Παύλος Πουλατσίδης: Κάθε Πόντιος κι έχει την ιστορία του, κάθε Πόντια έχει την ιστορία του.
Εισαγωγή: Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας από τον Πόντο, που το όνομά της δε διασώθηκε. Έμεινε όμως ζωντανή η ιστορία της, πέρασε από γενιά σε γενιά μέσα από τις διηγήσεις Ποντίων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στο χωριό Άγιος Γεώργιος Γρεβενών. Οι βασανισμένοι αυτοί άνθρωποι του διωγμού δε διηγούνταν στα παιδιά και στα εγγόνια τους παραμύθια, αλλά αληθινές ιστορίες πόνου, ξεριζωμού και νοσταλγίας, για την πατρίδα που έχασαν.
Παύλος Πουλατσίδης: Γύρω στο Τοκάτ και Νιξάρ κι Αμάσεια υπήρχαν περίπου είκοσι πέντε-τριάντα χωριά καθαρόαιμα Χριστιανοί. Τούρκοι δεν υπήρχαν μέσα. Το ’22 κατέβηκαν τα γυναικόπαιδα, τα πήρε ο Τοπάλ Οσμάν εξορία.
Εισαγωγή: «Εξορία», σημαίνει πορεία θανάτου. Στα χρόνια της Γενοκτονίας των Ποντίων, εκατοντάδες χιλιάδες Πόντιοι εκτοπίστηκαν βίαια από τα χωριά τους κι οδηγήθηκαν σε εξοντωτικές πορείες μέσα στην έρημο, όπου πέθαιναν από εξάντληση, πείνα, δίψα, κακουχίες και βασανιστήρια. Σε μία τέτοια πορεία θανάτου, βρέθηκε κι η γυναίκα της ιστορίας μας, μαζί με το δίχρονο παιδί της.
Παύλος Πουλατσίδης: Εκεί που περνούσαν σε μια πόλη, Αμάσεια, είκοσι δύο χρονών γυναίκα είχε ένα αγόρι ενάμισι χρονών με δύο. Αφού είχαν πάρει απόφαση τα παιδιά θα χαθούν κι οι ίδιοι θα χαθούν: «Τα παιδιά τουλάχιστον να τα αφήσουμε όπου-όπου, θα βρεθεί κανένας χριστιανός να τα πάρει, για να γλιτώσουν».
Ξεφεύγει από την ομάδα που ήταν εξορία, πηγαίνει μες στην πόλη και σε έναν φούρνο μπροστά, το αφήνει το μωρό. Λέει: «Κάτσε εδώ, αγόρι μου, θα πάω να ζητιανέψω, να σου φέρω τροφή και θα φας». Σκοπός είναι να τ’ αφήσει εκεί, σε έναν φούρνο σημαδιαμένο. Τ’ αφήνει, τ’ αφήνει εκεί πέρα το μωρό, φεύγει πενήντα μέτρα, ξαναγυρίζει πίσω. «Να το πάρω; Να μην το πάρω; Να το πάρω;» Τρεις φορές αποφάσισε και τελευταία, αποφάσισε να το αφήσει.
Το μωρό άρχισε να κλαίει, αφού δεν ήρθε η μάνα, άργησε να ‘ρθει. Μια κυρία, Τουρκάλα, από αξιωματικό γυναίκα, άτεκνη. Σύμπτωση. Κατεβαίνει κάτω, το μωρό --αφού κλαίει το μωρό-- το παίρνει, το πηγαίνει στο σπίτι. Λέει τον άντρα της: «Αυτό κι αυτό. Βρήκα ένα μωρό, έκλαιγε, Χριστιανόπουλο πρέπει να είναι, ενάμισι χρονών, περίπου δύο». Αυτή η γυναίκα ήταν στην ίδια ηλικία που άφησε το μωρό, είκοσι δύο χρονών. Ο αξιωματικός ήταν μεγάλος στην ηλικία. Το σπουδάζουν το παιδί αυτό και παίρνει πτυχίο εισαγγελέας, αλλά δεν ξέρει κανένας ότι είναι Χριστιανόπουλο.
Το ’65, ο Παπανδρέου ο Γεώργιος είχε έρθει στην κυβέρνηση κι είχαν καλές σχέσεις με την Τουρκία. Βρήκε ευκαιρία η γιαγιά από τον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών --απ’ το ’22 μέχρι το ’65 έφτασε τα εβδομήντα-- παίρνει απόφαση, βγάζει διαβατήριο για να πάει να βρει το παιδί. Έτσι ξεκινάει τώρα.
Πηγαίνει εκεί πέρα, βρίσκει τον φούρνο. Έκατσε στον φούρνο μπροστά κι άρχισε να κλαίει. «Κάποιος θα ξέρει, αυτό το παιδί που το πήρε, από τη γειτονιά». Η κυρία που είχε πάρει το μωρό, το μεγάλωσε, άκουσε τη γριά, κλαίει και φωνάζει, τούρκικα. Κατεβαίνει κάτω: «Τι κλαις, κυρά μου;» «Εδώ», λέει, «το ’22 άφησα ένα μωρό», λέει, «περίπου ενάμιση χρονών με δύο», λέει, «εσύ ή η γειτονιά πρέπει να ξέρεις ποιος το πήρε. Ζει; Δε ζει;» κτλ. «Έλα εδώ», λέει, «ο γιος μου είναι εισαγγελέας. Θα τον πούμε και θα το βρούμε». Ενώ ήταν ο γιος του!
Το παίρνει, το πηγαίνει στο σπίτι. Η ώρα 2 έρχεται απ’ το γραφείο ο εισαγγελέας, πηγαίνουν στο ιδιαίτερο και λέει: «Η μάνα σου ήρθε, τι θα κάνουμε τώρα;» «Άσ’ το σε μένα», λέει ο γιος του.
Πηγαίνει, την καλωσορίζει, τη φιλάει. «Για πες μου, κυρά μου, πώς τον έχασες τον γιο σου;» λέει ο γιος τη μάνα του, αλλά δεν ξέρει… Tώρα ξέρει ο γιος του ότι είναι η μάνα του... Και λέει όλη την ιστορία, το τι τράβηξαν στην εξορία, για ποιο λόγο άφησε το παιδί, κτλ. «Μη φοβάσαι καθόλου», λέει, «εγώ θα το βρω το παιδί σου. Εδώ, με τη μάνα μου», λέει, «θα φάτε, θα πιείτε», κτλ.
Πήγαινε στο γραφείο, έρχονταν το βράδυ, μιλούσαν, έλεγε την ιστορία του. «Σίγουρα σε έναν μήνα θα το βρούμε». Το κρατάει έναν μήνα τη μάνα του, βγάζει βίζα, την κρατάει δυο μήνες. Τελευταία, γράφει ένα γράμμα: «Εγώ είμαι ο γιος σου, είναι αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό, δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ, γιατί θα χάσω τη θέση μου. Αν με καταλάβουν ότι είμαι Χριστιανός, θα με διώξουν. Θα ‘ρθω να σε βρω».
Το γράφει στα τούρκικα. Το παίρνει η γυναίκα, αγράμματη, το βάζει στην τσάντα. Τη σακούλα τη γεμίζει με του ταξιδιού, η μάνα του, η δεύτερη μάνα, καραμέλες, σύκα, χαβανίσιο καπνό, τον καλύτερο. Το πήρε αυτή, έρχεται στον Άη Γεώργιο, μετά δυο μήνες. Στον Άη Γεώργιο Γρεβενών.
Μαζεύονται όλοι να μάθουν τα νέα. Τώρα, εκεί που έβγαλε τον καπνό να μοιράσει, να τους κεράσει η γυναίκα, βρήκε το γράμμα. Το ανοίγουν το γράμμα. Ποιος θα το διαβάσει; Λένε: «Να πάμε στον δάσκαλο στο Σειρήνι, Θεόδωρος Θεοδωρίδης λέγεται».
Πηγαίνουν, στέλνουν ένα αγροτικό, λοιπόν, τον παίρνουν τον παππού, τον πηγαίνουν εκεί πέρα. Το διαβάζει και λέει: «Αυτός ήταν ο γιος σου». Η γριά παθαίνει καρδιά, από καρδιά και πεθαίνει. Και δε στέλνουν γράμμα πίσω, αφού πέθανε η γριά.
Αυτό μας το είπε ο Θεοδωρίδης, ο δάσκαλος, ήταν πολύ μορφωμένος. Δεν το είπε μόνο μια φορά, συνέχεια το ‘λεγε, γιατί εγώ επέμενα να το πει. Επειδή ήμαν μικρός στην ηλικία ακόμα, δέκα χρονών, νόμιζα είναι παραμύθι.