Χάρης, με φωνάζουν εδώ, στην Τήνο. Χαρίλαος είναι το κανονικό. Γλύπτης είμαι. Τι δουλειά κάνω; Τι θα μπορούσα να κάνω εδώ;
Ήρθα εδώ το ‘71. Στον Πύργο της Τήνου. Σε μία σχολή, που είναι εδώ, όντως. Ακόμα υπάρχει. Έριξα μαύρη πέτρα, που λένε, και ήρθα εδώ στο νησί, που ήθελα από τότε, που ήμουνα το ‘71 φοιτητής. Μου άρεσε πάρα πολύ. Για την ηρεμία, την ησυχία. Όλο αυτό, την κουλτούρα που έχει. Μία αύρα βγάζει αυτό το χωριό, το νησί.
Δεν υπήρχε τίποτα, μπαράκι, καφενείο, τέτοια. Δεν υπήρχε τίποτα, ίχνος, να ακούσουμε μουσική. Οπότε όλα τα παιδιά του χωριού, και της σχολής ήτανε στο σπίτι μου. Εκεί ακούγαμε μουσική, εκεί κάναμε κάνα μεζέ, εκεί κάναμε... όλα, συνάξεις και όλα αυτά.
Και λέω: «Γιατί να ακούω εγώ μόνο μουσική;» Και αποφάσισα, γιατί ασχολούμαι ερασιτεχνικά και με ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά και τέτοια, κι έκανα ένα ραδιοφωνικό σταθμό, τον οποίο, το ονόμασα «Άγνωστο Χ». Ο «Άγνωστος Χ», ναι. Ο οποίος ήτανε γνωστός, ο «Άγνωστος Χ», μέχρι την Αθήνα.
Ξεκίνησα με κάτι, δυο τρεις λαμπούλες –λάμπες ήταν οι σταθμοί– στα μεσαία κύματα, έτσι; Δεν υπήρχε FM εκείνη την εποχή. Δεν είναι εύκολα. Δεν ήταν εύκολα.Έχω φάει κάτι ηλεκτροπληξίες. Αλλά δεν το ‘βαλα κάτω. Συνέχισα. Έμαθα όμως ότι εκεί δεν το ακουμπάμε.
Στο χωριό εδώ, στον Πύργο, αν περπατούσες, ας πούμε, στο δρόμο τον κεντρικό, όπου υπήρχε πηνίο –πηνίο σημαίνει σύρμα τυλιγμένο, δηλαδή τα ρολόγια της ΔΕΗ έχουνε πηνίο, ψυγεία έχουνε πηνίο, μοτέρια έχουνε πηνίο– όλα αυτά τραγουδάγανε. Δηλαδή, όταν πέρναγες δίπλα, άκουγες το σταθμό. Πήγαινες απέναντι… Μετά έμαθα πως θα το κάνω, γιατί ξεκίνησα δεν ήξερα τα χάλια μου είχα, τραγουδάγανε τα πάντα.
«Καλημέρα». «Καλησπέρα». «Ακούτε τον Άγνωστο Χ». «Εκπέμπουμε από τον Πύργο της Τήνου, περιμένουμε αφιερώσεις σας, τα γράμματά σας».
Ξεκίνησα, είχα δύο κασέτες και πέντε δίσκους. Και μετά από δύο χρόνια, κατέληξα να έχω γύρω στους 2.000 και δίσκους, από δώρα, και κασέτες αμέτρητες, δε θυμάμαι. Kαι μπορούσαν αυτά που άκουγα εγώ, να τα ακούνε και οι άλλοι. Οι άλλοι ήταν από το χωριό, πρώτη φάση. Μετά φτάσαμε όλη την Τήνο. Έφτασα στη Ραφήνα.
Είχε για όλο τον κόσμο. Δεν είχε ύφος ιδιαίτερο. Εγώ, το προσωπικό μου ήτανε ποιοτική μουσική, ας πούμε. Αλλά έπρεπε να καλύψω και τους υπόλοιπους, οπότε το ύφος του ήτανε όλη η μπάντα, ας πούμε, μουσικά ακούσματα. Χατζιδάκι, Θεοδωράκη. Αυτά ήταν επί Χούντας.
Όταν έγινε το Πολυτεχνείο, εννοείται ότι έβαζα τα τραγούδια της εποχής, όλα τα αντάρτικα, όλα αυτά. Φιλοξένησα πολλά παιδιά από το Πολυτεχνείο. Ναι. Βρήκαν εδώ καταφύγιο.
Εκτός απ’ αυτά, που έβαζα εγώ, τα... ξέρεις, τα αντάρτικα και όλα αυτά, έπαιζε πολύ λαϊκό. Καζαντζίδης; Όλα αυτά τα λαϊκά. Εκεί γινόντουσαν οι αφιερώσεις οι πολλές, ας πούμε. Κάτι…Περπινιάδης κάτι, ξέρω ‘γω, «Με αγαπάς, σ’ αγαπώ, χωρίζουμε» κάτι τέτοια. Τα άλλα ήτανε η κλασική μουσική –κλασική την λέω εγώ, τη... το ρεπερτόριο αυτό, που είναι πιο ποιοτικό– ήταν άλλες ώρες, ας πούμε. Τα ακούγανε όμως, μέχρι το πρωί.
Τετάρτη, νησιώτικα μόνο. Κάθε Σάββατο, είχα και ζωντανή μουσική. Έφερνα εδώ, ήτανε 5-6 άτομα, που ο ένας έπαιζε βιολί, ο άλλος, ξέρω γω, μπουζούκι, τέτοια, και κάναμε και ζωντανή εκπομπή, κάνα δυο ώρες.
Επειδής μερικές Κυριακές γινόμασταν πτώματα από ποτά και τέτοια, Σάββατα και αυτά, το πρωί έβαζα εκκλησία. Αμέ. Για να γλιτώσω κάνα δυο ώρες ύπνο, κοτσάριζα εκεί την εκκλησία απ’ την Αθήνα, ξέρω ‘γω, και είχα μεγάλη ακροαστική... θέαση... Όλες οι γριές ακούγανε. Και μου λέγανε: «Χάρη, άγιε άνθρωπε, τι έκανες;»
Ευτυχώς, οι κάτοικοι, οι Τηνιακοί και όχι μόνο, το αγαπήσαν όλο αυτό το πράγμα, ακούγαν τη μουσική τους, αυτά που θέλανε, τις αφιερώσεις τους. Οι αφιερώσεις… ήταν η διαδικασία… Υπήρχε, τώρα, σαν σταθμός ΟΤΕ, ναι, και ταχυδρομείο μαζί. Ή έπρεπε να στείλει γράμμα ή έπρεπε να πάρει τηλέφωνο. Έτσι γινόταν η επαφή. Ταχυδρομικώς η αφιέρωση ήταν μετά από τρεις-τέσσερις μέρες, πότε ερχόταν εδώ το γράμμα, ξέρω ‘γω, του ‘καναν αφιέρωση. Τώρα, το προλαβαίναμε, ζωντανό, χωρισμένο, παντρεμένο, δε ξέρω.
Πάντως ο σταθμός δούλεψε και έτσι. Είχε και συναίσθημα. Ανακαλύψαμε εκεί ποιος έχει φιλενάδα, ποιος αυτό, ποιος έχει διάφορες σχέσεις διαφορετικές. Αλλά η εχεμύθεια, εχεμύθεια, δεν τα λέμε. Και πάντρευα και χώριζα, όμως. Χωρίς να το θέλω. Πού να ξέρω ‘γω; Ο χωρισμός... το πάντρεμα το ‘κανα, γιατί αφιέρωνε, ας πούμε, η κοπελιά, αφιέρωνε αυτός. Εντάξει. Το σμίγαμε κάπως. Το άλλο, ήταν το παράξενο ότι ήτανε στο κρυφό. Αφιέρωνε τώρα, η κυρία, ας πούμε, στο φίλο της. Απ’ το Μαρλά π.χ. – π.χ. έτσι; δεν... Ποιοι είναι στο Μαρλά; Πέντε άτομα, ας πούμε. Από τις 5, οι 4 είναι γριές. Άρα, η γυναίκα μου είναι. Ναι, αλλά και ο άλλος ήταν άτακτος. Μετά αφιέρωνε κι αυτός. Και γινότανε μύλος. Και έπρεπε εγώ να καθαρίσω τώρα.
Μία δόση, ήρθε ένας –12:00 η ώρα– ένας τύπος με μια σανίδα. Μπαμ μπουμ. «Ποιος είναι ο Χάρης;» Λέω: «Εγώ, ναι». Να σπάσει το σταθμό. Γιατί έμαθε από το σταθμό μου ότι η γυναίκα του τον κεράτωνε. Ναι, αλλά ταυτόχρονα, έκανε αφιέρωση αυτός, στη δικιά του.
Έχεις να κάνεις καμία αφιέρωση;» «Ναι» μου λέει «στην κούκλα μου». «Άσε τώρα. Τι σε πειράζει η γυναίκα σου, που και αυτή κάνει μία αφιέρωση; Κάνε αφιέρωση στην κούκλα σου». Και γίναμε φίλοι. Μη σου πω, ότι ερχόταν τρεις φορές τη βδομάδα και έκανε αυτός αφιέρωση.
Λοιπόν καμία σχέση το τώρα με αυτό που σου είπα. Το τώρα είναι γνωστοί-άγνωστοι, ας πούμε, πώς να σου πω; Και η καλημέρα, που λέμε, υποβόσκει κάτι από πίσω.
Εγώ θα ‘θελα να επαναφέρω, ας πούμε, το παλιό. Να έρχονται τα παιδιά πάλι στο σπίτι, να ακούμε τη μουσική, να φάμε, να πιούμε. Εντάξει, δεν είναι και εύκολο. Εγώ κάνω αυτό που γουστάρω. Είμαι ανεξάρτητος. Τελεία και παύλα.