Καθόλου δεν τα έχω ξεχάσει, παιδί μου. Μου έχουν μείνει. Είναι πάρα πολύ δύσκολο τώρα αυτό που θα πω. Πάρα πολύ.
Ήμουνα μικρή στον Εμφύλιο, ήμασταν στο χωριό. Είχαν μείνει και λίγοι αντάρτες εκεί γύρω στην περιφέρεια τη δική μας. Ήταν από τους τελευταίους που ήτανε, σποραδικά που κρυβόντουσαν, τρεις-πέντε ξέρω ‘γω, αυτά, κλεισμένοι κάπου σε κάποια σπηλιά οι τελευταίοι, αυτά. Δεν είχανε ψωμί και δεν μπορούσαν να βγούνε. Τρώγανε αλεύρι. Σκέτο αλεύρι, γιατί δεν είχανε, πώς να το φτιάξουν; Ήταν κλεισμένοι. Γύρω γύρω ήταν στρατός, θα τους έπιανε.
Αυτοί που τους έβρισκε ο στρατός, τη γλίτωναν, παραδίνονταν. Όσους όμως τους έβρισκαν οι Χίτες, δε γλίτωνε κανένας. Ήταν κακοί, μοχθηροί.
Τους βρήκανε οι Χίτες κάπου, λέγανε ότι κάποιος τους πρόδωσε. Αυτό δεν το ξέρουμε σίγουρα. Τους βρήκαν, τους σκότωσαν.
Χτυπήσανε την καμπάνα και βάλαν κι έναν ντελάλη να βγούνε όλοι από τα σπίτια τους να πάνε στην πλατεία. Ο κόσμος βέβαια δεν ήξερε τι ήτανε και γιατί, γιατί χτυπούσαν, γιατί το κάνανε πολλές φορές, μαζεύανε κι έλεγαν: «Θα φέρτε αυτό, θα φέρτε το άλλο», διάφορα τρόφιμα και τέτοια. Το άκουσα κι εγώ που ήμουν μικρή τότε και βγήκα με άλλα παιδιά να δούμε τι είναι στο... γιατί φωνάζουνε.
Αυτό που αντίκρισα δε λέγεται, δε συζητιέται, παιδιά.
Σε μια πλατειούλα -είναι σαν να το βλέπω τώρα, μετά από τόσα χρόνια, πραγματικά- σε μια πλατειούλα, σε μια κολώνα, είχανε κόψει τα κεφάλια των ανταρτών και τα ‘χαν ακουμπήσει όρθια στην κολόνα, να φαίνονται. Ήτανε οι γενειάδες τους ματωμένες, τα μαλλιά τους μακριά. Ήταν πολύς στρατός και γύριζε και δεν μπορούσαν να βγουν έξω, ούτε να πλυθούν, ούτε να κόψουν και τα μαλλιά τους. Τα μαλλιά μακριά και τα γένια και να είναι ματωμένες οι γενειάδες... Σαν να τις βλέπω τώρα παιδί μου! Σαν να τις βλέπω τώρα. Δυστυχώς. Φοβερό. Φοβερό κι ανήκουστο.
Και μας υποχρέωναν να τα βλέπουμε. Και τα μικρά. Και τα μικρά. «Κοιτάτε κι εσείς!» «Κοιτάτε κι εσείς!» Γύριζαν και στα σπίτια κι άμα δεν έβγαινες, με τα κοντάκια, με τα όπλα, χτυπούσαν τον κόσμο να βγουν να δουν. Τους υποχρέωναν να πανε να ιδούν «το θέαμα».
Δεν το ‘χαμε ξαναδεί, δεν το ‘χαμε ξαναζήσει. Δεν το ‘χαμε ξανακούσει κιόλας ότι... Εντάξει τους σκότωναν -εντάξει, δεν ήταν εντάξει το να σκοτώνεις τον άνθρωπο, κι έτσι- αλλά τον σκότωναν, τον θάβανε και τελείωσε. Αλλά έτσι να μας φέρουνε τα κεφάλια… Κι ήταν από τα γύρω χωριά. Σε ορισμένους ήταν γνωστοί, εγώ ήμουν βέβαια μικρή δεν τους ήξερα.
Πέρασα τέτοιον φόβο μετά, για μήνες δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Αλήθεια στο λέω, έτσι ήτανε. Μόλις έπεφτα στο κρεβάτι μικρό παιδάκι, τα έβλεπα μπροστά μου και μ’ έπιανε ανατριχίλα. Κι ήθελα και φως για να κοιμηθώ. Δεν μπορούσα, κοιμόμουν δίπλα στη μάνα μου και στον πατέρα μου και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Μου είχε μείνει εφιάλτης.
Ακόμη το θυμάμαι σαν το βλέπω τώρα. Γέρασα, παιδί μου, κι ακόμη η εικόνα, όταν το σκεφτώ, είναι μπροστά μου. Δε θα ήμουν δέκα χρονών; Το θυμάμαι, όμως, σαν να το βλέπω αυτή τη στιγμή.
Ο εμφύλιος, το χειρότερο πράγμα. Αυτό έζησα μικρή κι αυτά θυμάμαι. Να μην ξαναγίνει ποτέ. Ποτέ, ποτέ, ποτέ!