Το να είσαι γυναίκα DJ, Όταν ξεκίνησα να το κάνω επαγγελματικά για να σε αποδεχτούν σε ένα συγκεκριμένο χώρο έπρεπε να παλέψεις διπλά, και συνεχώς εμείς οι γυναίκες γιατί δε χωρούσαμε σε αυτό το επάγγελμα και ακόμα είναι εξαιρετικά ανδροκρατούμενο.
Είμαι η Φώφη Τσεσμελή, γεννήθηκα στη Σάμο και μεγάλωσα λόγω της δουλειάς του πατέρα μου μεταξύ Νεάπολης Λακωνίας, Κορινθίας, Σύρου για πολλά χρόνια και μετά ήρθαμε στην Αττική σιγά-σιγά, με τις τελευταίες μεταθέσεις του πατέρα μου.
Γεννήθηκα σε μια μουσική οικογένεια κι οι δυο γονείς μου ήταν μουσικοί, όλοι οι φίλοι τους ήταν μουσικοί, άρα θεωρώ ότι ακόμα και από την κοιλιά της μητέρας μου, γιατί τραγουδούσε, είναι σοπράνο, δεν υπήρχε διέξοδος για να το πω διαφορετικά. Το ενδιαφέρον μου για τη μουσική ξεκίνησε με τον κλασικό τρόπο, δηλαδή ήθελα να μάθω να παίζω μουσική, ήθελα να μάθω να παίζω κάποιο όργανο, κι έτσι ξεκίνησα περίπου στα επτά, όμως πριν από αυτό επειδή μ’ άρεσε πάρα πολύ η χορευτική μουσική θα πω ή η ποπ μουσική, είχα ξεκινήσει να γράφω μόνη μου κασέτες απ’ το ραδιόφωνο, ξεκίνησα να έχω μια σχετικά μεγάλη δισκοθήκη κασετών, το οποίο είναι και λίγο οξύμωρο να λες δισκοθήκη κασετών, άρα λοιπόν όταν ήμουν παιδάκι, γύρω στα πέντε-έξι χρόνια στο νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό, ήμουνα πάρα πολύ δημοφιλές ως παιδάκι γιατί πήγαινα στα παιδικά πάρτι κι έβαζα μουσική.
Κατά κάποιο τρόπο ανακάλυψα μόνη μου, χωρίς να ξέρω ότι υπάρχει η δουλειά αυτή, γιατί ήμουν πάρα πολύ μικρή, τη δουλειά του DJ. Οι γονείς μου το αντιμετώπιζαν ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό γιατί αυτή ήταν η καθημερινότητά μας μες στο σπίτι. Η στιγμή θεωρώ που κάπως μέσα μου έγινε αυτό το κλακ ότι εγώ αυτό θέλω να κάνω, ήτανε, θυμάμαι, ένα βράδυ έχουμε πάει σε μια απίστευτη καλοκαιρινή ντισκοτέκ η οποία είναι κοντά σε μια παραλία, μπαίνουμε μέσα και είναι ο DJ και παίζει μουσική, είναι τα φώτα και μου παίρνουν μια πορτοκαλάδα εγώ να πιώ, αλλά με χόρευε ο πατέρας μου στην πίστα και τότε ήταν ξέρεις όλο το έργο, δηλαδή γινόταν η έναρξη, με τα φώτα ξέρεις να είναι χαμηλωμένα, μετά ξεκίνησαν να αρχίζουν να παίζουν τα ρομποτικά τότε της εποχής, ο κόσμος ανέβαινε στην πίστα, είχε το κομμάτι με τα slow κομμάτια που χόρευαν μπλουζ, ήταν όλο αυτό το έργο. Αλλά αυτή η εικόνα του ανθρώπου που βρισκόταν στο control αυτής της κατάστασης και που μοίραζε τόση αν θες χαρά, αγάπη στον κόσμο, μέσα στο κεφάλι μου έγινε μια απίστευτη έκρηξη, ζήτησα από τον μπαμπά μου να με πάει εκεί δίπλα να δω τι κάνει, ο τύπος ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος και λέει, φέρ’ το παιδί λέει μέσα, ξεκίνησα να βλέπω τι έκανε εκεί με τα πικ απ και για να απασχολούμαι μου είχε δώσει κι έπαιζα τα φώτα. Είχαμε πάει δυο τρεις φορές εκεί και αυτό μου κάθισε στο κεφάλι και είπα αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Αυτό συνέβη όταν ζούσαμε στη Νεάπολη Λακωνίας.
Το θέμα με το πότε ξεκίνησα να το κάνω επαγγελματικά είναι πάρα πολύ αστείο, γιατί μιλάμε πάλι για πολλά χρόνια πριν όταν δεν υπήρχαν γυναίκες DJs, τουλάχιστον εγώ δεν ήξερα καμία, σε κάποια φάση οι φίλοι μου μου είπαν για την Θέκλα την Τσελεπή, ότι υπάρχει μια γυναίκα άρα μπορείς να το κάνεις, δηλαδή role models μηδέν, έτσι; Πήγαινα σαν τη ζητιάνα, ευτυχώς ζούσα στην επαρχία, σε όλα τα μπαράκια και τα κλαμπάκια που υπήρχαν, πριν ανέβουν να παίξουν οι DJs και τους έλεγα, μπορώ να παίξω λίγο; Το οποίο ουσιαστικά σημαίνει ότι ξεκίνησα να παίζω μουσική σε μαγαζιά στα 12 μου χρόνια και μάλιστα σε κάποια είχα και residencies, τώρα το διαπιστώνω μετά από χρόνια που, ξέρεις, κατανοώ τι ήταν αυτό που έκανα τότε. Αλλά θεωρώ ότι η επαγγελματική μου καριέρα ξεκίνησε στα 16 μου, όταν κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους που είχαν ένα κλαμπ εκεί, με κάλεσε και μου είπε θέλω να παίξεις, σε κλείνω για να παίξεις μουσική εκείνο το βράδυ και θα σου δώσω και αυτά τα χρήματα για τη δουλειά σου. Άρα θεωρώ ότι εκείνη η μέρα, έτσι τουλάχιστον το μετράω εγώ, όταν μου είπαν έλα να κάνεις αυτό και να πληρωθείς για αυτό, θεωρώ ότι τότε ξεκίνησε η καριέρα μου. Αυτό ήταν στη Σύρο.
Στη Σύρο λοιπόν, υπήρχε ένα μπαράκι, το μπαράκι του Κλέαρχου, το οποίο είναι φημισμένο για εκείνη την εποχή, ακόμα και εκτός Σύρου ήταν φημισμένο, λόγω της προσωπικότητας του ιδιοκτήτη, θυμάμαι λοιπόν ένα καλοκαίρι εκεί που έπαιζα μουσική μετά λίγο πιο μεγάλη, ένα καλοκαίρι εκεί που έπαιζα μουσική κι ήμουνα σκυμμένη άκουσα μια γυναίκα να μου ζητάει, πολύ ευγενικά μιλώντας αγγλικά να παίζω Sade, και σήκωσα το κεφάλι μου κι ήταν η Κατρίν Ντενέβ. Η οποία κι όλας είχε εκπλαγεί που έβλεπε ένα μικρό κορίτσι γιατί δεν ήταν και σύνηθες να βλέπεις κορίτσια γενικότερα και στη Σύρο κι όλας, σε ένα μικρό νησί στην Ελλάδα ένα κοριτσάκι να παίζει μουσική, έπαθα σοκ φυσικά, ξεκινήσαμε να μιλάμε κι επειδή της άρεσε πάρα πολύ το γούστο μου στη μουσική μου ζήτησε να της γράφω mixtapes και να της τα πηγαίνω στο σπίτι κι έτσι πήγαινα λοιπόν κι εγώ κι έγραφα στο σπίτι μου κασέτες και τις έδινα στην Κατρίν Ντενέβ.
Το να είσαι γυναίκα DJ, αρχικά, όταν ξεκίνησα κι ήμουν πάρα πολύ μικρή, πριν με κλείσουν με χρήματα, πιο πριν δεν θεωρώ ότι με θεωρούσαν καν DJ. Δηλαδή ήμουν η φαιδρή κοπελίτσα ή η κολλημένη κοπελίτσα η οποία ήθελε να παίζει μουσική. Ευτυχώς, κάποιες, θεωρώ ότι είχαμε το πείσμα και την αντοχή την ψυχική να μην τα παρατήσουμε. Γιατί ξέρω πάρα πολλές, οι οποίες ήταν και πάρα πολύ ταλαντούχες, που δεν το κατάφεραν. Είναι δύσκολο να επιβιώσεις σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα. Δε σε συμπεριλαμβάνουν. Δε σε σκέφτονται. Δε θα σου δώσουν βήμα, δε θα σου δώσουν χώρο, δε σε υποστηρίζουν, θα ακούσεις υποτιμητικά σχόλια εκείνη τη στιγμή ή θα ακούσεις ειρωνικά σχόλια εκείνη τη στιγμή. Θεωρούν ότι οι γυναίκες DJs δεν κάνουν γκελ στον κόσμο. Θεωρούσαν μάλλον. Πλέον δεν είναι τόσο πολύ γιατί έχουν γίνει περισσότερες κι κάποιες είναι σούπερσταρς. Ακόμα και ο κόσμος. Ε για γκόμενα καλά παίζεις. Έλα ρε! Είσαι γυναίκα και παίζεις τόσο καλά; Πώς; Αμφισβήτηση συνεχή. Δηλαδή, ακόμα και στο Sodade, που το booth είναι μέσα στον κόσμο, δηλαδή έρχεσαι και βλέπεις τι κάνω. Θυμάμαι ότι μου ‘χουν πει φίλοι, ότι επειδή μίξαρα καλά, ότι υπήρχε η φήμη στην αγορά ότι παίζω μιξαρισμένα. Έτοιμα. Είναι δύσκολο. Βασικά το θέμα είναι να σου δώσουν χώρο, να σου δώσουν την ευκαιρία να παίξεις. Κι αυτό δε το κάνουν εύκολα.
Τα στερεότυπα είναι τόσο βαθιά εδραιωμένα στον ψυχισμό μας, στο DNA μας θα τολμήσω να πω, όταν τα δεις λίγο απέξω σου φαίνονται αστεία. Το γεγονός ότι εγώ μπορεί να μην έπεφτα στη συγκεκριμένη αν θες εικόνα μιας γυναίκας όπως την περίμεναν να φαίνεται, επειδή είχα κοντά μαλλιά ή επειδή φορούσα παντελόνια, ήταν πιο εύκολο να με δεχτούν οι άντρες γιατί σε κάποια φάση με θεωρούσαν ότι ήμουν περισσότερο one of the boys. Το οποίο είναι τόσο θλιβερό, για αυτούς πρώτα και μετά για μένα. Αλλά και συγχρόνως τόσο στενάχωρο.
Η νυχτερινή Αθήνα, την έζησα ιδιαίτερα από τα 90s και μετά όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο και ήρθα στην Αθήνα, έχει μια πολύ μεγάλη διαφορά με αυτό που είναι σήμερα. Το πρώτο είναι σε σχέση με την ηλεκτρονική μουσική, το ότι τότε ήταν η αρχή, το ξεκίνημα, άρα όλα ήταν φοβερά αισιόδοξα, φοβερά πρωτοπόρα, φοβερά καινούργια, καινούργιοι ήχοι, καινούργιες λογικές στη διασκέδαση και ‘κει υπήρξαν και κάποια μαγαζιά, κάποια κλαμπς τα οποία ήταν εμβληματικά και τα οποία έφτασαν να επηρεάσουν μέχρι και τα μπουζούκια. Και εδώ δε γίνεται να μην αναφέρουμε το Fuzz, γιατί το γεγονός ότι ξεκίνησε ένα κλαμπ στο τέλος των 80s στην Αθήνα το οποίο έπαιζε συγκεκριμένα αυτή τη μουσική, όταν αυτό δε γινόταν ακόμα στο εξωτερικό, εμείς είχαμε ένα κλαμπ το οποίο έπαιζε αυτή τη μουσική κάθε βράδυ. Στο εξωτερικό ήταν συγκεκριμένες βραδιές στα εκάστοτε κλαμπς, τη μια βραδιά μπορεί να έπαιζαν ντίσκο, ή μαύρη μουσική, μια βραδιά μπορεί να έπαιζαν house ξέρω ‘γω ή τέκνο. Εμείς είχαμε ένα μαγαζί εδώ που ξεκίνησε αυτή την ιστορία. Μέσα σ’ αυτό το μαγαζί δούλευαν κάποια άτομα και πήγαν και συνεργάστηκαν αργότερα κάποια άλλα, τα οποία όταν τελείωσε το Fuzz έφυγαν και ουσιαστικά διοχέτευσαν αυτή την ενέργεια σε άλλους χώρους. Όπως ήταν το +Soda, όπως ακολούθησε το Factory. Δηλαδή, τα 90s ουσιαστικά είναι χαρακτηρισμένα από πολύ σημαντικά κλαμπς τα οποία δεν ήταν απλά κλαμπς, ήταν για μένα πολιτιστικοί χώροι.
Από το Fuzz θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που ξεκίνησα να πάω πρέπει να είχα κρίσεις πανικού τρεις μέρες πριν, Γιατί δεν ξέραμε αν θα περάσουμε την πόρτα. Τότε τα μαγαζιά είχαν αυστηρό face control στην πόρτα και κάποια ήταν πια notorious σε αυτό το κομμάτι. Ότι παίζει να μην μπεις. Και θυμάμαι ναι, πρέπει να πάθαινα κρίσεις πανικού γύρω στις τρεις μέρες πριν, πώς θα πάμε, πώς θα στηθούμε, να δείχνουμε ότι είμαστε άνετοι, ότι είμαστε αδιάφοροι; Δηλαδή είχε και μια σκηνοθεσία όταν πήγαμε, τελικά μπήκαμε, το οποίο ήταν τότε σαν μια τεράστια κατάκτηση. Και λειτουργούσαν και έτσι τότε τα μαγαζιά, όταν έβλεπαν κάποιο άτομο έμπαινε μέσα και τους άρεσε η προσωπικότητά του αν θες, ή το ντύσιμό του, ή θεωρούσαν ότι φέρνει κάτι στο dancefloor, είχαν μια κάποια σχετική προτεραιότητα αν θες. Αλλά η πόρτα ήταν θέμα, τουλάχιστον στο Fuzz. Και μέσα όταν έμπαινες ένιωθες ότι έχεις φύγει σε ένα άλλο πλανήτη.
Επίσης, αυτό εξελίχθηκε ακόμα περισσότερο στο +Soda. Όταν πηγαίναμε στο +Soda γινόντουσαν συνεδριάσεις το τι θα φορέσουμε στο τέλος της εβδομάδας στο +Soda όταν θα πάμε. Θυμάμαι τα φλούο χρώματα, δηλαδή μπορούσες να τυφλωθείς στην πίστα. Θυμάμαι τα γυαλιά ηλίου πάρα πολύ έντονα, θυμάμαι τα FRONT τα μπλουζάκια που ήταν ελληνικό μπραντ και ήταν φορβερά διαδεδομένο στους ρέιβερς και στους κλάμπερς, θυμάμαι τα αθλητικά κοθόρνους με τους μεγάλους πάτους που πολλές φορές πήγαιναν κι έβαζαν κι άλλο πάτο από κάτω για να φαίνονται ακόμα πιο εκκεντρικά και βασικά θυμάμαι ότι οι φυλές της ηλεκτρονικής μουσικής ή του κλάμπινγκ τότε, είχαν dresscode. Αλλιώς ντύνονταν τα άτομα που άκουγαν house, αλλιώς ντύνονταν τα άτομα που άκουγαν τέκνο, αλλιώς ντύνονταν τα άτομα που άκουγαν psychedelic, αλλιώς τα παιδιά που άκουγαν χιπ χοπ, έτσι καμιά φορά όταν ερχόταν κάποιος ή κάποια DJ που ερχόταν από το εξωτερικό και είχαμε όλα μας ενδιαφέρον να πάμε και να ακούσουμε το καταπληκτικό ή την καταπληκτική DJ, έβλεπες τις φυλές στο dancefloor να είναι χωρισμένες, αλλά συγχρόνως να τις φέρνει ας πούμε μαζί η συγκεκριμένη βραδιά. Ήταν κάτι πάρα πολύ ωραίο.
Σίγουρα μια από τις μεγάλες φυσιογνωμίες της κλάμπινγκ σκηνής των 90s ήταν ο φίλος μου ο Σπύρος. 90s και early 00s, ο οποίος όχι μόνο έπρεπε να ντυθεί διαφορετικά, έπρεπε να ντυθεί φοβερά εκκεντρικά, με highlight τη βραδιά στο qbase που είχε ντυθεί Χριστός και είχε φτιάξει ακόμα και το ακάνθινο στεφάνι να φοράει, που στην αρχή ήταν και λίγο φοβισμένος, ότι, θα σκάσω Χριστός λες να μου την πέσει κανένας, λες να ‘χω κανένα θέμα και το κλου της υπόθεσης ήταν ότι ήθελε να έχει το μπουφάν του μαζί, γιατί ήταν χειμώνας, είχε κρύο, και το πορτοφόλι του για να μπορεί να αγοράσει τα ποτά και είχε πάρει μια πλαστική τσάντα, τα είχε βάλει όλα μέσα κι έβλεπες τον Χριστό να προχωράει στην Αθήνα βράδυ, με μια πλαστική σακούλα και να πηγαίνει στο qbase.
Εγώ τότε ξεκινούσα να σκάω περισσότερο στην αθηναϊκή σκηνή. Έπαιζα πολύ στην Ελευσίνα εκείνη την εποχή, όπου κι η Ελευσίνα είχε κλαμπ, τα οποία έπαιζαν ηλεκτρονική μουσική. Εγώ είχα ξεκινήσει να παίζω στην Ελευσίνα, είχα ξεκινήσει να κάνω τα πρώτα μου βήματα στην Αθήνα κι έτσι σ’ αυτά τα μαγαζιά πρόλαβα να παίξω στο +Soda, όταν ήταν ακόμα στην Ερμού, άρα στο καλό +Soda όπως λέμε εμείς, όχι όταν μετακόμισε μετά στο κέντρο και στο καπάκι ξεκίνησα να παίζω και στο CAVO PARADISO, που είναι ένα iconic μαγαζί, το οποίο ευτυχώς υπάρχει ακόμα
και σήμερα στη Μύκονο. Θυμάμαι στο +Soda το σετ μου ήταν μιάμιση ώρα, άντε δυο ώρες, αλλά είχα κουβαλήσει δίσκους για να παίξω μια βδομάδα. Γιατί δεν ήξερα ακριβώς τι θα βάλω, τι θέλω να βάλω, τι κόσμο θα έχει και φυσικά είχα πάρα πολύ άγχος γιατί ήταν για μένα ένα τεράστιο breakthrough αν θες στην καριέρα μου εκείνη την εποχή, άρα έπρεπε να αποδείξω την αξία μου, ότι άξιζα να παίξω σε αυτά τα decks.
Σε σχέση με το queer κοινό τώρα, η house, ουσιαστικά η σκηνή του κλάμπινγκ ξεκίνησε από τα γκέι μαγαζιά στην Αμερική και μετά πέρασε στην Ευρώπη. Περνάει ο ήχος στην Ευρώπη, αλλά επειδή οι γκέι είχαν καλύτερα αντανακλαστικά στη μόδα από όλους τους υπόλοιπους και τολμούσαν, έτσι λοιπόν και τον ήχο έπιασαν και την όλη φάση που συνέβαινε εκεί, κι η queer κοινότητα το κλαμπινγκ, το techno, το house, summer of love, «love peace and unity» ήταν ουσιαστικά τα taglines αυτής της μουσικής. Εκεί όλοι πήγαιναν λοιπόν γιατί δεν είχε σημασία ποιος χόρευε δίπλα σου, δε σε ένοιαζε, δεν υπήρχαν κατηγορίες ανθρώπων, δεν υπήρχαν κάποιοι οι οποίοι ήταν λιγότεροι ή περισσότεροι από τους άλλους κι αυτό έδινε μια απίστευτη αίσθηση κοινότητας, σαν να συνέβαινε μια επανάσταση. Η οποία είχε κι ένα πολιτικό πρόσημο, δες για παράδειγμα τα rave πάρτι στη Βρετανία εκείνης της εποχής, που ήταν ουσιαστικά η αντίθεση των νέων στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Τώρα, σε σχέση με την Ελλάδα, υπήρχαν πάντα γκέι μαγαζιά, τα οποία ήταν λίγο πιο underground, λίγο πιο γκετοποιημένα στην αίσθηση των ατόμων γιατί ήταν τότε λίγο πιο νωρίς τα χρόνια, δεν ήταν τα πράγματα τόσο ανοιχτά, όμως αυτό όσο εξελισσόταν η κοινωνία εξελισσόταν και τα κλαμπ μαζί της, ή κάποιες φορές αυτά τα ίδια τα κλαμπς τραβούσαν την κοινωνία στο να εξελιχθεί. Και σε αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε σίγουρα την περίπτωση του Graffiti, που από εκεί πέρασε όλη η hip γενιά της Αθήνας, που αυτή τη στιγμή είναι εκδότες, είναι μεγάλοι μόδιστροι, hairdressers, είναι εικαστικοί, είναι μουσικοί, όλη η γενιά εκείνη, τέλος 80s αρχές, mid 90s πέρασε από το Graffiti κι έφτιαξε μια απίστευτη κοινότητα ανθρώπων που άλλαξαν πάρα πολλά σε αυτό που ζούμε σήμερα και ο κόσμος δεν μπορεί να το καταλάβει, αλλά ήταν αυτοί που κρύβονταν από πίσω, αλλά αυτό που πραγματικά θεωρώ ότι έβαλε την queer διασκέδαση, που είναι γελοίο να το πούμε, για μένα δεν υπάρχει queer διασκέδαση και straight διασκέδαση, για μένα είναι διασκέδαση όλοι για όλα, είναι το Factory.
Το Factory ήτανε και είναι και θα είναι θεωρώ ένας ακρογωνιαίος λίθος στην ιστορία του αθηναϊκού κλάμπινγκ γιατί εκεί λυσσούσαν οι στρέιτς να πάνε όσο πιο πολύ δε γίνεται. Και πάλι το pool ήταν η μουσική, ήταν η ατμόσφαιρα. Ήταν ένας απίστευτος χώρος, αρκετά dark, με τον Μίκη ψηλά στα decks, τον Μίκη τον λατρεύαμε σαν θεό, η διαφορά που είχε από τα άλλα μαγαζιά ήταν ότι είχε dark room στο οποίο απαγορευόταν να πάνε τα κορίτσια. Η μουσική που έπαιζε ήτανε house, η τέκνο της εποχής, η tech – house της εποχής, πάρα πολύ ψαγμένα πράγματα από τον Μίκη, ο οποίος εξακολουθεί να είναι ένας εξαιρετικός DJ και φοβερά ψαγμένος.
Κι εκεί γύρω στο 1999 σε μια περιοχή που μέχρι τότε είχε συνεργεία και κάτι χαμόσπιτα, δυο γυναίκες πήγαν κι άνοιξαν το Sodade. Ο κόσμος δεν ήξερε ποια είναι αυτή η περιοχή, τι έχει το Γκάζι, δεν είχε τίποτα. Ξεκίνησε το Sodade και ως αποτέλεσμα, με τα υπόλοιπα που στήθηκαν γύρω τριγύρω μετά μέσα στα χρόνια, το Γκάζι έγινε το γκέι district της Αθήνας. Το οποίο δεν είναι πια.
Η διασκέδαση σήμερα σε σχέση με το πώς διασκέδαζε ο κόσμος στα 90s μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δυο απολήξεις. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει πολυφωνία, τότε είχε μαγαζιά που έπαιζαν drum n’ base, ή άκουγες electronica, ή άκουγες πιο πειραματικά, το άλλο μαγαζί έπαιζε house, το άλλο μαγαζί έπαιζε τέκνο, το άλλο μαγαζί έπαιζε indie και δούλευαν όλη την εβδομάδα, κι είχες επιλογές να πας να ακούσεις φοβερούς DJs όλη την εβδομάδα και φοβερή μουσική γύρω γύρω και δεν ήταν όλα συγκεντρωμένα στο κέντρο ρε παιδί μου, που κι αυτό πια είναι κουραστικό. Τώρα σε σχέση με τον κόσμο, πόσο έχει αλλάξει, σίγουρα αυτό που έχει αλλάξει είναι το φίλτρο που περνάει στη διασκέδαση η τεχνολογία. Παλιά δεν είχαμε τα κινητά για να μπορούμε να τραβάμε στόριζ και δεν είχαμε καμία διάθεση να τραβήξουμε στόριζ και ευτυχώς που δεν τραβάγαμε στόριζ και φωτογραφίες γιατί θα είχαν καταστραφεί ζωές και θεωρώ και υπολήψεις, αλλά ναι σίγουρα η τεχνολογία με όσα καλά φέρνει, υπάρχουν και κάποια άσχημα. Ο κόσμος φιλτράρει δυστυχώς τη διασκέδαση μέσα από το κινητό του.
Ο κόσμος χόρευε και τότε, ο κόσμος χορεύει και τώρα. Απλά ο κόσμος χορεύει πλέον σε πιο συγκεκριμένους χώρους. Εγώ είμαι πάρα πολύ τυχερή γιατί παίζω στο Sodade. Στο Sodade ο κόσμος χόρευε, χορεύει και θα χορεύει για πάντα. Υπάρχει λίγο αυτό το τρεντ ότι κάθομαι λίγο με το ποτό μου και κοιτάω γύρω τριγύρω, αλλά αν πας σε ωραία κλαμπς, σε ωραίες βραδιές, σε ωραίες διοργανώσεις, ο κόσμος συνεχίζει να χορεύει και να χτυπιέται.
Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος ενδεχομένως να διασκεδάζει περισσότερο στα γκέι, στα κουίρ μαγαζιά, γιατί είναι όλη η ατμόσφαιρα τουλάχιστον εκρηκτική. Ο κόσμος βγαίνει για να διασκεδάσει. Σε αυτούς τους χώρους όλοι νιώθουν πιο ελεύθεροι. Επίσης αυτοί οι χώροι δεν είναι γκέτο. Οι κουίρ χώροι, οι γκέι χώροι δημιουργήθηκαν περισσότερο για την ασφάλεια των ατόμων που διασκεδάζουν, γιατί είναι άλλοι οι όροι και οι διακρίσεις που υφίστανται, παρά επειδή ήθελαν να γκετοποιηθούν. Ναι, ο κόσμος περνάει πιο καλά στα γκέι μαγαζιά. Ναι, ο κόσμος χορεύει περισσότερο στα γκέι μαγαζιά. Κι αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι ότι, αυτή την εποχή ειδικά, τα γκέι μαγαζιά έχουν γεμίσει από κοριτσοπαρέες γιατί τα κορίτσια δε νιώθουν τόσο ασφαλή στους άλλους χώρους. Άρα λοιπόν έρχονται στους χώρους που ξέρουν ότι δεν κινδυνεύουν. Ή που ξέρουν ότι, οτιδήποτε και να πάει στραβά, εκεί θα τις αγκαλιάσουν. Όχι μόνο τα μαγαζιά, αλλά ακόμα κι ο κόσμος που διασκεδάζει μέσα.
Στο Sodade, έχουν έρθει όποιος μπορείς να φανταστείς και μιλάμε για πελάτες οι οποίοι ήταν μόνιμοι. Ας πούμε ο Γκωτιέ έρχεται συνέχεια ακόμα κ σήμερα κι είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος που δε ζητάει τίποτα και απλά θέλει μόνο να χορεύει. Όμως ήταν φοβερά συγκινητικό για εμένα ότι έχει έρθει η Νανά Μούσχουρη και μάλιστα επειδή στο Sodade έχουμε δύο χώρους, ζήτησε ότι θέλει να πάει στον πίσω χώρο η Νανά Μούσχουρη γιατί της αρέσει περισσότερο αυτή η μουσική.
Ένα άλλο είναι ότι είχε έρθει στο μαγαζί ο Ντέιβιντ Γκέτα όταν είχε ξεκινήσει να κάνει μια μεγάλη καριέρα, αλλά το πρόσωπό του δεν ήταν και τόσο, δεν έβγαζε το πρόσωπό του τόσο πολύ δημόσια. Και, ενώ εμένα δε μου άρεσε η μουσική του, μου άρεσαν τα πρώιμα κομμάτια που είχε κάνει τα house, είχα ένα συγκεκριμένο που το έπαιζα σε ένα εξαιρετικό ρεμίξ και έρχεται ένας τύπος το βράδυ εκεί που παίζω μουσική, γίνεται χαμός και μου λέει σε ευχαριστώ που παίζεις τα κομμάτια μου. Εγώ εν τω μεταξύ, ακούω και δεν ακούω μέσα στη φασαρία, ναι ναι ναι, μέσα στη φασαρία, και λέω τώρα τι μου λέει ο συγκεκριμένος κύριος. Του λέω α εντάξει, ναι ευχαριστώ, καθόλου υποτιμητικά, αλλά πολύ φιλικά, χωρίς να τον πιστεύω και τον ρωτάω αν θέλει να πιούμε ένα σφηνάκι. Μου λέει ναι ναι ναι, του βάζω σφηνάκι, του λέω περνάς ωραία; Μου λέει, ναι. Τον βλέπω πηγαίνει στο κέντρο, με κοίταξε λίγο περίεργα, ήταν με κάτι άλλους γνωστούς εκεί στην παρέα, κάθεται ο άνθρωπος, πίνει το ποτό του, έρχεται μετά μου λέει είσαι πάρα πολύ καλή, δεν ξέρω αν το κάνεις στο εξωτερικό, πρέπει να το κοιτάξεις. Α, του λέω, φιλάρα ευχαριστώ, ήταν τύπου ναι ναι ναι, πάλι σε ευχαριστώ, μου λέει, που παίζεις αυτό το ρεμίξ δεν το ακούω μου λέει συνήθως να το παίζουν έξω και το αγαπάω πάρα πολύ. Λέω μπράβο, του λέω, πολύ χαίρομαι. Φεύγει ο άνθρωπος κι έρχεται κάποια στιγμή ένας φίλος από την παρέα, τον γνώριζα κι όλας αρκετά καλά και μου λέει, να σου πω, μου λέει, ξέρεις ποιος ήταν αυτός που σου μιλούσε; Λέω ποιος; Και μου λέει, ο Ντέιβιντ Γκέτα. Και εκεί έπαθα σοκ.
Η επιβεβαίωση σίγουρα όταν την παίρνεις απ’ τον κόσμο είναι πολύ σημαντική. Για μένα, την επιβεβαίωση τον να την πάρω από τον Ντέιβιντ Γκέτα ή από τον τυχαίο πελάτη που θα ‘ρθει εκείνο το βράδυ να μου πει, μου ‘φτιαξες το βράδυ, παίζεις καταπληκτικά, είναι ακριβώς το ίδιο. Αλλά δεν μπορώ να σου πω ότι, επειδή έχω περάσει και πάρα πολύ δύσκολα, ως γυναίκα στο χώρο, θα το πω, ή ως μικρό κορίτσι ή ως μικρό παιδί στο χώρο γιατί ξεκίνησα μικρή κι επίσης επειδή ο συγκεκριμένος χώρος είναι φοβερά ανταγωνιστικός, you are as good as your last set. Όπως οι σεφ. Είναι πολύ εύκολο να γίνεις cancel σε αυτή τη δουλειά.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον εαυτό μου από την ιδιότητα της DJ, θεωρώ ότι είναι ένα και το αυτό. Το οποίο από τη μια είναι λίγο περίεργο σε κάποιους ανθρώπους που ενδεχομένως να μη μπορούν να το καταλάβουν, να μη βρίσκονται μέσα σε αυτό, ή σε ανθρώπους που θεωρούν ότι αυτό είναι ένα χόμπι, ότι δεν έχει καμία σημασία, δε σώζετε τον κόσμο, δεν είστε πυρηνικοί επιστήμονες, ναι και δεν είμαστε, αλλά οι DJs έχουν κάτι το οποίο θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό, είναι διασκεδαστές. Και αυτή η λέξη μπορεί να φαίνεται ότι δεν είναι τόσο σημαντική, αλλά αν τη δεις στην ουσία της, ότι ένα άτομο έχει τη δύναμη να σταθεί εκεί και να σου φτιάξει ένα ολόκληρο βράδυ, ή να σου δημιουργήσει αναμνήσεις, ή να σου ανοίξει δρόμους μουσικούς στο κεφάλι σου, ή να επηρεάσει ακόμα με τη μουσική που παίζει, γιατί η μουσική είναι ένα πολύ ζωντανό κοινωνικό φαινόμενο, είναι η πιο απτή μορφή τέχνης, άρα αν έχεις τη δύναμη χρησιμοποιώντας τη μουσική να επηρεάσεις τους ανθρώπους προς το καλύτερο, ναι, αυτή η δουλειά είναι σημαντική.