ΟΜΗΡΟΣ ΣΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ
ΟΜΗΡΟΣ ΣΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ
Περιγραφή
Τον καιρό του πολέμου, η Λίλη αναγκάζεται να καταφύγει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και ζει μια παράδοξη ομηρία στα Δεκεμβριανά του 1944.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Φανή Κωστίδου
Αφήγηση
- Λίλη Ταλιαδώρου
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Alex Retsis
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Μιχάλης Μπέκος
Ό,τι θέλεις! Γιατί ευτυχώς τα θυμάμαι!
Το ‘28 είμαι γεννημένη, τον Οκτώβριο του ‘28 είμαι γεννημένη. Θεσσαλονίκη. Εδώ! Εμείς καθόμασταν στην Κορομηλά τότε. Είχε πάρα πολλές κάργιες. Αυτά τα μαύρα τα πουλιά, οι κάργιες. Κι ο Μεταξάς τότε έδινε δύο δραχμές στην κάργα, άμα τη σκότωνες, γιατί τρώγαν τα φυτά, τα σπαρτά. Τις μαζεύανε οι χωρικοί... τις σκοτώνανε, τις μαζεύανε, τις παραδίδανε σκοτωμένες και παίρνανε τις δύο δραχμές. Άλλα κι άλλα! Μιλάμε για δικτατορίες, ε; Ποιος μπορούσε αλλιώς να το κάνει…
Έγινε ο πόλεμος όταν πήγαινα τρίτη οκταταξίου εγώ. Τώρα αυτό που είναι το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, αυτό ήταν το Ιταλικό Σχολείο. Ένα θαυμάσιο σχολείο, με θαυμάσιο καταφύγιο. Κι όλη η γειτονιά όταν γινόντανε συναγερμός, τρέχαμε στο καταφύγιο, το τότε Ιταλικό σχολείο.
Έγινε ο βομβαρδισμός. Αυτό που είναι Νομαρχία Θεσσαλονίκης, τότε είχε γίνει νοσοκομείο στον πόλεμο, πάλι. Είπανε: «Έπεσε! Βγήκε η Παναγία στο μπαλκόνι! Πάμε να δούμε!» Ξεκινήσαμε με τη μαμά μου και πήγαμε. Να σου πω τι είδα; Δεν είδα τίποτα! Ένα τζάμι, το οποίο είχανε κακοκαθαρίσει με πετρέλαιο προφανώς, τι είχαν τότε να το καθαρίσουν... κι είχε κάτι γραμμές. «Α, η Παναγία! Η Παναγία!» Τρέχαμε και βλέπαμε…
Μείναμε ως τον Μάρτιο του ‘41, που άρχισαν να κατεβαίνουν οι Γερμανοί προς την Ελλάδα. Τότε, επειδή κι ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός, έπρεπε να φύγομε. Και με ένα τρένο τότε, κατεβήκαμε στην Αθήνα.
Κουβαλήσαμε πολλά πράματα, μεταξύ των οποίων μια σιδερένια σόμπα. Τώρα, μια στρογγυλή σιδερένια σόμπα που την έπιανες από πάνω με μια μασιά, άνοιγε κι έβαζες μέσα ξύλα. Η μητέρα μου τότε παρήγγειλε ξύλα, και πολλά. Όλες οι γειτόνισσες: «Μα δε χρειάζεται, εδώ δεν έχομε κρύο! Μα τι κάνετε τώρα, παραγγέλνετε ξύλα;» Καλά που τον χειμώνα ‘41-‘42 είχαμε αυτά τα ξύλα. Έκανε ένα πάρα πολύ κρύο! Κι εμείς είχαμε αυτό το σομπάκι στη μέση του σπιτιού και ζεσταινόμασταν μ’ εκείνα τα ξύλα, που ‘χαμε στοιβάξει ωραία-ωραία στο μπαλκόνι. Ήταν τότε που οι Γερμανοί ξεκίνησαν για τη Ρωσία και την πάθανε. Και καλά κάνανε!
Στην κατοχή πεινάσαμε στην Αθήνα. Πεινάσαμε, περί στ’ αλήθεια πεινάσαμε! Αυγά δε φάγαμε σ’ όλη την Κατοχή. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ένα αβγό αποκτήσαμε και το φάγαμε με τη μαμά και μια κοπέλα που είχαμε, τη Θωμαή.
Η Αθήνα ελευθερώθηκε το ‘44, 12 Οκτωβρίου, το θυμάμαι. Ήμουν ακριβώς δεκαέξι χρόνων. Παλαβώσαν οι Αθηναίοι!
Γίναν τα Δεκεβριανά στην Αθήνα, εκείνα τα φοβερά επεισόδια που γίνανε. Στο Παγκράτι ήταν ΕΛΑΣοκρατούμενο. ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ, γενικά αριστερό. Κι όλες οι συνοικίες.
Ήρθαν ένα πρωί… «Πολιτοφυλακή Παγκρατίου!» Όταν με είδαν: «Α, Λιλίκα, εσύ είσαι;» Εκεί ήμουνα! Στο γυμνάσιο εκεί ήμουν, τριγύριζα. «Τον μπαμπά σου!»
Τον μπαμπά μου τον είχαν αποστρατεύσει οι Γερμανοί, γιατί είχε πάρει μέρος σε μια διαδήλωση. Παρόλα αυτά αρχίσαν να τον κυνηγάνε οι... Πήγαμε το μεσημέρι. «Καλά ο μπαμπάς σου, φύγε».
Ύστερα… «Πολιτοφυλακή Καισαριανής! Τον μπαμπά σου!» Οι γείτονες, οι οποίοι ήταν μερικοί και πολύ κομμουνιστές, άνθρωποι που κάνανε και εξορία επί Μεταξά, πήγαν κι είπανε: «Αυτός ο άνθρωπος, είμαστε εδώ και παίζουμε τάβλι όλη μέρα». Την άλλη μέρα του είπανε: «Φύγε».
Κι ύστερα από δύο μέρες, να: «Πολιτοφυλακή Ζωγράφου!» Μας πήρανε στην πολιτοφυλακή κι από την πολιτοφυλακή μας πήρανε, διασχίσαμε Βύρωνα, Ηλιούπολη, ψηλά. Ήταν η βίλα του Λογοθέτη. Οι γυναίκες στο ισόγειο. Εμείς με τις κουβέρτες, κάτω. Έτσι κοιμόμασταν. Κι οι άντρες επάνω, με μια σκάλα ενδιάμεση.
Ήρθε εδώ ένας, ο «Τσάμπερλεν». Ήτανε ψευδώνυμο, μέγας και πολύς! Και μου είδε.
«Εσύ δεν είσαι εκείνη που ήρθες κι είδες την Άννα;»
«Ναι, εγώ είμαι».
«Αυτή, θα την αφήσετε ελεύθερη!»
Στην Κατοχή, πήγαμε με μια φίλη μου στην Ασφάλεια να δούμε μια συμμαθήτριά μας, που την είχαν πιάσει. Ανοίξαν το πορτάκι, την είδαμε την Άννα, δώσαμε τα χαρούπια και μέσα ήταν διάφοροι, μας είδανε. Και μου είδε ο Τσάμπερλεν. Ύστερα από δύο χρόνια αυτό, που μεγάλωνα κιόλα. Πρόσωπο είδε... «Αυτή, θα την αφήσετε ελεύθερη!» Κι εμένα μ’ αφήσαν κι έφυγα.
Τη μαμά μου ήρθανε και την πήρανε και πήγε όμηρος. Ήρθε ένας συμμαθητής μου απ’ το γυμνάσιο. Λέω:
«Η μαμά μου πάει μαζί!»
Μου είπε: «Θα την προσέχω. Ως την Κηφισιά εμείς θα τις πάμε».
Την πρόσεχε ως την Κηφισιά, πράγματι. Την ανέβασε στον Υμηττό δηλαδή, μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα. Λίγο την έπιανε, την ανέβαζε. Κάποτε ρώτησε δυνατά: «Πού είναι αυτή που άφησ’ την κόρη της κάτω;» Δεν ήθελε να πει το όνομα της μαμάς μου. Είπε: «Εγώ είμαι!» Κι είχε μαζί του κονιάκ και της έδωσε λίγο.
Η μαμά μου έκανε έναν μήνα να γυρίσει. Φτάσαν μέχρι το Χλεμποτσάρι, που είναι λίγο πριν απ’ τη Θήβα. Πέσαν αλεξιπτωτισταί, λέει, κι όσοι ήταν πριν τους αφήσαν, γυρίσαν. Οι άλλοι τραβήξανε.
Ξαναγύρισα Θεσσαλονίκη το ‘45, όταν ελευθερωθήκαμε. Άνοιξη, νωρίς. Κι ήρθαμε με βαπόρι. Ήταν αδύνατον να έρθουμε οδικώς. Οι δρόμοι ήταν όλοι κατεστραμμένοι. Ήρθαμε με τη Χειμάρα.
Είχαμε κάνει τη μισή εβδόμη οκταταξίου. Όταν ήρθαμε πήγα εδώ στο Καλαμαρί, που είναι το γαλλικό σχολείο, για να τελειώσω εκείνο το κομμάτι. Από πριν από τον πόλεμο είχα συμμαθήτριες εβραίες. Θυμάμαι τη Ρόζα, την Αμαρύλλια, ένα όμορφο κορίτσι… Χάθηκε. Αυτή χάθηκε. Ήταν και μερικές όμως που κρυφτήκανε. Βρήκα, ύστερα, ένα-δυο απ’ αυτές. Αλλά οι πολλές φύγανε.
Το Βαρόνου Χιρς. Το Ιπποκράτειο. Η οδός Μισραχή. Αυτοί ήτανε παλιοί Εβραίοι... Τ’ αλλάξαν όλα τα ονόματα. Δε μου αρέσει! Γιατί να αλλάζουν όλοι οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης; Άι στην ευχή! Η Ανθέων. Ήταν ο δρόμος με τα σπίτια, αυτά τα παλιά εβραίικα σπίτια, που ‘ταν μες στα άνθη. Ήταν η οδός Ανθέων! Έγινε Γεωργίου Παπανδρέου. Εντάξει! Ήταν κάποιος! Ξέρω ποιος ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου. Δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι, να πάρει η ευχή; Κρίμα που αλλάζουν όλα τα ονόματα, γιατί αυτή ήτανε η ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Ευτυχώς τα θυμάμαι!