Γεννήθηκα σε μία αγροτική περιοχή της Εύβοιας. Παρ' όλα αυτά από μικρή, ζώντας εκεί στο χωριό μου, είχα πολλή διάθεση να γνωρίσω τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα θυμάμαι έτσι παιδικά βιβλία που μου είχαν χαρίσει με εικόνες από διάφορα μέρη του κόσμου, που περιγράφαν, για παράδειγμα, τα ζώα που ζουν στο Περού, άλλα πράγματα από άλλες χώρες και μου έκαναν πολλή εντύπωση και σκεφτόμουν από μικρή ότι θα ήθελα να πάω και να τα γνωρίσω και νομίζω, τελικά, αυτά τα πράγματα επηρεάζουν πολύ.
Έφυγα με τον τρόπο που φεύγουνε τα περισσότερα παιδιά, για σπουδές, στη Θεσσαλονίκη στην αρχή, όπου έζησα εφτά χρόνια. Γνώρισα έναν άλλο τρόπο ζωής, τον τρόπο ζωής στην πόλη, κι επίσης εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη, άρχισα να δουλεύω κιόλας, με αρκετά κακές συνθήκες θα έλεγα, σε συνθήκες εργασιακής επισφάλειας. Έπρεπε να κάνω δύο δουλειές, μια το πρωί μια το βράδυ, παρόλο που είχα ήδη ένα πτυχίο έτσι πανεπιστημιακό.
Πήγα στους γονείς μου, λοιπόν, και τους λέω: «Ωραία, σας παρακαλώ πολύ, θέλω να πάω στην Αγγλία να κάνω ένα μεταπτυχιακό πάνω σε αυτό που είχα ασχοληθεί, στα οικονομικά για να έχω καλύτερη εργασιακή απορρόφηση». κι οι γονείς μου είπανε: «Δε γίνεται. Δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα, δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό το πράγμα». Απογοητεύτηκα. Παραιτήθηκα, πήρα τα τελευταία χρήματα που είχα κι αποφάσισα να πάω με πλοίο στην Ισπανία, για να δω κάτι φίλες μου που ζούσαν στη Βαρκελώνη.
Βρήκα τις φίλες μου, περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Επικοινωνούσαμε καλά, ζούσαμε όμορφα στο σπίτι και δε με αφήνανε να φύγω, στην ουσία. Δηλαδή ήμασταν στο «Έλα, κάτσε λίγο ακόμη», και «Κάτσε λίγο ακόμη», και «Κάτσε λίγο ακόμη». Μέχρι που μία άλλη φίλη Ελληνίδα, που δούλευε τότε σε ένα εστιατόριο, μου είπε ότι ήθελε να φύγει κι ότι ψάχναν άμεσα έναν άνθρωπο να την αντικαταστήσει. Δούλευε στη λάντζα του καταστήματος και μου λέει: «Σε παρακαλώ πολύ, πήγαινε εσύ. κι εγώ της λέω: «Μα εγώ να κάνω τι τώρα εκεί; Αφού εγώ θα φύγω, θα γυρίσω πίσω στη Θεσσαλονίκη». Μου λέει: «Πήγαινε, ρε παιδί μου, έστω για μία εβδομάδα». Βρέθηκα στη Βαρκελώνη με παρέα, σπίτι και δουλειά. Είχα τις φίλες μου, είχα αυτή τη δουλειά, η οποία τελικά ήτανε σε εκείνη την περίοδο η καλύτερη δουλειά που μπορούσα να έχω, γιατί απλά έπλενα τα πιάτα και τα τακτοποιούσα και σκεφτόμουν ό,τι ήθελα, και κάπως τακτοποιούσα και καθάριζα και το εσωτερικό μου μέσα σε αυτή τη διαδικασία.
Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά ότι θα έπρεπε να σπουδάσω κάτι άλλο. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ να ζωγραφίζω, από μικρή. Γυρνώντας τις νύχτες από το εστιατόριο που δούλευα, καθόμουνα και διάβαζα ισπανικά από ένα βιβλίο εκμάθησης ισπανικών χωρίς δάσκαλο, και σχεδίαζα μέχρι να κουραστώ και να πέσω για ύπνο. Το πέτυχα. Έδωσα εξετάσεις, άρχισα να φοιτώ στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης.
Αποφάσισα να ξαναδοκιμάσω άλλο ένα ταξίδι, μέσω των σπουδών, κι έκανα αίτηση για Erasmus. Έκανα μία αίτηση για τη Λατινική Αμερική και με κριτήριο το ποιο είναι το καλύτερο πανεπιστήμιο, έτσι όπως τα είχα ψάξει εγώ τότε στο internet, έβαλα πρώτα το Μεξικό. Και χωρίς να ξέρω τίποτα στην ουσία για το Μεξικό μπήκα στο αεροπλάνο και προσγειώθηκα.
Στο Πανεπιστήμιο η αντιμετώπιση από τους άλλους συμμαθητές και γενικά από τους ανθρώπους στο Μεξικό για μένα ήτανε σεκταριστική ως ένα βαθμό. Γιατί εγώ έφτασα μιλώντας ισπανικά με προφορά Ισπανίας, αφού εκεί τα είχα μάθει, κι οι μισοί άνθρωποι που με γνώρισαν μου λέγανε «Α, είσαι από την Ισπανία», «Α, είσαι μία από αυτούς, τους κατακτητές». οι άλλοι μισοί που με γνωρίζανε ακούγοντας σε αυτή την ισπανική προφορά, μου λέγαν «Α, είσαι από την Ισπανία, από τη μαμά πατρίδα».
Υπάρχει ένας φοβερός εσωτερικός ρατσισμός στο Μεξικό, οι μισοί άνθρωποι υποτιμούν τους άλλους μισούς, γιατί κάποιοι θεωρούν ότι είναι καλύτεροι, επειδή είναι από μικτές οικογένειες ή ότι κατάγονται από την Ισπανία, ή τέλος πάντων θέλουν να είναι σαν τις Δυτικές κοινωνίες, σαν την Ισπανία ή την Αμερική. Και κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι «Όχι, εμείς είμαστε εδώ, είμαστε γηγενείς, είμαστε αυτό που είμαστε και δε θέλουμε να έχουμε επαφή, ούτε να γίνουμε σαν τους Αμερικανούς, ούτε να γίνουμε σαν τους Ευρωπαίους». Δηλαδή εγώ βίωνα έναν τύπο αντεστραμμένου ρατσισμού, θα έλεγα.
Πολύ γρήγορα, πάνω στην εβδομάδα, η κοπέλα με την οποία συγκατοικούσαμε μου γνώρισε ένα φίλο της. Έναν άνθρωπο πάρα πολύ έξυπνο, πάρα πολύ ευγενικό, που κέρδισε την εμπιστοσύνη μου αμέσως. Στην αρχή μού φαινόταν και περίεργο, γιατί σκεφτόμουν ότι εγώ δε θέλω να δεσμευτώ με κάποιον, ακόμη δεν έφτασα εδώ πέρα, θέλω να δω τη χώρα, όλο αυτό το μέρος.
Ο σύντροφός μου, ο Diego, εκείνος στην ουσία, τελικά, ήταν το ταξίδι, άρχισε να μου εξηγεί και να μου δείχνει τι είναι το Μεξικό. Εκείνος με πήρε από το χέρι, μου έδειξε τα μέρη, μου εξήγησε την ιστορία, πώς είναι διαστρωματωμένη η κοινωνία, γνώρισα τους φίλους του, την οικογένειά του, άρχισα κι εγώ να κοινωνικοποιούμαι περισσότερο. Κι αποφάσισα κιόλας να κάνω και ταξίδια σε άλλες περιοχές του Μεξικού. Κάποια τα κάναμε μαζί με τον Diego και κάποια τα έκανα και μόνη μου. Ήθελα να δω, δηλαδή, και τη φύση, τη ζούγκλα, την έρημο. Άσπρες παραλίες από κοράλλια τριμμένα, η υπέροχη βλάστηση, οι όμορφοι άνθρωποι… Είδα πρώτη φορά μαϊμούδες, μάλιστα δεν τις είδα, τις άκουσα τη νύχτα να ουρλιάζουνε στα δέντρα.
Για μένα, ήταν εντελώς μαγική εμπειρία. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι το παιδικό μου όνειρο να δω άλλες πλευρές του κόσμου είχε εκπληρωθεί.
Εγώ έμεινα έναν χρόνο ολόκληρο εκεί πέρα, ημερολογιακό χρόνο, έζησα και τις γιορτές τους. Η πιο σημαντική τους γιορτή είναι η Μέρα των Νεκρών. Το γιορτάζουν πιο πολύ από τα Χριστούγεννα κι από το Πάσχα. Η γιορτή είναι παντού. Δεν γίνεται να μην σε συναντήσει εκείνη.
Το πρώτο που με εντυπωσίασε, ότι στήνανε αγάλματα από χαρτοπολτό, που απεικονίζουνε σκηνές καθημερινότητας σκελετοί. Calaveras, που λένε. Eίχε, για παράδειγμα τώρα, θυμάμαι, μια μακέτα που είναι η τάξη με τους μαθητές και τη δασκάλα κι είναι όλοι σκελετοί. Προσπαθούνε να θυμηθούνε και να πουν ότι μία μέρα θα 'μαστε νεκροί, αλλά σήμερα θα γιορτάσουμε και για μας που είμαστε εδώ αλλά και για τους άλλους που είναι νεκροί. Παραδοσιακά η γιορτή γίνεται στο νεκροταφείο, όπου πηγαίνουν, καθαρίζουν τα μνήματα, σε μία περιοχή ακόμα το κάνουν αυτό, βγάζουνε και τα κόκαλα και τα πλένουνε. Και στις πλατείες, είχαν ολόκληρες πυραμίδες τεράστιες από φρούτα και λουλούδια, που ήταν αφιερωμένα στις ψυχές. Μύριζε όλη η πόλη εκείνη την ημέρα καταπληκτικά.
Και το βράδυ στο σπίτι αυτό που κάνουν εκείνες τις μέρες είναι ότι φτιάχνουνε ένα μικρό... altar δηλαδή ένα σαν εικονοστάσι, θα λέγαμε, αλλά εκεί δε βάζουνε εικόνες Αγίων, βάζουν τις εικόνες, τις φωτογραφίες των ανθρώπων που έχουνε φύγει. Και ξενυχτάνε όλο το βράδυ οι συγγενείς, βάζουν δίπλα το φαγητό που του άρεσε και το ζεσταίνουν κιόλας. Όλο το βράδυ το φαγητό έμπαινε κι έβγαινε στο φούρνο μικροκυμάτων για να είναι ζεστό. Όλη τη νύχτα. Η ιδέα είναι ότι οι ψυχές εκείνο το βράδυ είναι τριγύρω μας κι εμείς πρέπει να είμαστε εδώ να κάνουμε παρέα. Κανείς δεν κλαίει, κανείς δε στεναχωριέται, αλλά κανείς δε διασκεδάζει κιόλας. Δηλαδή είναι μία τελετή αυτό το πράγμα. Δεν είναι πανηγύρι.
Ο θάνατος είναι ένα μεγάλο θέμα, που στην Ευρώπη το διαχειριζόμαστε με άλλο τρόπο, εκείνοι προσπαθούν να το εντάξουνε στην καθημερινότητά τους και νομίζω είναι κι ένα κομμάτι του «Πρέπει να είμαστε χαρούμενοι τώρα γιατί κάποια μέρα δεν θα 'μαστε εδώ, δε θέλουμε να χάσουμε και τη μνήμη και την αγάπη που έχουμε προς τους ανθρώπους που έχουμε χάσει αλλά πρέπει να χαρούμε τη ζωή μας και να μη βγάλουμε το θάνατο εντελώς έξω από αυτή.
Πέρασα όμορφα, θα έλεγα, αυτό το χρόνο, είχα στο νου μου ότι γύρω μου υπάρχει πάρα πολλή βία, την οποία όμως εγώ δεν την έβλεπα ξεκάθαρα. Έβλεπα κρεμασμένες εφημερίδες που δεν τις αγόραζα, ποτέ. Θυμάμαι, το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκα, γιατί ήταν αρκετά μεγάλο, ήταν ο μαζικός τάφος νομίζω 170 ατόμων, τα οποία βρέθηκαν σφαγιασμένα και μέσα σε ένα χαντάκι, ας πούμε και μάλιστα αυτό το βρήκανε επειδή υπήρξε κάποιος επιζώντας από κει. Αυτό ήταν το πρώτο σοκ για μένα, γιατί λέω «Ωχ! Που έχω έρθει; Τι είναι αυτό;»
Ο σύντροφός μου, ο Diego, μου εξηγούσε ποια ήταν η πολιτική κατάσταση του Μεξικού εκείνη την περίοδο κι η αλήθεια είναι, ότι ήταν αρκετά ταραγμένη, δεν είχα πάει σε μια ήρεμη περίοδο. Από το 2006 και μετά είχε αρχίσει ο πόλεμος κατά των μαφιών, των ναρκωτικών. Υπήρχε μια συνεργασία τέλος πάντων, της μεξικανικής κυβέρνησης με τις αμερικανικές αρχές, πράγμα το οποίο είχε εξαπολύσει μία απίστευτη βία σε όλη τη χώρα, δηλαδή το πράγμα είχε ξεφύγει εντελώς, τα θύματα ήταν ο οποιοσδήποτε. Τα καρτέλ χάνανε τέλος πάντων ανθρώπους σε αυτόν τον πόλεμο. Είχαν αρχίσει να απαγάγουν κι ανθρώπους, τους οποίους τους βάζανε να δουλεύουν υποχρεωτικά για τις δικές τους δουλειές.
Ήταν περίεργο αυτό το πράγμα, δηλαδή από τη μία εγώ βίωνα μία πολύ ωραία κατάσταση στην πόλη του Μεξικού, με τις σπουδές μου, τον φίλο μου, τις παρέες που είχαμε τέλος πάντων, την κοινωνικοποίηση που είχαμε κι από την άλλη έβλεπα ότι γύρω μου γίνεται χαμός. Ωστόσο, ο Diego με πρόσεχε πάρα πολύ, είναι η αλήθεια, δεν με άφηνε να πάω πουθενά μόνη μου. Ειδικά σε περιοχές που τις θεωρούσε αυτός πιο επικίνδυνες.
Θυμάμαι, μία φορά ήθελα να αγοράσω κάποια υλικά για τη σχολή μου κι έπρεπε να πάω σε μία γειτονιά αρκετά μακριά κι επέμενε να πάμε μαζί. κι εγώ του έλεγα ότι «Δε θέλω να περιμένω ποια μέρα δε θα έχεις εσύ δουλειά για να πάμε, θα πάω μόνη μου. Αφού πάει το μέτρο, θα βγω από το μέτρο και θα πάω. Δεν είναι κάτι». Τέλος πάντων, επέμενε, επέμενε, πήγαμε μαζί, πήραμε τα υλικά που ήθελα, γυρίσαμε στο σπίτι και μετά τον ρώτησα «Ορίστε», του λέω, «Ορίστε. Τι ήταν; Βγήκαμε από το μετρό, περπατήσαμε δύο τετράγωνα, φτάσαμε, τα πήραμε. Γιατί να μην πήγαινα μόνη μου;». Και μου είπε, σε εκείνη τη γειτονιά έχει πολλά αντικρουόμενα πυρά, ότι πέφτουν πυροβολισμοί συχνά. Και μου έκανε φοβερή εντύπωση, γιατί σκέφτηκα καταρχήν ότι αυτός ο άνθρωπος ήθελε να με συνοδεύσει και τι; Να σκοτωθούμε μαζί, ας πούμε. Δεν ήθελε να μου το πει για να μη με τρομάξει, κι απλά ήθελε να είναι μαζί μου άμα συμβεί κάτι. Ήταν φοβερό αυτό το πράγμα, γιατί είχα έναν άνθρωπο που με φύλαγε μέρα νύχτα, προσπαθώντας να μη με τρομάξει.
Κάποια στιγμή, μάλιστα, είχαμε πάει για διακοπές του Πάσχα στην Veracruz, σε μία πολύ μεγάλη λίμνη εκεί πέρα, που λέγεται Catemaco. Μείναμε κάνα δυο μέρες στη λίμνη, που ήταν πολύ ωραία, αλλά όλος ο κόσμος είχε κατέβει στην παραλία, για να γιορτάσει το Πάσχα και πήγαμε κι εμείς. Κατεβήκαμε λοιπόν στην παραλία για να δούμε τις γιορτές. Όλοι οι Μεξικάνοι είχαν κάνει camping, ελεύθερο camping, στην παραλία. Οικογένειες, παιδιά, είχανε σκηνές, τραπεζάκια, τα φαγητά τους, ήταν, έτσι, μία πολύ ωραία κατάσταση, πολύ έτσι οικογενειακή κι όμορφη κι αυθόρμητη. Μου είχε αρέσει εμένα πάρα πολύ όλο αυτό το κλίμα εκεί. Αλλά κάποια στιγμή που κάναμε μία βόλτα λίγο πιο πέρα από το μέρος που ήτανε όλοι στην παραλία, περπατήσαμε πιο μακριά, είδαμε μία τρύπα στην άμμο, μεγάλη τρύπα με βάθος και με πλάτος.
Πήγαμε απάνω και ρίξαμε μια ματιά από περιέργεια και μετά συνεχίσαμε να περπατάμε. Λίγα μέτρα πιο κάτω συναντήσαμε μια ομάδα αντρών με μεγάλα μαχαίρια στα χέρια, αυτά τα machete, τα μαχαίρια για να κόβουν τα φυτά στη ζούγκλα, οι οποίοι μας κοίταζαν πάρα πολύ άσχημα. Ο Diego πανικοβλήθηκε, εγώ δεν κατάλαβα, με τραβούσε από το χέρι και μου έλεγε: «Έλα να πάμε να φύγουμε». κι εγώ κοιτούσα κάπου αλλού και δεν καταλάβαινα τι θέλει και, όταν γύρισα το κεφάλι μου, είχαμε πέσει πάνω σε αυτούς, ήταν μπροστά μας αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ τους είπα ευγενικά «Καλησπέρα σας» και τους χαμογέλασα και φύγαμε κι εκείνος ήταν πανικόβλητος.
Όταν γυρίσαμε πίσω στη σκηνή μας, μου είπε ότι πανικοβλήθηκε, γιατί μάλλον δεν θα έπρεπε να έχουμε κοιτάξει μες στην τρύπα. Προφανώς φαινόταν ότι αυτοί οι άνθρωποι φυλάνε αυτή την τρύπα εκεί πέρα, κι εμφανίστηκαν αμέσως με το που πήγαμε εμείς κοντά. Μου είπε ότι θέλει να φύγουμε από την παραλία, γιατί φαίνεσαι από μακριά μες στην παραλία, ξεχωρίζεις ότι είσαι ξένη και μπορεί να σε απαγάγουνε». Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα αυτό το πράγμα. Του λέω «Να με απαγάγουν εμένα να με κάνουν τι, ας πούμε; Από ποιον να ζητήσουν λύτρα; Και μου λέει: «Δεν το κάνουνε για λύτρα. Επειδή έχουν τη δύναμη και μπορούν, κάποιος μπορεί να θέλει να το κάνει. Να πάρει μία διαφορετική γυναίκα επειδή μπορεί να το κάνει. κι εγώ δεν θα μπορέσω να σε σώσω», μου είπε. «και σηκωθήκαμε και φύγαμε από την παραλία.
Προσπαθούσα, βέβαια, στο δρόμο και στην πόλη του Μεξικού και τα λοιπά, να μην τραβάω και πολύ την προσοχή σαν γυναίκα, γιατί δεν το ήθελα αυτό το πράγμα. εγώ ήμουν ένα πράγμα σαν αγοροκόριτσο, με φόρμες κι αθλητικά παπούτσια και τα λοιπά και τα λοιπά και δε μου έδινε και πολλή προσοχή ο κόσμος και μου άρεσε αυτό το πράγμα, να κυκλοφορώ, χωρίς να με πολυπροσέχουνε κι ένιωθα ότι δεν κινδυνεύω από κάτι. Δεν έβγαινα ποτέ μόνη μου το βράδυ έξω αν δεν ερχόταν εκείνος να με πάρει με το αυτοκίνητο από το σπίτι. Όταν σχολάγαμε, τελείωνε το τελευταίο μας μάθημα, έμπαινε μέσα ένα λεωφορείο, αστικό της γραμμής, αλλά έμπαινε μέσα στο Πανεπιστήμιο, μας έβαζε όλους μέσα, και μόνο μας κατέβαζε στις στάσεις, χωρίς να ανεβάζει πουθενά κανέναν. κι αυτό ήταν ένα μέτρο πρόληψης για ληστείες που μπορούσαν να γίνουν εκείνη την ώρα μέσα στο λεωφορείο.
Είχε διαλύσει τον κοινωνικό ιστό υπήρχε πάρα πολύς πόνος τριγύρω. Περνούσα για παράδειγμα, μπροστά από κάτι τύπου περίπτερα, όπως έχουμε κι εδώ κάτι παρόμοιο, κι έβλεπα κρεμασμένες εφημερίδες και να έβλεπα στις εφημερίδες κομμένα κεφάλια, για παράδειγμα, σε μία πλατεία πεταμένα.
Μετά, τελειώνοντας εγώ στο πανεπιστήμιο έπρεπε να γυρίσω στη Βαρκελώνη για να τελειώσω, να πάρω το πτυχίο μου, είχα έναν χρόνο ακόμη. Με τον Diego μείναμε ζευγάρι κι αρραβωνιαστήκαμε. Η ιδέα ήταν ότι μόλις τελείωνε ο χρόνος αυτός κι έπαιρνα το πτυχίο από την Ισπανία, εγώ θα γυρνούσα στο Μεξικό να παντρευτούμε. Ήρθε κι εκείνος για ένα μήνα στη Βαρκελώνη κι έμεινε μαζί μου, να με δει. Έφυγε τέλη Μαΐου και γύρισε στο Μεξικό.
O Diego ήταν ψυχολόγος και τον καλέσανε σε μια επαρχία του Μεξικού, στο Michoacán, σε ένα μικρό χωριό. Τον κάλεσαν, λοιπόν, να πάει να κάνει ένα σεμινάριο για τα παιδιά του σχολείου. Εκεί πήγε μαζί με μία κοπέλα, που ήταν συνεργάτης του κι αυτή στη δουλειά, αυτή και τον ξάδερφό του, τον οποίο τον πήραν μαζί για βοηθό, γιατί χρειαζόντουσαν κι ένα τρίτο άτομο.
Επικοινωνούσαμε εννοείται, κανονικότατα κι είχα επικοινωνία μαζί του μέχρι τις 21 Ιουλίου. Εμένα με κάλεσαν οι γονείς του, μου στείλανε ένα μήνυμα για να μου πούνε ότι δεν έχει γυρίσει ακόμα και μήπως ξέρω κάτι. Εννοείται φυσικά ότι έψαχνε κι η σύζυγος του ξαδέρφου του, η οποία ήτανε κι έγκυος 8 μηνών εκείνη την περίοδο, κι οι γονείς της άλλης κοπέλας. Εγώ τους είπα ότι είχε ένα φίλο σε μία διπλανή πόλη και το πιο πιθανό είναι επειδή μου έλεγε ότι θα του άρεσε να κάνει και μία επίσκεψη στο φίλο του, ότι θα έχει πάει στο φίλο του.
Δυστυχώς δεν γύρισαν ποτέ από κει.
Αυτό άλλαξε τη ζωή όλων μας. Ποτέ δε μάθαμε συγκεκριμένα ακριβώς τι συνέβη. Επίσημα είναι εξαφανισμένοι κι οι τρεις. Αυτό αναγνωρίζεται, ως αυτό που λένε «desaparición forzada», δηλαδή καταναγκαστική εξαφάνιση. Έχει εξαφανιστεί ο άλλος όχι οικειοθελώς αλλά με βία. Αυτό, λοιπόν, είναι μία ξεχωριστή κατηγορία εξαφάνισης στο Μεξικό. Αυτό συνέβαινε σε πιο μαζική κλίμακα από το 2006 και μετά, από την έναρξη του πολέμου κατά των ναρκωτικών. Αυτό συνέβαινε όλη την περίοδο κατά την οποία ήμουν εγώ εκεί. Αυτά ήταν αυτά που έβλεπα σε εφημερίδες και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω. Και ξαφνικά έγινε κι η δική μου πραγματικότητα. Ο άνθρωπος με τον οποίον εγώ σχεδίαζα να παντρευτώ, πήγε στη δουλειά του και δε γύρισε ποτέ και δε μάθαμε και για ποιο λόγο ουσιαστικά ποτέ.
Είχα έτσι πάρα πολλή ένταση μέσα μου κι ήθελα πάρα πολύ να μάθω την αλήθεια. Μου φαινόταν, σε εκείνη τη χρονική στιγμή, αδιανόητο να μην μάθουμε την αλήθεια. Μου φαινότανε αδιανόητο. Κάποια στιγμή θα μάθουμε τι έχει γίνει, κάποια στιγμή θα βρεθούνε, κάποια στιγμή θα βρούμε έστω ένα κομμάτι, κάτι. Δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω αυτό για πολλά χρόνια, ότι μπορεί αυτό το πράγμα να μείνει έτσι. Δηλαδή, δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να τον πενθήσω, ούτε εγώ ούτε η οικογένεια του, γιατί σκεφτόμασταν ότι μπορεί να ζει κάπου κι έτσι εμείς τον εγκαταλείπουμε, αν αρχίσουμε να πενθούμε. Ότι τον κηρύσσουμε εμείς νεκρό, γιατί δεν μπορούμε να τον περιμένουμε και να τον στηρίξουμε.
Είχα κατάθλιψη για δύο χρόνια κι ήμουν σε μία κατάσταση, η οποία υπήρχα και δεν υπήρχα. Είχε αλλάξει η αίσθηση της γεύσης μου, δεν μπορούσα να φάω τίποτα γλυκό και τίποτα αλμυρό, έπρεπε να είναι όλα ανάλατα και να μην έχουν, να μην έχει τίποτα ζάχαρη, γιατί αναγκαζόμουν να τα φτύσω. Δεν μπορούσα να την ανεχτώ την τροφή, αν είχε μέσα ζάχαρη ή αλάτι. κι αυτό ήταν κάτι που συνέβη έτσι ξαφνικά μετά από αυτό το πράγμα. Δεν μπορούσα να ξυπνήσω την ημέρα, ξυπνούσα λίγο το βράδυ. Το βράδυ προσπαθούσα να τον φανταστώ, να τον σκεφτώ. Ήταν μία κατάσταση, στην οποία κι εγώ υπήρχα στην ουσία και δεν υπήρχα. Και βασικά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί γελάνε οι άνθρωποι, πού βρίσκουν τα αστεία, γιατί μιλάνε μεταξύ τους, τι λένε. Το μόνο που ήθελα ήτανε να μην ακούω κανέναν, να μη βλέπω τίποτα και να προσπαθώ με το μυαλό μου να βρω εκείνον.
Είναι ό,τι πιο σκληρό μπορεί να κάνει κανείς σε έναν άλλον άνθρωπο. Ακόμη και το θάνατο όταν τον διαπιστώσεις, όσο και να σε πονάει, ξέρεις τουλάχιστον ότι έχεις ένα γεγονός, ξέρεις με τι έχεις να κάνεις. Αυτό το πράγμα, το ότι ο άλλος υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτόχρονα, σε οδηγεί στην τρέλα. Να νιώθω τύψεις αν σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει, να νιώθω ότι υπάρχει αλλά δεν ξέρουμε πού είναι, πώς είναι, τι είναι, να μην ξέρεις αν ο άνθρωπός σου ζει, δε ζει, αν ζει, σε ποιες συνθήκες ζει, πού είναι, τι περνάει, τι γίνεται, τι κάνει. Ακόμη μερικές φορές σκέφτομαι ότι «Αν γυρίσει, πώς θα ‘ναι τώρα;». Παρόλο που μέσα μου, αποδέχομαι κι αποφάσισα, τέλος πάντων, αποφάσισα, αυτό είναι, να πω ότι δε ζει, ακόμη μερικές φορές αναρωτιέμαι και προσπαθώ να τον φανταστώ στην ηλικία, 10 ετών επιπλέον, και πώς μπορεί να είναι.
Και γενικά εγώ δεν τόλμησα να πατήσω, παρόλο που ήθελα πάρα πολύ να πάω, από την πρώτη στιγμή. Φοβόμουν ότι όντως, ίσως πραγματικά να έκανα στους γονείς μου αυτό που πάθαν κι οι δικοί του. Ήταν πιθανό, δηλαδή, αν πήγαινα εκεί, να ερχόντουσαν κι οι δικοί μου γονείς στη θέση των δικών του.
Δυστυχώς η οικογένειά του υποφέρει, όλοι υποφέρουμε. Η μητέρα του τον περιμένει ακόμα, ο πατέρας του πιστεύει ότι πρέπει να μιλάει σε παρελθόντα χρόνο για το γιο του κι η αδερφή του, δυστυχώς, δεν είναι σε καλή ψυχολογική κατάσταση από τότε, χρειάζεται φαρμακευτική υποστήριξη, δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει.
Εγώ πήγα τώρα, μόλις συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια, τώρα βρήκα τη δύναμη να πάω. Για μένα ήταν μία τεράστια εκκρεμότητα αυτό το πράγμα, ένιωθα ότι του το χρωστάω, γιατί του είχα υποσχεθεί ότι θα γυρίσω κι ήθελα να ξαναγυρίσω κι ας μην είναι εκεί, για να ολοκληρώσω την υπόσχεσή μου. Επίσης η επαφή με την οικογένειά του δεν έχει σταματήσει. Οπότε τους επισκέφτηκα για τη δέκατη επέτειο της εξαφάνισης, σηκωθήκαμε ξημερώματα, πήγαμε έξω από το κοινοβούλιο, μαζί με τη μητέρα του ξαδέρφου του και τη μητέρα του φίλου μου κι εγώ, οι τρεις μας, ανοίξαμε ένα μεγάλο πανό με τις φωτογραφίες τους.
Είναι πάρα πολύ σκληρό, δεν μπορεί κανείς να ηρεμήσει, ειδικά μια μάνα. Εγώ τη μάνα την καταλαβαίνω απόλυτα. Δεν μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου χωρίς να ξέρεις τι έχει συμβεί στο παιδί σου κι η μητέρα δεν θα σταματήσει ποτέ να ελπίζει. Και δυστυχώς δεν είναι μια μητέρα, είναι πάρα πολλές.
Εγώ ήρθα χαρούμενη και θαύμαζα τη φύση και την ομορφιά και την ομορφιά της κουλτούρα σας και περιδιάβαινα εδώ πέρα ενθουσιασμένη και δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει γύρω μου για μεγάλο διάστημα. Αλλά τώρα ξέρω. Και ξέρω ότι μπορεί να συμβεί στον καθένα και πρέπει να κάνουμε κάτι για να μην ξανασυμβεί». Ξαφνικά άνοιξε ένα πράγμα στην ψυχή μου κι ήταν σαν να είχα ρίζες, οι οποίες επικοινωνούσαν με τις ρίζες χιλιάδες αλλονών ανθρώπων και μετέφεραν πόνο, μόνο πόνο. Με την κάθε ιστορία που διάβαζα στις εφημερίδες που παρακολουθούσα από το internet από την Ελλάδα πλέον τότε, του Μεξικού, ήταν ο ίδιος πόνος. Ένιωθα τον πόνο του πατέρα που σηκώθηκε η κόρη του να πάει το πρωί στη δουλειά και δε γύρισε, της μάνας που αρραβώνιασε την κόρη της σε ένα διπλανό χωριό και της τη στείλανε κομμάτια, επειδή πίστευαν οι έμποροι ναρκωτικών ότι δεν είναι απλά μία αρραβωνιαστικιά, αλλά είναι από κάποιο άλλο καρτέλ που την έχουνε στείλει για να πάει εκεί και να πάρει πληροφορίες, ας πούμε. Δηλαδή τρελά πράγματα που κατέληγαν σε δολοφονίες αθώων ανθρώπων.
Τώρα μπορώ να καταλάβω πολύ πιο ξεκάθαρα πώς είναι ο κόσμος, δηλαδή ο σκοπός του ταξιδιού ολοκληρώθηκε. Ο κόσμος δεν είναι μόνο χαρούμενος, ο κόσμος δεν είναι μόνο ωραίες εικόνες, διαφορετικές εικόνες και διαφορετικές κουλτούρες. Ο κόσμος είναι πολλοί διαφορετικοί τρόποι να ζούμε, οι οποίοι επηρεάζουν ο ένας τον άλλον. Για μένα για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει στο Μεξικό είναι ξεκάθαρο ότι συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο ζούμε εμείς εδώ στην Ευρώπη. Δηλαδή όλο αυτό το εμπόριο ναρκωτικών που εξαπολύει αυτή την απίστευτη βία στο Μεξικό, τη βία χωρίς λόγο, πράγμα το οποίο είναι και το συμπέρασμα μάλλον, για αυτό που συνέβη στους δικούς μου ανθρώπους.
Αυτή η κατάσταση, συντηρείται εκεί, γιατί κάποιοι καταναλώνουν στην Ευρώπη όλα αυτά τα εμπορεύματα. Δηλαδή οι άνθρωποι διασκεδάζουν στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και χαλαρώνουν με τα ναρκωτικά κι αγαπιούνται κι ανοίγουν την ψυχή τους, ας πούμε, με αυτά και σε άλλες περιοχές του κόσμου κλείνουν σπίτια, για να μπορέσει να παραχθεί και να μεταφερθεί αυτό το πράγμα.