ΒΙΒΗ ΚΑΡΑΙΣΚΟΥ: Όταν πηγαίναμε στη Χίο τα καλοκαίρια, επειδή όλοι οι παππούδες ρωτάνε αυτό το: «Τίνος είσαι συ;» και γω με το που έλεγα Βιβή ήταν σαν να με ξέρουν όλοι κάπως. Δηλαδή αυτό το: «Α! Η γιαγιά σου ήταν η Βιβή».Δηλαδή η γιαγιά και ο παππούς δεν υπήρχαν απ’ τη μια οικογένεια, αλλά δε ξέραμε δηλαδή δεν μιλούσαμε ποτέ γι’ αυτό. Δεν είχαμε αφηγήσεις όπως τα άλλα παιδιά ότι: «Ήταν έτσι. Η γιαγιά έκανε αυτό, ο παππούς αυτό. Πέθαναν έτσι». Τίποτα. Δεν μιλούσαμε ποτέ γι’ αυτό.
ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΓΙΟΥΡΓΑ: Το μόνο που θυμάμαι ήτανε ότι έφυγε. Και μου είπε: «Να προσέχεις τα παιδιά μου. Τώρα θα είσαι εσύ μάνα για τα παιδιά μου όσο θα λείπω εγώ». Β.Κ: Μεγαλώνοντας μάθαμε ότι πέθαναν σε ένα ναυάγιο. Τελεία.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ: Ήμαστε στην παιδική χαρά και παίζαμε. Μας φώναξε η γιαγιά από το μπαλκόνι, και λέει: «Μαράκι, Αγγελικούλα, ελάτε σπίτι!».Τι έγινε γιαγιά;». «Και ελάτε εδώ. Και οι γονείς σας θαλασσοπνίγονται και εσείς είστε στην παιδική χαρά». Αυτό.
Β.Κ: Eίμαι η Βιβή και έχασα τη γιαγιά μου και τον παππού μου σε ένα ναυάγιο το 1979.
ΧΑΡΙΣ ΠΑΓΩΝΙΔΟΥ: Αυτό είναι ένα podcast για τα πρόσωπα που έφυγαν στη θάλασσα και δε γύρισαν ποτέ. Τι σημαίνει το ταξίδι για την οικογένεια ενός ναυτικού; Πώς καταγράφεται η απώλεια στη μνήμη; Τι αφήνει πίσω του ένα ναυάγιο;
Είμαι η Χάρις Παγωνίδου και αυτό είναι το istorima reversed.
Στις 19 Ιουλίου του 1979 δύο δεξαμενόπλοια ελληνικών συμφερόντων το Atlantic Empress και το Aegean Captain συγκρούονται στα ανοιχτά του Ταμπάκο, κοντά στην Καραϊβική. Από τη σύγκρουση 287,000 τόνοι πετρελαίου καταλήγουν στη θάλασσα, προκαλώντας μια από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές. Το Atlantic Empress πιάνει φωτιά και συνεχίζει να καίει για σχεδόν δύο εβδομάδες. Συνολικά έχασαν τη ζωή τους 26 μέλη του πληρώματος. Ανάμεσα τους ο παππούς και η γιαγιά της Βιβής: Ο Γιώργος ναυτικός του πλοίου και μαζί του η γυναίκα του, και οι δυο τους από τη Βολισσό της Χίου. Η Βιβή, σήμερα είναι 26 ετών και το καλοκαίρι του 2022, 43 χρόνια μετά το ναυάγιο, η Βιβή έγινε ερευνητρια στο istorima με μια βαθιά επιθυμία: να ξεπεράσει τη σιωπή της οικογένειας της και να μάθει όσα περισσότερα μπορεί για το παρελθόν.
B.K: Με αφορμή το istorima μπήκα και διάβασα άρθρα που δεν το είχα κάνει ποτέ, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν δημοσιεύματα για το Atlantic Empress, υπάρχει στη New York Times. Και στο σπίτι κάπως μπήκα σε μια διαδικασία και βρήκα και φωτογραφίες γράμματα. Κάπως είχα στριμώξει την αδερφή της γιαγιάς μου. Ήμασταν στη Χίο, είχε πιεί τα ουζάκια της και εκεί ξεκίνησα εγώ τα: «Πες μου για τη γιαγιά μου, τον παππού μου. Πώς χάθηκαν;» και άνοιξε όλο το κουβάρι της αφήγησης.
Χ.Γ: Ήταν το ‘79 που έγινε το ναυάγιο. Είμαι του ‘56. Πόσο χρονών ήμουνα;
Β.Κ: είκοσι..πέντε χρονών...
Χ.Γ: Εικοσιπέντε κάπου εκεί ναι
Β.Κ: Η θεία η Χρυσούλα και η γιαγιά η Βιβή, οι δυο τους ήταν η σχέση αδερφές, κολλητές, τους συνέδεε το γεγονός ότι οι άντρες τους έλειπαν. Υπήρχε πάρα πολύ στην οικογένεια η ζωή του ναυτικού. Δηλαδή και ο άντρας της γιαγιάς μου ήταν ναυτικός και ο άντρας της θείας μου της Χρυσούλας ήταν ναυτικός. Και ο προπάππους μου, δηλαδή ο μπαμπάς της γιαγιάς μου ο Τάσος, ήταν ναυτικός. Υπήρχε πάρα πολύ. Ήταν κάπως σαν… ένα σπίτι μόνο με γυναίκες.
Χ.Γ: Οι δυό μας. Μέναμε οι δυο μας. Ό,τι είχε, τα φουστάνια της, πήγαινε αγόραζε. Έπαιρνε ό,τι ήθελε να πάρει. Και μου έλεγε μετά: «Πάρε φόρεσέ τα. Εγώ δεν θα τα φορέσω». Μου τα έδινε εμένα και τα φόραγα εγώ.
Β.Κ: Μου περιέγραφε η θεία μου τη γιαγιά μου. Μου μετέφερε μια εικόνα ότι ήταν πάρα πολύ δυναμική και εκτός της εποχής της και της άρεσε πολύ να ταξιδεύει.
Χ.Γ: Έφευγε. Έπαιρνε το αεροπλάνο από την Αθήνα, πήγαινε Πορτογαλία, πήγαινε Αγγλία, πήγαινε όπου ήταν το καράβι και πήγαινε και τον έβρισκε και ερχότανεΒ.Κ: Εγώ πρώτη φορά μάθαινα για τη γιαγιά μου πέρα από το ναυάγιο, το πώς ήταν αν άνθρωπος. Είχε δύο κόρες τη μαμά μου και τη θεία μου την Αγγελική και ενώ κάπως στο χωριό έπρεπε αν ο άντρας ήταν ναυτικός η γυναίκα να μένει με τα πεθερικά και τα παιδιά, η γιαγιά μου είπε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω εγώ αυτό. Δε ζω που δε ζω με τον άντρα μου» και νοίκιασε ένα σπίτι στο χωριό, το οποίο για εκείνη την εποχή ήταν εκτός ας πούμε του κοινωνικού πλαισίου.
Α.Π: Πέρασα πάρα πολύ καλά παιδικά χρόνια. Ήθελα να γίνω ασυρματίστρια. Ήθελα να ταξιδεύω πάρα πολύ. Και έλεγα του μπαμπά μου: «Μόλις τελειώσω το σχολείο, στα 20 μου -του λέω- θα ταξιδεύουμε μαζί». Αυτό έλεγα πάντα.
Β.Κ: Η δεύτερη αφηγήτρια είναι η Αγγελική, που είναι η μια τους κόρη, η δική μου θεία. Πάντα αφηγείται ότι της έλειπε πάρα πολύ ο μπαμπάς της.
Α.Π: Tα ταξίδια του ήταν για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα. Ταξίδευε ένα χρόνο. Δεν μπορούσες να ταξιδέψεις λιγότερο. Ήταν ο κανόνας. Δηλαδή οι ναυτικοί έπρεπε να κάνουν μεγάλα ταξίδια. Η μαμά επειδή ήταν ένα ζευγάρι πάρα πολύ αγαπημένο, προκειμένου να είναι μαζί του δύο μήνες, τρεις μήνες, έφευγε μαζί του την ημέρα που κλείνανε τα σχολεία, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο. Και συνήθως επέστρεφαν μαζί το Σεπτέμβρη. Άρα ήταν μαζί τέσσερις μήνες και ο μπαμπάς με εμάς ένα μήνα. Δεν έχω αναμνήσεις από το μπαμπά μου. Οι αναμνήσεις μου είναι πάντα τόσο λίγες που πάνω που πήγαινα να τον συνηθίσω, θυμάμαι από μικρή έλεγα: «Πάνω που τον συνηθίζω, φεύγει». Δηλαδή δεν μπορώ να πω ότι μου έλειψε η παρουσία του στο σπίτι, δεν υπήρχε η παρουσία του. Η βαλίτσα υπήρχε πάντα. Και τότε μικρές ας πούμε μπαίναμε μέσα στη βαλίτσα, εγώ και η αδερφή μου. Έτσι ήτανε η ζωή του ναυτικού όμως.
Χ.Γ: Μια φορά μου λέει: «Θα φύγω, θα πάω στον άντρα μου. Τι θέλεις να σου κάνω δώρο;» Λέω: «Μία τηλεόραση». Ήταν η πρώτη τηλεόραση που ήταν στη Βολισσό. Μου έκανε το χατίρι για να κρατήσω τα παιδιά της, να πάει να δει τον άντρα της.
Α.Π: Ανυπομονούσα να έρθει ο μπαμπάς γιατί ήταν ένα πάρτι στο σπίτι. Δώρα! Πράγματα! Είχαμε το πρώτο ποδήλατο, το είχα χα εγώ! Είχαμε τα πάντα! Είχαμε όλα τα καλά στο σπίτι γιατί ο ναυτικός τότε έπαιρνε πολλά χρήματα και ξεχώριζε ότι αν ήσουν ναυτικός, δεν έλειπε τίποτα. Είχαμε και τηλεόραση. Είχαμε πολυμίξερ, είχαμε μπλέντερ, είχαμε νεσκαφέ. Μας έφερνε τα πάντα. Δηλαδή μας είχε φέρει μια φορά κάσιους. Που δεν ξέραμε τι είναι. Μας είχε φέρει κούκλες από την Ιαπωνία, που δεν παίζαμε. Ό,τι μας έφερνε, το στολίζαμε. Μας έφερνε κούκλες και έλεγε: «Παρ’ τις να παίξεις». «Μα δε θέλω να τη λερώσω». Είχαμε στυλούς από την Αμερική που έβγαζε ας πούμε όλα τα χρώματα και πηγαίναμε στο σχολείο και οι καθηγητές ή οι δάσκαλοι εντυπωσιάζονταν. Λέει: «Τί είναι αυτά;». «Μας το έφερε ο μπαμπάς μας από την Αργεντινή. Μας το έφερε ο μπαμπάς μας από τον Καναδά». «Έλα Αγγελικάκι». «Έλα». «Τι θες να σου φέρω;». «Τίποτα. Να έρθεις εσύ!
Α.Π: Το τηλέφωνο το είχαμε από τότε που παντρεύτηκε γιατί ήταν όρος της μαμάς. Δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχαν τίποτα. και ξέραμε. Δε θυμάμαι τώρα την ημέρα, με ραντεβού τηλεφωνικό, έτσι; Ότι έπρεπε κάθε Παρασκευή 19:00 η ώρα, καθόμασταν στο τηλέφωνο να μας πάρει ο μπαμπάς. Εμείς δεν παίρναμε ποτέ. Εκείνος. «Έλα μπαμπά τι κάνεις; Έτοιμος». Έκλεινε από εμάς, άνοιγε από εκείνον. «Είμαι καλά, τι κάνετε; Έτοιμος». Η μεγαλύτερη απογοήτευση ήτανε όταν δεν έπαιρνε που κάτι θα είχε συμβεί. Και θυμάμαι τότε που λυπόμουν τη μαμά μου και της έλεγα: «Μην κλαις μαμά, δεν πειράζει. Δεν πειράζει». Και εκείνη έλεγε: «Μα γιατί να μη μας πάρει τώρα;».Τα γράμματα που έχω γράψει είναι απίστευτα. Γράμματα! Μας έβαζε, λοιπόν, η μαμά μέρα πάρα μέρα γράμμα στο μπαμπά και από εκείνον. Η μαμά δηλαδή τον ανέφερε συνέχεια και προσπαθούσε να τον βάλει στη ζωή μας. Όμως η αλήθεια είναι ότι αν δεν ζήσεις με έναν άνθρωπο, δε μπαίνει στη ζωή σου.Την τελευταία φορά έφυγε κρυφά η μαμά μου. Έφτιαξε την βαλίτσα της. Εγώ το ήξερα και η αδερφή μου. Μας είχε πει: «Δε θα πείτε σε κανέναν τίποτα. Φεύγω. Πάω με τον μπαμπά. Τι να σας φέρω;». Εγώ έλεγα πάντα ό,τι θέλεις.
Χ.Γ: Το μόνο που θυμάμαι ήτανε ότι έφυγε. Και μου είπε: «Να προσέχεις τα παιδιά μου. Τώρα θα είσαι εσύ μάνα για τα παιδιά μου όσο θα λείπω εγώ». Ναι. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν οι τελευταίες της κουβέντες που μου είπε…Ναι και έφυγε.
Β.Κ: Εδώ τώρα έχω διάφορα γράμματα- τα οποία είναι πολύ συγκινητικά. Είναι σίγουρα κάπου το 79’ και είναι γράμμα που έχει στείλει η γιαγιά μου στο μπαμπά της, τον Τάσο, ο οποίος βρισκόταν σε άλλο καράβι. «Μπαμπά δεν έχουμε νέα σου και μιλάμε και με τη μαμά και μαθαίνουμε στη Χίο ότι ούτε αυτή έχει νέα σου. Τα νέα τα δικά μας είναι πάντα τα ίδια. Τη ζωή που κάνουν αυτά τα βαπόρια τη γνώρισες καλά και την ξέρεις. Τώρα φύγαμε από Περσικό για Αμερική, να ξεφορτώσουμε, και δεν θα δούμε ούτε γλάρους. Όπως θα μάθατε το Γιαννάκι δεν κάθισε, βαρέθηκε και έφυγε». Αυτός είναι ο άνδρας της θείας μου.
Χ.Γ: Ήταν και ο άντρας μου μέσα. Ήταν δέκα μέρες που είχε φύγει από μέσα. Είχε βγει εκείνος σε ένα λιμάνι και της λέει: «Έλα να πάμε στην Ελλάδα, γιατί μεγάλωσε και η κόρη σου και πρέπει να… η μεγάλη η κόρη. Πρέπει να έρθεις, να πάμε στην Ελλάδα». Και δεν ήθελε. Λέει: «Όχι. Θα κάνω ένα ταξίδι με τον άντρα μου και θα φύγουμε μαζί. Θα βγούμε».
Β.Κ: «Όπως μου λέει η μαμά, οι κόρες μου έχουν μεγαλώσει πάρα πολύ. Είναι πιο μεγάλες από μένα. Μπαμπά δε βλέπω την ώρα να περάσει ο καιρός για να ξεμπαρκάρουμε. Κάνω υπομονή, Μήπως μαζέψουμε κανένα φράγκο. Γιαυτό κάνω υπομονή. Αυτά μπαμπά μου τα νέα μας. Περιμένω να μάθουμε δικά σας νέα. Και σας ευχόμαστε καλά ταξίδια. Με το καλό σπίτι μας».Λοιπόν έχω φτάσει ακόμα πιο κοντά στο ναυάγιο, είναι 16/06. Είναι ακριβώς πριν.«Γλυκά μου μωρά εύχομαι να είσαστε καλά και να πάρετε το άριστα. Σας γράφω λίγα, γιατί έχει αρρωστήσει ένα καμαρωτάκι και έχω πάρα πολλή δουλειά. Στο άλλο λιμάνι θα σας γράψω πάρα πολλά. Αν σας άρεσαν και τα παπουτσάκια να μου το πείτε στο τηλέφωνο να σας πάρω και άλλα. Σας φιλούμε. Η μαμάκα και ο πατερούλης».Συγκινήθηκα και με αυτό.
Α.Π: Εκείνη την ημέρα ήταν η επέτειος των γονιών μας. Και κάνανε μεγάλη γιορτή στο πλοίο. Είχανε βάλει το πλοίο στον αυτόματο και έγινε το κακό. Β.Κ: Τα δύο πλοία συγκρούστηκαν στη διάρκεια μιας καταιγίδας με πάρα πολλή ομίχλη με αποτέλεσμα να ξεκινήσει διαρροή πετρελαίου και τα δύο πλοία να πάρουν φωτιά.
Χ.Γ: Όσοι μείνανε στη θάλασσα που ξέρανε μπάνιο και πολύ λίγα άτομα, βέβαια—, σωθήκανε. Αλλά αυτοί που ήτανε στις βάρκες καήκανε, γιατί έπεσε κομμάτι από το καράβι και τους έκαψε.
Α.Π: Τώρα πως το μάθαμε; Είμαστε στην παιδική χαρά και παίζαμε. Μας φώναξε η γιαγιά από το μπαλκόνι, και λέει: «Μαράκι, Αγγελικούλα, ελάτε σπίτι!». Ερχόμαστε σπίτι, «Τι έγινε γιαγιά;». «Και ελάτε εδώ. Και οι γονείς σας θαλασσοπνίγονται και εσείς είστε στην παιδική χαρά». Αυτό. Εγώ το άκουσα, το έμαθα από τη τηλεόραση. Κάθομαι στις ειδήσεις 11 χρονών παιδί και ακούω τα ονόματα των γονιών μου ότι ήτανε μέσα στους αγνοούμενους. Όπου βέβαια λέει οι ελπίδες να βρεθούν ζωντανοί είναι ανύπαρκτες γιατί καίγεται η θάλασσα. Δεν κοιμηθήκαμε. Μας έστειλαν στο πάνω σπίτι με μία γειτόνισσα. Και όλοι οι άλλοι κάτω περίμεναν σε ένα τηλέφωνο.Καμία επικοινωνία το γραφείο, καμία επικοινωνία η εταιρεία. Την άλλη μέρα κόσμος πάρα πολύς στο σπίτι να μπαινοβγαίνει και εμάς να μας λένε: «Πηγαίντε στην αυλή να παίξετε, όχι στην πλατεία». Τι θα πει ο κόσμος!
Είμαστε με την αδερφή μου στην αυλή πάνω σε ένα ποδήλατο τα δυο μας 20 του μήνα. Πάλι καμία ενημέρωση. 21 του μήνα μας παίρνει μια γειτόνισσα να πάμε στην Αγία Μαρκέλλα. Και μας ψωνίζει κάτι βραχιόλια και ερχόμαστε σπίτι, τα φοράμε στο χέρι και λέει η γιαγιά μέσα στον πόνο της και εκείνη, λέει: «Καλά -λέει- οι γονείς σας, -λέει- πέθαναν και εσείς φοράτε βραχιόλια;».
Χ.Γ: Στη βάρκα που ήταν μέσα η αδερφή μου και ο άντρας της ήτανε τριάντα άτομα. Μέσα στη βάρκα. Μόνο ένας Χιώτης έζησε. Και αυτός μάς είπε ότι είδε τη βάρκα, ότι έπεσε η φωτιά. Ήρθε και είδε τον άντρα μου και μιλήσανε μαζί. Και του είπε ότι όσοι ήτανε σε βάρκες δεν πρόκειται να γυρίσουν. Είχαμε δε και τη γιαγιά, του πατέρα μου την μητέρα, που ήταν 80 χρονών και, και ρώταγε: «Γιατί κλαίτε, γιατί φοράτε μαύρα;», και μας ρώταγε: «Πότε θα έρθουν τα παιδιά; Γιατί δεν έρχονται τα παιδιά; Κάτι μου είπανε για τα παιδιά». Και της είπαμε ότι είναι ψέματα αυτά που λένε: «Να μην ακούς αυτά που λένε. Τα παιδιά ταξιδεύουν, είναι καλά, είναι μια χαρά». Και σε μια βδομάδα πέθανε η γιαγιά. Α.Π: Για σαράντα μέρες ήταν πάρα πολύ δύσκολα γιατί δε ξέραμε. Εγώ έλεγα μπα είναι ψέματα, κάπου θα ζούνε, κάπου θα υπάρχουν.
Χ.Γ: ‘Οταν χαθήκανε, μου ήρθε ένα γράμμα ξεχασμένο. Στο ταχυδρομείο. Έγραφε η αδερφή μου ότι θα έρθει, ότι θα βαφτίσει το παιδί, να προσέχω τα παιδιά της, «Είμαστε καλά, είμαι καλά, περνάω καλά με τον άντρα μου». Μετά από αρκετό καιρό που χαθήκανε ήρθε αυτό το γράμμα. Και όταν φύγανε από εδώ, είχανε χάσει και τις βαλίτσες τους στο αεροδρόμιο, δεν τις βρήκανε ποτέ. Όταν χαθήκανε, λοιπόν, ήρθανε και οι βαλίτσες.
Β.Κ: Τα κορίτσια μετά το ναυάγιο είχαν σίγουρα μια δύσκολη παιδική ηλικία στο χωριό. Σίγουρα ήταν δύσκολα και οικονομικά, ωστόσο η οικογένεια της γιαγιάς μουήταν σαν γονείς για τα κορίτσια και αντίστοιχα τα παιδιά της θείας μου της Χρυσούλας που ήταν στην ίδια ηλικία είναι σαν αδέρφια.
Α.Π: Όταν πηγαίναμε σχολείο, οι καθηγητές,δεν ήτανε ενημερωμένοι για την οικογενειακή μου κατάσταση. Εμένα πάρα πολλές φορές με είχαν φέρει σε δύσκολη θέση. Δηλαδή ρώταγαν: «Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σας;». Και εγώ έλεγε είναι ναυτικός. Δεν ήθελα να πω ποτέ, δεν ήθελα να με λυπηθεί ποτέ κανείς. Δεν ήθελα να πω ότι έχω χάσει τους γονείς μου. Και όταν ερχόταν η γιορτή, ας πούμε 28η Οκτωβρίου, ερχόταν η γιαγιά μαυροντυμένη, η θεία η Χρυσούλα μαυροντυμένη, εκεί γινόταν το σούσουρο. Και ένιωθα ότι με λυπότανε και εκνευριζόμουνα πάρα πολύ και δεν ήθελα. Και επίσης τα πρώτα χρόνια έλεγα στη γιαγιά δε θέλω να λες ότι έχω χάσει τους γονείς μου. Και πάρα πολλές φορές στη Χίο που κατεβαίναμε την αποκαλούσα «μαμά». Της έλεγα: «Μαμάκα μου» και μου έλεγε: «Δεν είμαι η μαμά σου, είμαι η γιαγιά σου».
Β.Κ: Κάπως νομίζω για όλη την οικογένεια είναι αβίωτο πένθος αυτό το ναυάγιο. Δηλαδή μπορώ να καταλάβω γιατί δε το συζητάνε. Ακόμα και τώρα στις συνεντεύξεις κλαίνε κι εγώ έκλαιγα αλλά βουβά. Β.Κ: Επειδή δεν υπάρχουν και μνήματα για κανέναν απ’ τους δύο, το ‘νιωθα πολύ και προσωπικό αλλά και ότι ένιωσα κι εγώ τη σημασία της ιστορικότητας. Ότι κάτι μένει. Δεν είναι απλά θαμμένες ιστορίες στο ντουλάπι της γιαγιάς μου που είναι και τραύμα για την μαμά μου και τη θεία μου. Σίγουρα νιώθω ότι είναι αντί μνημοσύνου.
Χ.Γ: Μόνο μνημόσυνα κάναμε. Και τις φωτογραφίες τους βάζαμε στα μνημόσυνα. Αφού δεν υπήρχε, δεν βρήκαμε τίποτα, πώς να κάνουμε μνήμα; Απλά μόνο μνημόσυνα. Τίποτα άλλο.
Α.Π: Έλεγα να βρεθεί κάτι, κάτι ρε παιδί μου. Το παίρνεις απόφαση και τελειώνει. Και έχεις κάπου να απευθυνθείς. Είναι εδώ. Είναι αυτό. Τώρα δεν είναι πουθενά! Για πάρα πολλά χρόνια έλεγα ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα έρθουνε. Έζησα με αυτό για πάρα πολλά χρόνια. Χωρίς να το πω ποτέ σε κανέναν. Ποτέ! Το πιο ωραίο όνειρο που έχω δει είναι ότι έρχονται. Ήταν το πιο ωραίο όνειρο που έχω δει.
Χ.Γ: Δεν μπορώ να κάνω μπάνιο. Δεν μπορώ να πάω. Βλέπω τη θάλασσα...Εγώ κολύμπαγα πάρα πολύ και πήγαινα πολύ μακριά. Πήγαινα πολύ μέσα, βαθιά στη θάλασσα. Όταν φτάσω, λοιπόν, σε κάποιο σημείο που απομακρύνομαι από τον κόσμο δεν μπορώ. Νομίζω ότι κάτι μου έρχεται, ρε παιδί μου, ότι φοβάμαι. Δεν ξέρω. Ανατριχιάζω. Δεν μπορώ να το καταλάβω, να το πιστέψω ότι εκεί μέσα χάθηκε η αδερφή μου. Δεν την μπορώ τη θάλασσα καθόλου. Τη βλέπω και με πιάνει άλλο πράγμα.
Α.Π: Δε μου φταίει η θάλασσα. Δηλαδή ανθρώπινο λάθος ήτανε. Η θάλασσα δε μου φταίει σε κάτι. Ούτε τη φοβάμαι τη θάλασσα. Παλιά τη φοβόμουνα. Λέω γιατί να τύχει σε μένα; Αφού έτυχε μια φορά, μπορεί να ξανατύχει. Αυτό είχα στο μυαλό μου. Αλλά είναι κόλλημα, είναι οπισθοδρόμηση. Η θάλασσα δεν φταίει.
Χ.Π: Όσα αφήνει πίσω ένα ναυάγιο, ένα podcast της σειράς istorima reversed. Ανακάλυψε περισσότερες αληθινές ιστορίες που θα αλλάξουν τον κόσμο σου στο istorima.org, και σε όλες τις πλατφόρμες podcast. Istorima. Μία ιστορία αλλάζει πολλές.