ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Λένε ότι μια εικόνα, είναι χίλιες λέξεις. Τι συμβαίνει όμως όταν τα φαινόμενα απατούν;
Σε αυτό το podcast, θα ακούσουμε την άγνωστη ιστορία πίσω από μία φωτογραφία, από τους ίδιους τους ανθρώπους που απεικονίζονται σε αυτή. Και θα ανακαλύψουμε ότι πολλές φορές, δε φτάνουν χίλιες λέξεις για να πούμε την ιστορία τους.
Είμαι η Μάγια Φιλιπποπούλου κι ακούτε ένα podcast από το Istorima.
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΑΣΕΡ
Αίγυπτος, Ιούλιος 1952. Ο Βασιλιάς Φαρούκ ανατρέπεται με πραξικόπημα και λίγο καιρό μετά, την εξουσία αναλαμβάνει ο Συνταγματάρχης Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ.
Ο νέος ηγέτης της Αιγύπτου είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με πολλούς επικριτές και πολλούς θαυμαστές. Στην Ελλάδα, τον θυμόμαστε κυρίως για δύο λόγους: για την κρίση στο Σουέζ το 1956, όταν εθνικοποίησε αιφνίδια τη διώρυγα που τότε λειτουργούσε υπό βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα, και για τον μαρασμό της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, λόγω των πολιτικών σοσιαλιστικού τύπου που εφάρμοσε.
Βρισκόμαστε, όμως, στο 1952. Μία φωτογραφία κυριαρχεί σε όλα τα πρωτοσέλιδα και κάνει τον γύρο της Αιγύπτου. Είναι η φωτογραφία μιας νέας κοπέλας σε στάση προσοχής, με τη στολή της εθνοφρουράς του Νάσερ, και το όπλο παρά πόδα.
Παρουσιάζεται ως το πρότυπο της Νέας Αιγυπτίας: νέα, όμορφη, δυνατή, χωρίς μαντήλα και φυσικά, πιστή στο νέο καθεστώς. Ποια είναι όμως η γυναίκα της φωτογραφίας;
Αυτό που ακούμε είναι μια μελωδία που έγραψε ο Γιόχαν Στράους υιός, για τα επίσημα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ. Κι εκεί, σε μια πόλη δίπλα στη διώρυγα, γεννήθηκε και μεγάλωσε η Πόπη Νικάνδρου-Δεληγιώργη που θα μας δώσει την απάντηση.
Πόπη Νικάνδρου-Δεληγιώργη: Έρχεται ένας και μου λέει: «Πόπη! Πόπη! Τρέχα», μου λέει, «γρήγορα, στον σταθμό του Ραμλίου». Σταθμός του Ραμλίου στην Αλεξάνδρεια, είναι το Σύνταγμα. Πάω κι εγώ, πάω κι εγώ και τι να δω; Σε όλα τα περίπτερα, τα περιοδικά όλα, cover girl ποια; Την αφεντιά μου! Η αφεντιά μου με το όπλο και να γράφει κάτω: «Οι Αιγύπτιες στην εθνοφρουρά». Κι η «Αιγυπτία» ήταν Ελληνίδα!
Μάγια Φιλιπποπούλου: Ήσασταν το πρότυπο, το πρότυπο της Αιγυπτίας.
Πόπη Νικάνδρου-Δεληγιώργη: Το πρότυπο της Αιγυπτίας! Η Ελληνίδα! Ήμουνα, η Ελληνίδα!
Γεννήθηκα στο Πορτ Σάιντ, στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Το Πορτ Σάιντ είναι, όπως ξέρετε, η αρχή της διώρυγος του Σουέζ, το 1930. Η μαμά μου είχε γεννηθεί στο Πορτ Σάιντ, ο μπαμπάς της είχε γεννηθεί στο Πορτ Σάιντ, ο μπαμπάς μου είχε έρθει από το Καστελλόριζο.
Το Πορτ Σάιντ έγινε με την πρώτη αξίνα που έριξε ο Φερντινάν ντε Λεσσέψ, τον πρώτο βράχο που έσπασε κι άνοιξε η διώρυγα του Σουέζ. Ήρθαν πάρα πολλοί εργάτες, ήρθαν πάρα πολλοί Έλληνες, Δωδεκανήσιοι, ιδίως πολλοί Κασιώτοι, Καστελλοριζιοί, Καρπάθιοι, όλα αυτά. Δούλεψαν εκεί με Αιγυπτίους, που ήρθανε. Μετά από δέκα χρόνια, το 1869, άνοιξε πια η διώρυγα του Σουέζ.
Υπήρχανε Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Αρμένηδες, Μαλτέζοι, Έλληνες, όλες οι υπηκοότητες του κόσμου. Οι ξένοι όλοι αυτοί λοιπόν, σιγά σιγά, κάνανε μικρές-μικρές-μικρές παροικίες. Κάθε παροικία που ερχόταν έφερνε την ιστορία του, την κουζίνα του, τη γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμα. Οπότε, ήτανε μια κοσμοπολίτικη, κοσμοπολίτικη πόλη.
Έκανα τα παιδικά μου χρόνια εκεί, τα οποία ήτανε παιδικά χρόνια, βέβαια, αξέχαστα. Πάρε τους χορούς που είχαμε κάθε φορά: Φεύγαμε από τον έναν χορό, τα ρεβεγιόν, πηγαίναμε στους άλλους, στ' άλλα κλαμπ. Ξέρεις τι είναι να χορεύεις σε ένα καζίνο ωραίο και να περνάνε από το κανάλι --έτσι δίπλα στο κανάλι-- και να περνάνε από εκεί τα μεγάλα βαπόρια, τα messageries maritimes, τα μεγάλα απ’ το κανάλι, να έρχονται από τις Ινδίες, από την Αυστραλία, να μας ακούνε τη μουσική --που ήταν όλη η ορχήστρα, ήταν όλοι μαύροι, σαν τον Άρμστρονγκ-- κι εμείς να χορεύουμε και να μας σφυρίζουν από το βαπόρι; Να κολυμπάς και να κολυμπούν δίπλα σου τα δελφίνια; Μέσα στη διώρυγα του Σουέζ, όπως περνούσαν τα βαπόρια και τα δελφίνια, ακολουθούσαν τα βαπόρια.
Υπήρχε ένα νησάκι στη μέση της διώρυγος και το κάναμε το γύρω-γύρω. Ήμουνα η μόνη κοπέλα από όλο το Πορτ Σάιντ που το γυρνούσε. Ήταν μόνο αγόρια που κάνανε. Και βέβαια, πολλές φορές βγαίναμε κι ήμασταν όλοι μαζούτ, γιατί περνούσαν τα βαπόρια. Αλλά δε μας πείραζε. Ακούγαμε βέβαια τις φωνές της μαμάς, που έλεγε: «Πώς έγινες πάλι έτσι;» Αλλά ήτανε, ήτανε κάτι το απίθανο. Ήταν το Πορτ Σάιντ, ήταν μια απίθανη πόλις, κοσμοπολίτικη πόλη. Εδώ ο περίφημος Κίπλινγκ, αυτός που έγραψε το “If— ”, είχε πει: «Εάν γυρεύεις κάποιον που τον έχεις χάσει ναυτικό και δεν ξέρεις σε ποιο μέρος του κόσμου είναι, ψάξε σε δύο μέρη σε όλο τον κόσμο: Ή στα docks του Λονδίνου ή στα docks του Πορτ Σάιντ». Τόσο πολύ κόσμο.
Οι πιο πολλοί Έλληνες εκεί δουλεύανε στη διώρυγα του Σουέζ ή στα γραφεία, γιατί ξέραμε πάρα πολλές γλώσσες. Μόλις γεννιόμασταν μαθαίναμε γαλλικά, ήταν η πρώτη γλώσσα. Γαλλικά, ιταλικά --εγώ είχα ξαδέλφη Ιταλίδα, ξαδέλφη Γαλλίδα-- αγγλικά υποχρεωτικά στο σχολείο, αραβικά με τις κοπέλες που βοηθούσαν τους γονείς μας κλπ. Ο μπαμπάς μου εμένα ήταν έμπορος. Είχε κατάστημα παπουτσιών κι ήταν ειδικός για σχέδια. Οικονομικά ήμασταν πάρα πολύ καλά. Όποτε περνούσε ένα βαπόρι, ανοίγανε τα καταστήματα όλα. Άκουγες τη φράση «Μπαμπούρ ντάουαρ», θα πει «Το βαπόρι γύρισε». Ο μπαμπάς μου κατέβαινε, ο διευθυντής του του 'λεγε: «Άνοιξε, άνοιξε». Πηγαίνανε εκεί. Ανοίγανε όλα τα καμπαρέ. Είχαμε και καμπαρέ, για να πάνε να δουν όλοι και χορό της κοιλιάς. Λοιπόν, όλοι αγοράζανε και γινόταν ο χαμός. Μετά, ξανακλείνανε όλα.
Οι γιορτές που γινόντανε! Περιμέναμε σαν τρελοί πότε θα γίνει 25η Μαρτίου, πότε θα γίνει 28η Οκτωβρίου, να μου γυαλίσει η κοπέλα το τριφύλλι μου --ήμουνα προσκοπίνα-- τα παπούτσια μου. Οι δρόμοι κλείνανε στο Πορτ Σάιντ για να περάσουμε εμείς. Και δεν ήταν μόνο που γιορτάζαμε τις ελληνικές γιορτές. 14 Ιουλίου, 14 Juillet, χαμός στο Πορτ Σάιντ, χαμός. Όλοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Ιταλοί, όλοι. Οι Μαλτέζες πια, άσε! Εμείς η χαρά μας να πάμε στο Μαλτέζικο κλαμπ, ήταν πολύ ζωηρές, ζωντανές. Τις βλέπαμε όταν παίζαμε τέννις --εμείς σοβαρές-- τις βλέπαμε από πίσω εκεί να φιλούνται. «Α! Νίνη, Νίνη, φιλήθηκε η Μάρθα με αυτήν!» Εμείς στο Πορτ Σάιντ οι Ελληνίδες ξέρεις, λίγο πιο συντηρητικοί κτλ. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, τελείως πολυεθνικό μια πόλις, νόμιζες ότι ήσουνα Ευρώπη.
Ήταν η ευρωπαϊκή συνοικία, ήτανε χωρισμένο από την αραβική συνοικία. Δηλαδή, καθόσουνα σε ένα καφενείο, το περίφημο Gianola του Πόρτ Σάιντ και δίπλα σου δεν καθότανε Αιγύπτιος. Δεν καθότανε. Όχι πως το απαγόρευαν. Όχι αυτό, αλλά δεν τολμούσαν οι άνθρωποι. Καθόλου. Δεν κάθισε Αιγύπτιος, δίπλα μου. Μόνο η κοπέλα που είχαμε, οι εργάτες που δούλευαν στο εργοστάσιο του μπαμπά… τίποτα. Μας θεωρούσαν πάρα πολύ «υπέρ». Οι Αιγύπτιοι οι κακόμοιροι δεν είχαν αξιοπρέπεια, τίποτα. Ελευθερία δεν είχανε αυτοί οι άνθρωποι.
Τελείωσα, λοιπόν, το σχολείο στο Πορτ Σάιντ το ‘47. Είπανε ότι μπορούν να πάρουν τρεις ξένους στο Πανεπιστήμιο. Εγώ προτίμησα την Αλεξάνδρεια γιατί εκεί έμενε η θεία μου και θα έμενα εκεί. Κι επειδή είχα τον μεγαλύτερο βαθμό, είχα βγει με 19 στα 20 το απολυτήριο, με πήρανε και πήγα εκεί. Έλεγα ότι θα γίνω γιατρός, για να βρω το φάρμακο του καρκίνου.
Αγγλικά όλα τα μαθήματα, Άγγλοι καθηγηταί. Είχαμε, λοιπόν, έναν καθηγητή που ήταν και πολύ «νούμερο» αυτός. Μια φορά, λοιπόν, μας είπε μία σόκιν ιστορία, οι Αιθίοπες, κάτι, ότι είναι στο σεξ πάρα πολύ δυνατοί και πάρα πολύ καλοί κτλ. Λοιπόν, οι «αραπίνες» ήταν λιγάκι πιο ρεζερβέ, να πούμε, --οι πέντε-έξι που ήταν, γιατί οι πιο πολλοί ήταν όλοι άνδρες, πολύ λίγες φοιτήτριες υπήρχαν, πέντε-έξι φοιτήτριες—λοιπόν, μόλις το ακούνε αυτό, σηκώνονται, παίρνουν τις τσάντες και φεύγουνε. Φωνάζει ο καθηγητής: «Δεν προφταίνετε, δεν προφταίνετε, το βαπόρι έφυγε!»
Η καλύτερη μου φίλη ήταν η Λέιλα. Η πρώτη Αιγυπτία φίλη. Η καλύτερη μου φίλη. Επί επτά χρόνια και τον όγδοο χρόνο τον κάναμε μαζί εσωτερικοί. Και τι μου έλεγε, λοιπόν, στο Ραμαντάν που ήταν η νηστεία: «Άκου να σου πω, Πόπη», μου λέει, «το μεσημέρι δε θα κατέβαινες να τρως κάτω στην αίθουσα, θα λες πως δεν μπορείς, θες να κοιμηθείς νωρίς, θα τρως πάνω, για να τρώγω κι εγώ μαζί σου». Της λέω: «Εντάξει Λέιλα» , όπως θες. «Αλλά Λέιλα μου, το βράδυ εσύ δε θα κατεβαίνεις στο Ιφτάρ», το λένε, που κτυπούσαν τα κανόνια κι όλα αυτά, «θα το φέρνεις κι εσύ πάνω το φαγητό, να τρώω κι εγώ πάνω».
Το 1952 που αρχίσανε τα γεγονότα, μαζί με τους Λοχαγούς και τον Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, ήμασταν στη σχολή μέσα και ξαφνικά λοιπόν πάλι φασαρίες, φασαρίες… Νομίζαμε πως ήταν πάλι καμιά απεργία, κάτι. Και μετά, άρχισαν: «Πιάσαν τον Φαρούκ, πιάσαν τον Φαρούκ, μπήκαν στα ανάκτορα, μπήκαν στα ανάκτορα, μπήκαν στα ανάκτορα!» Βγήκε ο στρατός, όλα, πήραν όλα τα πόστα και πιάσαν τον Φαρούκ, διότι όλοι πια είχανε πάρα πολύ πια κουραστεί με τον Φαρούκ. Κι ο Φαρούκ μπήκε μέσα στη «Μαχρούσα» του, το ωραίο του το γιοτ, και μπήκε κι έφυγε.
Ο Νάσερ ήθελε να σχηματίσει μια εθνοφρουρά, τη λεγόμενη Χαρασελγουάτα, αράπικα. Λέει: «Θέλω να πάρω όμως και στο στρατό και γυναίκες». Από πού να πάει να τις πάρει τώρα; Να πάει στα Πανεπιστήμια, που ήταν μορφωμένες οι γυναίκες. Κι έρχεται, λοιπόν, στην τάξη μας. Δύο-τρεις είπανε «όχι». Σκέψου ότι στην τάξη μου ήτανε τρεις με τσαντόρ. Πάω λοιπόν στον καθηγητή μου, μάλιστα θυμάμαι του το είπα κι Αγγλικά, λέω: “What shall I do? I am Greek, but I love Egypt”. Μου λέει: “Ask your heart, Popi, what your heart will tell you”. Εγώ που τη λατρεύω την Αίγυπτο, τη λάτρευα και τη λατρεύω, πάω και κατατάγομαι πρώτη.
Λέγαμε: «Αΐς, Αΐς! Αΐς Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, Αΐς Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ!», «αΐς» θα πει «να ζήσει». «Να ζήσει ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ! Να ζήσει ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ!» Έξι μήνες κάναμε εκπαίδευση, μαθήματα σκοποβολής το πρωί, να ανεβαίνουμε, να κατεβαίνουμε τις σκάλες, να περνάμε κάτω από τα σύρματα κτλ. κτλ. Εγώ επειδή ήμουνα αθλήτρια, ήμουνα κολυμβήτρια, ήμουνα, ήμουνα, ήμουνα, ήμουνα, βγήκα πρώτη. Βγήκα πρώτη λοιπόν σε όλα, πρώτη σκοποβολή, πρώτη εκεί, πρώτη, πρώτη, πρώτη.
Τελειώνει αυτό. Είμαι τώρα μέσα στο χειρουργείο και χειρουργώ, θυμάμαι, ένα παιδάκι που του είχε μπει κάτι στο μάτι. Κι έρχεται ένας και μου λέει: «Πόπη, Πόπη, βγες!» Λέω: «Δεν μπορώ». «Βγες, που σου λέω!» μου λέει. Αφήνω μια άλλη. «Τρέχα», μου λέει, «γρήγορα στον σταθμό του Ραμλίου. Σταθμός του Ραμλίου στην Αλεξάνδρεια, είναι το Σύνταγμα. Σαν να λέμε το Σύνταγμα, εκεί είναι. «Πήγαινε και θα δεις!» Ε, πάω κι εγώ, πάω κι εγώ και τι να δω; Σε όλα τα περίπτερα, τα περιοδικά όλα, cover girl ποια; Την αφεντιά μου! Η αφεντιά μου με το όπλο και να γράφει κάτω: «Αλμασριάτ φελχάρασελ γουάτανι». «Οι Αιγύπτιες στην εθνοφρουρά». Κι η «Αιγυπτία» ήταν Ελληνίδα! Φαντάζεσαι το τι έγινε στο Πορτ Σάιντ. Είχαν τρελαθεί όλοι. Όλοι να φωνάζουν: «Η Πόπη είναι! Η Πόπη είναι!»
Τελειώνω την ιατρική σχολή και πάω στο Παρίσι. Πάω στο Παρίσι και κάνω εκεί την παιδιατρική και κάνω και νεογνολογία. Ούσα στο Παρίσι, θυμάμαι ένα πρωί που κατέβηκα, μου λέει ο Γάλλος ο καθηγητής: «Είδες; Είδες», μου λέει,« Πηνελόπη», --«Πηνελόπη» με φωνάζανε εκεί, “Penelope”-- μου λέει, «τι κάνανε οι συμπατριώτες σου;» Λέω: «Τι;» εγώ νόμιζα οι Έλληνες. Μου λέει: «Εθνικοποίησαν τη διώρυγα χθες το βράδυ!» Λέω: «Κατ' αρχήν», λέω εγώ, «δεν είναι συμπατριώτες μου. Είμαι απ' την Αίγυπτο, αλλά είμαι Ελληνίδα». Ούτε είχα πάρει είδηση τίποτε. Και τότε είχε εθνικοποιήσει ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ τη διώρυγα του Σουέζ.
Γιατί την εθνικοποίησε. Ο Νάσερ, έτοιμος, είχε κάνει μαζί με τη Γαλλία και με την Αγγλία και του είχανε τάξει ότι θα κάνανε το φράγμα του Ασουάν. Οι οποίοι όμως Γάλλοι κι Άγγλοι μετά, όταν ο Νάσερ έδωσε όπλα στο Ιράν, βοήθησε το Ιράν, αποτραβήχτηκαν. Τι έκανε κι ο Νάσερ τότε; Πού στράφηκε; Στους Ρώσους. Ήρθαν οι Ρώσοι, βοήθησαν οι Ρώσοι και τότε, έγινε το φράγμα. Και τότε είναι που θύμωσαν οι Άγγλοι και Γάλλοι κι είπαν: «Έτσι είναι; Τώρα θα σε κανονίσουμε, να δεις κι εσύ!» Διότι, από πού ζει η Αίγυπτος μέχρι τώρα; Μπαμπάκι, το μπαμπάκι κι η διώρυγα του Σουέζ. Διαταγή: Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Εβραίοι πλοηγοί, να φύγουν. Πόσοι μείνανε; Μόνο δεκαεφτά Έλληνες. Διότι Αιγύπτιοι πλοηγοί δεν υπήρχανε. Ήταν όλοι κάτω στα ρυμουλκά.
Οι Έλληνες, που τηλεφωνήματα κτλ. εδώ, στον Καραμαλή: «Τι να κάνουν οι Έλληνες πιλότοι, τι να κάνουνε;» Ήρθε η διαταγή: «Οι Έλληνες πιλότοι να μην κουνήσουν από τη διώρυγα». Όχι από αγάπη για τον Νάσερ, αλλά μόλις είχαν δεχτεί το ‘56 τους Έλληνες από την Τουρκία. Πού να δεχτούν άλλους 300.000 Έλληνες της Αιγύπτου.
Οι Έλληνες μείνανε, από τη διαταγή. Τι να κάνουνε. Φωνάζουν Ρώσους πιλότους, αρχίζουν να εκπαιδεύουν τους Αιγυπτίους που ήταν κάτω στα ρυμουλκά κι έτσι, σιγά-σιγά, η διώρυγα του Σουέζ δεν έκλεισε ούτε μία μέρα. Το όνειρο που είχαν Άγγλοι, Γάλλοι ότι θα κλείσει η διώρυγα του Σουέζ, απέτυχε.
Μένω στο Παρίσι δυόμισι χρόνια, τελειώνω εκεί, κάνω τη νεογνολογία μου κτλ. Φεύγω από εκεί και πάω, γυρνώ στην Αίγυπτο. Το ‘56 πήγα, ‘57. Όταν πήγα, γύρισα στο Πορτ Σάιντ, είδα ένα άλλο Πορτ Σάιντ. Δεν ήτανε το Πορτ Σάιντ που ζούσαμε τότε.
Ο Νάσερ έδιωξε, επειδή φύγανε από τη διώρυγα τους Σουέζ και για να τους τιμωρήσει, λέει: «Τι θα κάνω αφού φύγανε οι πιλότοι; Θα διώξω όλους τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Ιταλούς υπηκόους». Κι όλοι αυτοί φύγανε με μια βαλίτσα. Είδα ένα άλλο Πορτ Σάιντ. Δεν είναι το Πορτ Σάιντ που ξέρω. Δεν είναι το κοσμοπολίτικο Πορτ Σάιντ πια. Ούτε Άγγλοι, ούτε Γάλλοι, ούτε Ιταλοί… οι φίλοι μου όλοι είχαν φύγει. Μόνο Έλληνες. Και τότε αρχίσανε και σιγά-σιγά και δίπλα σου ήταν ο Μοχάμεντ, ο Άλι, οι πλούσιοι φυσικά, οι καθώς πρέπει κτλ. Είχε αλλάξει η Αίγυπτος. Άλλαξε, άλλαξε η ατμόσφαιρα. Δεν ήταν το κοσμοπολίτικο εκείνο. Πήγα στον Ναυτικό Όμιλο. Ήμασταν οι Έλληνες, αλλά κάνω έτσι δίπλα μου, δίπλα μου δεν ήταν… να πω: «Ρόμπερτ, πού είσαι Ρόμπερτ; Πού είσαι Στίβεν;» Κανείς, όλοι αυτοί λείπανε. Λείπανε όλοι να μου κάνουν τα αστεία, να κάνουμε βουτιές να βγω να κάνω… Λείπανε, δεν υπήρχε οι χοροί, τίποτε. Δεν είναι το Πορτ Σάιντ που ξέρω.
Πήγα στο Πορτ Σάιντ κι άνοιξα το ιατρείο μου. Και δούλευα και τζάμπα. Είχαμε ένα νοσοκομείο και δεν έπαιρνα λεφτά κάθε Δευτέρα από κανέναν. Όλοι οι Αιγύπτιοι έρχονταν εκεί. Δεν έπαιρνα λεφτά, με λατρεύανε στο Πορσάιντ.
Το ’61, παντρεύομαι. Τον άντρα μου, που ήταν πλοηγός στη διώρυγα του Σουέζ. Ο άντρας μου ήταν ερωτευμένος μαζί μου εδώ και σαράντα χρόνια, πριν ακόμα γεννηθώ μάλλον! Πάρα πολύ ωραίος ήταν ο άνδρας μου, πάρα πολύ ωραίος. Με ωραία γαλανά μάτια κι όλα αυτά. Κάναμε παρέα όλοι μαζί. Εν τω μεταξύ, ο Βασίλης κάθε μέρα λουλούδια... ερχόταν κάθε φορά ο florist και μου έλεγε: «Ντοκτόρα! Μενιλαπτάν!» από τον καπετάνιο. Ζουμπούλια. Την άλλη μέρα, ερχόταν από το Gianola, σαν να λέμε εδώ από το Αθηναίο. Πάστες. Το ‘61 Παντρεύομαι. Το ‘63 κάνω την Κατερίνα μου και το ‘65 κάνω τον Γιώργο.
Το ’66, όλοι σιγά-σιγά φεύγανε. Ο Νάσερ είχε αρχίσει να εθνικοποιεί όλες τις τράπεζες, όλα τα τροφοδοτικά γραφεία, όλα, ό,τι υπήρχανε με δουλειές, τέτοιες εργασίες, όλα τα είχε σιγά-σιγά τα είχε εθνικοποιήσει. Κι όλοι φύγανε. Το σχολείο σιγά-σιγά δεν είχε μαθητάς, έκλεινε. Συρρικνωνόταν όλη η παροικία. Οι αδελφή μου είχε φύγει με τον άντρα της. Οι φίλες μου όλες είχαν φύγει σιγά-σιγά. Μείναμε πάρα πολλοί λίγοι. Μαζευόντουσαν κι ήμασταν… Όλοι σιγά-σιγά φεύγανε.
Εν τω μεταξύ, ο Νάσερ ποτέ δεν ξέχασε τους Έλληνας πιλότους. Κι είπε ότι: «Όσοι πιλότοι θα έρθετε εδώ, όταν θα φύγετε θα πάρετε πέντε χιλιάδες». Εμείς όμως ήμασταν έτοιμοι πια να φύγουμε. Γιατί πια ο άνδρας μου έπαθε τέσσερα εμφράγματα. Το πρώτο έμφραγμα το έπαθε όταν οδηγούσε το πλοίο, τότε που δεν άλλαζαν. Οι πιλότοι συνήθως αλλάζανε. Όταν όμως μείναν οι δεκαεπτά, δεν αλλάζανε. Και δουλεύανε οι ίδιοι οι δεκαεπτά συνέχεια, μέρα-νύχτα, έναν μήνα, από το Πορτ Σάιντ-Ισμαηλία-Σουέζ, Σουέζ-Ισμαηλία- Πορτ Σάιντ. Συνέχεια από αυτό το πράγμα, μέχρι να εκπαιδεύσουνε τους Ρώσους κι όλους τους άλλους. Έπαθε το πρώτο έμφραγμα, παθαίνει άλλα τρία…
Δε μας έδιωξε ο Νάσερ. Φύγαμε, όλοι φύγαμε γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε πια. Δεν μπορούσαμε. Ήταν όλα ωραία και καλά ακόμη. Δεν τα ευχαριστιόσουνα πια. Δε μας έδιωξε. Δε μας είπε: «Φύγετε». Αφού φεύγαμε και μας έλεγανε: «Γιατί φεύγετε;» Εγώ όταν πήγα να πάρω τη βίζα στο δημαρχείο, στον διοικητή, μου λέει: «Ντοκτόρα, γιατί ήρθες; Πού πας;» Λέω: «Φεύγω». «Φεύγεις; Δε σου δίνω», μου λέει, «βίζα, γιατί να φύγεις; Δε θα φύγεις!» Λέω: «Εγώ θα φύγω», λέω, «για τον Βασίλη. Ξέρεις», λέω, «πόσο την αγαπώ την Αίγυπτο». Μου λέει: «Το ξέρω. Αλλά μη φύγεις, μη φύγεις!» Με παρακαλούσε να μη φύγω.
Κανονικά, όταν έφευγε ένας από την Αίγυπτο, έχει δικαίωμα να πάρει μόνο χίλιες λίρες μαζί του. Αλλά και τα πράγματά του, όλα τα πράγματά του. Κάναμε τα μεγάλα, αυτά που λέμε fourgon. Αλλά όχι, δεν επιτρεπόταν ούτε ασημικά, ούτε τίποτα.
Υπήρχε κάποιος που λεγόταν Αμπαντάγια. Αυτός ο Αμπαντάγια ήταν ένας… Εγώ έλεγα να του βάζαμε άγαλμα στην πλατεία Αιγύπτου, το άγαλμά του! Είχε βγάλει όλα τα πράγματα όλων των Ελλήνων! Κατόρθωνε και τα έβγαζε. Έρχεται λοιπόν σε εμένα: «Κι εσύ, ντοκτόρα, θα φύγεις;» Λέω: «Ναι». «Τι θες; Όλα θα στα βγάλω». Λέω: «Και τα ασημικά;» γιατί είχα πολλά ασημικά. Τα βάζει, λοιπόν, μια μεγάλη σακούλα, τα βάλαμε όλα εκεί.
Πάμε στο τελωνείο, έρχεται κι ο τελώνης, μου λέει τώρα ο Αμπαντάγια: «Ντοκτόρα, άνοιξε αυτό». Και μου δείχνει τον σάκο. «Αυτόν τον σάκο;» λέω, «Αμπαντάγια, αυτόν τον σάκο;» κοντεύω να χάσω και τη γλώσσα μου. Μου λέει: «Ναι, αυτό που σου λέω θα ανοίξεις». Το ανοίγω, λέω: «Πάει, όχι φυλακή θα πάω εγώ τώρα….» Ανοίγει έτσι, βάζει ο τελώνης το χέρι του μέσα, λέω: «Πάει τώρα, έπιασε», λέω, «την τσαγιέρα, έπιασε τα αυτά...» Βάζει μέσα. «Όλα, όλα εντάξει! Καλά όλα, κλείσε». Όπως είχε πάρει αυτός, δεν ξέρω τι του είχα δώσει, φαίνεται τα μισά τα είχε δώσει σ’ αυτόν. Και περάσαμε, εδώ τα φέραμε όλα.
Όλα έτοιμα, όλα, άδειασε το σπίτι, μείνανε δύο στρώματα μόνο κάτω. Στο ένα στρώμα χοροπηδούσε η Κατερίνα, στο άλλο στρώμα χοροπηδούσε ο Γιωργάκης. Εγώ με τον Βασίλη τα βλέπαμε όλα αυτά, τι να κάνουμε…
Πάω, φεύγει ο Γιώργος, φεύγει η Κατερίνα κι εγώ από τη συνήθεια κλειδώνω, κλειδώνω με το κλειδί και φεύγω. Και μου λέει αυτός: «Ντοκτόρα, τι κάνεις;» Λέω: «Κλείδωσα, πάμε». Ήταν ο ιδιοκτήτης κι επειδή είχα εγώ το πιο ωραίο διαμέρισμα στον 5ο όροφο, μου λέει: «Τι κλειδώνεις; Αφού εσύ δεν πρόκειται να ξανάρθεις. Δώσ’ μου τα κλειδιά, σε παρακαλώ». Ε, εκείνη την ώρα κάτι έσπασε μέσα μου, εκείνη την ώρα μόνο κατάλαβα ότι, ότι… εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι φεύγω πια από το σπίτι μου. Δηλαδή αυτό ήταν όλο, δηλαδή; Πάει, τελείωσε;
Το ‘66 ήμουνα τριάντα έξι χρονών. Νιώθεις που είναι το σπίτι σου, αφού γεννήθηκα εκεί, αφού μεγάλωσα εκεί… Όλοι, να περπατάω, να σου φωνάζουν, να σου μιλάνε, να σου... Εδώ όταν ήρθα, δυστυχισμένη. Ούτε «καλημέρα» δε μου λέγανε. Και δεν αισθάνθηκα, έτσι, πως γυρνούσα σπίτι μου, όχι. Γυρνούσα σε μια ξένη χώρα. Δεν ήμουνα σπίτι μου. Τελείως ξένη.
Να σου πω κι ένα άλλο μυστικό; Πιο πολύ αισθανόμουνα Ελληνίδα στην Αίγυπτο, παρά εδώ όταν ήρθα. Ήτανε Πάσχα κι είχαμε πάει μέσα στο πάρκο. Και θυμάμαι, ο μπαμπάς μου άνοιξε την πόρτα να περάσει μια κυρία και της λέει: «Χριστός Ανέστη!» Ούτε γύρισε να του πει «Χριστός Ανέστη», ούτε «ευχαριστώ» που του άνοιξε την πόρτα. Κι ο μπαμπάς μου έκλαψε. «Πού ήρθαμε; Πού ήρθαμε;»
Πήγα στο Πορτ Σάιντ μετά δέκα χρόνια, στο πρώτο ταξίδι που κάναμε, στον Ναυτικό Όμιλο κι ήταν εκεί ο Μουστάφα, αυτοί που μας βγάζανε τις βάρκες. Και με γνώρισε. «Ντοκτόρα, ντοκτόρα!» μας γνωρίσανε, ναι. Και τι κεράσματα και τι αυτά... πολύ συγκινητικό. Και λέω εγώ: «Να πάμε στο ιατρείο μου». Και κτυπώ την πόρτα του ιατρείου και μου ανοίγει η γυναίκα και μου λέει: «Ντοκτόρα, ντοκτόρα! Εδώ είναι το σπίτι σου, έλα! Έλα, μπες!» Και μετά ανεβαίνω από πάνω, που ήταν το πατρικό μου, κι ανεβαίνω εκεί και πάω και τι βλέπω; Την κρεβατοκάμαρά μου. Τι συγκίνηση! Μετά πήγα στο μπαλκόνι. Με τι χαρά μας είδανε και με τι χαρά μας υποδέχτηκαν όλες… Δεν είναι πολλά δέκα χρόνια.
Πάω λοιπόν στην Αλεξάνδρεια, λοιπόν, και μείναμε στο Windsor Hotel και τους είπα ότι γεννήθηκα στο Πορτ Σάιντ, ότι σπούδασα γιατρίνα στο Πορτ Σάιντ, ότι ήμουν πρώτη στρατιωτίνα του Νάσερ, ότι δούλεψα δέκα χρόνια στο Πορτ Σάιντ… Όταν τους έλεγα όλα αυτά που έκανα: «Ω, ντοκτόρα, ντοκτόρα, μπράβο, μπράβο!» Επάνω να μου φέρνουν τούρτες, να μας φέρνουν όλα αυτά, περιποίηση κτλ.
Μετά από είκοσι χρόνια που πήγα, τώρα, την τελευταία φορά, πριν τρία χρόνια, και πήγα πάλι στο Windsor Hotel, είπα πως είμαι από το Πορτ Σάιντ, γεννήθηκα εδώ κτλ. κτλ. Τίποτε, τίποτε. Καμία… ούτε γκριμάτσα. «Α ναι;» «Α ναι;» σαν να βλέπαν κανέναν ξένο. Με κακία να με βλέπουνε. Κι ήταν, λοιπόν, κι άλλη μία και της λέω: «Εγώ σπούδασα εδώ! Εδώ απέναντι είναι το Σάντμπι κι ήταν η ιατρική σχολή. Εδώ», λέω, «τελείωσα κι εγώ ιατρική». «Α ναι;» Αισθάνθηκα, τι να… σαν ξένη αισθάνθηκα, σαν ξένη αισθάνθηκα. Ξεχνάνε. Ξεχνάνε… Και θυμήθηκα και τον Καβάφη και γι' αυτό λέγω: «Αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια...» Δεν ξαναπάω Αίγυπτο. Την αποχαιρέτησα πια την Αλεξάνδρεια για καλά.
Μάγια Φιλιπποπούλου: Αυτή η φωτογραφία σας που έκανε τον γύρο της Αιγύπτου, η Αιγυπτία που τελικά ήταν Ελληνίδα, σας βοήθησε καθόλου; Σας αναγνώρισαν από αυτή τη φωτογραφία;
Πόπη Νικάνδρου-Δεληγιώργη: Όχι, μετά τίποτα. Δεν είχα ανάγκη. Γιατί μετά η ιατρική με βοήθησε. Ήμουν καλή γιατρός.
Μάγια Φιλιπποπούλου: Νιώσατε ποτέ καμιά πικρία για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα; Γιατί εσείς πιστέψατε στον Νάσερ, είχατε υπηρετήσει τον Νάσερ στην εθνοφρουρά και τελικά, οι πολιτικές του ήταν ο λόγος ή ένας από τους λόγους που αναγκαστήκατε οι Έλληνες να φύγετε σιγά-σιγά από την Αίγυπτο.
Πόπη Νικάνδρου-Δεληγιώργη: Όχι, δε λυπήθηκα, εγώ χάρηκα που έγινε έτσι. Να βρει η Αίγυπτος πια τη ζωή της, την αξιοπρέπειά της. Κι οι Αιγύπτιοι. Αμαρτία οι Αιγύπτιοι, αμαρτία. Τους είχαμε δούλους, τους είχαμε, τι να σου πω, αμαρτία από τον Θεό. Why not, γιατί όχι. Όχι, εγώ δεν.. Για τον Νάσερ, αν μας έκανε για τους Έλληνες, καθόλου, εγώ. Είμαι Νασερική μέχρι το κόκκαλο! Να ‘σαι καλά, Νάσερ, εκεί που ‘σαι! Ο Νάσερ έδωσε πίσω στους Αιγύπτιους την αξιοπρέπειά τους.
Οι Αιγύπτιοι τι ήτανε; Ήταν η Λέιλα, που πήγα και την είδα την τελευταία φορά κι η καημένη, φεύγοντας, εγώ της λέω: «Λέιλα, Λέιλα, να σου δώσω κι ένα τελευταίο φιλάκι!» Και φεύγω και σε μια βδομάδα μου τηλεφωνάει ο γιος της, μόλις ήρθα: «Η μαμά έφυγε». Λέω: «Λες και με περίμενε, να πάω να τη δω...»
Είμαι πολύ περήφανη. Είμαι πάρα πολύ περήφανη γιατί έχω μεγαλώσει κι έχω ζήσει κι έχω τις δύο πιο ωραίες πατρίδες του κόσμου. Την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Μου δώσανε πολλά κι οι δύο πατρίδες, μου δώσανε πολλά. Κι έδωσα. Μ’ αρέσει να δίνω, μ’ αρέσει να προσφέρω. Να ξέρεις, αγάπη μου, ό,τι δίνεις, παίρνεις. Και δεν το παίρνεις από εκεί που το δίνεις, από αλλού το παίρνεις. Από αλλού σου ‘ρχεται. Να αγαπάς. Και να έχεις στόχους στη ζωή. Kαι να βλέπεις τον άνθρωπο στον άλλο, το καλό, προσπάθησε. Έτσι φτάνεις ενενήντα τεσσάρων. Ελπίζω να φτάσω κι ενενήντα πέντε!
ΑΠΟΦΩΝΗΣΗ
Ακούσατε ένα podcast από το Istorima. Ανακάλυψε περισσότερες αληθινές ιστορίες που θα αλλάξουν τον κόσμο σου στο istorima.org κι άκουσε όλα τα podcasts στο Spotify και σε όλες τις πλατφόρμες podcasts. Γιατί μία ιστορία, αλλάζει πολλές.