Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Ήμασταν μία μειονότητα που λίγο-πολύ, όλοι ζούσαμε με άνεση. Ήμασταν διακόσιες χιλιάδες. Την εποχή που ζούσαμε εμείς, σχεδόν εμείς κυβερνούσαμε εκεί. Όλα, τα μαγαζιά, τα εργοστάσια, όλα ήτανε των Ελλήνων. Αυτούς τους είχαμε στραγαλάδες.
Ο πατέρας μου ήτανε, δούλευε σε μεγάλο ζαχαροπλαστείο, ήτανε μαιτρ. Η μητέρα μου ήτανε number one μοδίστρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγούνε καινούργια πράγματα και να μη μου ράψει.
Την Κυριακή θε να πάμε στην εκκλησία, στολισμένοι, τι να σου πω! Οι μεγάλες οι κυρίες, τα καπέλα τους, τις ομπρελίτσες τους... Βέβαια! Κι ήτανε και νυφοπάζαρο, το Πέρα. Βέβαια! Ξέραμε ποιος θα ‘ναι, ποιος θα κατέβει. Το σχολείο μας, οι γυναίκες να πούμε, παρθεναγωγείο ήτανε, στις τρεις η ώρα σχολούσε. Το Ζωγράφειο, που ήτανε αρρένων σχολείο, εκείνο τρεισήμισι, για να μη συναντηθούμε. Σκέψου μία... Εμείς καθόμασταν και περιμέναμε. Ένα σασπένς! Βέβαια, ξέραμε τι ώρα θα βγει ο Αιμίλιος, τι ώρα θα βγει ο αυτός... πρόγραμμα γινότανε!
Ήμουνα ελεύθερη ό,τι ήθελα να κάνω. Το μόνο που έπρεπε να γίνει, ήτανε η ώρα οκτώμισι να είμαι στο σπίτι μου. Αυτό άμα δεν το έκαμνα, ο μπαμπάς μου γινότανε πύραυλος.
Είχαμε και φίλους Τούρκους, εμάς δε μας πειράζανε, τα είχαμε πάρα πολύ καλά μαζί. Αυτά γινότανε μετά, οι παρεμβάσεις των πολιτικών χαλάσανε την όλη ατμόσφαιρα, που ήμασταν, ειλικρινά σας λέω, αγαπημένοι.
Πολύ απότομα ήρθε.
Το μεγαλύτερο ψέμα που είχανε πει ήταν ότι του Ατατούρκ το σπίτι το έκαψαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Το μεγαλύτερο τους ψέμα ήτανε. Ε, αυτό ξεσήκωσε κι έκανε όλη την κατάσταση και το Κυπριακό κι όλα μετά. Έτσι ξεκίνησαν τα γεγονότα. Πολύ απότομα. Οι κυβερνήσεις.
Δε θα ξεχάσω, ήταν Σεπτέμβριος.
Την ημέρα που ήτανε για να γίνει αυτό το μεγάλο το κακό, εγώ με τη μητέρα μου ήμουνα μέσα στην Πόλη. Μια ησυχία... ούτε κίνηση έβλεπες, ούτε τίποτα. Είχε αρχίσει ο κόσμος να ανησυχεί.
Ήρθανε ένα φορτηγό γεμάτο μ’ αυτούς, «μπολικούρους» τους λέγαμε. Και κατεβήκανε με καδρόνια στο χέρι για να σπάσουνε και να χτυπήσουνε κόσμο. Μπήκανε στα σπίτια εκεί, σπάγαν τους πολυελαίους, κάναν, πετούσανε, τι να σου πω! Εκείνη η μέρα, η αποφράδα μέρα, ήτανε η χειρότερη της ζωής μας.
Κάποια στιγμή ακούμε καμπάνες που χτυπάνε και λέμε τι γίνεται; Δεν είμαστε καλά, τι χτυπάνε οι καμπάνες, δε φτάνει η κατάσταση όλη αυτή, καμπάνες χτυπάνε; Σταμάτησε και βλέπουμε, ο Άι-Γιώργης ήτανε, ότι καίγεται.
Βλέπουμε τον Δεσπότη.
«Άγιε Δέρκων», τον λέμε, «τι έγινε;»
«Έχουν την εντύπωση ότι με κάψανε!» λέει.
Μπήκε μέσα ένα πρωτοπαλίκαρο είχαμε, τον πήρε, τον έβαλε μέσα σε ένα τσουβάλι και τον έσωσε. Δεν μπορέσανε να κάψουνε τον ναό. Είδανε έναν αξιωματικό που στεκότανε μπροστά. Άλλοι λένε ότι ο Άι-Γιώργης ήτανε...
Εμένα και στην Πόλη το σπίτι και στα Θεραπειά, Τούρκοι το σώσανε. Ήμουνα εγώ στο μπαλκόνι κι έσκυψα να δω τι γίνεται και ρίχνουνε μια πέτρα... έτσι και την έτρωγα στο κεφάλι, έμενα και στον τόπο. Κι από κάτω ακριβώς ήτανε αξιωματικός καθότανε και κατεβαίνει κάτω και τους λέει: «Τι κάνετε; Αυτή είναι η κόρη μου!» Κι αμέσως αυτοί διπλωθήκανε στα δύο και του φιλήσανε και το χέρι και φύγανε.
Το Πέρα; Δεν μπορούσες να πατήσεις στο Πέρα. Κουρτίνες, παπούτσια, αρώματα κάτω, τα σπάσανε και τα βγάλανε έξω... τέτοια μανία. Στου μπαμπά το μαγαζί στην είσοδο, ήταν ένας αράπης, αυτά, και κρατούσε έτσι ένα δίσκο και βάζανε οι άνδρες που ερχότανε τα καπέλα τους. Εκείνο το κάνανε… κομμάτια! Από γύψο, ξέρεις, αυτά. Τη μανία τους τη βγάλανε εκεί. Μόνο εκεί; Τα καλοριφέρ; Τα σώματα του καλοριφέρ, τα στρίψανε! Πώς τα κάνανε;
Φοβόμασταν να μη μας πιάσουνε και να… Γίνανε πάρα πολλά. Καταστρέψανε κορίτσια... παπάδες τους κακοποιήσανε... πάρα πολλά, εκείνα γίνανε πάρα πολλά. Πάρα πολλά. Εδώ πέρα ιερείς, τους βγάλανε το κεφάλι το δέρμα από πάνω.
Τελείωσα το Ζάππειο και τελείωσα στο ‘55, στα γεγονότα. Απάνω στα γεγονότα τελείωσα. Βάλανε φωτιά στο σχολείο να το κάψουν.
Άρχισαν οι διωγμοί κι αναγκαστικά ήρθαμε στην Ελλάδα, οπόταν κι ο άνδρας μου δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του κι έμεινε -σπούδαζε μαθηματικά- έμειναν στη μέση. Τελευταία στιγμή στην Κωνσταντινούπολη, θα παντρευτούμε, έτοιμα όλα, πολιτικός γάμος θα γίνει. Και βγαίνει ένα αυτό, ότι δήθεν χρωστάει ο πεθερός μου και τον βγάζουνε κατάσχεση να σου πω, του κάνουνε. Kαι πάνε όλα.
Ήμουνα είκοσι έξι χρονών όταν έφυγα από την Κωνσταντινούπολη. Δυστυχώς. Το ‘65. Η μητέρα μου είχε πεθάνει. Από τον καημό της, βέβαια. Τον πατέρα μου, τον είχα πάρει μαζί μου. Άλλοι συγγενείς… ο καθένας μόνος του.
Ήμασταν στη Θεσσαλονίκη. Στην αρχή ζήσαμε στα Νέα Μουδανιά. Αισθανόμουν σαν να ήμουν στην Πόλη. Πάρα πολύ ωραία, άνετα. Κι επειδή όλοι, ως επί το πλείστον, είναι πρόσφυγες εκεί, έχουμε τα ίδια ήθη κι έθιμα.
Ο πατέρας μου είχε κάτι λεφτά, τα δώσαμε σε συγγενή. Πάνε. Ήρθαμε εδώ, ευτυχώς δηλαδή, στη Θεσσαλονίκη, είχαμε το συνάλλαγμα κι είπαμε ό,τι μπορέσουμε να κάνουμε μ΄ αυτά. Νοικιαζότανε ένα μαγαζί στη Βασιλίσσης Σοφίας, εκεί. Ήταν ένα ψιλικατζίδικο, αυτό. Ώσπου να -αχ!- να συνέλθουμε, είδαμε και πάθαμε.
Να μην τα πω; Δεν μπορώ. Τα ‘χω μέσα μου και θέλω να τα πω πια. Θα το πω.
Εδώ πέρα δε μας φερθήκανε καλά, δυστυχώς. «Τουρκόσπορους» μας αποκαλούσαν. Αυτό βέβαια μας πείραξε πάρα πολύ, γιατί ο Έλληνας που ζει στο εξωτερικό είναι πιο Έλληνας από τον Έλληνα εδώ. Εμείς όταν --τότε δεν υπήρχαν και τηλεοράσεις-- βάζαμε ραδιόφωνο, κλαίγαμε την ώρα που ακούγαμε τον ελληνικό Ύμνο ή τα ελληνικά. Κι εδώ μας αποκαλούσαν έτσι.
Είχε ο άνδρας μου έναν συμμαθητή φίλο ο οποίος έπαιζε μπάσκετ. Με το όνομά του δεν τον φωνάζανε, «Τούρκο» τον φωνάζανε. Σου λέω, στον ελληνισμό της Πόλης φερθήκανε πολύ άσχημα, δυστυχώς. Και τώρα πια αρχίζουν και παραδέχονται και λένε που «εσείς που ήρθατε και φέρατε τον πολιτισμό». Τώρα…
Καταστράφηκαν οι οικογένειες όλες, όλοι χαθήκαμε, διαλυθήκαμε. Συγγενείς, ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή. Είναι λίγοι εκείνοι που μπορέσανε να μείνουνε ενωμένοι. Οι υπόλοιποι, όλοι, είναι άλλος στην Αμερική, άλλος… δυστυχώς. Πάνε τα σπίτια μας, πάνε όλα. Μολονότι υπάρχει αυτός κανονισμός, η περιουσία των Ελλήνων όσα χρόνια κι αν περάσουν δε γίνονται κατάσχεση, δε γίνεται. Είναι η συμφωνία αυτή που υπάρχει μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Πού ‘ν’ το, το παίρνεις; Εγώ πόσα χρόνια παιδεύομαι στα Θεραπειά που έχω. Ξεκινήσαμε δικαστήριο το 2008 κι έχουμε ‘20. Όπως τον είπα τον δικηγόρο: «Εγώ τα ραδίκια από τις ρίζες άμα τα βλέπω, τι να το κάνω το σπίτι;»
Να πάω στην Κωνσταντινούπολη; Ξένη προς εμένα.