Είμαι παιδί της Κατοχής. Γεννήθηκα τέλη του ‘43, συγκεκριμένα 28 Οκτωβρίου του ‘43. Μεγάλη οικογένεια, ήμασταν πέντε αγόρια. Η μανούλα μου μας έπλενε από το Σάββατο, μας έλουζε, πράσινο σαπουνάκι, ζέσταμα το νερό σε ένα καζάνι εκεί, μια μεγάλη κατσαρόλα και με την κανάτα έριχνε με το ένα χέρι, με το άλλο μας έλουζε. Πήγαινε λίγο σαπουνάδα στα μάτια… «Αμάν! Αμάν!» Πάρε και μία κατακέφαλα με την πράσινη την πλάκα! «Κάτσε ήσυχα να σε λούσω!» Την άλλη μέρα πολύ πρωί, μας ξύπναγε όλους και πλυμένα τα ρουχαλάκια, μπαλωμένα, καθαρά κι ενά-δυο, στην εκκλησία, στον Άγιο Γιώργη.
Μεγαλώνουμε, μεγαλώνουμε, αρχίζουμε το σχολείο. Το Καλοκαιράκι, τα πιο μεγάλα αδέρφια κάνανε ό,τι μπορούσαν για να βγάλουν κάτι, για το καρβέλι, βασικά.
Το μαγαζί του κυρ-Σωτήρη δίνει στους μεγάλους ένα ποδήλατο με τρεις ρόδες και ψυγείο με παγωτά πάνω. Πάω κι εγώ από κοντά. Δοκιμάζω το ένα παγωτό, άντε να δοκιμάσω και το άλλο, πάμε και τη σοκολάτα, πάμε τη φράουλα, πάμε το φιστίκι… Μια βουτιά στη θάλασσα, ένα παγωτό, άλλη βουτιά στη θάλασσα, άλλο κυπελάκι… Οπότε μπήκα σόλο μέσα! Μην τα πολυλογούμε, σταμάτησε η επιχείρηση!
Έχει έρθει ένας θείος από την Κέρκυρα να δουλέψει τους τρεις μήνες καλοκαιρινούς, να βγάλει κάνα φράγκο για να βοηθήσει την οικογένειά του. Μου λέει: «Ρε συ Μίμη», --είχε ξεκινήσει το έργο των διυλιστηρίων στον Ασπρόπυργο-- «θα έρθεις μαζί μου να δίνεις με ένα ποτιστήρι νερό στους εργάτες. Θα πάρεις 15 δραχμές την ημέρα». «Φύγαμε», λέω, «θείε». Κατευθείαν. Το Σάββατο πληρώθηκα. Βρίσκω τους συμμαθητές: «Πόσο παίρνεις ρε συ, Κώστα Παπίτση;». Μου λέει: «Εγώ παίρνω 13». «Εσύ, Μπάμπη;» «Κι εγώ, 13». «Παιδιά, άντε γεια σας! Εγώ παίρνω 15!»
Έχω ένα ποτιστήρι μ’ ένα κύπελλο αλουμινένιο με μια λαβή και δίνω σε τριακόσιους εργάτες νερό. Ξεπλένω λίγο και βάζω. Πότιζα τον κόσμο. Νερό δεν υπήρχε, μπουκάλια και τέτοια τώρα. Και να είναι λαός ολόκληρος να δουλεύει και να φτιάχνει.
Δίνω εγώ νεράκι. Καλοκαίρι. Ένας μάστορας από δίπλα, από άλλο συνεργείο: «Ε, πιτσιρικά», μου λέει, «θα βάλεις ένα νεράκι;» Λέω: «Ένα; Όσο γουστάρεις θα πιείς!» «Δε μου λες», μου λέει, «θες να σε κάνω σιδερά; Εγώ θα σου δώσω 20, αλλά θα έρθεις από αύριο το πρωί». Πήγα βοηθός στον μάστορα. Σιδεράς.
Έβλεπα τους μαστόρους που είχανε, ας πούμε, τανάλια και δένανε τα σίδερα με συρματάκι και τα λοιπά κι έχω κι εγώ μια τανάλια η οποία δεν είχε καμία σχέση με αυτήν που είχαν οι μαστόροι. Πιάνω τον μαστρο-Γιάννη, που ήταν από τα Καμίνια στον Πειραιά, λέω: «Ρε μαστρο-Γιάννη, κοίταξε, εγώ έχω μια παλιοτανάλια εδώ στα χέρια μου, κοίταξε. Εσείς έχετε τανάλιες που είναι ωραίες. Θα μου φέρεις μια τανάλια τέτοια;» «Θα σου φέρω, ρε συ Μίμη, αλλά κάνει 40 δραχμές». «Θα στα δώσω το Σάββατο». Την άλλη μέρα, μου τη φέρνει. Εγώ κοιμόμουν με την τανάλια μετά! Να χάσω την τανάλια; Τι λες τώρα; Κάηκα!
Στην οικοδομή, τραγουδάγαμε μόνοι μας. Δεν είχαμε μουσική. Ετύχαινε, κατά καιρούς, να είναι συνάδελφοι οι οποίοι να είναι σπουδαίοι τραγουδιστές. Θυμάμαι μια περίπτωση, Παναγιώτης ο Φιλιππακόπουλος, απ’ το Αίγιο, ο όποιος έπαιζε και μπουζούκι κι είχε και πολύ ωραία φωνή κι είχε πολύ γούστο. Κι ο Αγάπιος. Άλλος σπουδαίος άνθρωπος. Ήτανε άψογοι. Οι άλλοι οι συνάδελφοι που δεν ήτανε τεχνίτες στο ύψος αυτό που ήτανε ο Παναγιώτης ή ο Αγάπιος, ήτανε πιο χαμηλά, πληρώνονταν το Σάββατο και τη Δευτέρα δεν έχανε φράγκο, που έρχονταν στη δουλειά. «Είχαμε πάει», λέει, «στην Τριάνα του Χειλά». Το άλλο Σαββατοκύριακο παρά δω, παρά κει, όλο στα μπουζούκια. Κι εγώ, πιτσιρικάς, λέω: «Καλά ρε, τι κάνετε ρε; Τι κάνετε ρε;» έλεγα με το μυαλό μου, «Τι κάνετε εσείς…»
Τύχαινε να είναι κάποιοι άνθρωποι που να μην είναι εντάξει. Τύχαινε. Ξεκινάγαμε ένα κτίριο τώρα, μια πολυκατοικία. Υπήρχε ένας νόμος που επέτρεπε να κάνουν το πατάρι, το μεσοπάτωμα, που το λέγανε. Επειδή δεν υπήρχαν τα μέσα, γερανοί, τηλεσκοπικοί γερανοί που ήρθανε αργότερα, τα σίδερα ανεβαίνανε ένα-δύο-τρία-πέντε-έξι-εφτά πατώματα πάσα, μπαλκόνι σε μπαλκόνι, όροφο σε όροφο, με τα χέρια. Ο ένας είναι κάτω, ο άλλος είναι στο μπαλκόνι έξω. Η χειρότερη θέση ήταν πατάρι. Γιατί; Αντί να βάλει μικρά δέματα, να μπορεί να ανεβαίνουν εύκολα, προσπαθούσε όσο ήταν δυνατόν μεγαλύτερα δέματα. Νόμιζε ότι έτσι θα κάνει γρήγορα και δεν έκανε γρήγορα. Και σκοτωνόμασταν και γινόταν πολύ πιο αργά η δουλειά.
Μια φορά δουλεύουμε έναν υποσταθμό της ΔΕΗ. Κι εκεί δουλέψαμε οχτακόσιους τόνος σίδερο, πολύ σίδερο. Το σίδερο το ανεβάζαμε πάνω με το σκοινί, με το ράουλο. Εγώ έκανα ένα άλμα για να πιάσω το σκοινί, άθελά του ο αδερφός μου ο μεγάλος έσπρωξε το πατάρι, αυτό που είχαμε και μου κάνει ένα σκίσιμο στο μηρό, εδώ, ξεγυρισμένο!
Βγάζω το πουκάμισο, το δένω. Ο αδερφός μου μόλις είδε την κατάσταση αυτή, πέφτει τάβλα κάτω, λιποθύμησε, να πούμε! Ο άλλος ο αδελφός ήρθε με το αυτοκίνητό του, με πήγε στο Γεώργιος Γεννηματάς. Με βάλανε στα έκτακτα περιστατικά εκεί. Σηκώθηκα κι έφυγα μόνος μου, χωρίς εξιτήριο, γιατί δε μου προσέφεραν τίποτα και καθόμουνα εκεί πέρα, ήτανε νεκρός χρόνος. Με δυσκόλεψε, αλλά δεν το έβαλα κάτω.
Κάθε πρωί που ξύπναγα να πάω για τη δουλειά, περνάγαμε απ’ την πιάτσα. Η πιάτσα ήτανε το κεντρικό σημείο, μας συγκέντρωναν η μαστοράντζα. Οι σιδεράδες μαζευόμαστε, ας πούμε, στη «Φωλιά», παραδίπλα ήταν η «Πρωτεύουσα», παρακάτω, επί της Αθηνάς, ήτανε ελαιοχρωματιστές, ήταν οι πελεκάνοι που δούλευανε την πέτρα, άλλα διάφορα επαγγέλματα. Παραδίπλα ήταν ο κυρ-Παναγιώτης, που είχε ένα μικρό καφενεδάκι κι εκεί, άφηνες τα εργαλεία σου, την τσάντα σου όταν σχόλαγες, για να μην τα κουβαλάς μέχρι το σπίτι που έμενες, είτε Ελευσίνα, είτε Αιγάλεω, είτε δεξιά-αριστερά στα προάστια.
Στις 6 η ώρα, στις 5μισι η ώρα το πρωί, σου έλεγε: «Μίμη, δουλεύεις σήμερα;» «Όχι». «Θα έρθεις μαζί μου». «Πού θα πάμε;» «Στο Παγκράτι». «Ωραία. Με ποιον θα πάμε;» «Με τον μαστρο-Γιώργη». «Εντάξει, τον ξέρουμε, ξέρει και το μεροκάματο κι αυτά». Άμα είναι άγνωστος: «Μάστορα, ξέρεις, εγώ θέλω 150 δραχμές μεροκάματο». Άμα συμφωνούσε, πήγαινες, δε συμφωνούσε, δεν πήγαινες. Γινότανε το παζάρι. Η πιάτσα ήταν η ψυχή της οικοδομής.
Οι μεγάλοι, γνωστοί μεταξύ τους συνάδελφοι, μιλούσανε. Βέβαια μιλούσανε, δεν μπορεί να μη μιλούσανε. Αλλά δε μιλούσανε ανοιχτά, να ακούγονται. Χωρίς να γίνει η κινητοποίηση, γινότανε πολύ συχνά κυνήγι από τη μπατσαρία. Μπαίνανε μες στο καφενείο και χτυπάγανε τη μαστοράντζα γιατί διάβαζε μια εφημερίδα, γιατί διάβαζε την Αυγή. Ο Ριζοσπάστης ήταν στην παρανομία. Κι εμείς, πιτσιρικάδες, βγαίναμε, γιουχάραμε και τρέχαμε. Πού να μας πιάσει!
Γινότανε κινητοποίηση, αλλά υπήρχε μυστικότητα. Το θέμα τώρα των ενσήμων, δε γινότανε κουβέντα, γιατί δεν θα σε έπαιρνε για δουλειά εύκολα ο άλλος. Να δουλεύεις τώρα σε ένα κτίριο, να κάνεις είκοσι-τριάντα μεροκάματα και να σου πει να σου βάλει τα δέκα. Κάτσε ρε, μαζί τα δουλέψαμε; Τι λέτε ρε; Διεκδίκηση τον ενσήμων, μεροκάματα, ένσημα, ατυχήματα, γιατροί στις γειτονιές, δεν υπήρχε τίποτα. Υπήρχε ανεργία, πολλή φτώχεια...
Το ‘60, 1960, μπήκα κι εγώ μέσα στην απεργιακή κινητοποίηση. Στην οδό Αγησιλάου είναι το Εργατικό Κέντρο. Πάρα πολύς κόσμος! Πολύς λαός! Βλέπεις τα πρόσωπα: Άνθρωποι της ταλαιπωρίας, της δυστυχίας. Λαός βασανισμένος, στην κυριολεξία.
Στον χώρο της συγκέντρωσης, ακούγαμε τον ομιλητή. Δεν ακουστήκαν συνθήματα. Και ξαφνικά, πετάγονται οι χαφιέδες και λένε: «Θάνατος στον Καραμανλή!» Αυτό ήτανε αφορμή να ξεκινήσουν, να σηκώσουν τα γκλοπ οι μπάτσοι και να χτυπάνε τον κόσμο, εν ψυχρώ.
Είμαι εγώ με τον αδελφό μου, δίπλα-δίπλα. Πίσω μας είναι ένα παιδί κι είχε έναν ταμπλά με κουλούρια. Τρώει μία το παιδί στην πλάτη, πετάει τον ταμπλά με τα κουλούρια πάνω στους μπάτσους και γίνεται εκεί πέρα χαμός! Ωστόσο, με το που ξεκίνησαν αυτοί να χτυπάνε τον κόσμο, κάποιος μπετατζής είδε κάτω στο πεζοδρόμιο κι υπήρχε ένα κενό μεταξύ των πλακών. Και βάζει τα δάχτυλά του και τραβάει και σπάει μια πλάκα. Και μόλις τον βλέπουνε οι άλλοι, σκύβουν κάτω… και να φεύγουν οι πλάκες από την πάνω, από την Δεληγιώργη-Δεληγιάννη μέχρι την Κολοκυνθούς, σφαίρα! Σπάσιμο η πλάκα, πέταγμα στους μπάτσους. Κατακέφαλο, όπου τον πάρει! Κι αρχίζει μία οδομαχία... χαμός!
Έχουμε βρεθεί στην πλατεία του Μεταξουργείου, αυτή τη μεγάλη, κι από την πολυκατοικία πάνω, πέταγμα η ξυλεία κάτω, οικοδομική ξυλεία, και να γίνεται χαμός. Επί της Αχιλλέως ανέβαινε ένα φορτηγό με τούβλα και μπαίνει μια ομάδα μπροστά και του λένε: «Ε! Στοπ και τούμπα!» «Ρε παιδιά, τα τούβλα μου! Πάω να τα πουλήσω» ή «Τα πάω δρομολόγιο, θα βρω τον μπελά μου, θα χάσω τη δουλειά μου…» κάτι τέτοιο. Δεν έχει... Ανατροπή, τούμπα τα τούβλα. Είχε αγριέψει ο κλάδος. Πού να ζυγώσουν οι μπάτσοι;
Από τότε, ο κλάδος πήρε πολύ απάνω του. Έπεσε φόβος στους μπάτσους να τα βάζουν με τους οικοδόμους κι αυτό κράτησε για χρόνια. Και το ‘63 καταργήθηκε αυτή η πατέντα, οκτάωρο στην οικοδομή. Καθιερώθηκε 7μισι-2μισι. Πανηγύρι! Κανονικά, δεν είναι στα χαρτιά γραμμένο πουθενά, νταηλίκι, το κράτησαν οι οικοδόμοι, ας πούμε.
Μετά από αυτήν την κινητοποίηση, άρχισε να παίρνει σάρκα κι οστά το θέμα. Όταν εφαρμόστηκε το 7ωρο, 9 η ώρα, 9μισι, ήταν διάλειμμα καφεδάκι. Το καφεδάκι έγινε νόμος. Άγραφος νόμος. Κατά τις 11 η ώρα, ήτανε το κολατσιό. Δεν κράταγε πολλή ώρα, αλλά ήτανε στοπ για κολατσιό. Και 2μισι η ώρα, τα όπλα παύση! Τελεία και παύλα.