Γεννήθηκα στην Επανομή. Ο πατέρας μου ήταν ορφανός από δύο ετών και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. Η μητέρα μου, επίσης, από γεωργική οικογένεια, πολύ φτωχή. Από τα δώδεκά της χρόνια ξενοδούλευε. Οπότε, γνωρίστηκαν δουλεύοντας σαν εργάτες γης σε κάποιον μεγαλοκτηματία κι ερωτεύτηκαν. Και γεννηθήκαμε εμείς μεγαλώνοντας με τα βιώματα μιας γενιάς, η οποία ήτανε μετά τον πόλεμο, φτωχή και ταλαιπωρημένη.
Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε παιχνίδια στο χωράφι, όπου με παίρναν οι γονείς μου. Παίζοντας με τις ακρίδες, με τις πασχαλίτσες, με τα σκαθάρια και κάνοντας στεφάνια από παπαρούνες θυμάμαι, μικρά παιδιά και πηγαίνοντας νερό, όταν μας κάναν νόημα οι γονείς μας, γιατί μέναμε κάτω από μια γκορτσιά πάντα, ένα δέντρο με σκιά και κάνοντας μια κούνια. Αργότερα, τα παιδικά μας χρόνια στο σχολείο, στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό, οι γονείς πάντα στο χωράφι. Εμείς έπρεπε να έχουμε το σπίτι. Είχαμε πάντα δύο κατσίκες, τις οποίες αρμέγαμε. Όταν το απόγευμα ερχόταν με το άλογο, έπρεπε να ποτίσουμε το άλογο, να το βάλουμε στο παχνί, να βάλουμε το άχυρο, να ξεζέψουμε το κάρο, γιατί έρχονταν κουρασμένοι απ’ τη δουλειά. Κι εγώ κι ο αδερφός μου ήταν οι καθημερινές δουλειές που είχαμε, τις οποίες βλέπαμε με πολλή αγάπη και χωρίς να βαρυγκωμάμε, γιατί βλέπαμε τους γονείς που ερχόντανε πτώμα απ’ τη δουλειά φεύγοντας το πρωί κι ερχόμενοι το βράδυ. Όλα τα καλοκαίρια δεν είχαμε διακοπές, ακόμη και στο Γυμνάσιο. Οι διακοπές ήταν η εποχή του βαμβακιού, που έπρεπε να πάμε να δουλεύουμε στα χωράφια, είτε να τα ποτίζουμε είτε να τα αραιώνουμε είτε αργότερα να τα μαζεύουμε.
Ο σκοπός μας και η συμβουλή των γονιών ήταν να φύγουμε απ’ τα χωράφια, να σπουδάσω. Και κυρίως, επειδή ήμουνα καλός μαθητής, ήταν να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός. Για κακή μου τύχη, όμως, επειδή έπαιζα ποδόσφαιρο, τραυματίστηκα σε έναν αγώνα και δεν μπορούσα να πάω για φροντιστήριο. Κι έτσι, σκέφτηκα να δώσω σε μια σχολή που ήταν πολύ προσιτή κι αγαπητή λόγω της φύσεως της ζωής μου, στη γεωπονία. Θεωρώ ότι αυτή η στιγμή ήτανε πολύ σημαντική σε μένα, διότι μου άλλαξε τη μετέπειτα ζωή μου.
Στο δεύτερο έτος -θυμάμαι συγκεκριμένα- επειδή κάναμε λίγο κρασί ο πατέρας μου και χαλούσε προς το καλοκαίρι, είχα πληροφορηθεί ότι υπήρχε ένα μικρό εργαστήριο που έδινε συμβουλές για το κρασί. Ήταν απέναντι απ’ την Παναγία Χαλκέων και τον λέγανε «Ο Χημικός». Τον επισκέφθηκα και τον ρώτησα ότι: «Το κρασί του πατέρα μου πολλές φορές ξινίζει, χαλάει. Τι πρέπει να κάνω;». Και μου είπε: «Φέρε ένα δείγμα να το δω και θα σου πω». Πραγματικά, του πήγα ένα δείγμα, το ανέλυσε και μου λέει: «Έλα αύριο να σου δώσω τις συμβουλές μου». Την άλλη μέρα που πήγα, μου έδωσε κάτι φάρμακα σε κάτι σακουλάκια και μου έγραφε: «Αυτό θα το βάλετε πριν τη ζύμωση. Το άλλο μετά τη ζύμωση». Κι από περιέργεια τον ρώτησα: «Τι είναι αυτά; Εξηγήστε μου λίγο». Και μου λέει: «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, γιατί αυτά είναι μυστικά και τα κρατάω για μένα. Αυτή είναι η δουλειά μου». Εκεί μ’ έπιασε μεγάλη περιέργεια να μάθω τι είναι. Οπότε, ψάχνοντας και ρωτώντας έμαθα ότι υπήρχε μια σχολή στο Μπορντώ, οινολογία, στην οποία κανείς μπορούσε να σπουδάσει γύρω από την παρασκευή του κρασιού.
Το 1974 που ήταν να ορκιστώ σαν γεωπόνος, έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο. Τα πανεπιστήμια τότε σχεδόν κλείσανε, διότι ο πρύτανης, ο οποίος ήταν με τη Χούντα, εξαφανίστηκε και δεν μπορούσε να μας ορκίσει. Εκεί υπήρξαν κάποιες μέρες δραματικές, διότι αν έκανα την εγγραφή μου στο πανεπιστήμιο, δε θα πήγαινα στρατιώτης. Η εγγραφή μου είχε εγκριθεί, αλλά το δίπλωμα, το απολυτήριο της γεωπονικής σχολής ήταν τελείως απαραίτητο για την εγγραφή μου. Κάθε μέρα έξω απ’ το πανεπιστήμιο περιμένοντας να μας ορκίσουνε, να βρεθεί ένας καθηγητής να μας ορκίσει. Ευτυχώς, μετά από δεκαεφτά μέρες περίπου ορκιστήκαμε. Πήρα το πολυπόθητο πτυχίο της γεωπονικής, το οποίο έστειλα ταχυδρομικά, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος, στη Γαλλία, και στο παρά ένα σχεδόν πριν με αποκλείσουν απ’ τη σχολή, με δέχτηκαν! Ήταν κάποιες μέρες πολύ δραματικές, όπως δραματικές ήταν και για τη χώρα μας λόγω των γεγονότων της Κύπρου και της εισβολής, της τουρκικής εισβολής.
Μετά έφυγα για τη Γαλλία. Ταξίδι δραματικό! Πήρα τον χάρτη κι είδα πώς μπορεί κανείς να πάει στο Μπορντώ. Βάσει σχεδίου έπρεπε να πάμε με τρένο, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση με το αεροπλάνο, κι είδα ότι έπρεπε να πάω πρώτα στη Λυών κι από κει να αλλάξω πλοίο και να πάω στο Μπορντώ. Πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και ζήτησα ένα εισιτήριο για τη Λυών της Γαλλίας. Εκεί, όμως, ούτε ο κύριος ήξερε ούτε κι εγώ φυσικά, ότι ο σταθμός του Παρισιού λέγεται «Gare de Lyon». Οπότε, μ’ έβγαλε εισιτήριο για να πάω στο Παρίσι. Θυμάμαι τον πατέρα μου που ήρθε να με αποχαιρετήσει στον σιδηροδρομικό σταθμό με τον αδερφό μου, όπου με είχαν τροφαδιάσει, έτσι λέγαμε, δηλαδή, ένα μικρό σακίδιο με τρόφιμα. Πώς θα φάω; Τρεις μέρες σερί έπρεπε να πάμε. Και ξεκίνησα κι όταν έφτασα στο Μιλάνο κι άλλαξα δρομολόγιο, εκεί ήπια τον πρώτο καφέ εσπρέσο στη ζωή μου. Δεν τον γνώριζα. Παρότι είχα δύο μέρες να κοιμηθώ, ο εσπρέσο με διατήρησε άλλες δύο μέρες. Δεν μπορώ να το ξεχάσω, τέσσερις μέρες άυπνος! Παίρνοντας το τρένο από το Μιλάνο για το Gare de Lyon, διαπίστωσα ότι πηγαίναμε μέσω Ελβετίας. Εκεί κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Ρωτώντας κάποιον συνοδό μέσα, μου είπε ότι: «Το τρένο δεν πάει στη Λυών. Αλλά υπάρχει μια περίπτωση να κατέβετε στα σύνορα της Γαλλίας με Ιταλίας κι εκεί μπορείτε να αλλάξετε».
Θυμάμαι ότι κατέβηκα σε ένα χωριουδάκι, σε ένα σταθμό, που δεν υπήρχε τίποτα. Και ήταν μάλιστα 9 η ώρα το βράδυ. Κατέβηκα εκεί μόνος. Κρύο. Που δεν ήξερα πού να πάω και το τρένο περνούσε την άλλη μέρα 10 η ώρα το πρωί! Δεν κοιμήθηκα, φυσικά, όλο το βράδυ, στη νύχτα σκοτάδι. Και την άλλη μέρα με το καλό πήρα το τρένο κι έφτασα στο Μπορντώ μετά από τρεισήμισι μέρες. Περιπετειώδες ταξίδι, αλλά μου άνοιγε τους δρόμους της μελλοντικής μου πορείας, της επαγγελματικής.
Εκεί βρήκα ένα περιβάλλον που ήταν συγκινητικό. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα ήταν στο επίκεντρο των γεγονότων, λόγω της τούρκικης εισβολής, κι η Γαλλία που ήτανε φιλοελληνική λόγω κουλτούρας και γνωρίζοντας την ελληνική ιστορία, με υποδέχτηκαν όχι σαν πρόσφυγα, αλλά σαν παιδί τους. Γράφτηκα στο πανεπιστήμιο. Εν συνεχεία, έκανα πρακτική εξάσκηση σε ένα οινοποιείο, το πρώτο, το «Château Petrus», που η γιαγιά του, ενώ είχε πολλούς εργαζόμενους, Πορτογάλους, Ισπανούς κι εγώ, με πήρε μέσα στο κτήμα τους. Ενώ όλοι μέναν σε μια αποθήκη, έναν αποθηκευτικό χώρο, με συμπάθησε, επειδή ήμαν Έλληνας και καθόμουν στο τραπέζι τους κι έτρωγα, όχι με τους άλλους εργάτες. Κι εκεί για πρώτη φορά είδα περίτεχνα ανοιχτήρια που άνοιγαν τα κρασιά τους. Και μπήκα στην ιστορία, γιατί να υπάρχει τόσο καλλιτεχνία σε ένα μικρό αντικείμενο χρηστικό του κρασιού; Κι η κυρία Petrus με έμπασε στον χώρο της τέχνης γύρω απ’ το κρασί. Με μάθαινε λίγα γαλλικά, όταν το Σαββατοκύριακο δεν δουλεύαμε, και με περιτριγύριζε στα αμπέλια τους, που είχαν ένα πολύ ωραίο κτήμα, και μάθαινα ιστορίες, πόσο λάτρευαν τη γη, πόσο λάτρευαν το αμπέλι. Και την ιστορία που είχε απ’ τον παππού της, απ’ τον προπάππου της. Άρα, άρχισα να μπαίνω σε έναν κόσμο, ο οποίος ήτανε θαυμάσιος, συγκινητικός κι είχε το αίσθημα της εργασίας, του χόμπι, της λατρείας γύρω από την αμπελοκαλλιέργεια, το κρασί.
Εκεί γνώρισα, μάλλον με γνώρισε ο μεγαλύτερος καθηγητής οινολογίας, -ο γκουρού του κρασιού που λέγαμε- ο Emile Peynaud. Κάποια στιγμή με καλεί στο γραφείο του και μου είπε ότι ήταν τεχνικός σύμβουλος του Πόρτο Καρράς, το μεγάλο κτήμα στην Ελλάδα, κι αν με ενδιέφερε, θα μπορούσε να μεσολαβήσει, όταν τελειώσω το πανεπιστήμιο στη Γαλλία, να δουλέψω στο Πόρτο Καρράς. Εκείνη τη στιγμή εγώ είχα ξεκινήσει το διδακτορικό πάνω στη χρωματογραφία και μου ήταν λίγο δύσκολο γιατί το διδακτορικό κρατούσε τουλάχιστον τρία χρόνια. Εκεί έπρεπε να ζυγίσω δύο πράγματα και με βοήθησε πάρα πολύ ο Emile Peynaud κάνοντας δύο ερωτήσεις: «Θέλεις να έχεις πανεπιστημιακή καριέρα ή θέλεις να ιδιωτεύσεις;». Και σαφώς η επιλογή ήτανε μονόδρομος για μένα, επειδή με ενδιέφερε να ιδιωτεύσω.
Θυμάμαι ότι μαζί με άλλους δύο-τρεις φοιτητές μου, οι οποίοι μεγαλούργησαν κι αυτοί σαν οινολόγοι στη Γαλλία, γιατί πάντα επέλεγε τους καλύτερους φοιτητές να παίρνει μαζί του, επισκεπτόμασταν το Château Rothschild, το Château Latour, το Brion, όλα τα μεγάλα Châteaux. Δοκιμάζαμε απ’ τις δεξαμενές, παίρναμε δείγματα για αναλύσεις, κάτι που φαίνεται τώρα μυθικό. Αυτό μ’ έδωσε μια εμπειρία και μια γνώση, η οποία στην αρχή μου φαινόταν αδιανόητη. Γιατί τι διαπίστωσα; Ότι αυτά τα μυθικά κρασιά, που σήμερα είναι πανάκριβα, ο τρόπος παρασκευής κι η αμπελοκαλλιέργεια δεν διέφερε με αυτά που κάναμε σε εμάς. Απλώς, όμως, η εμπειρία τους η μεγάλη κι η λατρεία τους πάνω στο προϊόν ήταν τέτοια -και το πάθος τους- που είχαν πετύχει να αξιοποιούνε την ποιότητα του αμπελιού άριστα μέσα στο οινοποιείο, πράγματα τα οποία διατηρώ από τότε και τα έχω εμφυσήσει- και στα παιδιά τα δικά μου, ότι το κρασί γίνεται στο αμπέλι, η δουλειά γίνεται στο αμπέλι και το οινοποιείο έχει τη δυνατότητα, όταν έχουμε την τεχνολογία και τις γνώσεις, την ποιότητα που παίρνουμε απ’ το αμπέλι, να τη διατηρήσουμε 100% και να την εγκλωβίσουμε μέσα σε ένα μπουκάλι με το κρασί. Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο του Μπορντώ, μετά το στρατιωτικό, μπήκα στα βαθιά αναλαμβάνοντας το Κτήμα του Πόρτο Καρράς με τεσσεράμισι χιλιάδες στρέμματα αμπελώνα, με ογδόντα εργαζόμενους. Δεν ξέρω αν είχα θράσος. Τώρα το σκέφτομαι. Ή αν δεν το ‘χα σκεφτεί τι είχα αναλάβει. Εκεί ανακαλύψαμε τη Μαλαγουζιά.
Ο αείμνηστος καθηγητής Λογοθέτης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχε ένα πειραματικό αμπελώνα στο Πόρτο Καρράς, όπου είχε συλλέξει είκοσι έξι ελληνικές ποικιλίες. Μεταξύ αυτών ήταν και η Μαλαγουζιά. Την ποικιλία αυτή, πέντε-έξι κλήματα που υπήρχαν, εγώ γεύτηκα τα σταφύλια, είδα ότι ήταν καλή, την πολλαπλασιάσανε. Για να βγάλουμε το πρώτο κρασί μας, πέρασε δέκα χρόνια. Και μετά από είκοσι πέντε χρόνια τη δώσαμε τη Μαλαγουζιά στους άλλους παραγωγούς.
Αυτή την ποικιλία από τη δυναμική τη διαπίστωσα. Θέλησα να κάνω και τον δικό μου αμπελώνα. Κι έτσι, το 1983 φύτεψα την ποικιλία αυτή στην Επανομή, στο κτήμα, ένα μικρό κτήμα. Είχαμε περίπου σαράντα στρέμματα. Φυτέψαμε την ποικιλία αυτή μαζί με το Ασύρτικο. Πρώτη φορά το Ασύρτικο ταξίδεψε μακριά απ’ τη Σαντορίνη, όπου εκείνη την εποχή το σαντορινιό κρασί δεν ήταν φημισμένο. Δημιούργησα το πρώτο blend που έγινε στην Ελλάδα, Ασύρτικο με Μαλαγουζιά, κι ήταν το Κτήμα το 1985.
Το να κάνει κανείς μείγματα κρασιού είναι μια εύκολη υπόθεση. Το να κάνει καλό μείγμα, εκεί είναι η δυσκολία. Απλώς η γνώση που είχα για το Ασύρτικο, που έχει υψηλή οξύτητα και χαμηλό pH, ήθελα να το συνδυάσω με μια ποικιλία αρωματική, όπως είναι η Μαλαγουζιά, στην οποία, όμως, λείπει η οξύτητα. Άρα τα δύο κρασιά παντρεύονται. Τώρα η αναλογία, εκεί είναι μια διαίσθηση και η γνώση του οινοπαραγωγού.
Όταν πρωτομπήκε το αμπέλι, εμένα ήταν η δουλειά της Τετάρτης το απόγευμα και της Κυριακής. Ενώ δούλευα στο Πόρτο Καρράς, έφευγα κάθε Τετάρτη απόγευμα κι ερχόμουν εδώ στον μικρό αμπελώνα, τον οποίο δούλευε η μητέρα μου μόνη της. Και την Κυριακή που ερχόμουν στην Επανομή, πάλι μαζί με τη μητέρα μου τσαπίζαμε, καλλιεργούσαμε το αμπέλι μόνοι μας.
Όλα τα αμπέλια τα ‘χω φυτέψει με το χέρι μου, εδώ στο Κτήμα Γεροβασιλείου. Το τρακτέρ, τα ψεκαστικά, τα χειριζόμουν εγώ, προσωπικά, και φυσικά η μητέρα μου κι οι συγγενείς μου. Δεν είχαμε εργάτες. Ήταν μια εποχή ακόμη που οι συγγενείς μας βοηθούσαν σε όλα τα επίπεδα. Ο πατέρας μου μου έλεγε το σπίτι το χτίσανε οι γείτονές του. Έτσι γινόταν τότε. Όταν έχτιζε κάποιος σπίτι, ερχόνταν οι γείτονες και βοηθούσανε με τον τρόπο τους. Και με τους φίλους και τους συγγενείς καλλιεργούσαμε το αμπέλι, το οποίο είχε φτάσει σχεδόν μέχρι τετρακόσια στρέμματα εκείνη την εποχή.
Δεν είχαμε ωράριο βασικά. Για μένα ήταν κάτι πολύ φυσικό, γιατί τους γονείς μου τους γνώρισα να φεύγουν το πρωί, ανάλογα την εποχή, σχεδόν πριν ξημερώσει, και να έρχονται με το ηλιοβασίλεμα. Χωρίς ωράρια. Άρα για μένα ήταν η δουλειά ήτανε θείο δώρο και χωρίς κόπο. Απλώς, δεν μας φτάναν οι ώρες πολλές φορές! Δουλεύαμε ως την ώρα που βλέπουμε. Κι έτσι δημιουργήθηκε σταδιακά ένας μεγάλος πυρήνας εδώ στο Κτήμα Γεροβασιλείου, επειδή πήγαιναν καλά οι δουλειές. Το κρασί πουλιόταν, έγινε διάσημο το Κτήμα Γεροβασιλείου. Συνεχώς επενδύαμε όλα τα χρήματα κι αυξήθηκε σταδιακά κι αρχίσαμε να παίρνουμε κι εργαζόμενους, το οινοποιείο να χτίζεται, να επεκτείνεται κομμάτι-κομμάτι, να παίρνουμε κτήματα είτε νοικιάζοντας είτε αγοράζοντας γύρω απ’ το Κτήμα.
Είχα και την τύχη, όταν παντρεύτηκα και γνώρισα τη γυναίκα μου, τη Σόνια, επειδή προερχόταν από μια οικογένεια επιχειρηματιών, ήταν συνηθισμένη στο να βλέπει τον άντρα της να δουλεύει το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά και η ίδια ερχότανε στη δουλειά, παρότι δεν ήταν από γεωργική οικογένεια. Με βοήθησε να μεγαλουργήσουμε και της το χρωστάω.
Οινοποίηση για πρώτη φορά; Το 1976. Αν ανατρέξουμε μέχρι σήμερα δηλαδή, έχω κάνει πενήντα οχτώ σεζόν τρύγου. Κάθε τρύγος δεν είναι ίδιος. Κάθε χρονιά δεν είναι ίδια κι αυτή δίνει μια ιδιαιτερότητα στο κρασί να λέμε ότι αυτή η χρονιά είναι καλή ή μέτρια ή κακή. Οπότε, ανάλογα με την πρώτη ύλη που έχει κανείς, πρέπει να εφαρμόσει και μια ειδική οινοποίηση. Αυτό είναι το ταλέντο του οποιοδήποτε οινολόγου, να έχει το ένστικτο της δημιουργίας, να δημιουργήσει το καλύτερο προϊόν με την πρώτη ύλη που έχει. Όλοι έχουν τα χρώματα, ένας καλός ζωγράφος μπορεί να σου κάνει ένα μεγάλο πίνακα. Σε μας υπεισέρχεται πάρα πολύ και η φύση, η χρονιά που λέμε, οι καιρικές συνθήκες της χρονιάς, αλλά και το έδαφος της περιοχής. Έχουμε πολλά βουνά, πολλές κοιλάδες, πολλά ποτάμια και πάρα πολλά νησιά. Όλα αυτά δημιουργούνε ειδικές περιοχές με μικροκλίματα. Άρα, μια ποικιλία μπορεί να εκφράζεται διαφορετικά σε κάθε περιοχή. Κι αυτό είναι ένα πολύ ευχάριστo πράγμα, γιατί βλέπει κανείς τη δυναμική της χώρας μας. Έχουμε περίπου εκατόν τριάντα ποικιλίες ελληνικές με γεύσεις ιδιαίτερες, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν στο παγκόσμιο καταναλωτικό κοινό νέες γεύσεις. Το μέλλον είναι στις νέες γεύσεις, κι εκεί η χώρα μας έχει μεγάλο μέλλον. Η χώρα μας λεγόταν Αμπελόεσσα, είχε πολλά αμπέλια. Απ’ τον Όμηρο αναφέρεται.
Όλη η ζωή μου ήταν το αμπέλι. Με έχει δώσει πάρα πολλές χαρές, μεγάλη επιτυχία! Δεν πίστευα ούτε στο καλύτερο όνειρό μου ότι θα έφτανα σε αυτό το σημείο κι είναι ευτύχημα που θα συνεχιστεί. Τα παιδιά μου έχουν ποτιστεί όχι με το κρασί, αλλά με το πνεύμα και την ψυχολογία του οινοπαραγωγού κι αμπελουργού.
Νομίζω είναι φυσιολογικό ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια που κάθε μέρα υπάρχει ένα ποτήρι κρασί, που η συζήτηση η καθημερινή είναι: «Το τάδε αμπέλι θέλει να το τσαπίσουμε», «Αύριο θα πάμε να κορυφολογήσουμε», «Πρέπει να βρούμε δύο εργάτες για να πάμε να φτιάξουμε το τρακτέρ». Όλα αυτά μπαίνουνε στο υποσυνείδητο των παιδιών σταδιακά και το αγαπούνε χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια, γιατί βλέπουνε αυτό που είδα κι εγώ στους γονείς μου. Γιατί όλη η ζωή μου ήταν το αμπέλι.