ΣΤΟ ΛΑΘΟΣ ΜΕΡΟΣ, ΤΗ ΛΑΘΟΣ ΣΤΙΓΜΗ
ΣΤΟ ΛΑΘΟΣ ΜΕΡΟΣ, ΤΗ ΛΑΘΟΣ ΣΤΙΓΜΗ
Περιγραφή
Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας η Άννα ακινητοποιείται από έναν άγνωστο, που την προστάζει να τον ακολουθήσει.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μάρω Μαυροπούλου
Αφήγηση
- Άννα Αλεξιάδου
Δημιουργία Podcast
- Ανδρέας Παππάς
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Αποστόλης Καρουλάς
Συνέβη κάτι που η αλήθεια είναι άξιο να το αναφέρω. Διαδραματίστηκε πριν δυόμισι-τρία χρόνια, είναι κάτι έτσι που όταν το θυμάμαι, πραγματικά απορώ γιατί σε μένα.
Είχα ένα θέμα στην πλάτη, πιο πολύ ορθοπεδικό. Είχα ξεκινήσει, μετά από συμβουλή του γιατρού, να κάνω κάποιες φυσικοθεραπείες. Και ξεκινάω έτσι ένα απόγευμα να παω στον φυσικοθεραπευτή μου, πολύ απλά ντυμένη, σχεδόν, δηλαδή, φορούσα ότι να ‘ναι. Έτρεξα άρον-άρον, δηλαδή, να μην αργήσω.
Χτυπάω το θυροτηλέφωνο του φυσικοθεραπευτή, μετά από μερικά δευτερόλεπτα μου ανοίγει. Μπαίνοντας, ακούω ένα: «Συγνώμη». Κι έτσι όπως γυρίζω να κοιτάξω, βλέπω ένα χέρι που προσπαθεί να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα, για να προλάβει να μπει. Από ευγένεια πιο πολύ, κρατάω κι εγώ την πόρτα, ώστε να περάσει μέσα ο κύριος. Κι ενώ του ανοίγω για να περάσει μέσα, με αρπάζει από το χέρι, πέφτει με δύναμη επάνω μου σαν να θέλει να με απαγάγει, να το πω έτσι σε εισαγωγικά, έτσι έμοιαζε σαν πρώτη εικόνα. Κι όταν ρωτάω τι συμβαίνει και προσπαθώ να καταλάβω για ποιο λόγο με τραβάει με τόση δύναμη, μου λέει ότι: «Πρέπει να έρθεις μαζί μου στο αστυνομικό τμήμα. Δεν μπορώ να σου πω ποιος είμαι». Κι όλο αυτό εμένα τώρα να μου ακούγεται σαν μία δικαιολογία ψευδή, γιατί κοιτώντας τον, δεν είχε κάποια ένδειξη ότι είναι αστυνομικός. Ούτε σκέφτηκα εγώ πάνω στον πανικό μου να τον ρωτήσω να μου δείξει μία ταυτότητα αστυνομικού, να μου δείξει το σήμα του, το ένταλμα ή κάτι τέτοιο.
Φαινόταν το πρόσωπό του. Ήταν ψηλός, φορούσε πολιτικά ρούχα, φόρμες σκουρόχρωμες, είχε μούσι μακρύ, σχεδόν γκρίζο κι ήταν κι αρκετά γεροδεμένος. Κι εκεί υποψιάζομαι ότι η κατάσταση μπορεί να είναι όντως πολύ πιο επικίνδυνη.
Προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνεται ακόμα περισσότερο, κοιτάω έξω από το τζάμι και βλέπω ένα μαύρο φιμέ αμάξι σταματημένο ακριβώς μπροστά στην είσοδο, που δεν απείχε πολύ από την πόρτα της πολυκατοικίας. Υπήρχε ένας οδηγός στο αυτοκίνητο. Κι εκεί άρχισα να ανησυχώ.
Δε με άφηνε από το χέρι. Επέμενε να πάω μαζί του. Κάποια στιγμή, θυμάμαι κιόλας χαρακτηριστικά, ότι με μία απότομη κίνηση που έκανα, χτύπησα το χέρι μου στον τοίχο, έτρεχε αίμα. Για να ξεφύγω, να κάνω κάτι, να τρέξω, να φύγω. Εκείνη τη στιγμή με έχει καταβάλει πανικός. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνω ήταν να τσιρίξω. Αρχίζω, εννοείται, ουρλιάζω τσιρίζω, με όλη μου τη δύναμη.
Βγαίνει ο γιατρός, μετά από αρκετή ώρα, η αλήθεια είναι, και προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Γιατί χτυπιέμαι έτσι, γιατί είναι ένας άγνωστος μέσα στην πολυκατοικία του και μάλλον θα σκέφτηκε, και λογικά ο άνθρωπος, ότι μπορεί να έχω κάνει κάτι εκείνη τη στιγμή. Εξηγώ ότι: «Δεν έχω κάνει κάτι». Να έχει αναστατωθεί κι ο ίδιος ο φυσιοθεραπευτής. Προσπαθεί να εξηγήσει ο γιατρός ότι: «Μισό λεπτάκι, θα τη λύσουμε την παρεξήγηση, πρόκειται για παρεξήγηση». Και μου ζητούν ταυτότητα. Λέω: «Δε θα σας τη δείξω, αν δεν περάσω πρώτα στον ασφαλή χώρο του φυσιοθεραπευτηρίου!» Πίσω από την πόρτα, πίσω από τον φυσικοθεραπευτή.
Εν τέλει εγώ μπήκα στο φυσικοθεραπευτήριο. Τότε προσπάθησα να να βρω την ταυτότητα μου, γιατί για κακή μου τύχη, δεν την είχα μαζί μου. Εγώ βρήκα τυχαία στο κινητό μου μετά από ψάξιμο μία φωτογραφία του πάσου από το πανεπιστήμιο, που είχα βγάλει μπρος-πίσω. Τότε του την έδειξα και μετά αφού την είδε, πείστηκε ότι δεν είμαι εγώ αυτή που ψάχνει.
Εγώ ήμουν εντελώς τρομοκρατημένη. Να λέω ότι ζω σε Matrix, δηλαδή, δεν υπάρχει αυτό που ζω. Ήμουν πάρα πολύ ανυπόμονη εκείνη τη στιγμή, να έρθουν να με πάρουν οι γονείς μου από το φυσικοθεραπευτήριο, γιατί, καταλαβαίνετε, φοβόμουν πάρα πολύ να βγω.
Ήρθε ο πατέρας μου και πήγαμε με το αυτοκίνητο κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς να εξηγήσουμε τι συνέβαινε. Να τους πούμε και να μας πούνε αν όντως ήταν αυτοί που είπαν ότι είναι. Κι εκείνοι με ρώτησαν τα βασικά της ιστορίας: «Πώς έμοιαζε ο άντρας;» Τους είπα για το αυτοκίνητο, τους τα είπα όλα. Για καλή μου τύχη, ο φυσικοθεραπευτής είχε κρατήσει τις πινακίδες από το αυτοκίνητο αυτών των δύο ανδρών που είχαν έρθει. Μου εξήγησαν ότι: «Πρέπει να περιμένεις λίγο, για να διασταυρώσουμε το ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αν όντως είναι αστυνομικοί». Και μετά από αρκετή ώρα, με καλούν μέσα στο γραφείο και μου λένε ότι: «Τους έχουμε εντοπίσει, ξέρουμε ποιοι είναι. Είναι ασφαλίτες, ερευνούσαν τη συγκεκριμένη υπόθεση που έχει να κάνει με δίωξη ναρκωτικών κι έτυχε να είναι στη γειτονιά σου. Δεν έχεις να φοβάσαι κάτι, βέβαια, έτσι δουλεύουν οι ασφαλίτες. Αγνόησε το, επρόκειτο για ένα λάθος».
Είχαν πιάσει το πρωί τον άντρα της υπόθεσης, οπότε έμενε η κοπέλα. Παρακολουθούνταν η πολυκατοικία κι έτυχε εγώ να έχω παρόμοια χαρακτηριστικά με την κοπέλα εκείνη και να πιάσουν εμένα, αντί για εκείνη.
Ναι μεν από τη μια ανακουφίστηκα, αλλά από την άλλη το θεώρησα τρομερή αδικία. «Γιατί», λέω, «έτσι απλά σε βρίσκει κάποιος και σε πιάνει με την κατηγορία ότι έχεις κοινά χαρακτηριστικά με κάποιον άλλον;» Δηλαδή, δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να το δικαιολογήσει κάνεις αυτό ότι ήταν μία σύμπτωση. Κι είναι αυτά που λες ότι δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει. Και σκέφτηκα ότι όντως ήταν μία σύμπτωση, που δε συμβαίνει απλά συχνά.