ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΗΣ: Τρώμε φέτα με καρπούζι, πεπόνι με προσούτο, χοιρινό με δαμάσκηνα, ακόμα και πατατάκια με μερέντα.
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται σε ένα μέρος και στην πορεία της ζωής τους βρίσκονται σε έναν φαινομενικά αταίριαστο με την προσωπικότητα τους τόπο, με τον οποίο όμως τελικά μπλέκονται σε έναν λαχταριστό και επιτυχημένο συνδιασμένο.
Είμαι ο Χρήστος Γεωργουδάκης και ακούτε ένα επεισόδιο της σειράς του istorima, "Outcasts".
ΑΒΡΑΑΜ ΙΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Είμαι ο Αβραάμ ο Ιερόπουλος. Τι θα ήθελες να μάθεις;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα μικρό χωριό του νομού Πέλλας, ονομάζεται Χρυσή. Μεγάλωσα, πήγα σχολείο εκεί, συνέχισα μετά τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη, λογιστικά, επέστρεψα ξανά στο χωριό μου, ασχολήθηκα με τα σφαγεία, ως εκδοροσφαγέας, δούλεψα είκοσι δύο χρόνια περίπου. Και μετά είχα άλλες ασχολίες. Θεατρολογία, ασχολούμαι με το ντεκουπάζ, πήγαινα σε κάποιους συλλόγους και έδειχνα, έκανα μαθήματα ντεκουπάζ. Είμαι χοροδιδάσκαλος, οπότε είχα άλλους τρεις συλλόγους. Ζούσα μία γεμάτη ζωή, πάνω σ’ ένα τιμόνι.
Στο χωριό υπήρχαν μέρες που ζούσες ωραίες καταστάσεις, μέρες που ζούσες δύσκολες καταστάσεις. Γενικά, όταν ζεις σε μια κοινωνία, σε παρασύρει και η κοινωνία σ’ αυτά που συμβαίνουνε μέσα σ’ αυτήνα. Όσο φεύγουν τα χρόνια της αθωότητας σιγά σιγά και μπαίνεις στην πραγματικότητα, αρχίζεις και ζορίζεσαι.
Υπήρχε κι ένα κομμάτι στη ζωή μου το οποίο έπρεπε να μη φανεί σε μία μικρή κοινωνία, ήταν το κομμάτι της σεξουαλικής ταυτότητας. Δεν γνώριζες ανθρώπους οι οποίοι είχανε ανοιχτά μυαλά, να σου εξηγήσουν αυτό που νιώθεις, αυτό που ζεις, αν είναι καλό, αν είναι κακό. Γιατί στο κομμάτι της εκκλησίας ήτανε κακό, στο κομμάτι της κοινωνίας ήταν κάτι… της κοινωνίας της ημέρας, ήτανε κάτι κακό. Στην κοινωνία της νύχτας, δηλαδή όταν έπεφτε το σκοτάδι, γνώριζες ανθρώπους διαφορετικούς. Δηλαδή τους έβλεπες οικογενειάρχες την ημέρα, το βράδυ αλλάζανε.
Οπότε σε μια κλειστή κοινωνία δεν μπορείς να εκφραστείς κι όσο μεγαλώνεις, αρχίζουνε και σε πιέζουνε: «Βρες μια σχέση, τι θα γίνει;», γιατί στα δικά μας τα χωριά συνήθως τα παιδιά παντρευόντουσαν… μέχρι τα 20 είχανε παντρευτεί. Τα κορίτσια, στα δικά μου χρόνια πίσω, μέχρι τα 14 είχανε παντρευτεί και κάναν και παιδί. Αν περνούσαν τα 14-15, θεωρούνταν γεροντοκόρες.
Το καλό είναι ότι είχα καθηγητές στο Γυμνάσιο που με βοηθήσανε να το ψάξω. Δεν με κατευθύναν αυτοί, μου δείξανε δρόμους στους οποίους μπορούσα να μπω, να διαβάσω, να ψάξω, να το δω μόνος μου.
Ένας γονιός πάντα γνωρίζει τι είναι το παιδί του, μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Κι ο πατέρας μου το γνώριζε και η μάνα μου το γνώριζε. Εγώ με τον πατέρα μου είχα να μιλήσω χρόνια. Βαθιά μέσα μας ξέραμε την αιτία που δεν μιλούσαμε. Μέναμε στο ίδιο σπίτι, αλλά δε συζητούσαμε. Ο πατέρας μου με είπε: «Παιδί μου», το βράδυ που έφυγε απ’ τη ζωή. Η μητέρα μου, όπως είναι η κάθε μητέρα. Πίσω απ’ όλες τις λέξεις έβγαινε αυτό: «Μην το μάθουν οι άλλοι. Κάνε ό,τι θες, αλλά μην το μάθει κανένας. Θα γίνουμε ρεζίλι. Σ’ ένα χωριό τι θα λένε, τι θα κάνουνε;» Καταστάσεις που με θυμώνανε εμένα, γιατί ήμασταν μια οικογένεια πολύ δύσκολη. Ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός, έδερνε τη μάνα μου και υπήρχανε περιπτώσεις… Γιατί τα παιδιά ακούνε τα πάντα, τα παιδιά ακούνε ό,τι γίνεται μες στο σπίτι, γνωρίζουνε, άσχετα αν νομίζουν οι μεγάλοι ότι τα παιδιά δεν ξέρουνε.
Άκουγα τον συχωρεμένο τον παππού μου να λέει στη μάνα μου, όταν έλεγε: «Δεν αντέχω, θα φύγω», να της λέει: «Και τι θα γίνει; Ποιος θα σε μαζέψει; Τι θα πούμε στην κοινωνία; Μία γυναίκα χωρισμένη, με τρία παιδιά. Βούλωσέ το, κάτσε φάε το ξύλο, δε θα πεις κουβέντα». Απλά εκεί θύμωνα με τη μάνα μου, γιατί έλεγα: «Εντάξει, σε υποχρεώσανε να ζήσεις μία ζωή μέσα στο ξύλο, μέσα στις κακουχίες, μέσα στις δυσκολίες, γιατί κι εμένα με υποχρεώνεις να ζήσω μία άλλη ζωή απ’ αυτή που θέλω να ζήσω;». Ήταν το σημείο τριβής μας και κόντρας.
Οι φίλοι είναι μια περίεργη ιστορία. Οι φίλοι, όσο δεν γνωρίζουν αυτό που είσαι, μπορεί και να υποψιάζονται αυτό που είσαι, σε δέχονται, σε αποδέχονται. Όταν τους το επιβεβαιώνεις, δεν υπάρχουνε.
Αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω. Eγώ ήθελα, όταν αποφάσισα να τους το πω, ήθελα να ’μαι καθαρός, ένιωθα ότι βγαίναμε έξω και τους έλεγα ψέματα, γιατί δεν μπορούσα να εκφραστώ. Περνούσε μια ωραία κοπέλα και έλεγε ο φίλος μου: «Τι ωραία γκόμενα είναι αυτή». Περνούσε ένα ωραίο αγόρι, έλεγε η φίλη μου: «Τι ωραίος γκόμενος είναι αυτός. Τι ωραίος άντρας είναι αυτός. Πώς είναι έτσι; Πώς είναι;». Εγώ όμως δεν μπορούσα να το πω ποτέ αυτό. Για να ικανοποιήσω, να τους ικανοποιήσω, θα ’πρεπε να περάσει μία γκόμενα και να πω: «Τι ωραία γυναίκα είναι αυτή;».
Δεν ήθελα, ένιωθα ψεύτης, ένιωθα ότι… Μετά, στις συζητήσεις, όταν καθόσουνα, χαλάρωνες με την παρέα σου και γλεντούσες και περνούσες καλά, τυχαίναν στιγμές στις οποίες πάνω στη χαλάρωση προσπαθούσε, πήγαινε να σου πει ο άλλος κάτι σαν πλάκα, σαν αστείο, και κουμπωνότανε, μαζευότανε. Έβλεπες αυτό το ξεροκατάπιμα και το σώμα να τραβιέται πίσω. Δηλαδή το σώμα του σού απαντούσε εκείνη τη στιγμή ότι: «Εμένα αυτό δεν μ’ άρεσε». Δεν ήθελα να νιώθουνε… να μη νιώθουν άνετα μαζί μου. Στο κομμάτι το σεξουαλικό. Σ’ όλη την υπόλοιπη παρέα που κάναμε ήμασταν, όπως περνούσαμε και χορεύαμε και γλεντούσαμε, ήμασταν καλά. Απλά από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσαν να χαλαρώσουνε.
Εγώ τη σεξουαλική μου ταυτότητα θα τη φανέρωνα πιο νωρίς. Σε μια ηλικία 20 χρονών, 22 χρονών, βρέθηκα να έχω ένα παιδί και να το μεγαλώνω. Είναι ανιψιά μου, αλλά είναι παιδί της καρδιάς μου, είναι κόρη μου. Για χατίρι αυτού του παιδιού έκρυψα τα πάντα. Ζούσε μαζί μου, μ’ εμένα και τη μάνα μου. Και έπρεπε τώρα εγώ, γιατί το παιδί θα πήγαινε σχολείο, να μη δώσω λαβές στην κοινωνία, να μη δώσω τροφή για κουτσομπολιά, να μην το φέρουνε σε δύσκολη θέση, οπότε εκεί έγινα ένας γονιός ο οποίος πια ζούσε για το παιδί του.
Μεγάλωσε πάνω στο δικό μου σώμα. Όταν είχε πυρετό, όταν ήθελε να φάει, ήταν ε στη δικιά μου αγκαλιά. Όταν αγκαλιάζεις ένα παιδί και μέσα στα χρόνια ζήσεις με την ανάσα του, είναι στην ουσία σαν να ’χει βγει από σένα. Στα 10 της, της εξήγησα ποιος είμαι, τι είμαι, γιατί κοντά στα 10 της αρχίσανε οι ατάκες: «Ο νονός σου ο πουστάρας, ο έτσι, ο αλλιώς». Εκείνη μου έδωσε την αρχή να ξεκινήσω να ζω, όταν γύρισε και μου είπε: «Μακάρι όλοι να ’τανε πουστάρες και να μ’ αγαπούσανε τόσο».
Είμαι ομοφυλόφιλος, τώρα πια, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, έχω βγει στην κοινωνία, το ’χω δηλώσει. Kάποια στιγμή γνωρίζω ένα παλικάρι, τον Άλκη. Γνωριζόμαστε, έχουμε μία άλφα επικοινωνία, περίπου έναν χρόνο ήμασταν σε μία διαδικασία μηνύματα, βιντεοκλήσεις, και μπαίνει στη διαδικασία και μου λέει ο Άλκης: «Θέλεις κάποια στιγμή να ’ρθεις να γνωρίσεις το μέρος στο οποίο ζω;». Ενώ έχω ταξιδέψει σε πολλά νησιά, στους Φούρνους δεν είχα έρθει ποτέ. Δεν τους γνώριζα καθόλου. Και μου λέει: «Θες να ’ρθεις;». Λέω: «Θα έρθω». Κανονίζω τις άδειές μου επάνω, τις υποχρεώσεις μου. Μου λέει: «Να ’ρθεις καλοκαίρι». Του λέω: «Όχι, εγώ θα ’ρθω χειμώνα». Μου λέει: «Γιατί;». Λέω: «Δεν ξέρω γιατί, με τραβάει να ’ρθω χειμώνα». Στην ουσία ήθελα να γνωρίσω το νησί, δεν ήθελα να γνωρίσω την πλασματική πραγματικότητα που επικρατεί τα καλοκαίρια στα νησιά. Ε, έρχομαι χειμώνα εδώ, κατεβαίνω και βλέπω ένα νησί το οποίο το ερωτεύομαι. Πριν δω καν τον Άλκη από κοντά.
Στην πορεία, δύο χρόνια που πηγαινοερχόμουνα, γνώρισα τον Άλκη. Γνώρισα έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν άνθρωπος, είχε τις φοβίες του, είχε τα άγχη του, έκανε το λάθος… Το λάθος; Αυτό το κάνουμε όλοι. Tα αρνητικά που έζησε με τις γνωριμίες που είχε και τις σχέσεις που είχε πριν από μένα, νόμιζε ότι θα το πάθει και μ’ εμένα. Δηλαδή το αστείο ήταν με τον Άλκη… Την πρώτη φορά ήρθα δέκα μέρες. Μόλις είδα ότι ο Άλκης πνίγεται, έφευγα. Το επόμενο ταξίδι κράτησε δεκαπέντε. Το επόμενο ταξίδι κράτησε έναν μήνα. Πολεμούσαμε, σαν σκαλοπατάκι πηγαίναμε. Ήτανε πολύ αστείο όλο αυτό. Τον είχε πιάσει τον Άλκη κρίση… Έχω έρθει για έναν μήνα, που στην ουσία δούλευα εδώ πέρα, είχα έρθει να κάνω μία δουλειά, και αφού κλείνει ο μήνας, έχω τελειώσει τη δουλειά, είναι 15 Αυγούστου, που έχω γενέθλια, και μου λέει ο Άλκης: «Εντάξει, αφού τελείωσες τη δουλειά, φύγε». Είχε σοκαριστεί, είχε φοβηθεί. Και στην πορεία βρέθηκα να έρχομαι για Χριστούγεννα και έμεινα.
Να ξεκαθαρίσω κάτι∙ δεν έφυγα με πικρία από πάνω, δεν είμαι πικραμένος από πάνω. Από πάνω είμαι πικραμένος στο κομμάτι της οικογένειας και στο κομμάτι του στενού μου κύκλου, των φίλων. Οι οποίοι, σε μία στιγμή, με το που φανερώνω το ποιος είμαι, κλείνουνε τα πάντα, διαγράφονται τα τηλέφωνά τους… το τηλέφωνό μου απ’ τις συσκευές τους, τους συναντάω στον δρόμο και με κοιτάζουνε με μίσος. Αυτό ήταν το κομμάτι που με είχε πικράνει επάνω.
Οι άνθρωποι εδώ είναι… εδώ είναι σαν να είμαι στο χωριό μου, δεν αλλάζει κάτι. Αν κλείσω τα μάτια και δεν δω τη θάλασσα, είναι σαν να είμαι στο χωριό μου. Εγώ πιστεύω ότι είμαι τυχερός γιατί κάποιοι μπήκαν στη διαδικασία να με γνωρίσουνε. Δεχτήκαν να με γνωρίσουνε, έστω και με την παρατήρηση, βλέποντας μόνο. Την πρώτη φορά που ήρθα εδώ ήμουν απ’ τους ανθρώπους που χαμογελούσα κι έλεγα «καλημέρα», σ’ όλους. Αυτό τους τρόμαζε, δεν με πιστεύανε. Τη δεύτερη φορά που έκατσα αρχίσαν να με βλέπουν διαφορετικά. Είχα την ιδιοτροπία, κάθε φορά όσους έχω γνωρίσει, όταν έφευγα, γυρνούσα να τους χαιρετήσω, να τους πω: «Γεια σας, φεύγω, θα τα πούμε την επόμενη φορά που θα ’ρθω». Την τρίτη φορά όταν γύρισα με σταματάει μια γιαγιά και μου λέει: «Πού πας; Εσύ», λέει, «δεν θα φύγεις. Εσύ είσαι εδώ. Πας πάνω, μαζεύεις τα πράγματά σου και έρχεσαι εδώ. Το νησί σε θέλει, το νησί σ’ αγαπάει, θα ’σαι εδώ».
Σίγουρα ο Άλκης ήταν η αιτία που ήρθα εδώ. Ήταν η αιτία, η αφορμή που ήρθα εδώ. Αλλά από κει και πέρα υπάρχει και το κομμάτι της κοινωνίας. Δεν γίνεται να πω εγώ ότι αγάπησα ένα νησί γιατί αγάπησα τον Άλκη. Ήρθα στο νησί μου, ήταν το νησί μου, ήταν οι άνθρωποί μου. Μπήκα στη διαδικασία και τους γνώρισα, άκουσα τις ιστορίες τους, έζησα μέσα από τα λόγια τους τη ζωή τους. Όταν ήρθα τους αγάπησα όλους. Δηλαδή δεν ήρθα ένας ξένος, σ’ έναν ξένο τόπο. Μετά ανοίξαμε το μαγαζί με τα ρούχα με τον Άλκη, οπότε μπήκα στη διαδικασία και ήμουνα σ’ ένα σοκάκι –γιατί το νησί μας έχει αυτό το φανταστικό σοκάκι–, οπότε έβλεπες τους ανθρώπους κάθε μέρα. Έχω ζήσει με τον γείτονά μου απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι, απ’ το απόγευμα μέχρι το βράδυ… Άμα το μετρήσω, πιο πολλές ώρες έχω ζήσει με κάποιους ανθρώπους όλη την ημέρα απ’ ότι με τον Άλκη.
Το μόνο που μπορεί να προκάλεσε λίγο στο νησί ήταν το κομμάτι του να βρεθεί ένας Φουρνιώτης να συγκατοικεί μ’ έναν ξένο. Αυτό το κομμάτι ήτανε λίγο περίεργο γιατί αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο να το εξηγήσουν στα παιδιά τους. Επειδή μεγάλωσα παιδί, ξέρω πολύ καλά ότι κάποια πράγματα πρέπει να βρεις έναν σωστό τρόπο να τα μεταφέρεις στο παιδί σου. Υπάρχουν ερωτήσεις των παιδιών οι οποίες σε κολλάνε στον τοίχο και λες: «Τώρα τι απαντώ και τι λέω;».
Πρώτη γνωριμία με την οικογένειά του ιδιαίτερη. Ήταν η γνωριμία εξ αποστάσεως. Από απόσταση, να δούμε ποιος είναι αυτός, τι είναι αυτός και να δούμε τι ρόλο βαράει. Κοντά-κοντά βρεθήκαμε σ’ ένα πανηγύρι, του μελιού. Ήταν η πρώτη φορά που έκατσα με την οικογένειά του. Ε, μέσα στην πορεία, τσούκου-τσούκου, γνωριστήκαμε. Ο Άλκης είναι απ’ τους ανθρώπους που πρέπει να ’ναι πολύ τυχερός∙ οι γονείς του τον στηρίξανε, τον αποδεχτήκανε, τον στηρίξανε… Η οικογένειά του, όχι οι γονείς του μόνο. Πιο πολύ δέσιμο έχω με τη γιαγιά του Άλκη. Τη γνώρισα πριν τους γνωρίσω όλους, γιατί όταν μιλούσαμε με τον Άλκη στο τηλέφωνο, ήταν κι η γιαγιά δίπλα, οπότε μιλούσαμε, με ήξερε.
Έχει μία ιδιαίτερη ενέργεια, έχει μία ιδιαίτερη ενέργεια το νησί. Σε ηρεμεί, σε χαλαρώνει, είναι, μαγικός τόπος. Και όσες φορές και να το γυρίσεις αυτό το νησί, πάντα βλέπεις κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. Είναι σαν τις ελληνικές ταινίες, που κάθε φορά που τις βλέπεις, ενώ λες: «Έλα μωρέ, την έχω δει την ταινία», μετά κολλάς και βλέπεις και παρατηρείς λεπτομέρειες τις οποίες δεν τις έχεις δει.
Το μεγαλύτερο στρες επάνω ήτανε το αυτοκίνητο. Όταν το πέταξα το αυτοκίνητο απ’ τα χέρια μου, ηρέμησα. Το αυτοκίνητο είναι άγχος. Δεν προλαβαίνω, πρέπει να πατήσω γκάζι. Είναι σαν το ρολόι, που φεύγει απ’ τα χέρια. Είναι αυτός ο χρόνος. Και άμα τρέξω και προλάβω, θα κάνω αυτή τη δουλειά και μετά θα προλάβω να πάω δύο λεπτά πιο νωρίς, να προλάβω την άλλη δουλειά. Μόνο έτσι όταν θα μπει στο μυαλό σου αυτό, σε πνίγει. Εδώ είμαι με τα πόδια.
Δουλεύω σε ένα εστιατόριο τα μεσημέρια και το βράδυ, στο μαγαζί με τα ρούχα το κλασικό ωράριο, πρωί και απόγευμα. Επάνω όταν ήμουνα, μες στις γιορτές, με το σφαγείο, πεθαίναμε στη δουλειά και δεν καταλαβαίναμε γιορτές. Εδώ είναι πιο ωραία, είναι πιο ωραία. Ξέρω ότι αν θέλω να κάνω κάτι, θα το κάνω. Δηλαδή έχει τύχει το καλοκαίρι που, όταν ήθελα να κάνω μπάνιο, πήγα 3 η ώρα, με το που τελείωσα από τη δουλειά, μπήκα στη θάλασσα, έκανα το μπάνιο μου, βγήκα και πήγα σπίτι μου, κοιμήθηκα και την άλλη μέρα συνέχισα τη δουλειά μου. Είναι το σπίτι μου, είναι το χωριό μου.
Αυτό που ευχαριστώ αυτό το νησί ξες ποιο είναι; Ότι με έβγαλε αληθινό σε αυτό που πίστευα. Ότι πρέπει να δηλώνεις ποιος είσαι. Πες το! Πες το, αν το πεις ο άλλος θα σε σεβαστεί.
Γνωριστήκαμε με τον Άλκη το ’15. Κοίτα, αν σκεφτείς ότι στους Φούρνους πιάνουμε τα εφτά χρόνια μόνιμα. Και δύο χρόνια πηγαινέλα, πάμε εννιά, και έναν χρόνο πριν, που ήτανε: «Καλημέρα, καλησπέρα», διαδικτυακά, την κλείσαμε τη δεκαετία. Μπορούμε να αλλάξουμε τώρα συντρόφους, ε έχει ολοκληρωθεί.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΚΟΝΔΥΛΑ: Τι θα ήθελες ιδανικά;
ΑΒΡΑΑΜ: Τι θα ήθελα ιδανικά; Έναν πολιτικό γάμο.
ΑΣΗΜΙΝΑ: Αν κάνετε πολιτικό, θα τον κάνετε στο εξωτερικό;
ΑΒΡΑΑΜ: Βρε είναι δυνατό να παντρευτώ εγώ και να μην είναι οι Φούρνοι στο γάμο μου; Με δουλεύεις; Με δουλεύεις;
ΧΡΗΣΤΟΣ: Ακούσατε ένα επεισόδιο της σειράς «Outcasts». Για να μη χάσετε το επόμενο επεισόδιο, ακολουθήστε μας στο Spotify και τα Apple Podcasts ή όπου αλλού σας αρέσει να ακούτε podcasts. Ενώ για περισσότερες αληθινές ιστορίες επισκεφτείτε τον ιστότοτοπό μας istorima.org. Μέχρι την επόμενη φορά, μη ξεχνάτε να μοιράζεστε και να ακούτε ιστορίες. Μια ιστορία, αλλάζει πολλές.