Εισαγωγή - Ευφροσύνη Κυριαζή:
Είναι η χαρακτηριστική μελωδία του κρητικού μαντολίνου. Ένας ήχος που σε ταξιδεύει στα ψηλά βουνά, αντηχεί σε επιβλητικούς βράχους και φαράγγια, μέχρι που κατεβαίνει στα βότσαλα και εναρμονίζεται με το θαλασσινό αεράκι. Στα ορεινά Ανώγεια, το μαντολίνο συνοδεύει μαντινάδες για χαρές και λύπες, γιορτάζει σε γάμους και πανηγύρια και πότε-πότε ερωτεύεται με καντάδες, ενώ σιγοτραγουδάει με λυγμό, τον πόνο των ανθρώπων.
Κάπως έτσι ο ήχος του μαντολίνου μίλησε στην καρδιά του Βασίλη Δραμουντάνη. Η ψυχή του ακολούθησε τον ρυθμό της κρητικής παράδοσης κι από αυτοδίδακτο μικρό παιδάκι που έπαιζε για τον πατέρα του στο σπίτι, η ιστορία της μουσικής του πήρε τον δρόμο της. Το μαντολίνο του Βασίλη ενορχηστρώθηκε αρχικά σε παρέες στα καφενεία κάτω από τα ψηλά πλατάνια, μέχρι που έφτασε από τα Ανώγεια, στις Άνδεις του Περού.
Αυτή είναι μια ιστορία ενός αγοριού που κάποιος, μια στιγμή στον χρόνο, του χάρισε ένα μαντολίνο.
Βασίλης Δραμουντάνης:
Η μουσική για μένα, σαν πρώτο άκουσμα, ήρθε από το νανούρισμα της μάνας μου. Πιστεύω ότι ένας λόγος που ακολούθησα τη μουσική είναι αυτός. Διότι το νανούρισμα πραγματικά εισχώρησε μέσα μου –βαθιά, πολύ βαθιά στην ψυχή μου– και μ’ έκαμε να δω τη μαγεία της μουσικής.
Το μαντολίνο είναι ένα γλυκό όργανο. Οι νότες του μαντολίνου και ο ήχος του μαντολίνου είναι... βγαίνει από την ψυχή. Είναι ψυχή. Ακούς το μαντολίνο: ένα γλυκό κελάηδισμα.
Το μαντολίνο ήρθε στα χέρια μου από φίλους. Δεν είχα δικό μου μαντολίνο. Αλλά είχα, όμως, τόσο όρεξη να πιάσω το μαντολίνο και να το μελετήσω, να δω τι είναι αυτό το πράγμα, πώς παίζεται...
Στην Εστία ερχότανε δασκάλοι και διδάσκανε στα παιδιά. Εγώ, δυστυχώς, δεν είχα τη δυνατότητα, γιατί ήμασταν και φτωχή οικογένεια. Κι όπως όλοι, οι περισσότεροι. Όταν πήγαινα στο σπίτι, λοιπόν, στα παιδιά, στους φίλους μου, έβλεπα το μαντολίνο, έπαιζα κι εγώ και έλεγα του αλλουνού: «Τι σου ’μαθε -ας πούμε- ο δάσκαλος;» Έβλεπα τι έκανε και το ’κανα εγώ μετά. Και το ’κανα και καλύτερα, γιατί είχα τόση θέληση... Άρχισα να μαθαίνω πολύ γρήγορα και σε ηλικία, πιστεύω, γύρω στα 12 χρόνων. Έτσι μπήκε το μαντολίνο στη ζωή μου. Ή, όταν πήρα δικό μου μαντολίνο, ήξερα ήδη να παίζω εγώ αρκετά.
Ένας θείος μου, λοιπόν, από τον Άγιο Νικόλαο είχε μια μαντόλα και, όταν ερχόταν εδώ διακοπές το καλοκαίρι, μου ’λεγε: «Βασιλιό, θες να μάθεις μαντολίνο;» Λέω: «Ναι». Του λέω: «Ξέρω μαντολίνο, αλλά δεν έχω». Και μου λέει: «Εγώ θα σου φέρω». Και μου φέρνει μια μαντόλα. Στα δαχτύλια μου η μαντόλα ήτανε μεγάλη, αλλά, ξέρεις, έπαιζα εγώ, είχα και το κέφι και, μιας στιγμής, μετά από λίγο καιρό, έρχεται ο Λουδοβίκος... Έβλεπε ο Λουδοβίκος την όρεξή μου, στο μαντολίνο απάνω και στο τραγούδι, και μιας στιγμής κάθεται στο «Μεϊντάνι» αυτός, στο καφενείο. Περνώ, μου φωνάζει και μου λέει: «Βασιλιό, έλα να σου πω». Πάω και μου λέει: «Πήγαινε στο σπίτι. Ως μπεις δεξιά, έχω δυο μαντολίνα. Είναι ένα με μια μπλε θήκη και ένα με μια μαύρη. Πάρε το μαντολίνο με την μπλε θήκη και φέρε μού το». Και πάω, λοιπόν, παίρνω το μαντολίνο, του το πάω.
Μου λέει: «Άνοιξέ το». Το ανοίγω, μου λέει: «Παίξ’ το». Και παίζω το μαντολίνο, ένα μαντολίνο πραγματικά όπως το ’χα ονειρευτεί και όπως ήθελα να είναι στα χέρια μου. Να σου πω την αλήθεια, ότι όταν άνοιξα τη θήκη μου ’ρθε η μυρωδιά του... Την έχω ακόμη μέσα μου αυτή τη μυρωδιά και θα με ακολουθεί πάντα! Και μου λέει: «Σ’ αρέσει;» Του λέω «Παναγία μου», του λέω, «πολύ ωραίο μαντολίνο!» Μου λέει: «Δικό σου! Σ’ το χαρίζω». Τάξε πως μου ’δωσε τον ουρανό με τ’ άστρα! Και κλείνω το μαντολίνο, φεύγω εγώ, πάω στο σπίτι και ξεκινώ. «Ντίρι, ντίρι, ντίρι, ντίρι». «Ντίρι, ντίρι», συνέχεια.
Πάνω από όλα ένας μουσικός, για να μπορεί να γίνει αποδεκτός είτε από μια παρέα είτε από ένα κοινό που τον ακούει σε έναν χώρο, πρέπει να το αισθάνεται! Να το βγάλει από μέσα του για να σ’ το μεταδώσει. Και επειδής η ψυχή μεταδίδεται με ψυχή... δηλαδή, άμα βγάλω την ψυχή μου, θα τη νιώσεις εσύ αμέσως. Θα καταλάβεις ότι είναι το αληθινό σου πράγμα. Και η αλήθεια έχει ουσία. Οπότε, το λαμβάνεις αυτό το πράγμα.
Η πρώτη μου παρέα στο μαντολίνο ήτανε... Εγώ, κοπελουδάκι, περνώ από το σπίτι να μπω μέσα να πιω νερό και να φύγω, γιατί παίζαμε όξω. Μπαίνω στο σπίτι να πιω νερό και είναι ο πατέρας μου με τον Πολογιάννη μέσα, οι δυόντωνε, και βράζουνε κρέας. Και μου λένε: «Κάτσε επαέ». Εγώ λέω: «Πάω να παίξω γιατί με περιμένουν». Λένε: «Κάτσε επαέ που σε θένε!» Και κάθομαι. Αυτοί ψιλοτρώνε και ψιλοπίνουνε. Και λέει μιας στιγμής ο πατέρας μου του Πολογιάννη, του λέει: «Μα το ξέρεις -λέει- ότι ο Βασίλης παίζει μαντολίνο;» Λέει: «Μαντολίνο;» Λέει: «Ναι». «Πήγαινε να το φέρεις». «Μα», του λέω, «δεν κατέχω. Ένα κομμάτι κατέχω τώρα. Είναι αρχή. Μόνο άλλη ώρα γιατί με περιμένουνε». Λέει: «Πήγαινε να φέρεις το μαντολίνο». Είντα να κάμω; Πάω.
Αυτό το ’ζησα πολλές φορές και, πάνω σ’ αυτό τον λόγο, γνώρισα πολλούς ανθρώπους του χωριού μας. Διότι εμείς, σαν παιδιά, πού να κάνεις παρέα με μεγάλους ανθρώπους; Δεν υπήρχε λόγος, και προπαντός εκείνες τις εποχές, που το παιδί δεν πλησίαζε καν τον μεγάλο. Αλλά ήτανε η εποχή που το χωριό δεν είχε μαντολίνο. Υπήρχε… θέση για μένα στην παρέα.
Έτσι, λοιπόν, γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Αυτό που έχω να σου πω είναι ότι τα Ανώγεια βγάλανε πάρα πολλούς μερακλήδες. Αλλά όταν λέμε «μερακλήδες», είναι αυτοί οι οποίοι το ’χανε μέσα τους και ήτανε αληθινό. Και αυτό το πράγμα, όσον αφορά και για μένα, μου έχτιζε ένα χαραχτήρα κι εμένα, να μπορώ να κρίνω ανθρώπους και συμπεριφορές κτλ.
Μια βραδιά κοιμούμαι, λοιπόν, και είναι ξημερώματα. Εγώ, στον ύπνο... Ήμουν βαρύς στον ύπνο –κι ακόμη, δηλαδή– και έρχεται μια παρέα, μου χτυπούνε, δεν ακούω εγώ τίποτα. Μιας στιγμής, απ’ τα πολλά, με ξυπνούνε. Και γροικώ κάτι χτύπους και δεν μπορώ να καταλάβω είντα ήτανε. Σηκώνομαι, δεν γνωρίζω άνθρωπο. Λέω: «Είντα...». Λέει: «Πάρ’ το μαντολίνο και πάμε». Κρύο! Πρέπει να ’τανε Δεκέμβρης, Γενάρης... ήτανε το κρύο απίστευτο! Πάμε σ’ ένα σπίτι, παίζω εγώ, τραγουδούμε κτλ., αλλά, πάντα, το αποκορύφωμα της παρέας είναι η καντάδα.
Η καντάδα η καλή κι αυτές που θυμούμαι εγώ ήτανε πάντα στα βαθιά μεσάνυχτα. Λίγα άτομα και ξεκινάς και μπαίνεις στον δρόμο και αρχινάς και περνάς απ’ τα σοκάκια. Κάθε σοκάκι έχει τη δική του ηχώ, τη δική του ακουστική. Να περνάς, όλοι κοιμούνται και όλοι ξυπνητοί είναι μετά. Από κάθε σοκάκι που περνάς παίρνεις ωραίες μυρωδιές απ’ τα λουλούδια, βλέπεις ωραίες εικόνες και, έτσι, είμαστε όλη η παρέα που ακολουθούμε... Εναρμονιζόμαστε στην καντάδα. Εναρμονίζεσαι και με το περιβάλλον, με τον χώρο, και ακολουθείς το μαντολίνο. Πρέπει να ’σαι καλός τραγουδιστής, να τραγουδήξεις το βράδυ και είναι ο άλλος που κοιμάται, τόνε γαληνεύεις ακόμη περισσότερο. Τονε κάνεις να ξυπνήσει γλυκά, όμορφα. Ανοίγουν οι πόρτες... Και αυτό είναι. Πραγματικά, στην καντάδα το αποκορύφωμα είναι αυτό. Ν’ ανοίγουν οι πόρτες και να σε κερνούνε. Να σου λένε: «Έλα!» «Παρέα! Ελάστε να σας κεράσουμε! Ελάτε να πάρετε μια ρακή». Να βγαίνει ο δίσκος –με τη γυναίκα, την οικοδέσποινα του σπιτιού– με τα ποτήρια πάνω, να μας κερνά τη ρακή, να πιούμε, να πούμε «Στην υγειά τζη» και να συνεχίσουμε.
Το πιο ωραίο ήτανε, χειμώνας καιρός, κι είμαστε τέσσερα άτομα καντάδα. Έχουμε σταματήσει στο σπίτι στο Λιβάδι, παίζουμε ένα ωραίο Αποκόρωνα και τραγουδούμε μελωδία! Μελωδία! Κάτσαμε εκεί ένα εικοσάλεπτο, στο Λιβάδι. Μετά, ανηφορίζουμε προς τα πάνω για τον Λαγκό. Με το που ανηφορίζουμε, ακούμε μια φωνή: «Ρε, ρε!» Και γυρίζω και θωρώ τον Μίχαλο, τον Γρυλιό. Ο οποίος έχει σηκωθεί από το κρεβάτι, μας έλεγε μετά, έχει σηκωθεί από το κρεβάτι και δεν επρόλαβε να βάλει ούτε τα παπούτσια του. Γιατί, σου λέει, «Θα μου φύγουν και δεν θα τσι προλάβω να τσι κεράσω». Και γυρίζω και θωρώ έναν άνθρωπο με τα νυχτικά του, ξυπόλητο! «Κυρ-Γιώτη!» Και μας εκάνει νόημα «Ελάτε!» Και λέμε: «Πάμε». Αυτός ανοίγει το καφενείο –γιατί είχε καφενείο, ξέρεις, στο Λιβάδι, στο Περαχώρι–, ανοίγει το καφενείο και μας εφιλεύει. Πίνουμε τις ρακές, παίζουμε μια κοντυλιά, τραγουδεί, το ευχαριστήθηκε η ψυχή του που μας το μετάδωσε κι εμείς φύγαμε... Πλέον, όταν φύγαμε από κει, φύγαμε γεμάτοι! Γεμάτοι απ’ αυτά τα συναισθήματα. Αυτό για μένα είναι... Νιώθω πολύ ευλογημένος που έχω ζήσει τέτοιες στιγμές. Πολλές στιγμές που με γεμίσανε στη ζωή μου και με ακολουθούνε ακόμη.
Αυτά πραγματικά τα χω μέσα μου και με ακολουθούν σε κάθε στιγμή. Να κάνεις παρέα με δύο μεγάλους ανθρώπους καντάδα. Πάλι ήμουν μικρός, πάλι θα ’μουνα 15 χρονών. Όταν κάναν μια παρέα, που ήταν ο παππούς μου μέσα, και μου φωνάξανε και μου λένε: «Πάμε να κάνουμε καντάδα». Και βγαίνουμε στα Χαράκια –στο ψηλό σημείο του χωριού, βλέπουμε όλο το χωριό– και έπαιζα και τραγουδούσαν αυτοί. Αυτό ήτανε μυσταγωγία!
Από τα πιο συγκλονιστικά που έχω βιώσει στην παρέα πάνω... Καθόμαστε στον πλάτανο του Αϊ-Γεωργίου, στο Μεϊντάνι. Από νωρίς, λοιπόν. Από 9 η ώρα. Κόσμος; Χαμός! Κάναμε παρέα, τραγουδούμε, κακό, φωνές, ιστορίες... Έχει τόσο πολύ κόσμο που, ό,τι και να λέγαμε, ότι και να παίζαμε, χαμένο πήγαινε. Το ’βλεπα εγώ, έκανα κουράγιο να περάσει η ώρα, να φύγουνε ή να φύγουμε εμείς. Αλλά υπήρχε τόσο κέφι, όμως. Από τη μία είναι έτσι και, από την άλλη, υπάρχει τόσο κέφι που να θέμε να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι έχουμε... Ε, και λέμε «Δεν φεύγουμε. Εδώ θα καθόμαστε. Θα φύγετε εσείς», ας πούμε. Χωρίς όμως να το λέμε. 3 η ώρα έχουν εξαφανιστεί όλοι.
Και μου λέει ο Μπασακογιώργης: «Ξεκίνα εδώ έναν χυματικό. Τα δικά μας». «Χυματικός» λέγεται διότι οι κοντυλιές, ας πούμε, είναι σαν να τις λες χύμα, σαν να τις κουβεντιάζεις. Γι’ αυτό λέγεται «χυματικός». Και ξεκινούμε 3 η ώρα κοντυλιές. 6 η ώρα σταμάτησα. Ήταν το πιο πολύωρο παίξιμο που έχω κάνει. 03.00 με 06.00. Τι έγινε όμως; Άλλη μια παραξενιά, που την έχει η παρέα, είναι ότι αυτός που θα πει τη μαντινάδα, να μην την ξαναπεί την ίδια! Και να ’ναι... Ο επόμενος που θ’ απαντήσει να ’ναι στο ίδιο θέμα. Λέμε για την αγάπη, ο επόμενος θα πάει στην αγάπη. Έτσι, θα κάμουμε λοιπόν τον κύκλο της μαντινάδας μέχρι να φύγει από το θέμα. Να πάει, ας πούμε, στη νύχτα, να πάει για τη φύση και να πάει για οπουδήποτε θέλει να πάει. Σ’ αυτές τις τρεις ώρες δεν ακούστηκε η ίδια μαντινάδα δεύτερη φορά. Και, σε πληροφορώ, ήτανε ίσως και η μοναδική παρέα η οποία, από ένα σημείο, και μετά βγάζαμε όλοι μαντινάδες εκείνη τη στιγμή. Όλοι μαντινάδες της στιγμής! Την επαύριο δεν θυμόμασταν ούτε μία. Αλλά μαντινάδα η οποία να την ξέραμε να την πούμε δεν ειπώθηκε καμία. Και πολλές φορές το καταλαβαίνεις αυτό διότι... Και επηρεάζει όλο το κλίμα της παρέας.
Να ξέρουμε ότι ένας απ’ την παρέα μας έχει βιώσει έναν θάνατο, ας πούμε. Είναι δύσκολη η θέση του να τραγουδήξει. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος που κάθεται και έχει βιώσει το πένθος και είναι λίγο πιο συντηρητικός τονε βλέπουμε όμως ότι βράζει, θέλει να εκφραστεί και δεν μπορεί. Γιατί σου λέει: «Τι θα πουν; Ότι εγώ πενθώ και αρχίζω και λέω μαντινάδες». Αυτός ο άνθρωπος, άμα πει μια μαντινάδα, εμάς μας έχει τελειώσει όλους. Διότι μας μεταφέρει... Νιώθουμε τόσο όμορφα που αυτός ο άνθρωπος πλέον εκφράζεται και μας δίνει ενέργεια αυτό το πράγμα. Όταν μπορώ να κάνω τον άλλον να απελευθερωθεί από μέσα του, το βλέπεις στο πρόσωπό του μετά, γίνεται άλλος άνθρωπος. Σαν να είχε έναν καημό και μας τον είπε, να μας τον έδωσε να τον βαστάξουμε κι εμείς κι ελαφραίνει το βάρος του.
Άκουσα πολλές καλές φωνές σε όλο αυτό τον δρόμο που έχω κάμει. Καλές φωνές. Καλές μαντινάδες. Γενικά, υπήρχε ποιότητα. Αυτή η ποιότητα κράτησε τ’ Ανώγεια πολύ ψηλά, για μένα. Γιατί τ’ Ανώγεια ήτανε ψηλά και είναι ψηλά. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που περνούμε. Και, πιστεύω, δυσκολίες όσον αφορά τα ήθη, τα έθιμα, περνά όλος ο κόσμος. Όχι μόνο εμείς. Οπότε δεν κακίζω μόνο το χωριό μας, γιατί είναι για όλους μας, πιστεύω, το ίδιο. Απλά, εδώ πάντα ο πήχης ήτανε ψηλά όσον αφορά την ποιότητα και την ουσία.
Πήρα εμπειρία από θέατρα, από εξωτερικό, που είχαμε πλέον... Εμείς, εδώ στα Ανώγεια, ξέραμε μόνο τσι γάμους. Γάμους, παρέες. Αυτά. Αυτά μας θρέψανε, όμως. Αυτά μας θρέψανε. Και εκεί ξαναγυρνάμε πάλι. Όπου και να πήγα και όπου και να πάω στο μέλλον –πρώτα ο Θεός, δεν ξέρεις ποτέ–, έχεις να πάρεις και να του τα κουβαλήσεις να τα φέρεις στον τόπο σου.
Η Κρητική μουσική τα ’χει όλα. Κι είμαστε πολύ τυχεροί διότι ασχολούνται πάρα πολλοί νέοι πάνω στην Κρητική μουσική. Που πιστεύω δεν υπάρχει τέτοιο δυναμικό σε άλλες παραδοσιακές μουσικές όσο στην Κρήτη. Η μουσική για μένα είναι στιγμές. Έχει η μουσική μας να καλύψει όλες τις στιγμές του ανθρώπου. Μπορεί να σε πάει στο τσακίρ κέφι και ακόμη πιο πάνω. Έχω δει ανθρώπους να θένε ν’ απογειωθούνε, να φτάξουν σε σημείο να φάνε ξύλα, να φάνε σίδερα, να τα βάλουνε με τα πάντα. Κι έχω δει ανθρώπους να κλαίνε και να μη στερεύουνε. Αυτά τα αισθήματα και τα συναισθήματα τα ’χει η μουσική. Και εγώ θέλω να τραγουδεί ο κόσμος, να τραγουδώ εγώ. Και μέσα από τον κόσμο τραγουδώ κι εγώ. Για μένα η πιο ωραία φωνή που έχω ακούσει είναι του κόσμου.