Στα προηγούμενα επεισόδια:
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΗΣ (Αφηγητής): Βέροια 1940.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Φανούλα, έτσι; Όχι, Φανή και. Τον αδερφό μου αυτόν τον μικρό, ήμουν κοντά του.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Λίγα χιλιόμετρα μακριά απλώνονται τα μυστικά του πλέον αποξηραμένου μεγάλου Βάλτου, γνωστού στο ευρύ κοινό από το έργο της Πηνελόπης Δέλτα.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Τα σύννεφα δεν άργησαν να 'ρθούν και ο πόλεμος χτύπησε και το χωριό το δικό μου, λέγεται Δάσκιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Τον Ιούνιο του ’44, η πόλη της Βέροιας γεμίζει ξαφνικά Γερμανούς στρατιώτες.
ΦΑΝΟΥΛΑ: Τον αδερφό μου τον έπιασαν τον χτύπησαν και στο κεφάλι τον είχαν κάνει. Κάποιον είχαν πιο σημαίνον πρόσωπο εκεί μες στις φυλακές και κατέβηκαν το βράδυ εκείνο οι αντάρτες και χτύπησαν τις φυλακές εδώ, τους πήραν και πήραν και τον αδερφό μου. Τον γλίτωσαν, την άλλη μέρα μας λέγανε ότι θα τον στέλναν στη Γερμανία.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το καλοκαίρι του 1944 η αντίσταση κορυφώνεται.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εδώ ήταν ένα κόμμα που λεγόταν ανταρτικό και ένα κόμμα, αυτοί λέγονταν ΠΑΟτζίδες, η ΠΑΟ.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το ’43, ΕΑΜ και η ΠΑΟ έρχονται σε ρήξη. Επειδή μετά τη διάλυσή της, πολλά πρώην μέλη και ομάδες της ΠΑΟ εξοπλίζονται και συνεργάζονται ανοιχτά με τους Γερμανούς, η λέξη ΠΑΟτζής χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του δωσίλογου, του προδότη και του εγκληματία.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εμάς άμα μας έβρισκαν από αυτ’νούς, οι ΠΑΟτζήδες ίσια σκότωμα εμάς. Ίσια. Σφάξιμο..
ΒΑΣΙΛΗΣ: Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τον αέρα της λευτεριάς, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος. Το χωριό κάηκε!
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ο απώτερος σκοπός κάθε πολέμου ή μάχης είναι η κατάκτηση, υλική και μη. Τα όπλα είναι το μέσο για την κατάκτηση με τη φωτιά να είναι απ’ τα αρχαιότερα. Αλλά και από τα εκδικητικότερα, καθώς χρησιμοποιείται όταν υπερτερεί το μίσος και η θέληση να πονέσει ο εχθρός μη λογαριάζοντας ότι στο διάβα της καταστρέφει οτιδήποτε μπορεί να κατακτηθεί.
Πώς συναθροίζονται όμως πολλοί άνθρωποι κάτω από το ίδιο λάβαρο, εξοπλισμένοι με όπλα και στόχο μια κατάκτηση που στην πραγματικότητα σπανίως καρπώνονται όλοι από κοινού; Τι είναι αυτό που φέρνει κοντά πολύ διαφορετικούς ανθρώπους στη διεκδίκηση του ίδιου πράγματος;
Τόσο στην Κατοχή όσο και στον εμφύλιο οι αντιμαχόμενοι συσπείρωσαν και έστρεψαν τις δυνάμεις τους ο ένας στον άλλο επικαλούμενοι κοινές ταυτότητες: ιδεολογικές, θρησκευτικές, πολιτικές και πάνω απ’ όλα εθνικές. Υπήρξαν βέβαια και αυτοί που δεν ενδιαφέρθηκαν να συνταχθούν γύρω από μια κοινή ιδέα, αλλά διάλεξαν πλευρά αμιγώς ωφελιμιστικά. Τι συμβαίνει όμως με τα παιδιά και τη δική τους ταυτότητα; Μπορούν να θεωρηθούν η Φανούλα, ο Γιώργης και ο Βασίλης κάτι παραπάνω από δορυφόροι των οικογενειών τους και των ενήλικων πολιτικών επιλογών; Στο σημερινό επεισόδιο, προτού αφήσουμε πίσω μας την περιοχή του Βάλτου για άλλους προορισμούς, θα δούμε πώς οι πόλεμοι των μεγάλων επηρεάζουν τους μικρούς και πώς σε ένα κόσμο που διχάζεται το παιδικό βίωμα παραμένει κοινό σε όποια πλευρά και αν κοιτάξεις.
Είμαι ο Χρήστος Γεωργουδάκης και ακούτε ένα ακόμα επεισόδιο της σειράς του Ιστόρημα «Η κατοχή μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών της».
ΜΟΥΣΙΚΟ ΘΕΜΑ ΣΕΙΡΑΣ (Διάφορες φωνές):
Πεινάσαμε μπορώ να πω στην οικογένεια. Ό,τι τους άρεσε τους Γερμανούς το ‘παιρναν. Δεν έχω παίξει στη ζωή μου. Εγώ από μικρή δουλεύω. Πολύ παίζαμε, ξυπόλητες, παπούτσια δεν είχαμε. Το πρώτο γράμμα που έμαθα, ήταν το γράμμα Κ. Ερχόταν επίσκεψη στο χωριό κι εγώ τους τραγουδούσα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Έδεσσα 1940. Για τον επισκέπτη που πλησιάζει, η θέα της πόλης είναι εντυπωσιακή. Με την πάροδο των αιώνων, ο κύριος αρχαίος οικισμός που αναπτύχθηκε στη βάση του βράχου, στην περιοχή που μέχρι σήμερα οι ντόπιοι ονομάζουν Λόγγο, έχει μεταφερθεί στη κορυφή του, και εκεί όπου κάποτε έστεκε η αρχαία Ακρόπολη της πόλης, τώρα φαίνονται τα μακεδονικά σπίτια της χριστιανικής συνοικίας του Βαροσίου.
Δίπλα στο Βαρόσι εκεί που αργότερα θα διαμορφωθεί το Πάρκο των Καταρρακτών, διακρίνεται η πυκνή βλάστηση του παλιού χριστιανικού νεκροταφείου και η ορμητική ροή του Κάρανου, του μεγαλύτερου απ’ τους 12 καταρράκτες της πόλης, που χύνει τα νερά του απ’ την κορυφή του βράχου κάτω προς τον Λόγγο.
Παρόλα αυτά, αυτό που πραγματικά τραβάει το βλέμμα του επισκέπτη είναι κάτι άλλο. Κάτι που κάνει ξεκάθαρο γιατί η Έδεσσα έχει αποκτήσει ήδη απ’ την περίοδο του Μεσοπολέμου τη φήμη μιας σύγχρονης βιομηχανικής πόλης και αποκαλείται Μάντσεστερ της Ανατολής.
Εκμεταλλευόμενες τις υδατοπτώσεις των καταρρακτών, εργοστασιακές εγκαταστάσεις όπως αυτές του Κανναβουργείου, των κλωστοϋφαντουργείων της Άνω Εστίας και του νηματουργείου του Τσίτση στέκουν γαντζωμένες περιμετρικά του βράχου και μπλέκονται με το αστικό τοπίο. Την εικόνα συμπληρώνει το μονοπάτι του Μεγάλου Γκρεμού που σκαρφαλώνει τον βράχο, ενώνοντας τον Λόγγο με την πόλη οδηγώντας στα καλντερίμια του Βαροσίου.
Ο επισκέπτης μπαίνοντας στην πόλη, αν κατευθυνθεί προς τη σημερινή Πλατεία Τυμενιδών, θα μπορέσει να περιηγηθεί στα Πλατανάκια, την κεντρική αγορά της πόλης και αφού περιπλανηθεί στα καλντερίμια και χαζέψει για λίγο το τείχος που δημιουργούν οι προσόψεις των σπιτιών του Βαροσίου, μπορεί να ξαποστάσει για λίγο σε ένα από τα καφενεία τριγύρω. Κάπου εκεί κοντά μένει και η Ελένη.
ΕΛΕΝΗ ΜΙΧΟΥ: Ελένη Μίχου. Εγώ για τα χρόνια δεν θέλω να με ρωτάνε, καλέ. Ούτε να μιλάω, ούτε τίποτα. Με ρωτάνε τα παιδιά, «δε ξέρω», λέω, «δε ξέρω». Με τα χρόνια δεν θα ασχολούμαστε, λέω, με άλλα πράγματα. Εμείς είχαμε ένα μεγάλο σπίτι, εκεί στα καταρρακτάκια; Δεν έχει ένα σπίτι με πρασινάδες; Εκείνο πολύ μεγάλο σπίτι ήτανε. Ωραία περνούσαμε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η Σοφία, ντόπια και αυτή, δε μεγαλώνει στην Έδεσσα αλλά σε έναν μικρό οικισμό στα δυτικά του Λόγγου που διανύει το 21ο έτος της ίδρυσής του και εύκολα μπορεί να τον διακρίνει κανείς βγαίνοντας από τη νότια είσοδο της πόλης.
ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΝΙΣΗ: Στο Μεσημέρι, ένα χωριό, μισή ώρα είναι με τα πόδια.. Εγώ Σοφία, η γιαγιά Σοφία, Στανίση, 92 κατάλαβες; Μεγάλη είμαι… Έδεσσα ερχόμασταν για ψώνια, ερχόταν ο πατέρας μου να ψωνίσει δεν είχε μπακάλη, είχε ένα μπακάλικο στο χωριό πουλούσε πετρέλαιο και λαδάκι ούτε μακαρόνια ούτε τέτοια πράγματα, δεν είχε, τίποτα δεν είχε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Στα νότια της Έδεσσας απλώνεται το λεκανοπέδιο της Αλμωπίας, με κέντρο την πόλη της Αριδαίας. Σ’ αυτήν τη περιοχή διαδραματίζεται το μυθιστόρημα «ένα παιδί μετράει τ’ άστρα». Ο Μενέλαος Λουντέμης εργάστηκε ως δάσκαλος σε πολλά χωριά της Αλμωπίας και μεγάλωσε για 10 χρόνια σε μια προσφυγική κοινότητα που ακμάζει λίγα χιλιόμετρα μακριά απ’ την Αριδαία εκεί που ζει η οικογένεια της αγέννητης ακόμα Ρωξάνης.
ΡΩΞΑΝΗ ΣΠΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΥ: Ρωξάνη, Σπυριδοπούλου. Οι γονείς μου κατάγονταν από την Ανατολική Θράκη, από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Προσφυγιά, το 1922. Εγκαταστάθηκαν στον Εξαπλάτανο, κάνανε κάποια προκοπή, ο πατέρας μου πρόεδρος στο χωριό και είχε φροντίδα μεγάλη.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η Ελένη απ’ την Έδεσσα, η Σοφία απ’ το Μεσημέρι και η Ρωξάνη απ’ τον Εξαπλάτανο. Δυο ντόπιες και ένα παιδί προσφύγων. Ένα κορίτσι της πόλης και δύο κορίτσια από χωρίο. Η μία 6 χρονών, η άλλη κοντά 10, και η τρίτη αγέννητη ακόμα. Και οι τρείς τους με πολύ αγάπη και θαυμασμό για τους μπαμπάδες τους.
ΡΩΞΑΝΗ: 38 χρόνια πρόεδρος στο χωριό, έκανε γυμνάσιο, είχαμε αστυνομία, είχαμε ιατρείο, έκανε σχολεία, δρόμους και αυτά. Πολλά, πολλά έργα.
ΕΛΕΝΗ: Ο μπαμπάς μου, τον είχε πάρει η θεία του ψυχοπαίδι τον μπαμπά μου, η καταγωγή του ήταν απ’ το Λιπαρό. Είχαμε ένα καφενείο μεγάλο, εκεί δούλευε ο μπαμπάς μου, με σιντριβάνι ήταν το καφενείο αυτό.
ΣΟΦΙΑ: Αγρότης. Όχι, αγρότης! Στο βουνό έκαμνε κάρβουνα, τέτοια πράγματα, όποιος τον φώναζε κάνα σκάψιμο, κάνα τέτοιο, για να μας ταΐσει. Τι να κάνει;
Δυο μπαχτσέδια είχαμε, εκεί έβαζε καλαμπόκι, απ’ όλα τα φρούτα είχε βάλει, φτωχή οικογένεια. Μαμά, μπαμπά και αδέρφια. 4 παιδιά. Με τη μεγάλη πολύ μαλώναμε, μαλλιά μαλλιά πιανόμασταν για τα μαλλιά. Αδύνατη ήμουν εγώ, στχιουπόνγκα. Λέω στη μαμά μου γιατί με φωνάζει έτσι, εσύ μου λέει να τη λες πάλι τεμπέλα, χοντρή, αυτή ήταν παχουλή, εγώ ήμουν αδύνατη.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το στχιουπόνγκα είναι λέξη της Σλαβομακεδονικής διαλέκτου που μιλάνε οι περισσότεροι ντόπιοι κάτοικοι όπως η Σοφία και η Ελένη. Αυτούς τους σλαβόφωνους Έλληνες θα προσπαθήσει η Βουλγαρία να προσεταιριστεί την περίοδο της Κατοχής, σε συνέχεια μιας πολιτικής διεκδίκησης Μακεδονικών εδαφών που ασκεί ήδη από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Η δε λέξη ντόπιος υιοθετείται από τους ίδιους τους γηγενείς την περίοδο της ανταλλαγής πληθυσμών για να γίνεται ακόμα πιο διακριτή η διαφοροποίησή τους από τους νεοφερμένους πρόσφυγες. Βασικός λόγος της αντιπαλότητας που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο πληθυσμιακών ομάδων είναι η παραχώρηση στους πρόσφυγες των πρώην μουσουλμανικών περιουσιών και σπιτιών όπου αυτά υπάρχουν, όπως στην περίπτωση της Έδεσσας, παρά τις αντιδράσεις και τις διεκδικήσεις των ντόπιων. Παράλληλα, δε βοηθάει ούτε το γεγονός ότι και οι ελληνικές αρχές είναι εχθρικές ως προς την χρήση του σλαβόφωνου ιδιώματος, καθώς λόγω της Βουλγαρίας, κρίνεται επικίνδυνο για την εθνική ενότητα.
ΣΟΦΙΑ: Εκεί που καθόμασταν είχε κάτι γυναίκες με τουρκικά τέτοια. Παντελόνι φορούσανε, τι πράγμα ήτανε. Αυτοί που ήρθαν απ’ τη μικρά Ασία δε μας αφήναν να πλένουμε στις βρύσες, Βούλγαροι μας φωνάζανε επειδή μιλάμε μια άλλη γλώσσα εμείς έχουμε ντόπικη γλώσσα δικιά μας.
ΕΛΕΝΗ: Εγώ δεν έχω παίξει στη ζωή μου, από μικρή δουλεύω.
ΣΟΦΙΑ: Πολύ παίζαμε, ξυπόλητες, παπούτσια δεν είχαμε, αγκάθια μπαίνανε, γυρίζαμε τους μπαχτσέδες, παίζαμε, πολύ παιχνίδι, το χειμώνα με χιόνι. Ήμουν πολύ ζωηρή εγώ, ο μπαμπάς μου όλο με μένα τα ‘βαζε. Με κυνηγούσε για να με δείρει αλλά έφευγα.
Σχολείο δε πήγα. 1η, 2α, και 3η προβιβάστηκα, άρχισε ο πόλεμος και δε πήγα σχολείο. Ε, μετά από 3,4,5 χρόνια τι σχολείο θα πάω; Πιάσαμε δουλειά, θέλει να φάμε.
ΕΛΕΝΗ: Είχε πολλές ψείρες τότε. Και η δασκάλα το πρωί με το μολύβι, τα μαλλιά! Να ψάξει ψείρες και αν έβλεπε ψείρες που περπατάνε, να άντε δρόμο να πάει να σε καθαρίσει η μαμά σου. Πάνε στο σπίτι σου.
ΧΡΗΣΤΟΣ: O Ελληνοϊταλικός πόλεμος ξεκινά. Και η Ελένη και η Σοφία φοβούνται ότι δε θα ξαναδούν τους μπαμπάδες τους, δίχως να γνωρίζουν πόση δύναμη τελικά έχουν ως παιδιά στον να αποφευχθεί η στράτευσή τους.
ΕΛΕΝΗ: Τότε, γεννήθηκαν και τα αδέρφια μου δίδυμα γεννηθήκανε και δε πήγε ο μπαμπάς στο πόλεμο επειδή ήτανε πολύτεκνος.
ΣΟΦΙΑ: Ντύθηκε φαντάρος ήρθε στο σπίτι χαρούμενος, η αδερφούλα μου η μικρή έπαιζε, δυο χρονών ήτανε. Την αρπάζει, τη φιλάει, «αυτή με έσωσε, αυτή με έσωσε, αυτό το κοριτσάκι μ’ έσωσε!» Πολύτεκνος βλέπεις.
ΡΩΞΑΝΗ: Δεν τους παίρναν τότε στρατιώτες, όταν είχαν πολλά παιδιά. Δεν μπόρεσε να προσφέρει τίποτα στον ελληνικό στρατό. Πρόσφερε, είχε δύο άλογα και τα πρόσφερε.
ΕΛΕΝΗ: Όταν χτυπούσανε οι σειρήνες θυμάμαι η μαμά μου το ένα παιδί από εδώ το άλλο από κει πέρα, και ‘γώ τον Γιάννη τον αδερφό μου, 4 αδέρφια ήμασταν. Και κατεβαίναμε από ‘κει που τρέχει το νερό, οι σκάλες; Από κει κατεβαίναμε. Στο καταφύγιο, στου Τσίτση του εργοστάσιο; Που είναι η πόρτα; Εκεί έχει μια σαν αποθήκη το είχανε, είναι σκαμμένο όλο, μέσα.
ΣΟΦΙΑ: Είχαμε καταφύγιο. Και κάτω απ’ τα δέντρα. Άρχιζε να σφυρίζει η σωλήνα η μεγάλη «ααααααα» φώναζε για να κρυφτούμε. Και τα αεροπλάνα περνούσαν χαμηλά. Έφευγε και ξαναγυρίζαμε πάλι.
ΡΩΞΑΝΗ: Η μάνα της Σοφίας και ο πατέρας μου πρώτα ξαδέρφια, ναι. Μεγαλώσανε με τον πατέρα μου σχεδόν στην ίδια ηλικία. Έκρυβε τα χρόνια της η Σοφία γιατί είχε βγάλει πολλά διαβατήρια. Τότε την κυνηγούσαν και οι Ιταλοί κι όλοι. Πήγαινε στην Πίνδο, σε όλα τα πολεμικά αυτά και τραγουδούσε στους στρατιώτες, για να τους ενθαρρύνει. Δε λέγεται, δεν είναι «η τραγουδίστρια της Νίκης»;
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όταν η Γερμανία κηρύττει αιφνιδίως τον πόλεμο στην Ελλάδα όσοι πολεμούσαν τους Ιταλούς στο μέτωπο μετατρέπονται εν μια νυκτί από νικητές σε ηττημένους. Ο Eλληνοιταλικός πόλεμος λήγει άδοξα και στον απόηχο των τραγουδιών της θείας της Ρωξάνης, οι συζητήσεις στα καφενεία και την κεντρική αγορά της Έδεσσας γίνονται πιο έντονες. Εκπομπές βουλγαρικών ραδιοσταθμών εντείνουν την σύγχυση διαδίδοντας ψευδώς ότι όλη η Βόρεια Ελλάδα έχει καταληφθεί ήδη από τους Γερμανούς. Δυο μέρες μετά, στις 8 Απριλίου καταλαμβάνονται τα Γιαννιτσά. Την επόμενη μέρα η Θεσσαλονίκη. Στις 11 Απριλίου πέφτει η Βέροια. Όμως οι Γερμανοί ακόμα πουθενά.
Είναι 18 Απριλίου του 1941, όταν οι κάτοικοι τις Έδεσσας βλέπουν εν τέλει μια διμοιρία Γερμανών να ανεβαίνει την πλαγιά του βράχου από το μονοπάτι του «Μεγάλου Γκρεμού». Στρατοπεδεύουν πρόχειρα στα Πλατανάκια σε μια αφύσικα ήσυχη πόλη καθώς οι κάτοικοι τις Έδεσσας έχουν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους. Τους επόμενους μήνες ακολουθούν κατασχέσεις αγαθών και όπλων καθώς και επιτάξεις δημόσιων κτηρίων και σπιτιών.
ΕΛΕΝΗ: Μπήκανε μέσα να καθίσουν, όλα τα σπίτια, τα καλά τα σπίτια και εκεί Γερμανοί ήσανε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Πέρα απ’ τα σπίτια βιομηχάνων και άλλων ευκατάστατων κατοίκων της πόλης, επιτάσσεται το ξενοδοχείο «Εθνικόν» όπου θα διαμορφωθεί η βάση του Γερμανικού Φρουραρχείου αλλά και το Γυμνάσιο της πόλης που μετατρέπεται σε στρατώνες και αναρρωτήριο. Όσο οι Γερμανοί αλωνίζουν στην πόλη, λίγο πριν αρχίσει η μεγάλη πείνα, στο χωριό Εξαπλάτανος, γεννιέται η Ρωξάνη.
ΕΛΕΝΗ: Το 41’ έγινε η πείνα, και όλοι ερχόντουσαν, απ’ το καφενείο, γνώριζε όλους τους γνώριζε ο μπαμπάς μου. Όλοι ερχόντουσαν με ένα τσουβαλάκι και ο μπαμπάς μου τους το γέμιζε σιτάρι και το βάζαν στον ώμο, να το κάνουν αλεύρι, μαζεύανε χόρτα και βάζαν από μία χούφτα αλεύρι για να φάνε. Έτσι τους έδινε, και θυμάμαι τον μπαμπά μου που έκοβε φέτες ψωμί και μοίραζε. Κι αυτό το θυμάμαι, το θυμάμαι.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Από καφενεία όπως αυτό του μπαμπά της Ελένης περνάνε και Γερμανοί στρατιώτες, που υπό τις διαταγές του λοχαγού Φριτς αρπάζουν όσους άντρες δε δουλεύουν και τους στέλνουν σε καταναγκαστική εργασία. Μέχρι το 42’ δύο πισίνες θα έχουν εμφανιστεί απ’ το πουθενά στο κέντρο της πόλης. Το Πάρκο των Καταρρακτών, ο γνωστότερος τουριστικός προορισμός της σύγχρονης Έδεσσας, κατασκευάζεται δια της απειλής όπλου. Ο λόγος; Η επιθυμία του Φριτς να μπορούν οι στρατιώτες του να ξεκουραστούν τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού στα δροσερά νερά των καταρρακτών της πόλης.
ΣΟΦΙΑ: Και στο χωριό είχαμε στρατό από Γερμανούς. Πηγαίναμε παιδάκια, ζητούσαμε γαλέτες και μας δίνανε να φάμε. Μπισκότα, γαλέτες.
Εμείς ένα φουστανάκι είχαμε καλοκαιρινό, εκείνο ήτανε, σίδερο, ανάβαμε κάρβουνα, βάζαμε φωτιά, ούτε μπάνιο, ούτε τίποτα, ούτε νερό είχαμε. Δεν είχαμε νερό, κουβαλούσαμε απ’ τη βρύση, ούτε τουαλέτα, έξω, ούτε τουαλέτα. Τίποτα δεν είχαμε. Τώρα η ζωή καλή είναι τώρα, θέλω να κάνω καφέ ανάβω το ματάκι, θέλω να μαγειρέψω έχω την κουζίνα έχω το πλυντήριο.
Ζούσαμε με χόρτα με τέτοια πράγματα. Φτώχεια είχαμε μεγάλη φτώχεια, όλα στο στρατό πήγαιναν, ψωμί δεν είχαμε. Δεν είχε ψωμάκι να φάμε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Μεγάλα αστικά κέντρα όπως αυτά της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, πλήττονται ακόμα πιο πολύ από την πείνα. Τα νέα διαδίδονται γρήγορα στην Έδεσσα από μαυραγορίτες που σπεύδουν στην επαρχεία για να βρουν λάδι και άλλα αγαθά σε καλές τιμές.
ΕΛΕΝΗ: Έχω ακούσει, σε ένα μέρος της Θεσσαλονίκης πηγαίναν εκεί καθόντουσαν για να πεθάνουνε. Όλοι, λέει, πηγαίναν εκεί και μετά η δημαρχία το πρωί πήγαινε τους μάζευε εκεί που καθόντουσαν και απ’ το κρύο και από την πείνα και πεθαίνανε. Δεν είχε ποιος να τους θάψει. Πολλοί πέθαιναν στη Θεσσαλονίκη.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Λίγοι είναι οι κάτοικοι της Έδεσσας που βιοπορίζονται αποκλειστικά απ’ την καλλιέργεια γης. Τα χωράφια που καλλιεργούν στον Λόγγο λίγοι ντόπιοι είναι μικρά και γι’ αυτό άλλωστε τα αποκαλούν περιβόλια ή μπαχτσέδια. Οι μεγαλογαιοκτήμονες επιλέγουν να ζουν σε μέρη όπως τα Γιαννιτσά, το Λιπαρό και την Κρύα Βρύση που βρίσκονται πολύ πιο κοντά στις εκτάσεις του Βάλτου και την περιουσία τους. Και πολύ σύντομα η ασυδοσία των Γερμανών θα οδηγήσει την Ελένη σε ένα από αυτά τα μέρη.
ΕΛΕΝΗ: Το ’42 τότες. Ήρθαν οι Γερμανοί, το επιτάξανε το καφενείο, το πήρανε για να κάθονται αυτοί. Και ο μπαμπάς μου δεν είχε που να δουλέψει και πήγε στο Λιπαρό στον μπαμπά του. Πήγαμε όλοι οικογενειακώς εκεί πέρα. Είχανε ο παππούς μου αγελάδες, βουβάλια, πρόβατα, ήσανε ευκατάστατοι ήσανε, κτήματα είχανε.
Mετά αρχίσαμε να δουλεύουμε εμείς μικροί ήμασταν. Εγώ όλες τις δουλείες τις έχω κάνει στα χωράφια στα πρόβατα, στις αγελάδες, έχω θερίσει, έχω οργώσει, έχω μαζέψει, έχω… όλες τις δουλειές τις έχω κάνει, όλες τις δουλειές. Άιντε, να το πω; Δε ξέρω . Όταν τις πηγαίναμε τις αγελάδες στον αγελαδάρη το πρωί είχε πάχνη και σαν χιόνι ήταν. Να το πω για να μη το πω; Με τον αδερφό μου ξυπόλητοι περπατούσαμε, παγώναμε και πατούσαμε στα κόπρανα που οι αγελάδες περπατούσαν και έπεφτε, για να ζεστάνουμε τα πόδια μας. Μετά μας έκανε ο παππούς μου τσαρούχια για το χειμώνα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Διέξοδος από τη νέα σκληρή καθημερινότητα της Ελένης είναι η γιαγιά της που ζει ακόμα στην Έδεσσα.
ΕΛΕΝΗ: Εκεί πέρα η γιαγιά μου είχε σπίτι, της μαμάς μου η μαμά. Πήγαινα νόμιζα στον παράδεισο ότι πάω. Πάω μια μέρα, τη βλέπω τη γιαγιά μου με τα κόκκινα μάτια απ’ το κλάμα, και πηγαίνω στο παράθυρο έτσι να δω, στεναχωρημένη, εκεί οι Γερμανοί είχανε αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες και τέτοια πράγματα και βλέπω μία κοπέλα ξανθιά μπαίνει μέσα στο καλάθι, ξέρεις δηλαδή μοτοσικλέτα και καλάθι, και ήτανε η τέτοια, η Ευαγγελίτσα η Κεφάλα ήτανε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η Ευαγγελία Κεφάλα συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του ‘41 ως ύποπτη αντιστασιακής δράσης και στέλνεται στο Νταχάου όπου και παραμένει για 7 ολόκληρους μήνες. Εκεί μαθαίνει τη γερμανική γλώσσα και αποφασίζεται να σταλεί εκ νέου στην Έδεσσα ως διερμηνέας στο γερμανικό φρουραρχείο. Από αυτή τη θέση η Κεφάλα σώζει δεκάδες συντοπίτες της από βέβαιο θάνατο και δρα ως κρυφός πληροφοριοδότης του ΕΛΑΣ.
ΕΛΕΝΗ: Αυτή ήτανε με τους Γερμανούς αλλά πολλούς ανθρώπους γλίτωσε, ήτανε σαν κατάσκοπος η Κεφάλα πολύ δυνατή ήτανε. Μετά την πήρανε και στην Γερμανία, λέει με τάραξαν στο ξύλο. Εμένα, λέει, με δέρναν, με δέρνανε, αν μιλούσα, λέει, θα με σκοτώνανε. Πολύ ωραία ήτανε ακόμα σαν να τη βλέπω. Ήρωας ήταν.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η Ευαγγελία Κεφάλα ξανασυλαμβάνεται τον Απρίλιο του 1944 και καταδικάζεται δις εις θάνατον από γερμανικό στρατοδικείο όμως τελικά γλιτώνει το εκτελεστικό απόσπασμα λόγω της υποχώρησης των Γερμανών. Την ίδια χρονιά, το ’44, στον Εξαπλάτανο, η Ρωξάνη γίνεται 3 χρονών και αρχίζει και αυτή να τρέφει αισθήματα θαυμασμού για μια ηρωίδα. Είναι πολλοί αυτοί που λένε στη θεία της ότι η Ρωξάνη έχει κληρονομήσει το ταλέντο της.
ΡΩΞΑΝΗ: Έχεις μια ανιψιά που τραγουδάει ακριβώς όπως εσύ. Οι πιο πολλοί συγγενείς του πατέρα μου, έμεναν στην Αθήνα. Κι ερχόταν επίσκεψη στο χωριό. Κι εγώ τους τραγουδούσα.
ΡΩΞΑΝΗ (τραγουδάει): «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά, παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.»
ΡΩΞΑΝΗ: Μου ‘χε στείλει αυτή τη φωτογραφία. Γράφει: «Χαρισμένο στην ανιψιά μου, Ρωξάνη, που ελπίζω να γνωρίσω κάποτε». Δεν ξέρω, αν το διάβασες;
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όσο η Ρωξάνη ονειρεύεται τη στιγμή που θα γνωρίσει επιτέλους τη θεία της Σοφία Βέμπω, ο μπαμπάς της προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις πολιτικές εξελίξεις. Η κατοχική κυβέρνηση έχει δώσει μια σειρά Γερμανικών αιτημάτων στις τοπικές ελληνικές αρχές που ως πρόεδρος της κοινότητας πρέπει να υλοποιεί. Όταν η εθνική αντίσταση οργανώνεται, η θέση του επιβαρύνεται περισσότερο.
ΡΩΞΑΝΗ: Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, ήταν υποχρεωμένος να κρατήσει την κοινότητά του, να μην χαθεί κάποιος, να μην τον σκοτώσουν οι Γερμανοί, να μην τον σκοτώσουν οι αντάρτες που είχαν φύγει. Την ημέρα ερχόταν οι Γερμανοί, ζητούσαν τον Πρόεδρο, ο πατέρας μου προσπαθούσε να τους πείσει ότι το χωριό δεν έχει ανθρώπους που βγήκαν έξω να τους πολεμήσουν και αυτά. Του ζητούσανε τροφές και τέτοια, τις μάζευε τις τροφές, τους τις έδινε. Το βράδυ ερχόταν οι άλλοι: «Πρόεδρε, θέλουμε και εμείς τρόφιμα, θέλουμε και εμείς να πολεμήσουμε τους Γερμανούς».
ΧΡΗΣΤΟΣ: Από την άλλη, στο χωριό της Σοφίας εδώ και ένα χρόνο η ελληνική διοίκηση έχει καταλυθεί και όπως και σε άλλα σλαβόφωνα χωριά γύρω απ’ την Έδεσσα κυρίαρχος της διοίκησης είναι πλέον η Οχράνα, ένοπλα βουλγαρικά αποσπάσματα που με ανταλλάγματα έχουν πείσει ένα μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού στην Έδεσσα και τα γύρω χωριά να ταχθούν υπέρ της Βουλγαρίας.
ΣΟΦΙΑ: Ο μπαμπάς μου είχε δύο παλικάρια ανίψια, τον αναγκάζανε να πάρει όπλο τότε δίνανε να πάρει όπλο. «όχι, όχι, αδερφοί μου», ο πατέρας μου «θα με διώξουν απ’ το εργοστάσιο άμα πάρεις όπλο, θα με διώξουνε», όχι δε θέλουμε όπλο στο σπίτι. Δεν ήτανε ανακατεμένος πουθενά.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η ανοχή που δείχνουν οι Γερμανοί στους Βούλγαρους είναι στην πραγματικότητα αντάλλαγμα για την προθυμία της Οχράνα να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ΕΑΜικών επιθέσεων στις οποίες Γερμανοί δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν από μόνοι τους. Η ύπαρξη πλέον ένοπλης ελληνικής αντίστασης γεννά δυσπιστία στους Γερμανούς προς τις ελληνικές αρχές και οι Βούλγαροι είναι οι τέλεια λύση. Όχι όμως και η μόνη.
Στους Γερμανούς προσφέρεται και ελληνική χείρα βοηθείας και κάπως έτσι δημιουργούνται τα Τάγματα Ασφαλείας. Σε αυτά εντάσσονται άτομα με ιδεολογική ταύτιση προς το καθεστώς του Χίτλερ όπως ο Γεώργιος Πούλος, που μετά από την αποτυχημένη του απόπειρα να ιδρύσει και να ηγηθεί εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με ιδεολογία εφάμιλλή του ναζισμού γίνεται απ’ τους πρώτους που θα συνεργαστεί με τους Γερμανούς. Επίσης εντάσσονται κοινοί καιροσκόποι με γνώμονα τον εύκολο πλουτισμό τους και τέλος, εντάσσονται άτομα με σκληρά αντικομουνιστικά φρονήματα. Πολλά από αυτά είναι πρώην μέλη της διαλυμένης πλέον ΠΑΟ, όπως ο Στέργιος Σκαπέρδας. Ο Σκαπέρδας αρχικά μέλος του ΕΑΜ που όμως αποχωρεί όταν αντιλαμβάνεται την σχέση της οργάνωσης με το ΚΚΕ, προσχωρεί στην ΠΑΟ. Το ΕΑΜ για αντίποινα, του παίρνει όλα τα κοπάδια και τα κτήματά του και μετά την πτώση της ΠΑΟ, το μίσος του Σκαπέρδα προς το ΕΑΜ τον οδηγεί στην πόρτα των Γερμανών. Ο Πούλος και ο Σκαπέρδας, δύο απ’ τους σαδιστικότερους και πιο βάναυσους Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών, χτίζουν τη βάση τους στο χωριό Κρύα Βρύση μαζί με τουλάχιστον 200 ομοϊδεάτες, λίγα χιλιόμετρα μακριά απ’ το Λιπαρό, το χωριό που μένει η Ελένη.
ΕΛΕΝΗ: Τότε ήταν του Πούλου στην Κρύα Βρύση. Αυτοί ήσανε με τους Γερμανούς, πηγαίναν στο χωριό μαζεύαν αυγά, πράγματα, θάματα, τέτοια πράγματα.
Μια μέρα ήρθανε από το χωριό απ’ το Λιπαρό, εγώ με τον αδερφό μου ήμασταν στα καρπούζια στο χωράφι στα καρπούζια και ήρθαν οι ΠΑΟτζίδες και τους μαζέψαν όλους στη πλατεία και τον μπαμπά μου και τη μαμά μου, όλοι. Ήρθαν αντάρτες, δε ξέρω αντάρτες ήσανε; Δε ξέρω… Και έγινε μάχη, μες στα κτήματα σκοτωθήκανε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Είναι 27 Ιουλίου 1944. Η μάχη στο Λιπαρό διαρκεί 4 ώρες. Οι Γερμανοί και το Τάγμα Ασφαλείας των Πουλικών και του «ΠΑΟτζή» Σκαπέρδα ερχόμενοι στο χωριό πέφτουν σε ενέδρα με συνολικά 25 αντάρτες και νικάνε καθώς δέχονται ενισχύσεις από την Κρύα Βρύση που βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό.
ΕΛΕΝΗ: Μετά από ‘κει πέρα θα τους σκότωναν όλους αλλά ο Σκαπέρδας και αυτός ήταν ΠΑΟτζης είχε αδερφή και εκεί μέσα που ήταν όλοι στο χωριό ήταν και η αδερφή του. Λέει όχι δε θα τους σκοτώσετε, θα τους πάρουμε τους άντρες τους θα τους μαζέψουμε για να τους στείλουν στην Γερμανία. Αλλά αν τους σκοτώνανε μονάχα εγώ με τον Γιάννη τον αδερφό μου θα ήμασταν ζωντανοί, οι άλλοι όλοι στην πλατεία ήσανε όλοι.
Τους μαζέψανε και με τέτοιο σύρμα που έχουν αγκάθια; Με τέτοιο.. και ποδαρόδρομο τους πήγανε στην Κρύα Βρύση, όλους τους άντρες και τον μπαμπά μου. Μετά τον πήγανε στη Βέροια.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Την ίδια περίοδο που ο μπαμπάς της Ελένης μεταφέρεται στις φυλακές τις Βέροιας, στη Βέροια, σε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι μεγαλώνει η Φανούλα. Και όποιος θυμάται την ιστορία της απ’ το πρώτο επεισόδιο, ίσως θυμάται ότι οι Γερμανοί κρατάν αιχμάλωτο και τον αδερφό της στις φυλακές.
ΕΛΕΝΗ: Στο χωριό ήσανε οι ντόπιοι, ήσανε. Μετά οι Πόντιοι ήσανε, χωριστά δηλαδή και από ‘κεί απ τη Βρύση οι Βλάχοι ήσανε. Και τότε υπήρχε πάλι, οι πρόσφυγες στο ένα δωμάτιο και ντόπιοι στο άλλο δωμάτιο. Ο μπαμπάς μου κάθε μέρα με τους πρόσφυγες λέει, εκεί μας είπανε. Εκείνη τη βραδιά πήγε με τους ντόπιους. Και πήγαν οι αντάρτες ανοίξαν την πόρτα τους βγάλανε εκείνους. Τους δικούς μας δηλαδή τους ντόπιους δεν, ή δε μπορούσαν μπορεί και να μη μπορούσανε, δε ξέρω…
ΧΡΗΣΤΟΣ: Και ίσως δε θα μάθουμε ποτέ γιατί ανάμεσα στους δραπέτες ήταν ο αδερφός της Φανούλας αλλά όχι ο μπαμπάς της Ελένης. Η ίδια η Φανούλα αλλά και ιστορικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι έγινε οργανωμένη διάρρηξη για την απελευθέρωση ενός στελέχους του ΕΑΜ. Ήταν ο μπαμπάς της Ελένης στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και ο αδερφός της Φανούλας στο σωστό; Ήταν αποτέλεσμα έλλειψης χρόνου; Έπαιξε όντως κάποιο ρόλο η καταγωγή; Το μόνο σίγουρο είναι ότι παρέμεινε αιχμάλωτος.
ΕΛΕΝΗ: Η μάνα μου πήγε τον είδε, του πήγε ρούχα, του πήγε φαγητά, τέτοια, για να φάνε. Μετά, από κει πέρα τον πήγανε στη Θεσσαλονίκη. Από κει πέρα μετά απ’ του Παύλου Μελά τον στείλαν στη Γερμανία, τέλειωσε. Στο Ντίσελντορφ μας είπαν ότι εκεί ήτανε. Προσωπική εργασία δηλαδή αιχμάλωτοι ήσανε. Νηστικοί και τρώγανε τις φλούδες απ’ τα δοχεία, τις φλούδες απ’ τις πατάτες. Εκείνα τα μαζεύαν και τρώγανε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η ριψοκίνδυνη και ανεπιτυχής ενέδρα του ΕΑΜ κατά των Πουλικών στο Λιπαρό φαίνεται να είναι αποτέλεσμα υπερβολικής αυτοπεποίθησης από πλευράς της εθνικής αντίστασης καθώς κατόρθωσε πολλά επιτυχημένα χτυπήματα κατά των κατακτητών το προηγούμενο διάστημα. Την ίδια μέρα που γίνονται όλα αυτά στο Λιπαρό, στο χωριό της Σοφίας ο ΕΛΑΣ συλλαμβάνει τους λιγοστούς πλέον φιλοβούλγαρους ντόπιους που έχουν απομείνει στο Μεσημέρι καθώς ένα μήνα πριν οι περισσότεροι έσπευσαν να επιστρέψουν τα όπλα τους στους Γερμανούς φοβούμενοι επίθεση απ’ τον ΕΛΑΣ. Το υπόλοιπο του καλοκαιριού θα κυλήσει ήσυχα για τη Σοφία.
ΣΟΦΙΑ: Το χωριό μας ήταν μεγάλο χωριό, 350 σπίτια, μεγάλο χωριό ωραίο χωριό, είχαμε ωραία εκκλησία. Είχε όλη ζωγραφιά ήτανε, χώρια για να βαπτίζουνε, χώρια για κηδείες, χώρια για τις γυναίκες να μη βλέπονται με τους άντρες. Πιστεύω, πολύ πιστεύω, το καντηλάκι μου πάντα καίει, προσευχή μου την κάνω, τον σταυρό μου πάντα τον κάνω, εκκλησία μου αρέσει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: 13 Σεπτεμβρίου 1944. Βρετανικά αεροπλάνα εμφανίζονται στον ουρανό του Μεσημεριού κατευθυνόμενα προς την Έδεσσα. Εκεί βομβαρδίζουν τους γερμανικούς στρατώνες. Την ίδια στιγμή μια ομάδα ανταρτών ανεβαίνουν την πλαγιά του βράχου από το μονοπάτι του «Μεγάλου Γκρεμού», μπαίνουν στο Βαρόσι και καταλαμβάνουν μια αλάνα μπροστά από επιταγμένο σπίτι όπου κατοικεί Γερμανός αξιωματικός. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι, ο λοχαγός δέχεται τα πυρά των ΕΑΜικών πολυβόλων. Όπως θα αποδειχτεί λίγες ώρες μετά, τα τραύματά του είναι θανάσιμα και οι Γερμανοί θα είναι αμείλικτοι. Οι ελπίδες τους για νίκη έχουν εξανεμιστεί και καθώς περιμένουν στωικά εντολές εκκένωσης, από εδώ και μπρος, οποιαδήποτε επίθεση δέχονται θα είναι η τέλεια αφορμή για εκδίκηση.
Περικυκλώνουν το Βαρόσι, σκοτώνουν 6 αμάχους και 3 αντάρτες και ξεκινάνε έρευνες για να βρεθούν οι φονιάδες του λοχαγού. Οι έρευνες όμως δεν κρατάνε για πολύ. Δεν υπάρχει λόγος για χρονοβόρες έρευνες. Υπάρχει λόγος για αντίποινα και έτσι το βράδυ, ο Γερμανός φρούραρχος δίνει εντολή να καεί όλη η συνοικία.
ΣΟΦΙΑ: Ανάψανε την Έδεσσα. Εκείνη τη γειτονιά την κάψανε. Το βράδυ τη βλέπαμε που έκαιγε. Φως βλέπουμε. Την Έδεσσα την κάψαν το Βαρόσι, λεγόταν αυτό, το βράδυ. Κοιμηθήκαμε το βράδυ έξω στην αυλή.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ο βράχος φωτίζεται και οι φλόγες φαίνονται από χιλιόμετρα μακριά.
ΕΛΕΝΗ: Το βλέπαμε από το Λιπαρό που καιγότανε. Βλέπαμε φλόγες μονάχα βλέπαμε, τα βλέπαμε όλα. Από ‘κει βλέπαμε που καιγότανε, φλόγες, φαινόντουσαν. Απ’ το Λιπαρό τα βλέπαμε η Έδεσσα καίγεται. Είχαμε σπίτι και εδώ πέρα, κάηκε.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ευτυχώς οι κάτοικοι έχουν ειδοποιηθεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Δύο όμως αρνούνται να αφήσουν την περιουσία τους και καίγονται ζωντανοί. Υπολογίζεται ότι συνολικά καήκανε 300 με 400 σπίτια, ένα σχολείο και κάμποσες εκκλησίες.
Νωρίτερα την ίδια μέρα μετά την επίθεση στο μπαλκόνι του λοχαγού, οι Γερμανοί περικύκλωσαν το εργοστάσιο Τσιτσή και απειλούσαν με πυρπόληση τόσο του κτηρίου όσο και των 400 εργαζομένων του, ενώ συγκέντρωσαν μπροστά απ’ το σπίτι του τραυματισμένου αξιωματικού όλους τους άντρες του Βαροσίου ηλικίας άνω των 15 ετών και έστρεψαν τα πολυβόλα κατά πάνω τους. Ευτυχώς και τα δύο αυτά περιστατικά αποτράπηκαν μετά από παρέμβαση του Μητροπολίτη Παντελεήμονα, ηγετικού στελέχους της ΠΑΟ που όμως είχε και διατήρησε και μετά την διάλυση της οργάνωσης τη φήμη του φιλάνθρωπου, προς όλους τους συμπολίτες του ανεξαρτήτως πολιτικών ιδεολογιών. Ο Μητροπολίτης Παντελεήμονας μεσολάβησε και για την παύση της εμπρηστικής επιχείρησης στο Βαρόσι, με αποτέλεσμα ένα μικρό τμήμα του οικισμού να στέκει όρθιο μέχρι και σήμερα. Η πυρπόληση όμως του Βαροσίου θα είναι μόνο η αρχή και η εκδικητική μανία των Γερμανών θα συνεχίσει την επόμενη μέρα, αυτή τη φορά στο χωριό της Σοφίας.
ΣΟΦΙΑ: Ήρθαν οι Γερμανοί το πρωί γκλον-γκλον-γκλον μας σήκωσαν, πήραν τον πατέρα μου τον εξαφάνισαν, που τον πήγαν δε ξέραμε ένα μήνα και μας πήρανε, μας κλείσανε στην εκκλησία μέσα. Η εκκλησία ήταν γεμάτη προίκες απ’ τα κορίτσια τα μεγάλα, βάλαν τη προίκα, σου λέει δε θα την κάψουνε. Και ένα δεμάτι άχυρα στη πόρτα για να την τ’ ανάψουνε. Κι ένας σκοπός εκεί Γερμανός μας κλείσανε.
Ρωτούσαμε τον σκοπό τον Γερμανό τι θα μας κάνετε θα μας κάψετε; Θα μας σκοτώσετε; Εκείνος έτσι… Θα μας κάψετε; Όλο κουνούσε το κεφάλι.
Ένας είχε πάει στην Ευρώπη γύρισε απ’ την Ευρώπη στο χωριό, γύρισε εκεί και ήρθε. μπήκε μέσα «τι τους κρατάτε λέει, δε βλέπεις λέει παιδάκια και γυναίκες λέει είναι λέει. Οι κακοί οι άνθρωποι λέει φύγανε! Γυναίκες λέει δε βλέπεις παιδιά; Εκείνος έκανε, τώρα τι έκανε πώς μίλησε με άτομα εδώ στην Έδεσσα στο στρατό και μπαίνει μέσα ο σκοπός εκεί πέρα μπρος όλοι έξω η εκκλησία φωτιά. Ένα βήμα δε κάναμε, ε, άναψε η εκκλησιά όλη ντουμάνια ήτανε.
Άναψε το χωριό και έκαιγε όλο το χωριό μπαμ μπουμ μπαμ μπουμ. Ήρθαν μετά με το όπλο έτσι οι Γερμανοί να μας σκοτώσουνε αλλά δε μας σκότωσαν δηλαδή. Σκοτώνανε όπου βρίσκανε, βρήκανε έναν κάτω από ένα δέντρο ο φουκαράς κρύφτηκε τον σκοτώσανε εκεί πέρα. Σκοτωμένους να βλέπεις.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Αφορμή για τον νέο αυτόν εμπρησμό φαίνεται να είναι ομάδα ανταρτών που εμφανίστηκε στο χωριό με κατεύθυνση τους γειτονικούς στρατώνες. Ιστορικές πηγές αποδίδουν ξανά στον Μητροπολίτη Παντελεήμονα την σωτηρία των κατοίκων του Μεσημεριού, αναφέροντας ότι κάποιος κάτοικος του χωριού, ίσως ο συγχωριανός που περιγράφει η Σοφία, ξέφυγε και τον ειδοποίησε στην Έδεσσα. Παρόλα αυτά καίγονται εκατόν ογδόντα σπίτια, το σχολείο του χωριού και η αγαπημένη εκκλησία της Σοφίας. Ακόμη σκοτώνονται δύο κάτοικοι, καίγονται ζωντανοί τέσσερεις ηλικιωμένοι με κινητικά προβλήματα και συλλαμβάνονται 10 όμηροι, με τον μπαμπά της Σοφίας να είναι ένας από αυτούς. Τέλος, επιτάσσονται όλα τα κοπάδια του χωριού. Ή μάλλον σχεδόν όλα.
ΣΟΦΙΑ: Εγώ ξέρεις γι’ αυτό σου λέω ήμουν ζωηρή λιγάκι. Είχαμε κατσίκια, τα κατσίκια τα έκλεισα σε ένα κατώι μέσα και έβαλα και ένα δεμάτι, για να μη μας τα πάρουν. Παίρναν ζώα και τα σφάξουν και τα τρώνε. Είχε βάλει μπρος το χωριό, έκαιγε. Τρέχω ανοίγω τη πόρτα, βγαίνουν τα κατσίκια μαζί μου και τα πήρα. Τέτοια ήμουνα. Πεταχτήκαμε φύγαμε προς τα κάτω όπου βρήκαμε μέρος στους μπαχτσέδες προς τα κάτω. Μετά 2-3 μέρες μείναμε όλη η γειτονιά στον μπαχτζέ το δικό μας. Μαγειρεύαμε εκεί τρώγαμε. Εκεί καθόμασταν. Σπίτι δεν είχαμε κάηκε, δεν είχαμε σπίτι. άρχισε να βρέχει, φθινόπωρο βλέπεις άρχισε, Σεπτέμβρης ήτανε όταν μας κάψανε. Που να πάμε; Ήρθε μια γυναίκα μας πήγε σε ένα σχολείο, το 5ο σχολείο. Είχανε φύγει ο στρατός. Ψείρα; Μας φάγανε οι ψείρες. Εκεί καθίσαμε ένα χειμώνα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Το 5ο δημοτικό σχολείο, μέχρι πριν λίγες μέρες στρατηγείο και κέντρο βασανιστηρίων της βουλγαρικής Οχράνα προσφέρεται για προσωρινή στέγη σε αρκετούς από τους 1.000 κατοίκους του Μεσημεριού που αναζητούν καταφύγιο στην Έδεσσα και τα γύρω χωριά. Τις επόμενες μέρες η εκδικητικότητα των Γερμανών θα συνεχιστεί με αποκορύφωμα φριχτά εγκλήματα των Πουλικών στην πόλη των Γιαννιτσών. Μέχρι τα τέλη όμως του Οκτώβρη οι Γερμανοί τελικά θα εκκενώσουν τον νομό και οι περισσότεροι συνεργάτες τους θα τραπούν σε φυγή. Το τέλος της Γερμανικής Κατοχής βρίσκει την Ελένη και τη Σοφία μακριά απ’ τους μπαμπάδες τους και μακριά απ’ τον τόπο τους. Για την μία η επανασύνδεση είναι θέμα ημερών ενώ για την άλλη τίποτα δεν είναι βέβαιο.
ΕΛΕΝΗ: ‘Όταν έπεσε η Γερμανία με τα τσόκαρα τους χτυπούσαν και τους σκοτώνανε τους ΠΑΟτζίδες, οι γυναίκες γιατί τους παίρναν τους πείραζαν τους άντρες όπως τη μαμά μου που πήραν τον μπαμπά μου.
ΣΟΦΙΑ: Φεύγαν οι Γερμανοί, καθόμασταν παιδάκια και βλέπαμε πώς φεύγανε. Άδειασε η Έδεσσα. Μετά βγήκαν τα παιδιά, η ΕΛΑΣ να τραγουδάει, με σημαίες με πράγματα τα θυμάμαι αυτά όλα. Χαιρόμασταν μπαμ μπουμ μπαμ μπουμ. Ο μπαμπάς μας βρήκε στο 5ο με τη μαμά μου, εμεις και τα τρία παιδιά από πίσω. Και μετά που έγινε ειρήνη ανεβήκαμε στο χωριό να κάνουμε ένα σπίτι, ήταν χτίστης. Έκανε ένα καλυβάκι, ένα δωματάκι , έτσι για να φύγουμε απ’ την Έδεσσα, πήγαμε εκεί πέρα. Στα καμένα, ανοίξαμε, κάναμε το σπιτάκι. Ασοβάτιστο ήτανε, μόνο πέτρες, πέτρα είχε, ξύλο μετά απ’ τα σπίτια που κάηκαν, κούτσουρα, καμένα. 10 χρόνια κάτσαμε, το ασπρίζαμε, τι ωραία που ήτανε, ήτανε ζεστό το χειμώνα, το καλοκαίρι δροσερό.
ΕΛΕΝΗ: Είχαν αρχίσει να έρχονται απ’ τη Γερμανία, αυτοί που ήτανε ζωντανοί και ήρθανε εκεί μαζευτήκανε, όλο το χωριό μαζεύτηκε. Ένας θείος μου, του μπαμπά μου πρώτος ξάδερφος. Μόλις είπαν πέθανε η θεία μου, η αδερφή του η τελευταία που ήτανε, λιποθύμησε. Εγώ πίσω από τη πόρτα είχα κρυφτεί και έκλαιγα, κανένας δεν ήρθε να με παρηγορήσει κάτι να με πει, τίποτα, έκλαιγα συνέχεια έκλαιγα.
Έπαθε υγρά πλευρίτιδα ο μπαμπάς μου, δηλαδή δε τον σκοτώσανε, κυριαρχήθηκε η Γερμανία και στις Βρυξέλλες πέθανε. Απ΄ την Γερμανία τον πήρανε και τον πήγανε στις Βρυξέλλες, εκεί πέρα, σε καλό νοσοκομείο αλλά δε μπόρεσε να γλιτώσει. Ο πρόξενος τον κήδεψε τον μπαμπά μου. Μας έστειλε και φωτογραφίες, με σημαία τον κηδέψαν τον μπαμπά μου.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Τουλάχιστον 22 Έλληνες από την Έδεσσα, τα Γιαννιτσά και τα χωριά Κλησοχώρι, Λιπαρό, Πρόμαχοι και Σεβαστιανά έχασαν τη ζωή τους στα Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο μπαμπάς της Ελένης, Τραϊανός Γρόπαλης-Δημητριάδης και ακόμα 4 όμηροι τις μάχης του Λιπαρού δεν κατάφεραν να επιστρέψουν ποτέ σπίτι τους.
ΡΩΞΑΝΗ (τραγουδάει): «Λέω σ' όσες αγαπούνε και τα βράδια ξενυχτούνε και στενάζουνε, πως η πίκρα κι η τρεμούλα σε μια τίμια Ελληνοπούλα, δεν ταιριάζουνε. Ελληνίδες του Ζαλόγγου και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες, όσο κι αν βαθιά πονούμε υπερήφανα ας πούμε σαν Σουλιώτ – Παιδιά…» Δεν μπορώ να το πω. «…της Ελλάδος παιδιά, κλαίω, δεν μπορώ!
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η Ελένη πενθεί τον χαμό του μπαμπά της στο Λιπαρό, η Σοφία και η οικογένειά της προσπαθούν να ορθοποδήσουν στα καμένα στο Μεσημέρι και η Ρωξάνη είναι σε ηλικία που αρχίζει να αντιλαμβάνεται την επίδραση που έχει στη ζωή της ένας πόλεμος που δεν έζησε λίγο πριν ξεσπάσει ένας νέος.
ΡΩΞΑΝΗ: Κηρύχθηκε ο ανταρτοπόλεμος, ο συμμοριτοπόλεμος πως λεγόταν τότε.
ΕΛΕΝΗ: Το ’45 επιστρέψαμε. Ήταν φραγμένη με συρματοπλέγματα η Έδεσσα. Και ήταν ο αδερφός στρατιώτης, η κοπέλα ήταν αντάρτισσα, όλη τη νύχτα μαζί πολεμούσανε.
ΣΟΦΙΑ: Φύγανε, αδερφός με αδερφό, εσύ αδερφός αντάρτης είσαι, άλλος αδερφός στρατιώτης είναι, να πολεμάνε τα αδέρφια.
ΡΩΞΑΝΗ: Υπήρχαν πατεράδες που είχαν φύγει τα παιδιά τους και πήγαν στην άλλη πλευρά και παιδιά πάλι να πολεμούν εναντίον του πατέρα τους. Εμάς τα μικρά παιδιά μας είχαν μαζέψει στο σχολείο, στο δημοτικό σχολείο, εγκαταστάθηκε στρατός εκεί, είχαν κάνει χαρακώματα στο προαύλιο και μεις καθόμασταν όλοι παίζαμε δηλαδή στο προαύλιο, ήμασταν μικρά παιδιά και παίζαμε στο προαύλιο στο σχολείο μέσα στα χαρακώματα.
Α, οι γονείς μου χτίσανε και σπίτι. Διώροφο, καλό σπίτι, δεν προλάβανε να το τελειώσουν, ήρθαν οι αντάρτες και μας το κάψανε. Για να εκδικηθούν τον πατέρα μου που ήταν από την άλλη πλευρά. Με στιγμάτισε πιο πολύ, όταν με πήρε η μητέρα μου απ' το σχολείο και πήγαμε και αντίκρυσε η μάνα μου το σπίτι που το ‘χτισε με πολύ κόπο. Και την τραβούσα απ’ το φουστάνι: «Μητέρα, πεινάω». Μου είπε η μάνα μου: «Τι να σου δώσω; Δεν έχω τίποτα να σε δώσω. Τι να σε δώσω; Δεν βλέπεις το σπίτι μας, τι έγινε; Δεν έχω. Φύγαν όλα τα πράγματα. Ούτε ψωμί έχω να σε δώσω, ούτε τίποτα».
ΧΡΗΣΤΟΣ: Είναι προφανής η θέση της οικογένειας της Ρωξάνης στον εμφύλιο. Για την 6χρονη Ρωξάνη όμως, κομμουνισμός, σοσιαλισμός, συντηρητισμός, είναι απλά λέξεις των μεγάλων. Για αυτήν ο εμφύλιος είναι καλοί αντάρτες, κακοί αντάρτες και η οικογένειά της σε φυγή.
ΡΩΞΑΝΗ: Πότε πότε μας έπαιρνε η μητέρα μας και το βράδυ, μαζεύαμε τα πράγματά μας, μας έπαιρνε από το ένα χέρι εμένα κι απ’ το άλλο χέρι τον αδερφό μου, που ήταν τέσσερα χρόνια πιο μεγάλος απ' εμένα. Και πηγαίνουμε το βράδυ να κοιμηθούμε στο σχολείο. Να φυλαχτούμε. Εγώ τραγουδούσα καλά. Και ένας ασυρματιστής το εκμεταλλεύτηκε αυτό το πράγμα και με έμαθε ένα τραγούδι άμα θες να στο πω το τραγούδι; Είναι πολύ άσχημο, όμως. Αλλά το λέω. Το λέω και δεν το κρύβω. Μ' έβαζε στον ασύρματο και το τραγουδούσα και με φωνάζαν από την άλλη μεριά: «Να ζήσεις, μικρούλα. Πες μας κι άλλο. Πες μας κι άλλο», οι καημένοι. Γιατί και αυτοί είχαν παιδιά σαν κι εμένα, τα είχαν αφήσει στο χωριό και στα χωριά τους.
ΡΩΞΑΝΗ (τραγουδάει): «Δυο – τρεις συμμορίτες, χαλέδες, κοπρίτες, παλιοί, τρομεροί, λωποδύτες. Στα δάση γυρίζουν, πεινούν, τουρτουρίζουν, μα δεν ξεχωρίζουν απ’ τους Αρβανίτες. Φοράνε πιστόλι κι αν μπούνε στην πόλη, με αίμα θα βάψουν τα χέρια. Παιδιά θα μαζέψουν, θα σφάξουν, θα κλέψουν, με σύστημα πλέρια.
Εδώ σταματούσα, γιατί δεν μπορούσα να κάνω, από τις φωνές των ανταρτών. Από 'κει, από 'κείνη την πλευρά. Και σταματούσα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Όσο η Ρωξάνη και η οικογένεια της κρύβεται, στο Μεσημέρι η Σοφία βλέπει το χωριό της να βάλλεται και απ’ τις δύο πλευρές.
ΣΟΦΙΑ: Το ‘47 είχαν έρθει αντάρτες στο χωριό. Και μπήκαν οι αντάρτες, είχαμε ένα ψωμί μας το πήραν, κουβέρτες λέει! Δε βλέπεις καμένοι άνθρωποι δεν έχουμε να σκεπαστούμε, κουβέρτα, από πού εμείς κουβέρτα; Φύγαν μετά πήγαν στη γειτονιά κάτω, πήραν είχανε τυριά, είχανε σιτάρια, όλα τα σηκώσανε. Φύγανε. Μετά μπήκε ο στρατός στο χωριό, ο πατέρας μου βγήκε…
Πέφτει ένα όλμο από την στρατώνα στην πόρτα μας κοντά. Και γω κοντά ήμουν από δω σκιστό με πήρε το βλήμα το βλήμμα. αι το τραυμάτισε βαριά πολύ βαριά το πόδι το κοψε.
Μπήκε ο στρατός δε μπορούσαμε να βγούμε να φωνάξουμε βοήθεια, ο στρατός σκότωνε τότε. Και μετά όλη την νύχτα έτρεξε το αίμα, τον πήγανε με φορείο, κάνανε φορείο, τον πήγανε άντρες στο νοσοκομείο, πέθανε ο μπαμπάς μου 43 χρονών, νέος. Ορφανά ούτε σπίτι καλό ούτε να φάμε είχαμε ούτε τίποτα. 17 χρονών ήμουν όταν σκοτώθηκε ο μπαμπάς μου.
Ε, μετά με βάλαν και μένα στο εργοστάσιο. Εκεί ένας γείτονας, είχε καλά ήτανε με την αστυνομία, με βάλανε στο εργοστάσιο δουλέψαμε, ορφανά. Στο Κανναβουργείο, σχοινοποιείο, σχοινιά εκάμναμε, σχοινιά, σπάγκο, τέτοια πράγματα.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ο εμφύλιος τελειώνει και αυτό που έτρεμε η Σοφία το ’44 τους μήνες που ο πατέρας της αγνοούταν αυτή τη φορά γίνεται πραγματικότητα. Η απώλεια του πατέρα γίνεται κοινός παρονομαστής στις ζωές της Σοφίας και της Ελένης. Και η τραγική ειρωνεία;
Η αρχή του τέλους για τους δύο μπαμπάδες των κοριτσιών τόσο στην κατοχή όσο και στον εμφύλιο δε προκλήθηκε από Γερμανούς ή Βούλγαρους αλλά από χέρια Ελλήνων.
ΡΩΞΑΝΗ: Ο ένας, ο αδερφός μου... Εγώ τον αδερφό μου... Ήταν φοιτητής, δεκατέσσερα χρόνια διαφορά με τον αδερφό μου. Και ήρθε ένα Πάσχα στο χωριό, όταν κόπασαν τα πράγματα, δηλαδή, και δεν υπήρχε ο πόλεμος. Δεν ερχόταν στο χωριό χρόνια, πολλά. Γιατί φοβόταν μην τον πάρουν αντάρτη. Κι ήρθε ένα Πάσχα. Και βγήκαμε, πήγαμε στην Ανάσταση με τη μάνα μου. Και ρωτάω τη μάνα μου: «Μαμά, ποιος είναι αυτός;». Και μου λέει: «Ο αδερφός σου». Δεν τον ήξερα τον αδερφό μου.
Ο αδερφός μου υπηρετούσε στην Αθήνα και πήγαινε σχεδόν κάθε βράδυ στο θέατρο. Πήγα και εγώ μαζί του στο θέατρο. Και όταν μας είδε μας καλωσόρισε: «Καλώς τον ανιψιό μου, τον λεβέντη. Καλώς την ανιψιά μου, τη λεβέντισσα». λέει: «Θα την κρατήσω τη Ρωξάνη, να την κάνω τραγουδίστρια. Θα την παρουσιάσω σαν ανιψιά μου απόψε, θα σας – δεν χρειάζεται ούτε προετοιμασία αυτή, ούτε τίποτα», λέει. «Θα τραγουδήσει κατευθείαν». Το λέει στον πατέρα μου, ο πατέρας μου – τότε δεν είχε και τηλέφωνο, ξέρεις, να μιλήσουμε στο τηλέφωνο. «Σε σφάζω και τραγουδίστρια δεν σε κάνω. Τελείωσε. Κόψ’ το». Και τελείωσε.
Το τελευταίο που είχε πει, και αυτό την άκουσα που το είπε: «Όχι καινούριο πόλεμο. Όχι καινούρια αντάρα, κατάρα κι αστροπέλεκα, σ’ αυτούς που κάνουν πόλεμο», έλεγε το τραγούδι της το τελευταίο.
Κάθε χρόνο τώρα υπάρχει ένα χωριό στο νομό Πέλλης που λέγεται Καλλίπολις. Προς τιμήν της Σοφίας Βέμπο, κάναν την προτομή της. Την έχουν επάνω στο δρόμο ακριβώς. Και πηγαίναμε και κάναμε τρισάγιο και τραγουδούσα κάθε χρόνο, σαν ανιψιά της Σοφίας. Είχαν κάνει και ένα σχολείο. Το αφιέρωσαν στην Πηνελόπη Δέλτα και το άλλο στη Σοφία Βέμπο, το δημοτικό σχολείο και το άλλο σχολείο, το Γυμνάσιο στη Σοφία Βέμπο.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Η Ελένη από την Έδεσσα, η Σοφία από το Μεσημέρι και η Ρωξάνη από τον Εξαπλάτανο. Η Ελένη φεύγει απ’ την Έδεσσα λόγω των επιτάξεων των Γερμανών, στο Λιπαρό μια σύρραξη του ΕΑΜ με τους Πουλικούς την αφήνει ορφανή και με την επιστροφή της στην Έδεσσα πιάνει κατευθείαν δουλειά για να τα βγάλει πέρα. Η Σοφία μια ντόπια από οικογένεια που παρέμεινε πιστή στις ελληνικές αρχές την περίοδο που η Οχράνα στρατολογούσε σλαβόφωνο πληθυσμό, βλέπει το χωριό της να καίγεται από Γερμανούς ως αντίποινα ΕΑΜικής επίθεσης και τον πατέρα της να υποκύπτει σε τραύματα που προκλήθηκαν απ’ τις ίδιες αρχές που αρνήθηκε επί Κατοχής να προδώσει. Και τέλος, η Ρωξάνη, κόρη προσφυγικής οικογένειας, γεννημένη σε ένα κόσμο ήδη διαλυμένο, με ένα πατέρα που η θέση του στο πολιτικό σκηνικό βάζει σε κίνδυνο αυτήν και την οικογένειά της, βλέπει το σπίτι της να γκρεμίζεται, την μητέρα της σε απόγνωση και ζει τα παιδικά της χρόνια ως φυγάς.
Και οι τρεις τους παιδιά σε μια από τις πιο πολιτικά περίπλοκες δεκαετίες της νεότερης ιστορίας. Με ζωές γεμάτες εμπόδια αλλιώτικα η μία από την άλλη, αλλά ταυτόχρονα με αφηγήσεις που μαρτυρούν την ανθεκτικότητα της παιδικότητας και πως το παιδικό βίωμα στον πόλεμο έχει κοινή ταυτότητα. Είναι η ανάγκη για παιχνίδι, η δίψα να ανακαλύψουν και να μάθουν νέα πράγματα η λατρεία για γλυκά όποιος και αν τα προσφέρει, η όρεξη για τραγούδι και ο θαυμασμός σε κάποιον που θέλουμε να μοιάσουμε, ο φόβος για την ασφάλεια της οικογένειας και ο πόνος της απώλειας, και τέλος, πάνω απ’ όλα η απαράμιλλή αγάπη προς τους γονείς. Όπως αυτή ενός κοριτσιού για τον μπαμπά του. Αυτά είναι που βλέπει πάντα κανείς μέσα απ’ τα μάτια των ενήλικων πλέον παιδιών της Κατοχής.
ΡΩΞΑΝΗ: Όχι, δεν θα άλλαζα τίποτα. Δηλαδή και μ’ αυτό που μου απαγορεύσανε να γίνω τραγουδίστρια… Για να το λέει ο πατέρας μου που ήτανε και έμπειρος, θα ταλαιπωριόμουν. Κατάλαβες; Δεν μετανιώνω. Δεν μετανιώνω.
ΕΛΕΝΗ: Εγώ με αρραβωνιάσανε ούτε με ρωτήσανε. Πήγα στο εργοστάσιο το πρωί, εκεί μιλούσα γελούσα, και όταν ήρθα βλέπω ο παππούς μου δε πήγε στα κτήματα, γιατί λέω δεν έχουν πάει; Με λένε σε αρραβωνιάσαμε. Καλά λέω ποιόν ρωτήσατε; Τον ήξερα όμως τον Χρήστο. Μετά αρχίσαμε με τα χέρια μας κάναμε ολόκληρο εργοστάσιο. Τελάρα, τελάρα. Εγώ έκανα το κουμάντο.
ΣΟΦΙΑ: Στην Έδεσσα, παντρεύτηκα απ’ το χωριό ήρθα εδώ. Άργησα να παντρευτώ, τον πήρα χήρο, με 3 παιδιά. Αλλά πέρασα καλά με τον άνθρωπο αυτόν, γέρος πέθανε, πολύ μεγάλος πέθανε, 97 χρονών. Γυρίσαμε παντού μ’ αυτόνα. Πηγαίναμε εκδρομές. Θυμάμαι, Σύρο πήγαμε. Αθήνα πολλές φορές. Καλαμάτα. Και πού δεν έχουμε πάει, Βουλγαρία δυο τρείς φορές, Σόφια! Ωραία πολύ ωραία τραγούδια μέσα στο λεωφορείο, χαρά, χόρευε ο άντρας μου πολύ περάσαμε ωραία.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ωραία φωνή;
ΣΟΦΙΑ: Εγώ; Εγώ έχω ωραία φωνή…
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ακούσατε ένα ακόμα επεισόδιο της σειράς του Ιστόρημα «Η Κατοχή μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών της». Το Α’ Μέρος της σειράς ολοκληρώθηκε και σύντομα θα ακολουθήσουν άλλα τρία επεισόδια. Ενώ περιμένετε και αν σας αρέσει να ακούτε podcasts για την δεκαετία του ’40, επισκεφθείτε το istorima.org όπου θα βρείτε πολλές συλλογές αληθινών ιστοριών για θέματα όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή κι ο Εμφύλιος. Επίσης, θέλουμε πάντα να ακούμε τη γνώμη σας. Μη διστάσετε να αφήσετε το σχόλιο σας στα social ή στο σχετικό πεδίο στο Spotify. Και τέλος, για να μη χάσετε το επόμενο επεισόδιο ακολουθείστε μας στο Spotify, τα Google και τα Apple podcast, ή οπού αλλού σας αρέσει να ακούτε podcasts. Μέχρι την επόμενη φορά, μη ξεχνάτε να μοιράζεστε και να ακούτε ιστορίες. Μια ιστορία, αλλάζει πολλές.