ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ
Περιγραφή
Ένα μικρό αγόρι βρίσκεται τη λάθος στιγμή, στο λάθος σημείο, με ένα όπλο στο χέρι. Για τα επόμενα χρόνια της ζωής του θα κουβαλάει ένα ανεξόφλητο «χρέος» προς την οικογένεια του.
Φίλτρα
Συντελεστές
Αφήγηση
- Ο αφηγητής ζήτησε ψευδωνυμία
Συνέντευξη
- Μυρσίνη Γιαννακοπούλου
Δημιουργία Podcast
- Χάρις Παγωνίδου
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Ζούσαμε μεγάλη οικογένεια, σε μεγάλο σπίτι. Μαζί μας ζούσε και ένας θείος και μια θεία που δεν είχαν παιδιά. Ο θείος και η θεία αγαπούσανε εμένα από τα άλλα μου αδέλφια και με έπαιρναν μαζί στο κυνήγι. Κυνήγι εγώ τώρα τριών χρονών, τεσσάρων. Με έπαιρναν παρέα για να φάμε μετά μαζί την Κυριακή.
Τον Οκτώβριο του ‘58 εκεί στην Παναγία την Κουρνά έξω από τις Καρυές, βρέθηκε το όπλο στα χέρια μου, του θείου. Και τα δάχτυλά μου πάτησαν και τις δύο σκανδάλες. Οι δύο τουφεκιές βρήκανε τη θεία κατάστηθα, το θυμάμαι ότι έπεσε σε ένα παγκάκι έξω από την εκκλησία. Θυμάμαι κάποιες γυναίκες, καλόγριες ήτανε; Με μαύρα ρούχα πήγαν από πάνω της και της βάλανε στα μάτια πετραδάκια. Δεν καταλάβαινα τι έγινε, δεν είχα συνειδητοποιήσει.
Έγινε το περιστατικό, κάθισαν οι μεγαλύτεροι στην παρέα ψύχραιμοι και είπανε: «Θα φέρουμε τον πατέρα του παιδιού πάνω να πάει εκείνος να καταδικαστεί για παραμέληση ανηλίκου». Ο πατέρας μου ήταν, είχε δουλειά το μαγαζί πολλή δουλειά, ας ήταν και Κυριακή. Έγινε το περιστατικό δώδεκα το μεσημέρι, πρέπει να τον φέρανε απόγευμα. Και πήγε ο πατέρας μου στο δικαστήριο και δικάστηκε, ότι ήταν παρών και παραμέλησε το ανήλικο παιδί του. Δεν θέλαμε το πικρό ποτήρι να το πιεί ο θείος ολόκληρο ας πούμε. Είχε μια ευθύνη που μου έδωσε ή με άφησε, δεν θυμάμαι πώς… Μου το έδωσε το όπλο; Αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ. Δε μπορώ να το θυμηθώ.
Γυρίσαμε βράδυ σπίτι.Εγώ ήθελα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ, ήθελα να κοιμηθώ πάρα πολύ, δεν ξέρω γιατί, ήθελα να πάω στο κρεβάτι μου και να απομονωθώ. Έμεινε ο θείος μόνος στο σπίτι. Εγώ έμενα στο δωμάτιο δίπλα στο θείο ο οποίος κάθε βράδυ έλεγε: « Αχ Μαρία μου, τι σου έκανα;». Όταν τον άκουγα να λέει: «Μαρία μου τι σου έκανα;», εγώ ανακουφιζόμουνα. Γιατί έλεγα μέσα μου: «Εγώ δεν έκανα τίποτα, το έκανε ο θείος». Ο θείος τιμωρούσε τον εαυτό του κάθε μέρα από το ’58. Έλεγε: «Τι μου αρέσει; Η πρέφα; Την κόβω. Τι μου αρέσει; Το τάβλι; Το κόβω. Τι μου αρέσει; Το τσιγάρο; Το κόβω». Κάθε μέρα τιμωρούσε τον εαυτό του. Γραβάτα. Η γραβάτα, το πρώτο. «Δεν θα ξαναβάλω γραβάτα». Που πάντα ήτανε Κωνσταντινουπολίτης και έβαζε τη γραβάτα. Παράτησε τον εαυτό του. Εγώ έβλεπα τις τιμωρίες και έλεγα ο θείος φταίει.
Η οικογένειά μου μού φέρθηκε άψογα. Ο θείος με είχε σαν παιδί του, εμείς τον είχαμε μαζί έζησε ακόμα δέκα χρόνια εντάξει, εμείς τον κοιτάξαμε. Κανένας από τη στενή μας οικογένεια δεν είπε κουβέντα ποτέ, δεν το συζητήσαμε και ποτέ μέσα στην οικογένεια. Η μητέρα μου δεν ξαναπήγε σε κηδεία, σοκαρίστηκε. Ο πατέρας μου πολλές φορές τον έβλεπα να κλαίει. Στην Κατοχή αυτή η θεία, το πόσο κόσμο βοήθησε με τρόφιμα, ας πούμε. Μια αγία γυναίκα, αγία γυναίκα. Ήταν ένα λάθος της στιγμής. Δεν έπρεπε τα όπλα να μπορεί να είναι προσβάσιμα σε μικρά παιδιά.
Περνώντας τα χρόνια εγώ το είχα ξεχάσει. Από τα τέσσερα μου μέχρι τα οκτώ, ήταν κάτι που δεν υπήρχε. Στα οχτώ χρόνια, εφτά, οχτώ, εννιά, όπως περπατούσα ψιθύριζαν δίπλα μου: «Αυτός είναι». Αυτό μέχρι τα 16, 17 μου με ανάγκαζε να περπατάω με το κεφάλι κάτω. Αισθανόμουν μια ενοχή. Οταν έβλεπα ανθρώπους που ήταν γνώστες, έσκυβα το κεφάλι μου και μου έλεγαν: «Γιατί καμπουριάζεις;», αυτό. Και μου έμεινε και η καμπούρα. «Γιατί καμπουριάζεις;». Δεν έπαιρνα μέρος σε καυγάδες παιδάκια τότε γιατί τότε τα παιχνίδια μας τι ήτανε; Πετροπόλεμος και αυτά οι γειτονιές, εγώ δεν πήγαινα, δεν… Αισθανόμουνα πάντα αυτό το βάρος.
Ο πατέρας μου πολλές φορές τον έβλεπα να κλαίει. Τον έβλεπα να κλαίει γιατί την ευθύνη την πήρε ο πατέρας μου. Δεν έκλαψα ποτέ νομίζω πως, σε εισαγωγικά τιμωρήθηκα πάρα πολύ, έλεγα μέσα μου κάτι χρωστάω στην κοινωνία.
Όταν έφυγα πήγα στο στρατό ένιωσα άλλος άνθρωπος γιατί εκεί δεν με ήξερε κανένας, ούτε θα με ρωτούσαν εάν είμαι ο μικρός ή ο μεγάλος, ούτε περπατώντας θα άκουγα από πίσω μου να ψιθυρίζουν. Πήγαμε στην Κόρινθο 2.000 άτομα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων και μετά μου έρχεται μετάθεση: «Θα πας στην Κρήτη, να γίνει δόκιμος αξιωματικός». Ακόμα καλύτερα, πιο μακριά από τη Χίο. Ήτανε χειμώνας του ‘75. Κι έρχεται η μετάθεσή μου για Χίο. Περιχαρής εγώ, λέω: «Θα γυρίσω στη Χίο». Εντάξει, εντάξει, είχα γίνει πια 20 χρονών. Με καλεί ο Ταξίαρχος: «Δεν θα πας στη Χίο, θα μείνεις δύο τρεις μήνες να εκπαιδεύεις τους καινούργιους». Λέω: «Κύριε Ταξίαρχε, γιατί μου κόβεις τη μετάθεση;». Μου λέει: «Κάτι χρωστάς στην πατρίδα. Του λέω: «Κύριε Ταξίαρχε». Μου λέει: «Μη βάλεις μέσο, θα μείνεις εδώ», σαν κάτι να τον σκουντούσε. Πήγαμε μια μέρα στο πεδίο βολής στα «Δύο Αοράκια». Βάλαμε στη γραμμή, ο καθένας μας είχε δέκα, ο κάθε δόκιμος αξιωματικός έπρεπε να έχει δέκα υπό την ευθύνη του.
Ξεκίνησε η βολή και ένας από αυτούς που είχα εγώ την ευθύνη, σηκώθηκε και αντί να έρθει πίσω, έφυγε μπροστά. Αυτό έγινε σε κλάσματα δευτερολέπτου, δηλαδή τον είδα να βγαίνει μπροστά. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα στην πλάτη του να τον ρίχνω κάτω και το δεξί μου χέρι να του κρατάει το κεφάλι κάτω. Και έμεινα εκεί δευτερόλεπτα μέχρι να σταματήσουν να ρίχνουν οι υπόλοιποι. Πήρανε χαμπάρι οι υπόλοιποι, σταματήσανε, αρχίσαν τις φωνές: «Σταματήστε, σταματήστε». Έτρεξαν από πάνω μου: «Είσαστε καλά;». Εγώ λέω: «Καλά είμαι» αλλά δεν ήξερα εγώ αυτός που τον είχα σκεπάσει τι γίνεται. Δεν ξέρω το παιδί ήταν μια χαρά, τι έπαθε, έπαθε σοκ από το θόρυβο, φοβήθηκε; Δεν σηκώθηκα, με σήκωσαν. Μάλλον δεν μπορούσα να σηκωθώ, μας σήκωσαν και τους δύο. Λέω: «Καλά είμαι, καλά είμαι». Είχε ματώσει το δεξί μου εδώ μπουφάν τζάκετ, χειμώνας, κρύο: «Καλά είμαι –λέω– καλά είμαι». Μου λέει –ήρθε ο γιατρός εκεί– μου λέει: «Αίμα». Βγάλαμε μπουφάν, βγάλαμε χιτώνια τι φορούσα από μέσα, μου λέει: «Σε πήρε στο δεξί χέρι η σφαίρα». Έρχεται ο γιατρός: «Να σε ράψω;». Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει «ράβω». Λέω: «Ράψε με γιατρέ». «Φοβάσαι;». «Όχι γιατρέ». «Όρθιος;». «Όρθιος». Και με έραψε όρθιος στο πεδίο βολής εκείνος, μια βελόνα και έμεινε η ουλή στο δεξί χέρι.
Λέει: «Δεν θα το αναφέρουμε, δεν θα το αναφέρουμε επίσημα γιατί θα γίνουν ανακρίσεις». Με κάλεσε ο διοικητής της σχολής, μου έδωσε συγχαρητήρια. Μου λέει: «Δεν μπορώ να σου δώσω επίσημο έπαινο γιατί –μου λέει– θα γίνουν ανακρίσεις». Λέω: «Δεν θέλω κύριε Ταξίαρχε, εξόφλησα το χρέος μου. Εξόφλησα το χρέος μου, κύριε Ταξίαρχε, το ξόφλησα».