ΜΠΕΝΙΑΜΙΝ ΚΟΝΤΕ: Θυμάμαι είχα ρωτήσει τον μπαμπά μου «Μπαμπά τι είμαστε» και μου λέει «Είμαστε Έλληνες Πομάκοι», του λέω «Πως γίνεται να είμαστε και Έλληνες και Πομάκοι…»
ΕΜΙΝΕ ΜΠΟΥΡΟΥΤΖΗ: Πολλες φορές νιώθω ότι είμαι ένα δέντρο ξεφυτρωμένο γύρω γύρω τσιμέντο. Κάποιες φορές όμως έχω την ελπίδα επειδή βρέχει, εγώ ανθίζω.
ΧΑΡΙΣ ΠΑΓΩΝΙΔΟΥ (ΑΦΗΓΗΣΗ): Αυτό είναι ένα podcast για τους ανθρώπους που ένιωσαν αποκλεισμένοι επειδή ήταν διαφορετικοί. Τι σημαίνει να αισθάνεσαι ξένος στον τόπο που γεννήθηκες και μεγάλωσες; Πώς η ανάγκη για προσωπική έκφραση έρχεται σε σύγκρουση με τις παραδόσεις; Τι βρίσκεται πέρα από τις μειονοτικές ταυτότητες; Είμαι η Χάρις Παγωνίδου και αυτό είναι το istorima reversed.
Στη Θράκη συνυπάρχουν εδώ και αιώνες άνθρωποι με διαφορετικά ήθη και έθιμα, με τη δική τους γλώσσα και θρησκεία και με μπλεγμένες ρίζες. Κάποιοι από αυτούς είναι και οι Πομάκοι. Ο Μπενιαμίν αγαπούσε από μικρός την παράδοση και την λαογραφία της Πομακικής κουλτούρας. Όταν ήταν 26 ετών, έγινε ερευνητής στο istorima με σκοπό να καταγράψει ιστορίες από τον τόπο του.
Μ.Κ: Ήμουν ένα βράδυ στο κινητό και απλά βλέπω σε μια τοπική εφημερίδα ηλεκτρονική το istorima με ψάχνει ερευνητές και τα λοιπά. Έκανα την αίτηση και πήγε πολύ καλά. Εκείνο το καλοκαίρι ήτανε ένα γεμάτο καλοκαίρι και γεμάτο με ιστορίες. Μέσα από το istorima είχα τη δυνατότητα να δημιουργήσω πολύ όμορφες στιγμές και να ακούσω, ίσως με βοήθησε στο να μάθω να ακούω, ίσως περισσότερο από πριν.
Είμαι από τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην πόλη. Αλλά η καταγωγή μου είναι από το Δημάριο, ένα από τα τελευταία πομακοχώρια στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Αυτό το χωριό, το χαρακτηριστικό του, η πλατεία του, ας πούμε, το κέντρο του χωριού, είναι στην ουσία το προαύλιο του τζαμιού και του σχολείου ταυτόχρονα. Ένα αρκετά φτωχό χωριό. Ένα αρκετά φτωχό χωριό. Εγώ δηλαδή θυμάμαι ακόμα και τα σπίτια, τα πετρόχτιστα με τους χιστόλθους, τα ξύλα, την αρχιτεκτονική, την παραδοσιακή. Ένα αμιγώς πομακοχώρι. Δηλαδή οι άνθρωποι που ζουν εκεί είναι όλοι πομακικής καταγωγής, οι μόνιμοι κάτοικοι.
Χ.Π: (ΑΦΗΓΗΣΗ): Από εκεί κατάγεται η μητέρα του Μπενιαμίν, Εμινέ Μπουρουντζή. Το πρόσωπο της Εμινέ έχει λάβει δημοσιότητα στο παρελθόν, λόγω της προοδευτικής στάσης της και των προσπαθειών της να διαφυλάξει την Παράδοση των Πομάκων.
Μ.Κ: Δεν ήταν δεν ήταν στο μυαλό μου από τα πρώτα άτομα η μαμά μου για να πάρω συνέντευξη, επειδή ακριβώς είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει δώσει αρκετές συνεντευξεις ένιωθα ότι ξέρεις οκ τα έχουμε ακούσει.
Χ.Π: (ΑΦΗΓΗΣΗ): Ο Μπενιαμίν τελικά αποφάσισε να πάρει και ο ίδιος μια συνέντευξη από τη μητέρα του. Να τη ρωτήσει για τις παραδόσεις που είχαν στο χωριό, τα παιδικά της χρόνια και τη ζωή της μετά τον γάμο. Και έτσι κατάλαβε ότι είχε πολλά ακόμα να μάθει και να ακούσει για την ιστορία της οικογένειας του….
-ΜΠΕΝΙΑΜΙΝ ΚΟΝΤΕ: Μαμά που γεννήθηκες;
-ΕΜΙΝΕ ΜΠΟΥΡΟΥΤΖΗ: Γεννήθηκα στην πόλη της Ξάνθης στο νοσοκομείο και μεγάλωσα στο χωριό Δημάριο.Ήμασταν απομονωμένοι από την πόλη της Ξάνθης. Υπήρχαν δύο μπάρες. Οι γονείς κάθε χρόνο που είναι να πάνε να πάρουν τα λεφτά από το καπνό, έπαιρναν και από ένα παιδί στην πόλη της Ξάνθης. Ήτανε σαν επιβράβευση που δουλέψανε όλη τη χρονιά. Ήρθε η χρονιά το να κατεβώ εγώ. Να ήμουν, να ήμουν 7, 8 χρονών. Έλα ντε όμως ο μπαμπάς μου που ξέχασε να πάρει την πράσινη άδεια. Η πράσινη άδεια είναι από το 4ο Σώμα του Στρατού. Ξεχνάει ο μπαμπάς μου να πάρει την άδεια. Φτάνουμε μέχρι εκεί τη Γλαύκη που ήταν η μπάρα. Μπαίνουν οι στρατιωτικοί να ελέγξουνε ποιοι έχουν, ποιοι δεν έχουνε. Δεν έχει την πράσινη άδεια και μας κατεβάσανε. Εγώ ήμουνα πολύ χαρούμενη όμως γιατί είχα φορέσει του Μπαιρμιού τα ρούχα. Είχα φορέσει τη ζακέτα την καινούρια. Μας κατεβάσανε και έπρεπε να περπατήσουμε από το 21 μέχρι τον Εχίνο.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω το τσούξιμο του χεριού μου, των χεριών μου που είχαν παγώσει και πήγαμε σε έναν φίλο του. Ο συγκεκριμένος φίλος του μπαμπά μου είχε καφενείο. Ο μπαμπάς μου μπήκε στο καφενείο να ζεσταθεί και να πιει ένα τσαγάκι και εγώ μπήκα στα κορίτσια που φτιάχνανε καπνό, πασταλεύανε. Και μου είπανε να πλύνω τα χέρια μου με ζεστό νερό. Αλλά το παγωμένο χέρι με το ζεστό νερό άρχισαν να τσούζουν τα χέρια μου. Και θυμάμαι που μου είχε πει ο μπαμπάς μου όταν τον ρωτούσα, λέω, για ποιο λόγο υπάρχει η μπάρα, μου λέει η μπάρα ήταν για να μας προστατέψουν από τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Απλά σε εμάς ξεχάστηκε να βγει.
Το σχολείο ήταν μειονοτικό δημοτικό. Είχαμε ακόμα από τότε τρεις διαφορετικές γλώσσες στο σχολείο. Ήταν τα τουρκικά, ήταν τα αραβικά και ήταν και τα ελληνικά. Ήταν όμως ένας από το χωριό μας που λεγόταν Σαλίμπεη. Είχε πει στον μπαμπά μου, «άσ’ την πάει να σπουδάσει». Έλατε όμως ότι ήταν το τι θα πει το χωριό. Κορίτσι να πάει το ‘91 να σπουδάσει. Ποιος το είπε αυτό. Θυμάμαι καθόντουσαν έταζαν στον αδερφό μου πετραχήλια για να πάει να σπουδάσει. Είπε όχι, όχι και έλεγε στον μπαμπά μου να πάω εγώ. Δεν κάνει να πάσεις εσύ κορίτσι.
Ήτανε πολύ ωραία τα χρόνια εκείνα. Μετά ήμασταν πολύ μικρά ναι μεν αλλά είχαμε αυτόν τον ενθουσιασμό το νυφοπάζαρο, τον medze. Το «medze» είναι το νυχτέρι που μαζευόμασταν κορίτσια και φτιάχναμε το «halishte» σαν χαλί είναι ένα, αυτό κρατάει πάρα πολύ ζεστή και από εκείνο δεν περνάει και η σφαίρα. Όταν ήταν οι πόλεμοι παλιά σκέπαζαν τα παιδιά με εκείνα για να μην τους ακουμπήσει σφαίρα. Μετά υπήρχε το νυχτέρι το ότι πλέκαμε τα κορίτσια. Όποια έπλεκε πολύ πιο γρήγορα ήταν πιο προκομμένη. Ήταν πάρα πολύ όμορφο όταν μαζευόμασταν να πάμε κάποιον να βοηθήσουμε το να σπάμε καπνό. Επειδή πάρα πολλές φορές πηγαίναμε στη θεία μου να της πάμε καπνό, να δουλεύουμε σε αυτήν και μας βοηθούσε πάρα πολύ στα τραγούδια. Καθόμασταν το πρωί και πασταλεύαμε καπνό με τη θεία μου όλοι μαζί και αυτοί μας μάθαινε τα τραγούδια. Το βράδυ που θα έρθουν τα αγόρια, ποια τραγούδια να πούμε. π.χ. λέγαμε: «Kolko mi milo ji drago Emina, Bunjaminu da dadem»....πόσο χαρούμενη γίνομαι αν ακούσω και εδώ ότι την Eμινέ ή την Φατμέ ή την Αϊσέ ή την Μεριέμ δεν ξέρω και εγώ την δίνουμε στον Βενιαμίν. Αν απαντήσει το αγόρι όμως πάει να πει ότι χαίρεται. Αλλα μπορει να απαντησει και αντίθετα μπορεί να πει «Aferim kabe mominko jia she si zemam Fatminka» δηλαδή δεν είναι ότι θέλω την Εμινέ θα πάρω τη Φατμέ, σε ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου για την πρόταση που μου έκανες αλλά εγώ θέλω να πάρω τη Φατμέ πχ.
Είναι δύο γιορτές, το ένα είναι το Σεκέρ Μπαϊράμ και το Κουρμπάν Μπαϊράμ. Το Σεκέρ Μπαϊράμ είναι όταν έχουμε τη νηστεία του ραμαζανιού και φτιάχνουν γλυκά. Και το άλλο είναι το Κουρμπάν Μπαϊράμ που σφάζουν τα αρνιά. Περιμέναμε πως και πως να θα έρθουν αυτές οι γιορτές που δεν θα πηγαίναμε στα χωράφια και θα ήμασταν πιο σουρτούκιδες εκείνες τις ημέρες, θα πηγαιναμε δυο φορες στο νυφοπαζαρο. Το Νυφοπάζαρο ήταν μια παράδοση, ένα ωραίο πράγμα που βγαίναμε τα κορίτσια από το πάνω μαχαλά στο κάτω πηγαίναμε και από το κάτω μαχαλά μαζευόντουσαν σε ένα συγκεκριμένο μέρος του χωριού. Μες στη μέση του χωριού, υπήρχε ένα καφενεδάκι. Καθόμασταν σε μία γωνία τα κορίτσια και τα αγόρια κάναν πασαρέλα. θα ερχόνουσαν και παλικάρια από τα άλλα χωριά. Περιμέναμε πώς και πώς να γίνει 5 η ώρα το απόγευμα για να βγούμε μέχρι τις εφτά. Άμα περνούσε εφτά η ώρα γινόταν χαμός απ' τη μάνα και του πατέρα, περισσότερο απ' τη μάνα. Εγώ δεν προλάβα πάρα πολλά να ζήσω απ' αυτά εδώ γιατί παντρεύτηκα πάρα πολύ μικρή, 13 χρονών. Είχα στεναχωρηθεί όμως όταν μου είπαν ότι θα παντρεύομαι. Απ' τη μία ήθελα, απ' την άλλη δεν ήθελα. Ήθελα να παντρευτώ γιατί θα ήμουν στην πόλη της Ξάνθης και δεν θα εργαζόμουν στα χωράφια. Και απ' την άλλη θα γλίτωνα αυτή την κούραση με τα ζώα, με τα... θα ήμουν πλέον νύφη της πόλης. Και ήτανε πολύ στενάχωρο γιατί παντρεύεσαι ναι μεν αλλά δεν σου εξηγούν όμως τι θα κάνεις, τι δεν θα κάνεις. Θυμάμαι όταν είχα παντρευτεί πήγα στο σπίτι του μπαμπά σου, έφυγε ο κόσμος. Πάντα μετά το γάμο σερβίρουνε τη νύφη τρώμε βραδινό και θα πάμε να κοιμηθούμε, να ξαπλώσουμε. Δεν με είπανε όμως τι ήταν η πρώτη νύχτα του γάμου. Πάμε στο δωμάτιό μας, μου λέει, ο μπαμπάς σου ήταν πιο μεγάλος, μου λέει: «Να ξαπλώσουμε». «Δεν πειράζε», του λέω, «ξάπλα εσύ, εγώ θα κάνω προσευχή». Πέρασε μία ώρα, εγώ προσεύχομαι. Πέρασε δύο ώρες, εγώ προσεύχομαι. Μου λέει ο μπαμπάς μου, μου λέει: «Δε θα έρθεις να ξαπλώσεις;». «Όχι, όχι, του λέω, εγώ θα κάνω προσευχή». Γιατί είχα αυτό το φόβο. Τώρα πρέπει να κοιμηθώ εγώ με ένα ξένο άνθρωπο. Στη ζωή μου αν άλλαζα κάτι, ήταν το ότι να ήταν διαφορετικές οι συνθήκες, διαφορετικό το μυαλό να ωριμάσει και μετά να παντρευτώ. Ένα πράγμα που δεν θα άλλαζα είναι τα παιδιά μου.
ΜΠΕΝΙΑΜ ΚΟΝΤΕ: Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που πυρήνας της οικογένειας ήτανε δύο γυναίκες. Ήταν η μαμά μου και η γιαγιά μου. Ήτανε πολύ ανεξάρτητες και δυναμικές. Τη μαμά μου τη θυμάμαι με μαντήλα. Θυμάμαι ότι είχε γυρίσει και μας είχε ρωτήσει: «Πώς με προτιμάτε, με μαντήλα ή χωρίς». Και θυμάμαι ότι της είχα πει ότι: «Σε προτιμάμε χαρούμενη». Και εγώ και τα αδέρφια μου, ξέρεις, με μία φωνή, με ένα στόμα.
ΕΜΙΝΕ ΜΠΟΥΡΟΥΤΖΗ: Καταρχάς, επειδή έβλεπα ότι ο πρώην σύζυγός μου ήταν ένας άνθρωπος πολύ γλεντζές, που άρεσε η καλή ζωή το να καλοπερνάει. Εμένα ήταν ο καημός μου τι δεν κάνω σωστά και δεν υπάρχει γαλήνη στο σπίτι. Τον ρώτησε και μου λέει: «Τι να θέλω μου λέει αφού θέλω μου λέει να βγω έξω για ένα ποτό, δεν μπορώ να πάρω τη γυναίκα μου γιατί είναι με τη μαντήλα. Μα του λέω: «Αμα μπεις εσύ στη μέση», γιατί συνήθως πρέπει ο άντρας να επιτρέψει να βγάλει η γυναίκα τη μαντήλα. «Εγώ», του λέω, «δεν έχω πρόβλημα αν θα τα βάλεις με τη μάνα σου και με τη μάνα μου, με τους συγγενείς, εγώ δεν έχω πρόβλημα». Εγώ για να μην χαλάσω την οικογένειά μου το πήρα απόφαση ότι θα βγάλω τη μαντήλα. Έγινε ένα νταβαντούρι στο σπίτι μου ήρθαν όλοι οι συγγενείς είπαν θα με αποκληρώσουν είπανε θα με σκοτώσουνε, είπανε δεν ξέρω τι είπανε. Έβγαλα τη μαντήλα. Και μετά μπήκε ένας πάγος στη μέση και μετά όταν αποφασίστηκε να βγάλω τη μαντήλα απομονώθηκα εγώ από τους γονείς μου. Εγώ έχω με τους γονείς μου να μιλήσω 15 χρόνια, 14, τους βλέπω είτε στο χωριό είτε στις πόλεις τους χαιρετάω αλλά δεν είμαι τίποτα πλέον για αυτούς. Με πονάει αυτό αυτό το κομμάτι. Έλεγα παλιά γιατί αυτό το γιατί όμως το ξεπέρασα.
Μ.Κ: Εξαιτίας του ότι αποφάσισε να βγάλει τη μαντίλα η μητέρα μου και το ότι ξεκίνησε να ασχολείται ενεργά με την πομακική παράδοση και τη λαογραφία κάπως ας πούμε πάγωσαν οι σχέσεις με τους γονείς της. Οπότε κάπου στην ηλικία των 7-8 σταμάτησαν οι αναμνήσεις που έχω από τους παππούδες μου από εκείνη τη μεριά. Υπήρχαν προσπάθειές έτσι από μεριάς μου να πάω να τους δω. Να πάω να τους μιλήσω. Οι περισσότερες προσπάθειες, για να είμαι ειλικρινής, ήταν αποτυχημένες. Εννοώ θυμάμαι να περνάω από το σπίτι της να πάω να τη χαιρετήσω κι η πόρτα να είναι κλειδωμένη. Ή θυμάμαι άλλη φορά να την πετυχαίνω στον δρόμο, να τη χαιρετάω και να με ρωτάει: «Τίνος είσαι εσύ;». Έκανε και καλά ότι δεν ήξερε ποιος είμαι, ότι είμαι ο εγγονός της. Απέρριψαν τη μητέρα μου, οπότε απέρριψαν και εμάς. Μια αλυσίδα κάπως παράξενη ας πούμε.
Οι γονείς μου, σε συνεργασία με άλλους ανθρώπους πομακικής καταγωγής, από το 2007 ή 2008, αν θυμάμαι καλά, ίδρυσαν τον «Πολιτιστικό Σύλλογο Πομάκων Νόμου Ξάνθης». Εκείνη την εποχή, οι αντιδράσεις από τους φιλότουρκους Πομάκους και τους εγκάθετους, ας πούμε, της τουρκικής κυβέρνησης, κάπως ταράχτηκαν καθώς η πάγια θέση, όπως γνωρίζουμε, της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, σε συνάρτηση με τη μουσουλμανική μειονότητα της Στράκης, είναι το να βαφτίσει τη μειονότητα ως τουρκική.Οπότε εκείνη την χρονική περίοδο που ξαφνικά βγαίνουν οι Πομάκοι και λένε ότι δεν είμαστε Τούρκοι, είμαστε Πομάκοι. Έχουμε τη δική μας τη μητρική γλώσσα, τις παραδόσεις, τα ίδια και τα έθιμα. Αυτό είχε ως αντίκτυπο στην μαθητική μας ζωή. Και όχι από τους χριστιανούς συμμαθητές, αλλά κατά κύριο λόγο από τους μουσουλμάνους μαθητές, που οι περισσότεροι ήταν Πομακικής καταγωγής.
Επειδή ακριβώς ήμουν από τα πρώτα παιδιά της μειονότητας που πήγαν σε δημόσια ελληνόφωνα σχολεία και εγώ και τα αδέρφια μου δηλαδή κανένας μας δεν πήγε στο μειονοτικό σχολείο θυμάμαι ότι στο δημοτικό οι μουσουλμάνοι μαθητές αρχικά όλοι ήταν πομακικής καταγωγής οπότε εκεί ας πούμε στην πρωινή προσευχή αντιλαμβανόμουν ότι εμείς αυτό δεν το κάνουμε και έτσι θυμάμαι χαρακτηριστικά μία φορά λέω οκ αφού το κάνουν και οι υπόλοιποι μαθητές ας κάνω και εγώ το σταυρό ξέρω εγώ και θυμάμαι είχε έρθει η δασκάλα μου τότε και και μου είχε πει: «Εσύ δεν είσαι χριστιανός οπότε δεν χρειάζεται να κάνεις το σταυρό σου». Εκεί ήταν ίσως ο πρώτος διαχωρισμός του τύπου α δεν είμαι ίδιος με τους….Μεγαλώνοντας τρίτη δημοτικού τετάρτη δημοτικού θυμάμαι είχα ρωτήσει τον μπαμπά μου «Μμπαμπά τι είμαστε» και μου λέει «Είμαστε Έλληνες Πομάκοι», του λέω «Πως γίνεται να είμαστε και Έλληνες και Πομάκοι…»Οπότε ξαφνικά από εκεί που ήμουν από τα παιδιά της μειονότητας γίνομαι μειονότητα μέσα στη μειονότητα. Κάποιοι χριστιανοί ας πούμε μου λέγανε «Α εσύ δεν είσαι χριστιανός άρα δεν μπορείς να είσαι και Έλληνας άρα δεν σε κάνουμε παρέα» και οι μουσουλμάνοι αφετέρου ήταν σε φάση ότι «α εσύ λες ότι, οι γονείς σου λένε ότι είστε Πομάκοι άρα δεν είστε Τούρκοι άρα δεν είσαι ούτε μαζί μας». Και ξαφνικά βρίσκεσαι σε μια σε μια κατάσταση που μένεις κάπως εκτεθειμένος και δεν δεν ξέρεις πως να διαχειριστείς όλο αυτό. Ο όρος Πομάκος το χρησιμοποιούσαν οι μεγαλύτεροι ας πουμε συμμαθητές πολύ συχνά ως βρισιά τύπου «Α είσαι Πομάκος». Είναι κακό να είσαι Πομάκος.
Τελειώνοντας λοιπόν το δημοτικό και πηγαίνοντας στο γυμνάσιο είχα την τύχη να έχω μια καθηγήτρια η οποία αρχικά δεν ήταν ντόπια και αφετέρου ήτανε ρατσίστρια. Εγώ γενικά από μικρός είχα μια ιδιαίτερη σχέση με την λαογραφία με την παράδοση μου άρεσε πάρα πολύ όταν έβλεπα τη γιαγιά μου με τα παραδοσιακά της ρούχα τη φορεσιά της ή όταν ανεβαίνουμε στα χωριά όλα ήτανε πιο παραδοσιακά τότε.Οπότε από μικρός είχα μια κλίση προς τις φορεσιές, μου άρεσαν πάρα πολύ φορεσιές τα μαντήλια, τα πολύχρωμα, τα λουλούδια, τα ντερί τα ριγωτά, τα μάλλινα οι ποδιές οι καρό, όλα αυτά μέσα μου ήτανε πολύ δυνατά πάντα. Μας είχε πει η καθηγητριά μας «Ζωγραφίστε κάτι δυνατό από τον τόπο σας». Τότε εγώ αποφάσισα να ζωγραφίσω ό,τι πιο δυνατό είχα την εικόνα ενός παππού πάνω σε ένα άλογο ο οποίος αντί για για σαρίκι φορούσε φέσι που το συναντάμε σε όλα τα Βαλκάνια ανεξαρτήτως θρησκεύματος και μου λέει: «Τι ζωγράφισες;», «Λέω ζωγράφισα έναν άνδρα Θρακιώτη, με την καφέ φορεσιά την βράκα, το κόκκινο ζωνάρι» και βλέπει το φέσι και λέει: «Αυτός δεν είναι Θρακιώτης, αυτός είναι Τούρκος, έχει φέσι» και προσπαθούσα να εξηγήσω τώρα σε μια υποτίθετη μορφωμένη γυναίκα σε μια παιδαγωγό ότι δεν είναι Τούρκος επειδή φοράει φέσι. Οπότε με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα, με έκανε να νιώσω πολύ ξένος.
Τα χρόνια του γυμνασίου λοιπόν ήταν πολύ μοναχικά χρόνια ήταν χρόνια στα οποία δεν είχα φίλους ήμουν σπίτι σχολείο σχολείο σπίτι και χωρίς ιδιαίτερη όρεξη για να πάω στο σχολείο γιατί ίσως ήξερε το τι με περίμενε και το τι ήθελα να αποφύγω. Κάπου εκεί στα τελειώματα αρχίζω και κάνω φίλους και μάλιστα με τον κολλητό μου συνειδητοποίησα μάλλον ότι αυτή η συνύπαρξη με τους υπόλοιπους ανθρώπους το παιδί μου και τα λοιπά ήτανε με όλες αυτές τις ταυτότητες εν ολίγοις ότι δεν χρειάζεται να σε ορίζει ταυτότητά σου ήτανε το ξεκίνημα εκεί.
Μεγαλώνοντας πηγαίνοντας στο λύκειο και μπαίνοντας στην πιο βαθιά εφηβεία δεν με απασχολούσαν τόσο πολύ τα θέματα της ταυτότητας είχα περάσει μια φάση την οποία εκεί στην εφηβεία που τα αρνείσαι σε όλα και κάνεις κάποια πράγματα στην επανάστασή σου είχα περάσει μια φάση που ξέρεις σκεφτόμουνε τι είμαι είμαι μουσουλμάνος μπορώ να είμαι Έλληνας είμαι Έλληνας αλλά χωρίς να με χωρίς να με τρελαίνει τρελαίνει ιδιαίτερα. Και έρχεται η στιγμή που πάω στην Πάτρα που σπούδασα και ξαφνικά είναι σε άλλος κόσμος μια άλλη πραγματικότητα.
Εκεί κανένας δεν ξέρει για την μειονότητα εκεί κανένας δεν ξέρει για τους Πομάκους και θυμάμαι το πόσο φοβόμουν στην αρχή. Και αρχίζω και φοβάμαι το τι θα αντιμετωπίσω ξαφνικά είμαι, με χωρίζει μια Ελλάδα από την Ξάνθη και θυμάμαι ότι το πόσο δύσκολο μου ήταν να μιλήσω για την ταυτότητά μου για την πολιτιστική μου ταυτότητα. Τέλος πάντων συνεχίζοντας την αναζήτηση φίλων και τα λοιπά αντιλαμβάνομαι και όντας παιδιά που είχαν μεγαλώσει σε μεγάλες πόλεις αντιλαμβάνομαι το πόσο εύκολα μιλάνε για τις ταυτότητές τους και δεν εννοώ μόνο την εθνοτική τους ταυτότητα μιλάω για τη σεξουαλική τους ταυτότητα για όλα πόσο οκ είναι να είσαι διαφορετικός.
Ξαφνικά ίσως εκεί ήτανε που ξεκλειδώθηκε ξεκίνησα να πηγαίνω σε μια θεατρική ομάδα γράφτηκα χορό οπότε τα φοιτητικά χρόνια ήταν η άνθησή μου ίσως σαν άτομο τα χρόνια που ένιωσα πραγματικά ελεύθερος χωρίς να μπαίνω στη διαδικασία να σκέφτομαι ότι α πρέπει να εξηγήσω πάλι τι είναι οι Πομάκοι, το ένα, το άλλο. Ήτανε η στιγμή που συνειδητοποίησα το πόσο ναι μεν μεγάλωσα στην Ξάνθη που συνυπήρχαν πολλές ταυτότητες πολλές εθνοτικές ομάδες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, αρμένιοι, εβραίοι. Συνυπήρχαν τόσες ομάδες αλλά παρόλα αυτά ήμασταν κλεισμένοι μέσα στις κοινότητες.
Ξαφνικά αυτό το άνοιγμα το ότι φύγαμε από την κοινότητα ότι μάλλον δεν πηγαίναμε τα στάνταρ της κοινότητας. Το γεγονός ότι έφτασα στα φοιτητικά μου χρόνια και ήμουν σε φάση γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους νοιάζει το τι είμαι, το τι είμαι πομάκος στην καταγωγή ήταν ίσως και η κινητήριος δύναμη να αφεθώ ελεύθερος και να μου δώσω χώρο στο να ξεδιπλωθεί ας πούμε ο χαρακτήρας μου ο εαυτός μου και τα λοιπά.
Ε.Π: Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κανένα παιδί μου, είτε τους αρέσει άλλο φύλο, είτε τους αρέσει να είναι από άλλη φυλή. Για μένα είναι τα παιδιά μου. Μ.Π: Δε μετανιώνω στιγμή που της πήρα τη συνέντευξη γιατί ήταν πράγματα που άκουγα κι εγώ πρώτη φορά. Γιατί δεν μου είχε γεννηθεί η απορία ποτέ να ρωτήσω «γιατί». Μέσα από το istorima όντας ερευνητής τη ρώτησα το «γιατί».
Μ.Κ: Αν θα άλλαζες κάτι πάνω στα χωριά, για να είναι οι συνθήκες καλύτερες, τι θα ήθελες να αλλάξεις;
Ε.Μ Θα ήθελα να στηρίξω τις γυναίκες να μην φοβούνται τόσο πολύ. Θα ήθελα να μπορέσω να αλλάξω την εκπαίδευση. Θα ήθελα να μην νιώθει τόσο μειονεκτικά μια γυναίκα μετά το γάμο. Θα ήθελα να προσφέρω δουλειά στις γυναίκες. Δεν θα ήθελα να καθοδηγούνται από δεύτερο άτομο. Αυτός που που εκμεταλλεύει τον άλλον που δεν ξέρει.
Μ.Κ: Τη μαμά μου τη θυμάμαι να τραγουδάει πάντα. Ενώ μπορεί να ήταν στεναχωρημένη για κάτι, να αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα, θα τραγουδούσε. Μπορεί να ήταν χαρούμενη για κάτι, πάλι θα τραγουδούσε. Μπορεί να ήταν μαζεμένοι στο σπίτι φίλοι και τα λοιπά, πάλι θα τραγουδούσε.
Ε.Π: Εγώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τραγουδάω. Μου βγαίνει, εκφράζω τον εαυτό μου έτσι.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Jia da si zemam galenono, galenono sleadenono
Jia na majka hich da ne hodem ji sas majka duma da ne dumem
Zelasi jia galenono, galenono sleadenono
Sedala jia 3 godini, 3 godini ji polovina
Kijdisala, rekla mu jia “hajda lube jiodvedaj me”
Hajda lube jiobvedaj me, ‘sa na majka porva guska
Pustaj lube da pohekaj koga rodi suha duleaKoga rodi suha dulea, kuga rodish malkoj deate
Kuga rodish malkoj deate, malko deate kopelenche
Malko deate kopelenche, da go zavem Husejine
Da go zavem Husejine, da prohodi da produmi
Rodila jia malkoj deate, malkoj deate kopelenche
Prohodilo produmilo pak mu ujdisa pak mu reka
“Pustaj lube ta pochekaj ji ot vasheno chuleak ima
Ji ot vasheno chuleak da go pitam za majka ti
Majka ti jia zagineala, bubajko ti dusha bere
Bubajko ti dusha bere, dusha bere ne brebira
Dusha bere ne brebira tebe cheaka ti da idesh
Jiochi jiochi cherni jiochi shtom gledaj te, shtom zimajte
Shtom gledaj te, shtom zimajte chuzdo selo ne zimajte
Ε.Μ.: Λέει η κοπέλα « εγώ να μπορώ να πάρω τον αγαπημένο μου ούτε στη μάνα μου και να μην πάω δεν θα με πείραζε ούτε στο χωριό μου να μην πάω δεν θα με πείραζε» αγάπησε κάποιον και τον πήρε και τελικά ήταν από άλλο χωριό έκατσε 3 χρόνια στο συγκεκριμένο χωριό και ζήτησε από τον άντρα της να την πάει. Και της λέει: «Περίμενε αγαπημένη μου περίμενε οι ξεραμένοι κυδωνια κυδώνια να βγάλει εσύ αγορι να μου γεννήσεις να περπατήσει να μιλήσει και μετά θα πάμε». Πέρασαν τα χρόνια του γέννησε αγόρι μίλησε περπάτησε πάλι του είπε «Αγαπημένε πάμε στη μάνα μου να τους δω» και της λέει «Περίμενε αγαπημένοι περίμενε από το χωριό σου άτομο έχει να ρωτήσουμε για τη μάνα σου και τον πατέρα σου να δούμε τι κάνουν». «Η μάνα σου έχει συγχωρεθεί λέει εδώ και χρόνια, έχει γίνει με το χώμα ένα και ο πατέρας σου ξεψυχίζει εσένα φωνάζει εσένα περιμένει να πας να του δώσεις λίγο νερό για να σε αποχαιρετήσει». Και ξεκινάει η κοπέλα και κλαίει και λέει «Μάτια μου μάτια μαύρα μου μάτια κοιτάτε τι κοιτάτε όσο και να κοιτάτε από το χωριό σου να πάρεις από άλλο χωριό μην πάρεις».
Πολλες φορές νιώθω ότι είμαι ένα δέντρο ξεφυτρωμένο γύρω γύρω τσιμέντο. Κάποιες φορές όμως έχω την ελπίδα επειδή βρέχει, εγώ ανθίζω. Δεν είναι εύκολο, είναι πάρα πολύ δύσκολο, αλλά δε βαριέσαι.
ΧΑΡΙΣ ΠΑΓΩΝΙΔΟΥ (ΑΦΗΓΗΣΗ):H μητέρα μου, η Εμινέ
Ένα podcast της σειράς Istorima reversed. Ανακάλυψε περισσότερες αληθινές ιστορίες που θα αλλάξουν τον κόσμο σου στο istorima.org, και σε όλες τις πλατφόρμες podcast. Istorima. Μία ιστορία αλλάζει πολλές.