Με λένε Βασίλη Μπουρτσάλα και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι, σε μια οικογένεια που μας παρείχε τα πάντα και με το παραπάνω. Ο πατέρας μου είχε ένα από τα πρώτα καταστήματα με γυναικεία ένδυση στην περιοχή. Με θυμάμαι να περνάω ατέλειωτες ώρες εκεί - στην ουσία μεγάλωσα μέσα στο μαγαζί - βλέποντας ανθρώπους να δοκιμάζουν ρούχα, να κάνουν παζάρια, ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο της ταμειακής. Χαρούμενα πρόσωπα.
Λένε ότι τα πρώτα παιδικά βιώματα είναι πολύ ισχυρά και αν δεν μας καθορίζουν, μας επηρεάζουν σίγουρα.
Σαν παιδί, τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ εύκολα, κάτι που μάλλον κληρονόμησα από τη μητέρα μου. Όταν ο υπόλοιπος κόσμος ήταν στο κρεβάτι του, εκείνη συνήθιζε να σιδερώνει στο σαλόνι βλέποντας παλιές αμερικάνικες ταινίες με ηθοποιούς που είχε την τύχη να συναντήσει από κοντά. Ήταν αεροσυνοδός. Στην ολυμπιακή, τη χρυσή εποχή του Ωνάση.
Εκείνα τα βράδια, με μεγάλη προσοχή μην ξυπνήσω τον πατέρα μου, τρύπωνα στο δωμάτιο που σιδέρωνε η μητέρα μου και βλέπαμε μαζί ταινίες. Λάτρευε να μου μιλά για τα πρόσωπα στην οθόνη και εγώ λάτρευα να τα παρακολουθώ. Fred Astaire, Gary Cooper, Cary Grant, μεγάλωσα με τις ταινίες τους, τη χάρη τους, το στυλ τους. Εκεί γεννήθηκε η αγάπη μου για την ανδρική ένδυση. Ίσως κιόλας, αυτοί να ευθύνονται που θέλω η ζωή μου να είναι σαν ταινία και μάλιστα χολιγουντιανή.
Μεγαλώνοντας, άρχισα να δουλεύω στο μαγαζί του πατέρα μου. Κάθε Τετάρτη κλείναμε στις 3. Εγώ τότε έπαιρνα το λεωφορείο και κατέβαινα στην Ομόνοια. Περπατούσα όλη τη Σταδίου, μπαλάκι δεξιά-αριστερά τους δρόμους και έβλεπα όλες τις βιτρίνες. Από το πιο μικρό αντρικό μαγαζί μέχρι το πιο μεγάλο. Θαύμαζα τα κοστούμια.
Κάπου στα 17-18, ύστερα από πολύ πίεση, πείθω τον πατέρα μου να ανοίξουμε μαγαζί με ανδρικά. Πίστευα ότι θα πετύχει.
Παράλληλα δίνω πανελλήνιες. Περνάω στο ΤΕΙ Χαλκίδας, λογιστική. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Φεύγω για διακοπές με την κοπέλα μου στην Κρήτη. Θέλω να χαλαρώσω. Όταν επιστρέψω θα σκεφτώ τι θέλω να κάνω.
Ενώ λιώνω στην ξαπλώστρα του ξενοδοχείου με τον ήλιο από πάνω μου να καίει περιμένοντας το δεύτερο κοκτέιλ να με δροσίσει, βλέπω τον σερβιτόρο να με πλησιάζει. Κάποιος με ζητά στο τηλέφωνο της ρεσεψιόν. Είναι η μητέρα μου που μου ανακοινώνει ότι με έγραψε σε ένα αμερικάνικο κολλέγιο, ένα από τα 2 που υπήρχαν τότε στην Αθήνα. Τρελαίνομαι. Δεν ξέρω καν να μιλάω καλά αγγλικά.
Δεν κατάλαβα πως βρέθηκα εδώ. Κοιτάζω την κόλλα μπροστά μου και γνωρίζω το πολύ 5 λέξεις. Με ένα λεξικό δίπλα μου, οι 5 γίνονται 10, οι 10 γίνονται 20. Μαθαίνω!
Παράλληλα δουλεύω στο μαγαζί που ανοίξαμε. Τα κομμάτια που επιλέγω είναι ποιοτικά συνεπώς και ακριβά. Παρόλα αυτά έχουν απήχηση.
Το μαγαζί πάει καλά, βγάζω καλά λεφτά, η σχολή προχωρά αλλά νιώθω κάτι να με τρώει μέσα μου. Δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Σκέφτομαι ότι όλα είναι στρωμένα, έτοιμα. Δεν έχω κάνει τίποτα μόνος μου.
Είναι η εποχή όπου η κοπέλα μου είναι στην Αμερική και σπουδάζει. Είμαστε ερωτευμένοι, συνεχίζουμε την σχέση εξ αποστάσεως. Επικοινωνούμε συχνά, μου λέει συνεχώς ότι της λείπω και ότι θέλει να με δει.
Μια μέρα ξυπνάω και παίρνω την απόφαση να φύγω. Θέλω να ξεκινήσω κάτι μόνος μου. Θέλω να πάω στην Αμερική. Η κοπέλα μου τρελαίνεται από τη χαρά της, προτείνει να κάνω αίτηση σε όσα περισσότερα πανεπιστήμια μπορώ. Κάνω αίτηση μόνο στο Rhode Island School of Design. Θα ακολουθήσω αυτό που θέλω, αυτό που με γεμίζει. Το μυαλό μου αρχίζει να πλάθει ιστορίες.
Στην αρχή θα είναι δύσκολα, δεν θα βγάζω πολλά, ίσως δουλεύω λάντζα. Τα πρωινά θα πηγαίνω στη σχολή. Δεν θα χάνω μάθημα. Πιστεύω γρήγορα θα τα καταφέρω, ίσως περάσω στο μπαρ. Θα μάθω να φτιάχνω κοκτέιλ, τα tips θα πέφτουν βροχή. Θα εξελίσσομαι στο design, θα αποκτώ όλο και περισσότερα skills. Μια βραδιά, θα είμαι στο μπαρ, θα φοράω ένα καλοραμμένο κοστούμι κρατώντας το ποτό μου. Θα σκέφτομαι το επόμενο μου project. Θα είμαι πια designer.
Η αίτηση για το πανεπιστήμιο απορρίπτεται. Όλα γκρεμίζονται. Πώς θα της το πω;
Λίγες μέρες μετά βρίσκω τη δύναμη. Η αντίδραση της κοπέλας μου δεν είναι η αναμενόμενη. Δεν φάνηκε να στεναχωριέται. Χωρίς να το ξέρω έκανε αίτηση για εμένα και σε άλλα πανεπιστήμια. Με δέχτηκε το North Eastern University για σπουδές business. Δεν είναι αυτό που θέλω να σπουδάσω. Είναι όμως το εισιτήριο μου για να ξεκινήσω τη δική μου ζωή.
Το πανεπιστήμιο με κόβει στα Αγγλικά. Δεν μπορώ να πάρω πολλά μαθήματα, πρέπει να δώσω το Michigan Test.
Είμαι στην Αμερική. Μου φαίνονται όλα πολύ μεγάλα. Ο κόσμος είναι διαφορετικός και διαφορετικά ντυμένος. Ο ρυθμός της ζωής πιο γρήγορος. Όλα πιο challenging. Όσοι είναι εδώ μου φαίνεται ότι κυνηγάνε κάτι.
Περπατάω στην πόλη, μπαίνω σε μεγάλα πολυκαταστήματα. Στον ίδιο χώρο βρίσκω από το πιο φθηνό κοστούμι μέχρι το πιο ακριβό. Κάποια φτάνουν μέχρι και τις 4.000 δολάρια. Έχει να κάνει με την ποιότητα και την κατασκευή του ρούχου. Τα μελετάω.
Για να βγάλω λεφτά πιάνω δουλειά σ’ ένα κλαμπ. Δουλεύω στην γκαρνταρόμπα. Τα tips είναι πολύ καλά. Ένα βράδυ χρειαζόμαστε κόσμο στο ταμείο. Η γυναίκα του αφεντικού χρειάζεται βοήθεια. Στα άλλα πόστα τα tips είναι καλύτερα, κανείς δεν προσφέρεται. Το κάνω εγώ. Εκείνο το βράδυ γινόμαστε φίλοι. Το αφεντικό αρχίζει να με εμπιστεύεται.
Το πανεπιστήμιο ζητάει να κάνω πρακτική άσκηση. Έχω αγχωθεί. Μια βραδιά το λέω στην γυναίκα του αφεντικού. Μου λέει να μην ανησυχώ, θα με βοηθήσουν εκείνοι. Ξέρουν κάποιον στην American Express. Τυχαίνει ο άνθρωπος που μου κάνει τη συνέντευξη να είναι Έλληνας και μάλιστα έχουμε κάτι κοινό. Είναι γιος μιας φίλης της μαμάς μου από την εποχή της Ολυμπιακής. Αρχίζω να δουλεύω στην εταιρεία. Αποκτώ εμπειρία. Η νέα καθημερινότητα με απορροφά. Χωρίζω με την κοπέλα μου, αλλά δεν πέφτω ψυχολογικά. Ένας νέος κόσμος μου ανοίγεται. Σκέφτομαι να πάω στην Νέα Υόρκη.
Κάνω αίτηση στην Craft & Foods. Επειδή είχα προϋπηρεσία στην American Express με δέχονται.
Περπατάω στην Time Square. Μου φαίνονται όλα πολύ οικεία. Βλέπω παντού ανθρώπους με κοστούμια να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Το πρωί δουλεύω, βγάζω λεφτά. Αγοράζω κοστούμια. Τη νύχτα βγαίνω. Πηγαίνω σε πάρτι και γνωρίζω κόσμο. Περνάω τέλεια. Η ζωή μου μοιάζει με ταινία. Κάποιος θα έλεγε ότι ζω το όνειρο του γιάπη.
Μια μέρα, στο διάλειμμα, ενώ πίνω καφέ στο εστιατόριο της εταιρείας, βλέπω την Τζόι. Είναι ψηλή, καλοντυμένη, θυμίζει σταρ του Χόλυγουντ. Σχεδόν ερωτεύομαι. Η εικόνα της δεν ξεκολλάει από το μυαλό μου.
Ένα μεσημέρι, λίγο πριν σχολάσουμε. Ετοιμάζομαι να φύγω. Ο υπεύθυνος μου με στέλνει να μεταφέρω κάποια έγγραφα σε έναν άλλον όροφο. Περνάω τυχαία έξω από το γραφείο της. Ξαναπερνάω μετά από λίγο. Τυχαία, περνάω και μια τρίτη φορά… Και μια τέταρτη. Μέσα σε λίγες μέρες πρέπει να είχα περάσει 40-50 φορές από μπροστά της.
Δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να της μιλήσω.
Λίγο καιρό μετά θα βρεθώ σε ένα event της εταιρείας. Είναι καλοκαίρι. Κολυμπάω στην πισίνα. Βγαίνοντας από ένα μακροβούτι, την βλέπω να κάθεται λίγο πιο δίπλα. Συζητά με κάτι συναδέλφους. Τώρα είναι η ευκαιρία μου. Βγαίνω από την πισίνα, πίνω μια γουλιά τζιν, σκουπίζομαι με την πετσέτα και προσπαθώ να πάρω δύναμη. Μπαίνω στη συζήτηση. Ύστερα από λίγο μένουμε οι 2 μας. Φαίνεται να μην έχουμε πολλά κοινά. Εγώ είμαι 23 και εκείνη 31, είμαι Έλληνας, εκείνη Αμερικανίδα και είναι 5 σκαλιά πιο πάνω από εμένα στην εταιρία.
Τα μόνα μας κοινά είναι ότι είμαστε και οι δυο πολύ ψηλοί και το σημαντικότερο, τα σπίτια μας στο Μανχάταν είναι πολύ κοντά. Τη ρωτάω που βγαίνει τα βράδια, μου λέει ότι δεν πολυβγαίνει. Εγώ εκείνη την περίοδο είχα γυρίσει όλο το Μανχάταν, κάθε βράδυ σε άλλο μαγαζί.
Της προτείνω να της μάθω εγώ την νυχτερινή ζωή. Το βρίσκει αστείο που ένας Έλληνας θέλει να την ξεναγήσει στην πόλη. Όχι αρκετά αστείο για να δεχτεί την πρόσκλησή.
Όπως και να έχει, αυτή η συνάντηση μου αφήνει κάτι θετικό.
Κάποιες στιγμές με φαντάζομαι να περπατάω μέχρι το ασανσέρ, να πατάω το κουμπί, οι πόρτες να ανοίγουν. Ανεβαίνω, η καρδιά μου επιταχύνει.
Η πόρτα χτυπά. Επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Είναι μια φίλη, μου προτείνει να πάμε μετά τη δουλειά για μπιλιάρδο με συναδέλφους. Είμαι πολύ κουρασμένος, αλλά με τα πολλά ακολουθώ. Θα πιώ μια μπύρα και θα φύγω.
Μπαίνουμε στο μαγαζί, οι συνάδελφοι γύρω από ένα τραπέζι παρακολουθούν την Τζόι που σημαδεύει τη μπάλα με το νούμερο 8. Η μπάλα μπαίνει στην τρύπα, όλοι είναι χαρούμενοι.
Δεν ήξερα ότι θα είναι η Τζόι εκεί. Μάλλον θα πιώ παραπάνω από μια μπύρα.
Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Έπρεπε να φύγουμε, δουλεύαμε πάλι αύριο. Δεν περίμενα ότι θα θυμόταν ότι μένουμε κοντά. Μου πρότεινε να με γυρίσει εκείνη σπίτι με το αμάξι.
Από τότε γυρνάγαμε συχνά μαζί από τη δουλειά. Αποκτήσαμε οικειότητα, αλλά το πράγμα έμενε στο φιλικό. Με τον καιρό χάθηκε η διάθεση μου για φλερτ. Έτσι και αλλιώς ήταν κάτι άπιαστο, αυτή η γυναίκα δεν θα γύριζε ποτέ να με κοιτάξει. Κάποια στιγμή το αποδέχτηκα. Είπα: «οκ αφού θέλει φίλοι, τότε φίλοι».
Γίναμε τόσο φίλοι που έφτασα ακόμα και στο σημείο να της γκρινιάζω. Της έλεγα ότι δεν με ικανοποιεί αυτή η ζωή. Δεν είμαι αυτό που ήμουν. Έχω γίνει εγωκεντρικός, είμαι πλέον ο κακός Αμερικάνος γιάπης. Όλες οι σχέσεις μου είναι εφήμερες.
Και με κοιτάει και με ρωτάει τι είναι αυτό που ψάχνω στα αλήθεια.
Θυμάμαι να ακούω αυτή την ερώτηση ενώ είμαι καρφωμένος στα παπούτσια της που πιέζουν τα πετάλια του αυτοκινήτου. Το βλέμμα μου ανεβαίνει μέχρι το πρόσωπο της. Εκείνη τη στιγμή ξεκαθάρισαν όλα. Ξέρω τι θέλω. Θέλω εκείνη.
Ξαφνικά γίνομαι άνετος και δυναμικός, ο τύπος που φλερτάρει. Αρχίζω να της περιγράφω τι θέλω. Οι λέξεις μου την φωτογραφίζουν όσο καλύτερα γίνεται. Της προτείνω να πάμε για φαγητό. Αιφνιδιάζεται. Μου λέει ότι αυτό δεν είναι ραντεβού, είμαστε φίλοι. Ναι, ναι βέβαια είμαστε φίλοι…
Περάσαμε τέλεια. Μιλάγαμε 6 ώρες και στο τέλος με γύρισε σπίτι. Δεν έγινε τίποτα. Ούτε καν φιληθήκαμε. Αλλά νομίζω της αρέσω.
Λίγες μέρες μετά μου λέει «Τι θα γίνει; Μου είχες υποσχεθεί ότι θα μου δείξεις το Μανχάταν».
Βρισκόμαστε σε ένα underground club. Παράξενο μέρος με πολλούς χώρους. Ίσως όχι η καλύτερη επιλογή για πρώτο ραντεβού. Προσπαθώ να της μιλήσω, αλλά η μουσική είναι πολύ δυνατά.
Πηγαίνουμε από τον ένα χώρο στον άλλον. Ψάχνουμε για κάπου πιο ήσυχα. Φτάνουμε μέχρι και στην τουαλέτα. Είναι γεμάτη κόσμο και στο κέντρο της έχει ένα μπαρ. (Γιατί υπάρχει μπαρ στην τουαλέτα;!) Αποφεύγοντας το πλήθος παίρνοντας 2 ποτά, ανοίγουμε μια πόρτα στο βάθος.
Οδηγούμαστε σε ένα μικρό δωμάτιο σαν αναψυκτήριο. Δεν υπάρχει κόσμος πάρα μόνο μια γριά. Σ’ αυτό το περίεργο μέρος και προσπαθώντας να αγνοήσουμε το αδιάκριτο βλέμμα της γριάς, δώσαμε το πρώτο μας φιλί.
Αυτό ήταν. Είμαστε πλέον μαζί. Ζούμε 2-3 βδομάδες σαν ζευγάρι σε ρομαντική κομεντί.
Νιώθω φοβερά ερωτευμένος. Τόσο καιρό μεγάλωνε όλο αυτό μέσα μου και τώρα είναι έτοιμο να εκραγεί. Θέλω να της μιλήσω, έχω τόσα πολλά να της πω. Νόμιζα ότι είχαμε όλο τον χρόνο μπροστά μας.
Μέχρι που ένα πρωί ξυπνάω και δεν μπορώ κουνηθώ. Πανικοβάλλομαι. Κλείνω τα μάτια και όταν τα ξανανοίγω, έχει περάσει ένας μήνας. Ήμουν σε κώμα. Βρίσκομαι στο κρεβάτι του νοσοκομείου παράλυτος, καλωδιωμένος σε μια εντατική.
Τα θυμάμαι θολά, μπερδεμένα. Περισσότερο μια αίσθηση. Σωληνάκια να μπαίνουν στην μύτη μου, την μητέρα μου να στέκεται από πάνω μου να με ταΐζει, έναν μεγαλόσωμο νοσοκόμο που μου έβαζε μουσική. Κόσμος έρχεται να με δει. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Θέλω να τους μιλήσω, αλλά δεν μπορώ. Η μητέρα μου τους διώχνει για να μην με αναστατώνουν. Χαίρομαι που τους βλέπω, αλλά λυπάμαι που είμαι ανήμπορος.
Οι μέρες περνάνε αργά. Νιώθω ότι δεν θα σηκωθώ ποτέ από εκείνο το κρεβάτι.
Ένα βράδυ, ίσως ήταν βράδυ, νιώθω ότι κάθομαι σε μια καρέκλα. Εκείνες τις ψάθινες καρέκλες που έχουν σε καφενεία στην Ελλάδα. Κάποιος κάθεται απέναντι μου. Πίνουμε μαζί καφέ.
Νιώθω σε αυτό το μέρος να αποδέχομαι την κατάσταση μου. Με θυμάμαι να λέω: «Θεέ μου, αν χρειαστεί να ζήσω έτσι όλη την υπόλοιπη ζωή μου, ας είναι».
Το ξέρω ότι ακούγεται περίεργο, αλλά την επόμενη μέρα άρχισα να κουνάω το δεξί μου χέρι. Μετά το αριστερό. Μέρα με την μέρα γινόμουν όλο και καλύτερα. Άρχισα φυσιοθεραπείες. Σε δυο βδομάδες βγήκα από εκεί μέσα όρθιος. Με προβλήματα, αλλά όρθιος.
Αφού συνήλθα έπαθα ένα υπαρξιακό σοκ. Απομυθοποίησα τη ζωή μου. Δεν με ενδιέφερε η δουλειά μου, τα λεφτά το να διασκεδάζω. Ο μόνος στόχος μου ήταν να βρω δουλειά ώστε να μπορέσω να μείνω Αμερική να είμαι κοντά στην Τζόι. Εκείνη ήταν δίπλα μου σε όλο αυτό και εγώ είχα γαντζωθεί πάνω της.
Βάρυνε πολύ η σχέση μας με αποτέλεσμα να ξεκινά μια κατάσταση όπου χωρίζουμε, τα φτιάχνουμε, ξανά χωρίζουμε, τα ξανά φτιάχνουμε.
Βρίσκω δουλειά μακριά. Στο Κονέκτικατ. Θέλω να της δώσω χώρο, έτσι θα βρισκόμαστε μόνο μια-δυο φορές την εβδομάδα. Ελπίζω να λειτουργήσει.
Μετά από ένα χρόνο στο Κονέκτικατ σταματάω να ελπίζω. Η Τζόι όλο και απομακρύνεται. Η ζωή εκεί είναι χάλια. Η πόλη δεν μου αρέσει καθόλου, η δουλειά δεν με αφορά, είμαι μόνος. Βυθίζομαι σε κατάθλιψη.
Είμαι στο κρεβάτι και δεν θέλω να σηκωθώ, χτυπά το τηλέφωνο. Είναι ένας φίλος από την Αθήνα. Ψάχνει κάποιον για σύμβουλο στο περιοδικό που εκδίδει. Βγάζω εισιτήριο και παω για Ελλάδα.
Έχω πάρει την απόφαση μου.
Θα πάω σπίτι της να της πω τι σκέφτομαι. Έχω υπομείνει πολλά, έκανα ότι έπρεπε αλλά εκείνη δεν το εκτίμησε.
Φοράω ένα καλό κοστούμι, δεν πρέπει να φαίνομαι ταλαιπωρημένος και ας έχει γράψει πάνω μου ο τελευταίος χρόνος. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Κουμπώνω ένα ένα τα κουμπιά του πουκαμίσου, σφίγγω τη γραβάτα και βάζω το σακάκι.
Σταματάω ένα ταξί. Προετοιμάζω τις σκέψεις μου. Ετοιμάζομαι για μάχη.
Κάνω πρόβα τον επικείμενο τσακωμό στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Της λέω αυτά που σκέφτομαι, μου λέει ότι έχω δίκιο. Φεύγω από το σπίτι της λυπημένος που δεν δούλεψε η σχέση αλλά δυνατός για τη νέα αρχή που έρχεται στην Αθήνα.
Η βαθιά φωνή του ταξιτζή με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Είναι ένας τεράστιος μαύρος άντρας με μια 70s αφάνα, με ρωτά γιατί είμαι τόσο θυμωμένος και τι πηγαίνει στραβά με την κοπέλα μου, λες και είχε διαβάσει το μυαλό μου.
Που ήξερε για την κοπέλα μου; Λες τόση ώρα να σκεφτόμουν δυνατά;
Όχι, απλά με κάποιο τρόπο είχε συναισθανθεί τα πάντα. Για κάποιο λόγο νιώθω μαζί του τόσο οικεία που μέσα στα επόμενα 15 λεπτά του έχω πει όλη την ιστορία μας.
Καταλάβαινε τι περνάω αλλά και περισσότερα από αυτό. Με έκανε να νιώσω πως μπορεί να βλέπει τα πράγματα η Τζόι, τις αμφιβολίες της, τις ανασφάλειες της, την κούραση της. Ήμασταν μόνο 3 εβδομάδες μαζί και άλλο τόσο και παραπάνω ήταν από πάνω μου στο νοσοκομείο. Όταν ξύπνησα ήμουν εντελώς μέσα στη σχέση μας. Τα έχω ξεχάσει όλα, δουλειά, στόχους, φίλους. Η μόνη μου φιλοδοξία ήταν να είμαι μαζί της.
Ήμασταν εγκλωβισμένοι σε ρόλους που δεν θα έπρεπε να παίζουμε. Δεν ήμουν αυτός που γνώρισε και εκείνη έπρεπε να γίνει κάτι άλλο.
Κατεβαίνω από το ταξί και έχει φύγει από μέσα μου όλη η ένταση. Δεν έχω καμιά διάθεση να τσακωθώ, θέλω να την δω μόνο για να την ακούσω.
Λίγο αργότερα θα ήμασταν στο κρεβάτι αγκαλιά. Ακούγαμε ο ένας τον άλλον. Νιώθαμε ο ένας τον άλλον. Μέχρι που δεν είχαμε κάτι άλλο να πούμε. Μείναμε σιωπηλοί να κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο. Εκείνη την νύχτα έβρεξε πάρα πολύ.
Είπαμε πολλά, μπορεί να μην καταλήξαμε κάπου, αλλά ένιωσα να την καταλαβαίνω. Αφήσαμε τα πράγματα στον αέρα. Έφυγα για Ελλάδα ανακουφισμένος, μην έχοντας μεγάλες προσδοκίες, αλλά ελπίζοντας.
Είναι εποχή του μεγάλου πάρτι. Τα περιοδικά και η τηλεόραση έχουν γιγαντωθεί. Όπως και η νύχτα. Τότε δημιουργείται το star system και έρχεται ένα νέο lifestyle. Υπάρχει έντονη ζωή, διασκέδαση, κατανάλωση. Εγώ δουλεύω ασταμάτητα. Προσπαθώ να ξεχαστώ, αλλά κάθε φορά που χτυπά το τηλέφωνο, ελπίζω να είναι υπεραστική η κλήση.
Περνά ένας μήνας, δυο. Δεν έχω όρεξη να βγω ή να φλερτάρω. Μόνο δουλεύω. Γύρω στους έξι μήνες το παίρνω απόφαση. Δειλά δειλά κάνω τα πρώτα βήματα στην νυχτερινή ζωή αυτής της νέας Αθήνας. Γνωρίζω κόσμο, βγαίνω κάποια αποτυχημένα ραντεβού. Ίσως γιατί σκέφτομαι ακόμα την Τζόι.
Βγαίνω και άλλα ραντεβού, γνωρίζω μια κοπέλα που μου κινεί το ενδιαφέρον. Είναι ευχάριστη, όμορφη, έξυπνη. Νομίζω θέλω να την ξανά δω. Ξανά κανονίζουμε για μετά από λίγες μέρες.
Λίγες ώρες πριν βγούμε και ενώ ετοιμάζομαι μπροστά στον καθρέφτη, χτυπά το τηλέφωνο.
Μαντέψτε; Είναι η Τζόι. Μου λέει: «Αποφάσισα να αφήσω την δουλειά μου και να έρθω να ζήσουμε μαζί στην Αθήνα.» Της λέω «εντάξει». Κλείνω το τηλέφωνο, δένω τη γραβάτα και βγαίνω έξω να μας βρω σπίτι.
Μένουμε μαζί. Τον πρώτο καιρό έχουμε δυσκολίες. Η Τζόι, δεν ήξερε τη γλώσσα, δεν έβρισκε εύκολα δουλειά. Τα χρήματα τελείωναν. Δεν είχε μεγάλη σημασία. Κάναμε ο ένας τον άλλον χαρούμενο.
Λίγο καιρό μετά παντρευόμαστε.
Από εκείνο το σημείο άρχισαν τα πράγματα να πηγαίνουν καλύτερα. Η Τζόι βρίσκει δουλειά, εγώ έχω εδραιωθεί στην εταιρεία. Περνάμε σε μια κατάσταση ισορροπίας.
Αποφασίζω να κάνω νέες προσλήψεις, ώστε να φύγει λίγο βάρος από πάνω μου. Δεν θέλω μόνο να δουλεύω, θέλω να χαρώ τη ζωή.
Είναι πρωί, είμαι στο γραφείο. Πίνω την πρώτη γουλιά του καφέ μου, ενώ διαβάζω βιογραφικά υποψηφίων. Το βλέμμα μου πέφτει σε ένα όνομα που μου φαίνεται οικείο. Ζητάω να μου φωνάξουν την κοπέλα.
Ενώ μιλάμε, καταλαβαίνω ότι το όνομα της μου είναι γνωστό από την εποχή που δούλευα στο μαγαζί του πατέρα μου. Ο πρώην άνδρας της είναι ένας γνωστός υφασματάς.
Λίγες μέρες μετά, θα θυμηθώ αυτή την κοπέλα και περπατώντας στον δρόμο θα στρίψω στο στενό που βρίσκεται το μαγαζί του πρώην άνδρα της.
Τον πετυχαίνω σκυμμένο να τακτοποιεί καρό υφάσματα. Χαίρομαι που τον βλέπω, φαίνεται να χαίρεται και εκείνος. Άρχισε να μου λέει ιστορίες, νοσταλγούσε το παρελθόν, του άρεσε η δουλειά του, αλλά τώρα πια δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει. Ήταν κουρασμένος.
Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, σκεφτόταν να κλείσει το μαγαζί, σκεφτόταν να τα παρατήσει.
Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Του κάνω μια πρόταση. Όχι, όχι δεν θέλω να αγοράσω το μαγαζί. Του λέω να μου προμηθεύει υφάσματα και εγώ θα τα δειγματίζω. Έχω μεγάλο κύκλο. Πολλοί μου έχουν πει ότι θαυμάζουν τον τρόπο που ντύνομαι. Ξυπνάει μέσα μου κάτι που δεν θυμόμουν ότι είχα.
Με μια βαλίτσα γεμάτη υφάσματα στο χέρι βρίσκομαι να ανεβοκατεβαίνω το κέντρο της Αθήνας. Είναι τρελό, είμαι φτασμένος στη δουλειά μου αλλά τα αφήνω όλα στην άκρη και πηγαίνω πόρτα πόρτα σαν πλασιέ. Νιώθω χαρούμενος.
Ξαναγίνομαι 18 χρονών με τα όνειρα που είχα τότε. Γρήγορα μου ξαναγεννιέται η ιδέα να φτιάξω το δικό μου μαγαζί με ανδρική ένδυση. Τώρα όμως έχω μεγαλύτερες βλέψεις, δεν θέλω να έχω ένα απλό μαγαζί με κοστούμια, αλλά ρούχα χειροποίητα. Ξεχωριστά για τον κάθε πελάτη.
Ξέρω πως είναι φτιάχνεις δικό σου κοστούμι. Η σχέση με τον ράφτη είναι κάτι ιδιαίτερο. Είναι προσωπικό. Εμπεριέχει όλα εκείνα τα πράγματα που εμπεριέχει κάθε ανθρώπινη σχέση. Άλλα λες εσύ, άλλα μπορεί να λέει αυτός. Άλλα καταλαβαίνεις εσύ, άλλα εννοεί αυτός. Νομίζεις ότι θα ήσουν υπέροχος με αυτή τη στενή γραμμή, αλλά εκείνος ξέρει ότι δεν θα σου κάθεται καθόλου.
Θες δεν θες θα επηρεάσεις και θα επηρεαστείς. Θα εκνευριστείς, θα χαρείς, θα θυμώσεις. Κάποια στιγμή θα τα βρείτε, θα έρθει η συμφιλίωση και ο συμβιβασμός. Θα γεννηθεί κάτι μοναδικό, αυτό είναι η ουσία της ύπαρξης μας. Ανθρώπινες σχέσεις.
Δεν ξέρω πως θα το ξεκινήσω. Δεν έχω τα χρήματα που χρειάζονται, δεν έχω business plan. Δεν έχω τίποτα. Παρόλα αυτά η ιδέα αυτή μου έχει δώσει ζωή. Θα φτιάξω ένα μαγαζί όπως το φαντάζομαι. Για εμένα και τους φίλους μου.
Ένας από τους φίλους μου είναι αρχιτέκτονας. Τον παίρνω τηλέφωνο. Ψάχνω έναν χώρο που θα μου ταιριάζει. Πηγαίνουμε μαζί σε ένα μαγαζί. Μόλις μπαίνω, νιώθω το χώρο να με πνίγει. Δεν είναι αυτό που φαντάζομαι. Δεν μπορώ να κάτσω άλλο εκεί μέσα, ενώ ο φίλος μου μιλά με τον ενοικιαστή, δραπετεύω.
Περπατάω στον δρόμο απογοητευμένος. Δεν ξέρω πως, αλλά καταλήγω μπροστά από ένα ενοικιαστήριο. Σαν υπνωτισμένος χτυπάω το κουδούνι. Η θυρωρός μου λέει ότι δεν έχει νοικιαστεί και να περάσω να το δω.
Μέσα είναι θεοσκότεινα. Άνοιξε το φως. Είδα αυτό που ήθελα. Είδα το μαγαζί μου. Μες στην τρελή χαρά, ζητάω από τη θυρωρό να επικοινωνήσω με τον ιδιοκτήτρια.
Στο τηλέφωνο ακούω ένα εξωφρενικό ποσό. Στις πωλήσεις λένε ότι αυτός που θα μιλήσει πρώτος έχει χάσει, εγώ δεν το έκανα επίτηδες, είχα παγώσει. Μιλάμε για πολλά λεφτά. Ακούω τη φωνή της να με ρωτάει αν είμαι ακόμα εκεί. Εκεί ήμουν, αλλά δεν ήξερα τι να της πω. Το μαγαζί που είχα αρχίσει μόλις πριν λίγο να φαντάζομαι ξεκινούσε να γκρεμίζεται μπροστά μου.
Με ρωτάει κάποιες πληροφορίες για εμένα. Με διακόπτει, όταν ακούει ότι έχω καταγωγή από την Μικρά Ασία από την πλευρά της μητέρας μου. Το ίδιο και εκείνη. (Χμ, μάλιστα) Της λέω να συναντηθούμε από κοντά, δέχεται. Θα πάρω μαζί και την μητέρα μου.
Να είναι καλά η μανούλα μου. Την καταφέραμε. Το νούμερο έπεσε. Σε εκείνο το καφέ, αρπάζω μια χαρτοπετσέτα και κάνω ένα business plan.
Μοιράζομαι την ιδέα με φίλους μου και με την βοήθεια τους, αρχίζω να στήνω το μαγαζί.
Με βεβαιότητα σας λέω, δεν έχω υπάρξει πιο ευτυχισμένος.
Ξεκίνησα με μια αίσθηση, ήθελα απλώς να είμαι γύρω από κοστούμια. Θέλοντας να φτιάξω κάτι μόνος μου από την αρχή, πήγα σε μια ξένη χώρα, μπλέχτηκα σε άγνωστες για εμένα καταστάσεις. Έκανα δουλειές που δεν με ενδιέφεραν ψάχνοντας κάτι. Εκεί βρήκα την αγάπη, γνώρισα την Τζόι, καταφέραμε να είμαστε μαζί. Τότε μόνο βρήκα τη δύναμη και κατάλαβα τι θέλω να ακολουθήσω, τι με κάνει ευτυχισμένο. Έφτιαξα το Bespoke Athens.