Μία πικρή ανάμνηση ήταν όταν πέθανε η μάνα μας σε ηλικία οχτώ χρόνων. Αυτό. Κι εγώ μεγάλωσα με μητριά. Ένα παιδί οχτώ χρονών να χάνει τη μάνα του. Πολλή φτώχεια. Άλλα τέσσερα αδέρφια συν άλλα δύο της μάνας μου από τον πρώτο γάμο συν τρία ξαδέρφια τρώγαμε όλα μαζί. Εννιά παιδιά σε ένα καζάνι. Φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια. Γι’ αυτό είπα ότι: «Δεν γυρίζω πίσω. Δεν μένω στο χωριό. Πρέπει να φύγω μπροστά». Κι ήταν ή καράβια ή Πανεπιστήμιο.
Ξεκίνησα για τη Σχολή Ευελπίδων, αλλά εκεί ο χωροφύλακας του χωριού δε μου έδωσε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Απορρίφθηκα. Ένας καλός μου θείος, ο Γιώργος Ασημακόπουλος, με πήρε απ’ το χωριό, με πήγε στην Καλαμάτα, με έκλεισε σε ένα οικοτροφείο της Μητρόπολης και με έστειλε σε ένα μεγάλο δάσκαλο. Αείμνηστος Νάκος Κληρόπουλος ο οποίος έχει βγάλει τα μεγαλύτερα ταλέντα σε επιστήμονες. Χωρίς να πληρώνω, μόνο με ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο κι ένα σακάκι μου το ‘χαν δώσει δανεικό κάτι φίλοι μου. Εκεί είδα ότι δεν υπάρχει άλλο τίποτα για να φύγουμε απ’ αυτήν την κόλαση. Το μόνο που κάναμε, διαβάζαμε. Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα.
Στο οικοτροφείο έμενα σε ένα θάλαμο με δώδεκα άτομα. Μπήκα σε ένα σύνολο, κοινωνικοποιήθηκα. Έφυγα από το χωριό βλαχαδερό και μπήκα σε ένα οικοτροφείο με άλλα σαράντα παιδιά. Μου παρείχε ένα πιάτο φαγητό, φτωχικότατο, μία στέγη γιατί δεν είχα ούτε να φάω ούτε να… Κι εγώ έβρισκα μέσα στα κτίρια της Μητρόπολης κάποια γωνία ήσυχη για να διαβάσω. Ο νους μου ήτανε να τελειώσω το σχολείο, να πάω να διαβάσω σε κάτι υπόγεια εκεί, κάποιες αποθήκες και μετά να πάω στο φροντιστήριο. Δεν είχα ούτε φίλους ούτε φίλες, τίποτα. Κι είχα προστάτη και μέντορα αυτόν τον θείο μου. Και πήγαινα και μου έλεγε: «Μάκη αυτό, αυτό, αυτό». Ό,τι μου είπε, μα ό,τι μου είπε, τον ακολούθησα κατά γράμμα και βγήκα σωστός. Δεν μπορούσα να κοιτάξω πίσω. Είσαι αναγκασμένος. Δεν έχεις τίποτα να διαλέξεις, μόνο μπροστά. Και τι είχα; Μόνο το βιβλίο.
Όταν εγώ είπα ότι θα μπω στο Πανεπιστήμιο, άφησα τους πάντες. Ούτε κοπελιά, ούτε φιλίες, ούτε τίποτα. Είχα φίλο μέρα νύχτα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ ένα βιβλίο. Πέτυχα με την πρώτη, μπήκα στο Πανεπιστήμιο Μαθηματικό Ιωαννίνων επί Χούντας. Κι από εκεί πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Με κάνανε κομμουνιστή. Ο πατέρας μου είχε πολλά παιδιά. Σαν οικογενειάρχης ψήφιζε φανερά Ανδρέα Κοκκέβη. Το κέντρο. Κομμουνιστή τον βγάζανε. Όταν ‘θέλαν να καταστρέψουν ένα παιδί που βλέπανε ότι κινείται, «παπ!» του κοπανάγαν τη ρετσινιά. Έτσι και με μένα. Δεν τους κρατάω κακία. Δε με αφήσανε να μπω στο Πανεπιστήμιο κι εγώ πείσμωσα κι είπα ότι: «Γιατί αυτοί οι γιατροί γίνανε γιατροί; Είναι πιο μάγκες από μένα;». Να έχεις περάσει μαθηματικό στα Γιάννενα και να μη σε γράφουν; Πείσμωσα κι είπα: «Όχι μαθηματικός στα Γιάννενα. Θα μπω γιατρός».
Με αυτό το γινάτι ανέβηκα στην Αθήνα, πήρα τα βιβλία όλα του Περιστεράκη, φυσικής, χημείας, όλα και κάθισα και διάβασα και μπήκα δέκατος έβδομος με εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήγε ο Μητροπολίτης, μαζί με το Λυκειάρχη μου, στην Αστυνομία και μου κάναν τα φρονήματα από «Χ» που σημαίνει «Κομμουνιστής», μου τα κάνανε «Ε2», «Εθνικόφρων υπό Επιτήρηση». Κι έτσι μπήκα στο Πανεπιστήμιο και δε με ενοχλήσανε κι από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πάλι με πολύ καλή βαθμολογία την πρώτη χρονιά, έκανα μεταγραφή στην Ιατρική, την οποία τελείωσα σε 6 ακριβώς χρόνια. Πρέπει όταν βάζει κάνεις ένα στόχο να λέει: «Στόχος» κι όταν ήμουνα στο Πανεπιστήμιο, η τωρινή γυναίκα μου ερχότανε και της έλεγα: «Θα ‘ρθεις 5 η ώρα, όχι 4», γιατί εγώ είχα στόχο. Διάβαζα το ωράριό μου και το κενό έβγαινα με την τότε φιλενάδα μου. Όποιος δε βάζει στόχους στη ζωή δεν πάει ποτέ μπροστά.
Πήγα στην οδοντιατρική κι είδα ότι ήταν πολυδάπανη που δεν είχα λεφτά κι έφυγα από την οδοντιατρική, γιατί δεν είχα να πληρώσω να φτιάξω τις μασέλες και τα υπόλοιπα. Μπορούσα να μείνω στην οδοντιατρική με υποτροφία ή στην ιατρική με μεταγραφή. Κι έφυγα στην ιατρική με μεταγραφή και φοιτητικό δάνειο. Όσοι είχαμε καλό βαθμό μας δίνανε 12 χιλιάδες δραχμές. 12 χιλιάδες δραχμές, ήμαστε βασιλιάδες. Κι είχα πάρει δύο τέτοια φοιτητικά δάνεια. Η εισαγωγική υποτροφία την έχασα. Με 105 μόρια θυμάμαι, ήμαστε είκοσι πέντε άτομα, πήραν οι δεκαεπτά κι εμείς οι οκτώ δεν πήραμε. Κι αν πάρεις εισαγωγική δεν τη χάνεις, κάθε χρόνο 12 χιλιάδες. Τότε. Περασμένα ξεχασμένα…
Με τα ζόρια, με το μεροκάματο. Εγώ έχω δουλέψει από τα εννιά μου χρόνια στο χωριό, στο αλωνιστικό συγκρότημα. Αυτό το τρακτέρ που βγάζαμε το σιτάρι. Στα εννιά μου χρόνια πρώτο μεροκάματο. Μετά στο Γυμνάσιο πήγαινα στο σχολείο, το απόγευμα δούλευα στα κτήματα μεροκάματο. Στο Πανεπιστήμιο. Μέχρι που τελείωσα Πανεπιστήμιο εγώ, πήγαινα στο χωριό κι ήμουνα ο πρώτος εργάτης. Γεροδεμένος, αγροτόπαιδο. Δούλεψα. Και δούλεψα και σπούδασα.
Πήγα στρατιώτης στη Βόρεια Ελλάδα κι επειδή ήμουν χαρακτηρισμένος Ε2, έξι δυσμενείς μεταθέσεις. Το ‘χα πάρει απόφαση. Κι αφού τελείωσα το στρατό, πήγα για να τιμήσω τα χώματά μας και τα αδέρφια μου, υπηρέτησα ένα χρόνο αγροτικός γιατρός στην Ίκλαινα Μεσσηνίας όπου κατάφερα, πέρασα σαν σίφουνας για ένα χρόνο και μάζεψα χρήματα. Έλεγα θα φύγω…
Όταν τελείωσα το αγροτικό μου, ήρθα στη Θεσσαλονίκη και ζήτησα θέση για ειδικότητα. Μου είπε ο καθηγητής: «Ναι, αρχίζεις αύριο, αλλά το νοσοκομείο -λέει- είναι σε σκηνές». Ήταν ο σεισμός και λέω: «Κύριε Καθηγητά, θα πάρω τον τίτλο του ουρολόγου και δε θα χω χειρουργήσει;», λέει: «Ναι, έτσι γίνεται στην Ελλάδα» κι επειδή είχα και τα φρονήματα που με κυνηγάγανε μπροστά, σταμπαρισμένος, λέω εγώ: «Δε χωράει». Και σηκώθηκα, πήρα το αυτοκινητάκι μου, πήρα τα βιβλία μου και πήγα και κλείστηκα επάνω έξι μήνες στο Goethe-Institut και διάβαζα «Ich liebe dich» μέχρι που την έμαθα τη ρημάδα. Πήρα δεύτερο πτυχίο, γιατί ήταν προϋπόθεση για να αρχίσεις την ειδικότητα. Μόνο με στόχο. Έμενα σε ένα δωμάτιο που έβλεπα μόνο μία οροφή, ένα φως. Αλλά διάβαζα όλη την ημέρα. Μόνο με στόχο. Πήγα και κλείστηκα και διάβαζα σαν μαθητής πρώτης τάξης κι έτσι έμαθα γερμανικά.
Πήγα στο Βερολίνο και κάθισα πάλι στο θρανίο διαβάζοντας δεκαοχτώ ώρες την ημέρα. Σε πέντε χρόνια είχα τελειώσει μέσα στην κλινική, χωρίς να το πάρει πρέφα κανένας, εγώ είχα τελειώσει τη διδακτορική μου. Κατάφερα σε πέντε χρόνια να πάρω ειδικότητα με άριστα και διδακτορικό με άριστα. Η μόνη διάκριση αλλοδαπού στο Βερολίνο. Ήρθε η φιλαρμονική του Πανεπιστημίου για να με τιμήσουνε, επειδή ένας αλλοδαπός διακρίθη για μία πρωτοποριακή εργασία που αφορά τον καρκίνο του προστάτη.
Ώρα που πηγαίναν οι άλλοι σπίτι τους, εγώ κατέβαζα τους ασθενείς μου σε έναν ειδικό θάλαμο και τους εξέταζα με ένα μηχάνημα φορητό, το οποίο το γυρίζαμε με ένα φορτηγάκι. Το πηγαίναμε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. 1016 άτομα εξετάσαμε οι τρεις γιατροί. Ήτανε φοβερή η μελέτη. Ο διευθυντής μου όταν μου έδωσε το certification, μου είπε: «Ντράκο, έδωσα στη ζωή μου πολλά certifications. Εσύ πήρες το καλύτερο. Άριστα» κι όταν έφυγα από πάνω έκλαιγε. Όπως έκλαιγε κι ο επιμελητής μου, γιατί ήμουνα πάρα πολύ αγαπητός.
Κι αφού τελείωσα όλα αυτά --κάθισα εννιάμισι χρόνια στο Βερολίνο-- μάζεψα τα πραγματάκια μου, πήρα τα συντάξιμά μου χρόνια που πλήρωνα εγώ και τα έκανα μηχανήματα. Κι ήρθα στην Ελλάδα ένας ουρολόγος πάνοπλος με όλα τα μηχανήματα. Ξεκίνησα ένα ιατρείο στην Αγίας Σοφίας και δόξα τω Θεώ δούλεψα από την πρώτη μέρα. Έφερα στην Ελλάδα το κεφάλαιο που λέγεται «Ανδρολογία». Βοήθησα τα υπογόνιμα ζευγάρια με τον καλύτερο τρόπο.
Μ’ αρέσει που με σταματάνε στο δρόμο και μου λέει ο άλλος προχθές: «Γιατρέ, έλα εδώ να δεις το παιδί σου» κι ήταν η κόρη μου δίπλα και λέει: «Μπαμπά έχω κι άλλο αδερφάκι και δεν το ξέρω;». Εννοούσε το παιδί που τους έχω κάνει. Πήγα σε ένα super market στην Ποτίδαια, Χαλκιδικής και με αγκαλιάζει ο άντρας και λέει: «Ο γιός σου!». αυτά είναι. Γιατί όλα τ’ άλλα, πλούτη, μεγαλεία, όλα αυτά εδώ έρχονται και παρέρχονται, αλλά να σε σταματήσει ο άλλος και να πει: «Γιατρέ, αυτό είναι το παιδί σου». Τι θέλει παραπάνω; Και λέω σε όλους τους νέους: «Κύριοι, στόχος. Στόχος σημαίνει στόχος».