τούρκικα τα χωριά έβλεπαν κινηματογράφο αυτοί, αλλά ήθελαν και τούρκικα έργα. Έλα όμως που τουρκικές ταινίες υπήρχαν καμιά δεκαπενταριά κόπιες, δεκαπέντε ταινίες δηλαδή, οι οποίες δεκαπέντε ταινίες κάποια στιγμή τις απαγόρευσε επί Χούντας ο Παπαδόπουλος. Λέει: «Δεν έχει, δε θα κάνετε εισαγωγή από Τουρκία».
Αντέξαμε όσο αντέξαμε με τα έργα αυτά, ήρθε πλέον ο κορεσμός, ο οποίος πλέον δεν έβγαιναν ούτε τα έξοδα, ούτε οι βενζίνες, ούτε οι ταινίες. Οπότε αναγκαστήκαμε να τα σταματήσουμε.
Σε όλα τα χωριά της Ξάνθης αυτοί που είναι εξήντα χρονών και πάνω, όλοι με ξέρουν. Γιατί ήμουν αυτός που τους έδωσε τα «φώτα».