Είμαι στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών, εδώ στην Αθήνα, κι είμαι και στο Ωδείο Αθηνών, στη Δραματική Σχολή, οπότε κάνω δύο πράγματα ταυτόχρονα που είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν το έχω καθόλου, αλλά την παλεύω.
Είμαι από την εξωτική Λάρισα. Μεγάλωσα εκεί. Ήταν γαμάτα παιδικά χρόνια, ίσως επειδή είναι επαρχία και ζεις αλλιώς. Έχεις την απόλυτη ελευθερία να κάνεις ό,τι θέλεις σε πράγματα, ενώ εδώ στην Αθήνα, μου φαίνεται ότι είναι λίγο πιο δύσκολο το να πάρεις το ποδήλατο και να κάνεις βόλτες. Εκεί γυρνούσαμε όλη τη Λάρισα στο Δημοτικό, δηλαδή δεν υπήρχε…
Τα πράγματα δυσκόλεψαν στην εφηβεία. Εκεί που ανακαλύπτεις ότι η Άννα μπορεί να μην είναι η Άννα που φανταζόσουν στο Δημοτικό. Μπορεί να γούσταρε τον Γιωργάκη στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο ανακάλυψε ότι της άρεσε, ρε παιδί μου, μία κοπέλα από το Β3. Εκεί είναι που παθαίνεις το πρώτο σοκ, όχι μόνο από εσένα, αλλά κι από το περιβάλλον που μεγαλώνεις και ζεις. Υπάρχουν κάποιες στιγμές που σε κοιτάνε πολύ περίεργα, επειδή το ξέρουν κι είναι κάπως βαρύ αυτό. Ξεκινάς κι αμφισβητείς πάρα πολύ τον εαυτό σου. Δεν ήταν εύκολο, δηλαδή, το να είσαι ένα μικρό λεσβιάκι στη Λάρισα και στη συνοικία που μεγάλωσα εγώ.
Στο Γυμνάσιο δεν υπήρχανε queer άτομα ή κι αν υπήρχανε, ήταν πολύ καλά κρυμμένα. Δεν ήταν ένα σχολείο που μπορούσε να δεχθεί εύκολα τα queer άτομα. Εμένα δεν το ήξεραν πολλοί, μπορεί να το ήξεραν, ξέρω ‘γω, πέντε άτομα. Τώρα αν το είχαν μάθει και το υπόλοιπο σχολείο, δεν το γνώριζα. Υπήρχανε άτομα που πετούσαν πάρα πολλές σπόντες περί σεξουαλικότητας κι όταν είσαι Γυμνάσιο, καλώς ή κακώς, τα καταπίνεις. Δεν πιστεύεις ότι φταίνε οι υπόλοιποι και πιστεύεις ότι πάντα φταις εσύ.
Γ΄ Γυμνασίου το ήξερε η κολλητή μου κι είχε γίνει ένα συμβάν. Τα είχε με ένα παιδί τότε από Νίκαια κι είχε φέρει έναν φίλο του. Ο φίλος του ήταν φασίστας, εγώ δεν το ήξερα, δεν το γνώριζα. Και μου είχε πει ότι: «Γουστάρει τη φάση μας και θα ήθελε να προχωρήσει». Και του είπα ότι: «Δεν ενδιαφέρομαι, γι’ αυτόν και γι’ αυτόν τον λόγο».
Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα, γιατί απλά ξεκίνησε να με χτυπάει! Με πέταξε από τα σκαλιά, άρχισε να με φτύνει… Δεν κάναν τίποτα οι υπόλοιποι κι είχα μείνει λίγο μαλάκας σ’ αυτό. Η κολλητή μου, ας πούμε, δεν έκανε τίποτα. Ο γκόμενος της κολλητής μου δεν έκανε τίποτα. Υπήρχαν παιδιά στο διπλανό, ας πούμε, σχολείο που κοιτούσανε, αλλά δε φώναξε κανένας, δεν έφερε αντίρρηση, στο: «Τι κάνεις; Μη βαράς!» κάτι… Απλά αυτό συνεχίστηκε, ξέρω ‘γω, για ένα λεπτό. Πώς βλέπεις στις ταινίες, μερικές φορές, που και καλά ο πρωταγωνιστής βουίζει; Στα δικά μου τα αυτιά βούιζε κι υπήρχε μία πάρα πολύ δυνατή σιωπή.
Θυμάμαι δεν είπα τίποτα, απλά σηκώθηκα σαν βρεγμένη γάτα κι έφυγα με σκυμμένο το κεφάλι, λες κι ήταν δικό μου το φταίξιμο, επειδή γουστάρω τις γυναίκες. Και θυμάμαι πήδηξα τα κάγκελα με ένα άλμα. Τα κάγκελα ήταν, ας πούμε, ξέρω ‘γω, 1.80. Ήθελα τόσο πολύ να πάω σπίτι μου, να χωθώ στην κουβέρτα μου και να κλάψω, που δεν υπολόγιζα το τι εμπόδιο θα βρω μπροστά μου. Δηλαδή, περνούσα τους δρόμους έτσι. Μέχρι να φτάσω σπίτι, δεν έβλεπα μπροστά μου. Είχα θολώσει πάρα πολύ από τα νεύρα μου, αλλά όχι με τους υπόλοιπους, πιο πολύ με μένα. Ίσως με πείραξε πάρα πολύ το γεγονός που δε μίλησα.
Με είδε η μάνα μου και της είπα ότι έπεσα με το ποδήλατο. Δεν είπε κάτι άλλο, είπε: «Γιατί δεν προσέχεις;» ας πούμε. Έκλεισα δυνατά την πόρτα, κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα, έβαλα δυνατά μουσική κι άρχισα να κλαίω. Κι έλεγα: «Γιατί να είσαι τόσο διαφορετική από τους άλλους και γιατί να είναι κακό το να είσαι διαφορετικός;» Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί ήταν αυτό, το πρώτο σοκ που περνάς κι αν το βλέπεις από την πλευρά της αντιμετώπισης των υπόλοιπων ανθρώπων, φοβάσαι και πώς θα το αντιμετωπίσουν οι δικοί σου. Δεν ξέρεις αν είναι ανοιχτοί.
Στο Λύκειο άλλαξε. Ήταν διαφορετικό σχολείο. Γνώρισα καινούργια άτομα που είμαστε ακόμα μαζί. Ήταν πάρα πολύ ανοιχτοί άνθρωποι στα πάντα και ξεκίνησα κι εγώ να παίρνω τα πάνω μου. Άρχισα να φλερτάρω, με φλέρταραν, βγαίναμε έξω, είχα βγει ραντεβού… Ήταν, δηλαδή, σαν να μου ανοίγεται ένας καινούριος κόσμος. Έκανα ό,τι ήθελα. Ήμουνα ελεύθερη κι ήταν πολύ ωραίο, γιατί ήταν τα άτομα αυτά που το δημιούργησαν.
Υπήρχε ένα μαγαζί, το «Mosh-Pit», που ήτανε queer friendly κι έκανε κάτι κρυφά πάρτι στον πάνω όροφο. Και σκέψου, πηγαίναμε εμείς, Γυμνάσιο, Λύκειο απ’ έξω. Υπήρχε ένας πορτιέρης, λέγαμε το συνθηματικό, δίναμε ταυτότητες κι έμπαινες πάνω. Έκανες ό,τι ήθελες. Ήταν η μόνη βραδιά, αυτές οι οχτώ ώρες, ας πούμε, που πάρταρες κι ήσουνα εσύ, εσύ κι ο εαυτός σου, εσύ και τα θέλω σου. Ήτανε όμως αυτές μόνο, οι οχτώ ώρες. Μετά απλά έβγαινες, έβαζες τη μάσκα σου, πήγαινες σπίτι σαν να μη συμβαίνει τίποτα κι έβλεπες αυτά τα άτομα έξω, τα χαιρετούσες κι έλεγες: «Καταλαβαίνω τι περνάς. Σε βλέπω σε κάθε πάρτυ». Κατέβαιναν από χωριά, από τα Φάρσαλα… Ήξερες, δηλαδή, ποιους θα δεις. Ήμασταν μία οικογένεια.
Στην Αθήνα, δύο περιστατικά με την πρώτη μου κοπέλα. Το ένα ήταν στο Μεταξουργείο. Γυρνούσαμε βράδυ και μας την έπεσαν κι είναι το κλασσικό που σου λένε: «Πηγαίντε κάντε τα ψαλίδια σας αλλού!» Κι απλά, μπροστά απ’ την εκκλησία, ξεκίνησαν να μας πλακώνουν και τις δύο!
Αφού φύγανε, προσπαθούσαμε να βρούμε, ξέρω ‘γω, μπεταντίν από μαγαζιά. Βρήκαμε, κάτσαμε στην εκκλησία κι υπήρχε πάλι ίδια σιωπή με αυτή του Γυμνασίου. Θυμάμαι, είχαμε κάτσει η μία μακριά από την άλλη, ήταν η μία στη δεξιά πλευρά, η άλλη στην αριστερή. Δε μιλούσαμε, έτρεμε κι έτρεμα. Κάτσαμε τρεις ώρες; Και μετά σηκωθήκαμε και φύγαμε με τα πόδια και πήγαμε σπίτι μου, από το Μεταξουργείο στα Εξάρχεια, με τα πόδια.
Στο σπίτι, ενώ είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί, κάναμε σαν να μη συνέβη. Σαν να είχαμε πάει ταινία να δούμε κι ήτανε μία σκηνή αυτή. Κάναμε σεξ κι όταν τελειώσαμε, πάει στο μπάνιο. Έκατσε μιάμιση ώρα μέσα. Πάω, χτυπάω την πόρτα και λέω: «Είσαι καλά;» Και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά να μου λέει: «Φύγε, γιατί φταις εσύ!» Και ξεκίνησε η συζήτηση: να είμαι εγώ έξω από το μπάνιο, εκείνη καθόταν στην τουαλέτα κι απλά κάναμε τη συζήτηση με μία πόρτα.
Κι από κει, ξεκίνησε η κατρακύλα. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αν την ακουμπούσα, πεταγότανε. Αλλά ήταν κυρίως η αφή. Ήταν πολύ ταραγμένη. Δηλαδή, την έβλεπα να κλαίει, προσπαθούσα να την πάρω αγκαλιά κι απλά με έσπρωχνε με πολύ βίαιο τρόπο. Και το καταλαβαίνω.
Δεν έπαθα τόσο μεγάλο σοκ, γιατί το είχα περάσει κάπως. Έπαθα σοκ για την κοπέλα, ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο. Έπρεπε να σηκώσω, δηλαδή, δύο βάρη, γιατί οι επόμενες μέρες δεν ήταν καθόλου εύκολες. Ο ύπνος ήταν το πιο δύσκολο. Εγώ, ας πούμε, δεν κοιμόμουνα πολλές φορές, γιατί πάθαινε κρίσεις πανικού. Έβλεπε αυτά τα όνειρα, τέλος πάντων, έπαιρνε ηρεμιστικά… Ήταν άσχημη κατάσταση. Δεν ήθελες να χαλάσεις κι αυτό που είχες, γιατί από τον φόβο θέλαμε να το τελειώσουμε. Δεν ήθελα ούτε να φοβάται εκείνη, ούτε να έχω κι εγώ στο κεφάλι μου τον φόβο ότι μπορεί να ξανασυμβεί και να πάθει κάτι. Γιατί ξανασυνέβη.
Υπάρχει ένα μέρος στο Θησείο, από το θερινό αν ανέβεις προς τα πάνω, είναι ένα σημείο που δεν έχει φως, που έχει κάτι δέντρα. Είχαμε χωθεί εκεί κι ήμασταν σε μία πιο τρυφερή στιγμή. Και περνάνε εφτά άτομα, ηλικία θα σου πω ότι ήτανε δεκαέξι με δεκαοχτώ, και λέγανε: «Τα ψαλίδια σας κάντε τα αλλού, τα δαχτυλώματα! Έλα να σου δείξω τον ίσιο δρόμο!» Κι έχω μάθει, πλέον, να μην το αφήνω έτσι και να μιλάω. Οπότε τσαμπουκαλεύτηκα, καλώς ή κακώς, δεν ξέρω. Και μου είπαν, ρε παιδί μου, ότι: «Είμαστε εφτά κι είσαι μία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!» Και ξεκινήσαν να με βαράνε. Την κοπέλα δεν τη βάρεσαν.
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι να μου δίνουν κλωτσιά στα πόδια, από τα πλάγια, οπότε έπεσα και με πλάκωναν. Στο κεφάλι δε με χτυπήσανε, όπως στο Μεταξουργείο, με χτυπήσαν πιο πολύ στο σώμα. Αλλά δε θυμάμαι τι ακριβώς τους είπα. Τους είπα σίγουρα: «Να έρθετε μπροστά μου!» Ότι: «Είναι δικαίωμά μου να πηγαίνω με όποιον θέλω!»
Εκεί σηκωθήκαμε και φύγαμε κατευθείαν. Εγώ να φεύγω και να με κυνηγάει η κοπέλα. Πήρα ταξί και φύγαμε. Σκότωνα άνθρωπο, γιατί ήταν και μικρό χρονικό διάστημα. Το πρώτο σκηνικό έγινε Δεκέμβρη του ‘18. Το δεύτερο έγινε καλοκαίρι του ‘19, ήταν πολύ μικρό το διάστημα.
Φτάνουμε σπίτι. Εγώ καθόμουνα στον καναπέ, ξεκινάει να φωνάζει και να μου ρίχνει πάλι το φταίξιμο. Και της είπα ότι: «Δεν πρόκειται να αλλάξω. Αυτή είμαι. Όποτε κάτι δε με εκφράζει, θα μιλάω κι ας με χτυπήσουνε. Δε θα κάτσω άλλο, δηλαδή, να περιορίζω εμένα. Πήρα πολλές αποφάσεις για το πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι σε ανθρώπους». Οπότε μαλώσαμε πάρα πολύ, έφυγε. Και το λήξαμε μετά από δύο μήνες. Επειδή ήταν ο πρώτος χωρισμός, με πείραξε πάρα πολύ. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Κράτησε μήνες η στεναχώρια, αλλά συνειδητοποίησα ότι ήταν η καλύτερη απόφαση που έχω πάρει το να το τελειώσω.
Θεωρώ ότι η βία δεν πρέπει να κρύβεται. Καλό είναι να μη μας σοκάρει, γιατί αυτά γίνονται στη διπλανή την πόρτα. Ήμασταν στο Θησείο, δεν έκανε πάλι κανένας τίποτα, τίποτα. Καλοκαίρι, περνούσε κόσμος, βόλτες, είχε μουσικούς, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα. Κι εκεί αναρωτήθηκα για το πώς λειτουργεί ο άνθρωπος και πώς τον έχουν κάνει έτσι. Πώς έχουμε, δηλαδή, έρθει σε αυτή τη θέση. Πρέπει να μιλήσεις κάποτε. Δε χρειάζεται να πεις και κάτι «ουάου», αρκεί κάτι να πεις, όμως.