Μεγάλωσα σε πολύ φιλόζωη οικογένεια. Η μητέρα μου μάζευε όλες τις αδέσποτες γάτες και τις τάιζε στη γειτονιά. Μπαίναν μέσα στο σπίτι κι έτσι μεγαλώσαμε κι εγώ κι ο αδερφός μου, με πολύ μεγάλη οικειότητα στα ζώα. Όταν ήμουνα περίπου ίσως πέντε ετών, είχαμε μία γατούλα της γειτονιάς κι η γατούλα έμπαινε μέσα μαζί με κάποιες άλλες. Η συγκεκριμένη μού είχε αδυναμία. Κι εγώ βέβαια. Κι ερχότανε στο κρεβάτι μου, έβαζε το κεφάλι της στο μέτωπό μου και το κορμί της από πάνω στα μαλλιά μου κι εγώ ασυναίσθητα δεν κουνιόμουνα όλη νύχτα, για να μην ξυπνήσω τη γάτα… Και με πείραζε ο πατέρας μου για αυτό. Πού να ήξερε ότι μία μέρα θα αφοσιώσω τη ζωή μου σε αυτό το κομμάτι, στα ζώα.
Ήταν νύχτα, πολύ αργά, χειμώνας, κι οδηγούσα το αυτοκίνητό μου. Δεν υπήρχαν φώτα στον δρόμο καθόλου. Κάποια στιγμή, κάτι χτύπησα. Αλλά δε σταμάτησα. Φοβήθηκα. Μέσα στα σκοτάδια, στα χωράφια… Δεν ήξερα τι να κάνω κι έφυγα. Αυτό μου έκανε το «κλικ». Απευθείας σκέφτηκα: «Γιατί έφυγα; Τι χτύπησα; Πόσο το χτύπησα; Τι απέγινε αυτό που χτύπησα; Ήταν ένα ζωντανό πλάσμα; Τι έπρεπε να κάνω; Γιατί δεν έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω;» Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Όλη νύχτα είχα στο μυαλό μου τι χτύπησα και δε σταμάτησα. Την άλλη μέρα το πρωί, πήγα στο σημείο. Δε βρήκα κάτι. Την επόμενη μέρα που πήγα για δουλειά, όλη την ημέρα με όλες τις πελάτισσες, συζητούσα αυτό. Μέσα στις πολλές πελάτισσες, μία ήξερε την Κατερίνα Γκανάτσιου και μου είπε ότι: «Αυτή η κυρία ασχολείται και ταΐζει ζωάκια στον δρόμο. Μήπως αυτή θα μπορούσε να σου πει πώς θα μπορούσες να κινηθείς;»
Γνώρισα την Κατερίνα κι η ζωή μου άλλαξε για πάντα. Με παρηγόρησε. Γλυκύτατη, ευγενέστατη, γεμάτη κατανόηση. Ήπιαμε έναν καφέ μαζί και μου εξήγησε ότι δεν είναι εύκολες οι καταστάσεις. Τότε αποφάσισα ότι θα ασχοληθώ να βοηθάω ζώα που είναι σε ανάγκη.
Όλο αυτό, στην καθημερινότητά μού πρόσφερε πολύ πόνο. Έβλεπα ζώα να υποφέρουν, να πονάνε. Πάλευα να βοηθήσω. Κάποια, δεν τα κατάφερνα. Βίωνα τον θάνατο πολύ συχνά. Αλλά δεν το έβαζα κάτω κι έλεγα: «Ένα να βοηθήσω, δεν είναι μεγάλος ο αριθμός. Δεν είναι πολύ. Αλλά για αυτό το ένα, είναι η ζωή του όλη».
Σε έναν περιφερειακό δρόμο της Καρδίτσας, το αυτοκίνητο που ήταν ακριβώς μπροστά μου, χτυπάει ένα σκυλάκι, ένα γκριφονάκι. Βλέπω μία κυρία να έρχεται, παίρνει το σκυλί από τον αυχένα, το σηκώνει, το κοιτάζει και πάει και το αφήνει στον κάδο σκουπιδιών! Κοιτάω το σκυλί και κουνιότανε. Πήγα απέναντι, της λέω: «Το σκυλί είναι ζωντανό!» «Το χτύπησε αυτοκίνητο. Θα πεθάνει», μου απαντάει και φεύγει και μπαίνει μέσα στο σπίτι της. Εκνευρίστηκα πάρα πολύ. Κάλεσα την αστυνομία. Πήραν κατάθεση από μένα. Βάλαμε τη σειρήνα. Στο άκουσμα της σειρήνας, βγήκε η γυναίκα. Αρνήθηκε ότι είναι δικό της το σκυλί. Υπέγραψε ένα έγγραφο στους αστυνομικούς και μας παρέδωσε το ζώο.
Μπαίνοντας στο ιατρείο του, του είπα: «Αντώνη, αυτό το σκυλί τραυματίστηκε». Το κάνει ακτινογραφίες κι είχε σπασμένο πόδι. Ένα ορθοπεδικό χειρουργείο κόστιζε πολλά λεφτά. Είχα ήδη σκυλιά και το διαμέρισμα μου πολύ μικρό, δεν είχα άλλο χώρο να το απομονώσω. Βρέθηκα μπροστά σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Απελπίστηκα. Αλλά δεν το ‘βαλα κάτω. Έβγαλα δύο φωτογραφίες και τότε ήταν που ξεκινούσαν με το Facebook. Σκέφτηκα: «Θα ζητήσω βοήθεια, να με βοηθήσει ο κόσμος να το χειρουργήσω». Κι έγραψα τα εξής λόγια: «Τραυματίστηκε από αυτοκίνητο. Το μετέφερα στον κτηνίατρο. Έχει σπασμένο πόδι. Δεν έχω χρήματα να το χειρουργήσω. Δεν έχω χώρο να το φιλοξενήσω. Δεν μπορώ ούτε να το υιοθετήσω. Μπορεί κάποιος να με βοηθήσει;» Έτσι απλά. Και μέσα σε λίγες μέρες, με στήριξε ο κόσμος τόσο πολύ, που μάζεψα τα χρήματα που χρειαζότανε, για να χειρουργηθεί. Βρέθηκε φιλοξενία, ένας φοιτητής κτηνιατρικής. Λύθηκε και το δεύτερο πρόβλημά μου. Και λύθηκε και το τρίτο πρόβλημα: Ο φοιτητής τον υιοθέτησε, τον Ματίας. Ό,τι χρειάστηκε, το απέκτησε μέσα σε λίγες μόνο μέρες. Χειρουργήθηκε, αποθεραπεύτηκε, υιοθετήθηκε και ζει μία ευτυχισμένη ζωή. Τότε ήταν που είπα ότι: «Αυτό θα κάνω. Θα αφιερώσω τη ζωή μου και να γίνω η φωνή των ζώων που είναι σε ανάγκη και δεν μπορούν να μας το πουν!»
Το 2015, με την Κατερίνα και τη Φωτεινή, αποφασίσαμε ότι υπάρχουν πολλά ζώα σε ανάγκη, που δεν έχουμε τη δυνατότητα να βρίσκουμε φιλοξενία σε όλα και νοικιάσαμε ένα κτήμα. Κι αρχίσαμε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, να φτιάχνουμε περιφράξεις, πόρτες, οροφές και να βάζουμε μέσα σκυλόσπιτα. Αλλά δεν έχει τοίχους. Δεν έχει ρεύμα. Έχει μόνο νερό. Δεν έχει θέρμανση. Είναι ό,τι πιο φτωχικό μπορεί να έχει κάποιος. Έχει πολλή αγάπη, μόνο αυτό το καλό. Πολλή αγάπη.
Η Βίκυ μου! Τη Βίκυ τη βρήκα έξι μηνών το 2015, με μία φλεγμονή απίστευτη στην κοιλιακή χώρα. Βρέθηκε ξαφνικά ένα πρωί στην πλατεία της πόλης, απίστευτα τρομαγμένη, κουλουριασμένη σε μία γωνίτσα. Την είδανε ο κόσμος και μας ενημερώσανε. Είναι ο μόνος τρόπος να μαθαίνουμε. Δεν μπορούμε να είμαστε πανταχού παρόντες. Κάποιος πρέπει να μας πει τι βλέπει. Με πολύ μεγάλη δυσκολία, καταφέραμε να την πιάσουμε. Δε συνεργαζότανε, μας δάγκωνε. Τα καταφέραμε, με υπομονή, τη μεταφέραμε στον κτηνίατρο. Κάναμε καλά τη φλεγμονή και τη μεταφέραμε στο κτήμα. Την πήραμε στη φροντίδα μας τότε. Δεν ήρθε ποτέ πρόταση υιοθεσίας. Πλέον η Βίκυ είναι εφτά χρόνων, είναι ακόμη μαζί μας. Έχει μία ήρεμη, ευτυχισμένη ζωή γεμάτη αγάπη, για όλη της τη ζωή.
Η Κάσια ήταν ένα ζώο που εγκαταλείφθηκε έξω από ένα ορεινό βουνό. Πώς να επιβιώσει αυτό το ζώο; Κάθε μέρα εγώ, η Κατερίνα κι η Φωτεινή, πηγαίναμε με το αυτοκίνητο, της αφήναμε φαγητό για να μπορέσει να μας γνωρίσει, να μας εμπιστευτεί και να την πάρουμε. Η Κάσια όμως είχε τον δικό της χαρακτήρα και δεν εμπιστευόταν ανθρώπους. Ήταν άνοιξη και την πιάσαμε Σεπτέμβριο. Όλο αυτό το διάστημα πηγαίναμε, αν όχι κάθε μέρα, πηγαίναμε μέρα παρά μέρα. Περνούσανε κι αυτοκίνητα, φοβόμασταν και για τη ζωή της, γιατί αν κάναμε κάποια απότομη κίνηση, μπορούσε να πεταχτεί στον δρόμο, να προκαλέσει τροχαίο, να βάλει κι ανθρώπους και τη ζωή της, βέβαια, σε κίνδυνο. Κάναμε απέλπιδες προσπάθειες, μέχρι που αποφασίσαμε να τη ναρκώσουμε. Και το πετύχαμε, σε σαλαμάκια και σε σουβλάκια, τη ναρκώσαμε. Κι ανέβηκε πάνω στο βουνό κι έκατσε σε μία πέτρα στην πλαγιά του βουνού και κοιμήθηκε εκεί!
Μαζέψαμε τα κουράγια μας και σκαρφαλώσαμε. Και γίναμε ορειβάτες χωρίς σχοινιά, χωρίς καμία προστασία, με καλοκαιρινά ρούχα, σορτσάκια. Κατάφερε η Κατερίνα και την έπιασε. Πώς κατεβαίνεις από μία πλαγιά βουνού με ένα σκυλί στα χέρια; Σχηματίσαμε μία ανθρώπινη αλυσίδα, εμείς οι τρεις, μέχρι που χέρι με χέρι με χέρι, καταφέραμε και φτάσαμε κάτω στο έδαφος. Ακουμπήσαμε κι οι τρεις σχεδόν τους αγκώνες μας πάνω στο box, πήραμε μία ανάσα κι είχαμε ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης, σαν να σώσαμε τον κόσμο όλο! Σαν να πατήσαμε το πόδι μας στο φεγγάρι!
Ο «Ιανός» έκανε τεράστιες καταστροφές στην πόλη. Σε περιουσίες ανθρώπων, αλλά και στα δικά μας σημεία, εκεί στο κτήμα. Σχεδόν διέλυσε τις εγκαταστάσεις μας. Ξεκίνησε βράδυ, αλλά δε σταματούσε το κακό και το νερό ερχόταν με μεγάλη ορμή. Θυμάμαι, έξω από το σπίτι μου να φεύγουν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σαν παιχνίδια, σαν ψεύτικα! Να περνάν κάδοι σκουπιδιών μπροστά από τους δρόμους, να τους παρασύρει το νερό και μένα η μόνη μου σκέψη ήταν τα ζώα! Πώς να πάω; Έψαχνα τηλέφωνο σε γνωστούς και φίλους, ποιος έχει 4x4 ή τρακτέρ. «Ποιος έχει ένα τρακτέρ να με πάει στο κτήμα;»
Η επόμενη μέρα μάς βρήκε να μαζεύουμε τα συντρίμμια μας. Ό,τι τροφές είχαμε στις αποθήκες, καταστράφηκε. Ό,τι κουβέρτες, διαλύθηκε. Λάσπη παντού. Είχαμε παλέτες για να μπορούν τα ζώα να περπατάνε πιο εύκολα ή να κάθονται, να μην είναι κάτω στα τσιμέντα ή στο χώμα. Αυτές οι παλέτες παρασύρθηκαν από το νερό και πήγαν πίσω από τις πόρτες και δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε τις πόρτες να μπούμε. Τα ζώα στον πανικό τους χάλασαν τις περιφράξεις… Ευτυχώς, και με τη βοήθεια του κόσμου και του κράτους, καταφέραμε κι επανήλθαμε ξανά στην πρότερη κατάσταση. Πήραμε ξανά τροφές. Κάναμε τις επιδιορθώσεις και συνεχίστηκε η ζωή μας.
Η βοήθεια του κόσμου είναι πολύ σημαντική. Μας βοηθάνε. Μας στηρίζουν. Μας αγαπάνε. Χάσαμε την Κατερίνα όμως… Δυστυχώς, η ζωή είχε τα δικά της σχέδια. Ένας καρκίνος μάς τη στέρησε. Από τότε, έμεινα μισή. Εγώ κι η Κατερίνα είχαμε γίνει ένα. Άρα, έμεινα μισή.
Ενώ έκανε χημειοθεραπείες και περνούσε όλον αυτό τον Γολγοθά, ένα μήνα πριν τη χάσουμε, κάναμε διάσωση μαζί. Κάτω από μια γεφυρούλα, εγκατέλειψαν κάποια κουταβάκια. Περπατήσαμε κι οι δύο στα γόνατα, μπουσουλώντας από τη μία πλευρά έως την άλλη, για να βγάλουμε τα κουταβάκια. Μία γυναίκα που οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει κι όμως, μάζεψε ό,τι της είχε απομείνει, για να βοηθήσει αυτά τα ζώα.
Μπαίνοντας στο καταφύγιο, όπου κι αν ήταν η Βίκυ, έμπαινε η Κατερίνα κι έλεγε: «Βίκυ!» Η Βίκυ την άκουγε κι έβγαινε μπροστά. Τη φιλούσε και μετά περνούσαμε μέσα. Για αρκετό καιρό στην αρχή, μπαίνοντας, έβλεπα τη Βίκυ κι έκλαιγα. Πιστεύω ότι κι εκείνη την καταλάβαινε την απουσία της. Υπήρχαν στιγμές που καταλάβαινε ότι θα φύγει από αυτή τη ζωή και μου έδινε τις συμβουλές της κι έλεγε: «Δεν πειράζει αν φύγω εγώ. Εσύ θα συνεχίσεις». Κάποτε θα βρεθούμε ξανά και δε χρειάζεται να της πω τα νέα μου, τα βλέπει. Τα ζούμε μαζί πάλι. Απλώς, δεν μπορούμε να τα συζητήσουμε ακόμη. Θα ‘ρθεί η ώρα.
Βρέξει-χιονίσει, είναι Πάσχα, είναι Χριστούγεννα, είναι γιορτή, είμαι άρρωστη, δεν είμαι, πρέπει να είμαι εκεί. Γιατί το ζώο θέλει να φάει. Θέλει το νεράκι του το καθαρό. Θέλει τα φάρμακά του, γιατί τα περισσότερα είναι υπό θεραπεία. Δεν κρατάμε υγιή ζώα. Κρατάμε αυτά που μας έχουν ανάγκη. Οπότε, δεν υπάρχει στιγμή ξεκούρασης για μας. Αν πάθω εγώ κάτι, θα πρέπει να πάει κάποια από τις φίλες μου, εφόσον δεν έχω πια την Κατερίνα. Οπότε, για να είναι κάποιος διασώστης, θα πρέπει να το κάνει με όλη την ψυχή του, με όλα τα κύτταρα του κορμιού του και μόνο με αγάπη.
Για να διαλέξει κάποιος ένα αδέσποτο ζώο να το υιοθετήσει, θα πρέπει να ταιριάζει στον τρόπο ζωής του, για να μπορεί να έχει κι η οικογένεια, αλλά και το ζώο, μία ευτυχισμένη ζωή. Θα πρέπει να είμαστε απόλυτα αφοσιωμένοι κι απόλυτα συνειδητοποιημένοι για αυτή την πράξη. Δεν είναι απαραίτητο να έχουν όλοι ένα ζώο. Είναι απαραίτητο να καταλαβαίνουν όμως ποιοι πρέπει να μην έχουν. Φιλόζωος δεν είναι εκείνος που έχει ζώο απλά, φιλόζωος είναι κι εκείνος που δε θα το πειράξει, δε θα το κακοποιήσει, δε θα το ενοχλήσει και δε θα το υιοθετήσει, όταν δεν μπορεί να του προσφέρει τη ζωή που πρέπει.
Κι εγώ σαν άνθρωπος, ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι ότι μπορεί να κερδίσω το Λόττο, μία μέρα. Κι αν κερδίσω το Λόττο, δε θέλω τίποτα άλλο στη ζωή μου, πέρα από ένα τέλειο καταφύγιο για τα ζώα. Να έχει τοίχους, να έχει πόρτες, να έχει θέρμανση, να έχει ό,τι χρειάζεται ένα ζώο για να έχει μία ποιότητα ζωής, μέχρι να βρει το παντοτινό του σπίτι. Και σε έναν από αυτούς τους χώρους, μπορεί να ζήσω κι εγώ μαζί, με αυτό που αγαπάω, τα ζώα. Δεν κάνω εκπτώσεις στα όνειρά μου. Όνειρα είναι, έχω το δικαίωμα!