Παναγιώτης Μόσχος: Καμία φορά που φώναζα μες στη θάλασσα, μου έλεγε ο πατέρας μου: «Σε ακούει…»
Εισαγωγή (Ευφροσύνη Κυριαζή): H θάλασσα μίλησε πολλές φορές στον «Σκουλαρίκια». Με μπουνάτσες ή φουρτούνες, πάντα είχε κάτι να του αποκαλύψει για τα σκοτάδια της, αλλά και τα διάφορα χρώματά της που άλλαζε, ανάλογα με τη διάθεσή της και τις αντανακλάσεις του καιρού.
Παναγιώτης Μόσχος: «Άντε κορίτσι μου», μίλαγε το καΐκι του… Στη θάλασσα μέσα αυτό το έχουμε δει, δεν ξέρουμε αν είναι κάτι που λέμε το θεϊκό, αλλά είναι, υπάρχει…
Εισαγωγή (Ευφροσύνη Κυριαζή): Ένας ναυτικός για να καταφέρει να αντέξει στο βαπόρι, πρέπει να έχει μια ιστορία και να μάθει να ακούει τη θάλασσα.
Παναγιώτης Μόσχος: Αν άκουγες, πήγαινες καλά, αν δεν άκουγες, δεν ξέρω πού θα πήγαινες.
Εισαγωγή (Ευφροσύνη Κυριαζή): Ο ίδιος έγραψε τη δική του ιστορία πάνω στην αλμύρα τη θάλασσας και σε αυτό το podcast, θα ακούσουμε τις περιπέτειες του «Σκουλαρίκια».
Παναγιώτης Μόσχος: Η ζωή είναι πάρα πολύ μικρή. Είναι σαν μία φωτογραφία, που άμα δεν μπεις μέσα στο τετράγωνο, δε βγαίνεις, για αυτό άρπαξέ την, εσύ κι όλος ο κόσμος, γρήγορα. Κι είναι πολύ αργή στην πληρωμή.
Από δώδεκα-δεκατρία χρονών, έβγαζα μεροκάματο μες στη θάλασσα. Από δεκαπέντε, πλέον επαγγελματίας. Αυτό που κυνηγούσα εγώ, ήτανε να γράψω μια ιστορία. Διάβασα ένα βιβλίο όταν ήμουν μικρός, αυτό του Χέμινγουεϊ, «Ο γέρος και η θάλασσα», μου το έφερε ο πατέρας μου. Λοιπόν, εκεί πίστευα ότι θα ήταν πολύ πιο καλύτερα από εδώ.
Πρώτο ταξίδι, έφυγα σχεδόν πριν κλείσω τα δεκαέξι. Ήμουνα μέσα στο βαπόρι και ταξιδεύαμε, φύγαμε από Ολλανδία και ταξιδεύαμε για Αμερική και μετά «πρώτο ταξίδι, έτυχε ναύλος για τον Νότο» που λέει ο Καββαδίας, πήγαμε στη Βραζιλία. Δεκαεπτά ήρθα πίσω.
Οι φίλοι μου πήγαιναν σχολείο. Λοιπόν, τώρα τι να τους πω; Ότι υπήρχαν γυναίκες που ήταν μαύρες κι άσπρες και τα μαλλιά τους ήταν έτσι και το κορμί τους ήταν αλλιώς; Ή, ξέρεις, εκεί οι άνθρωποι είναι τελείως διαφορετικοί από μας, έχουν άλλα ήθη κι έθιμα; Πώς να τα πεις; Κι όταν ήρθα εδώ, έφαγα ξύλο, τόσο πολύ, με έριχναν όλοι ξύλο, μου έριχναν μπάτσες: «Άντε, ρε ψεύτη, σκάσε!» Και περίμενα να έρθει ο πιο μεγάλος από εμάς, ή αδερφός μου ή ο Στέφανος, που ήταν πιο μεγάλοι κι ήταν πιο μπροστά από εμένα, για να πουν ότι είναι αλήθεια. Γιατί δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Μου έκαναν εντύπωση τα φώτα, ένας άλλος κόσμος διαφορετικός πολύ, γιατί δεν ζούσαμε σε στεριά, ήμασταν εδώ, στο νησί. Η εντύπωση ήταν τεράστια. Δηλαδή, να μπορούσα να τα γράψω όλα αυτά, δε θα έφτανε η γη να τα πάρει όλα μέσα.
Στο πρώτο ταξίδι μου, γνώρισα τέσσερα-πέντε άτομα δικά μας, Λημνιά και τον αδερφό μου εκτός Ελλάδος, φυσικά, στη Φορμόζα, στην Αυστραλία. Τον αδερφό μου είχα να τον δω δύο-δυόμισι χρόνια και τον βρήκα στην Αργεντίνα, τελείως τυχαία.
Συμπτωματικά, εκείνο το βράδυ θυμάμαι το παιδί που ήμασταν μαζί έφευγε --ήταν ίδια ηλικία με τον αδερφό μου-- έφευγε για να πάει φαντάρος. Κι έφευγε από την Αργεντινή, ήταν τελευταίες μέρες του κι ήρθαν τα εισιτήρια για να φύγει. Κι είπαμε να βγούμε έξω να διασκεδάσουμε. Κι αυτός ναύτης ήταν. Και μπαίνουμε σε ένα μαγαζί. Μπουζούκια ελληνικά, ακριβώς όπως είχαμε εδώ στη Λήμνο, αυτά τα παραδοσιακά, με τα σπασίματα, με τα… χορούς, όλα αυτά. Λιμανιάτικο ναι μεν, η γυναίκα δεν ήταν η γυναίκα σου, η γυναίκα ήταν οι κοπέλες που δουλεύουνε στα μπαρ. Λοιπόν, και με το που μπήκαμε μέσα, μας φώναξαν κάτι παιδιά για να καθίσουμε και χόρευε αυτός, σπάζανε οι άλλοι, γιατί ήταν τελευταίες τους μέρες και κάποια στιγμή, ανταμώσανε τα μάτια μας. Κατάλαβα ότι είναι ο αδερφός μου, ναι, και τα κάναμε κομμάτια! Και μείναμε μέχρι το πρωί εκεί κι αυτοί φύγανε την άλλη μέρα, μάλλον εμείς φύγαμε πιο μπροστά, μας ανταμώσανε στον δρόμο, ήτανε πιο γρήγορο το βαπόρι τους, εκείνη την ημέρα βρεθήκαμε τελείως τυχαία. Και βρήκα πάρα πολλούς Λημνιούς, σε δώδεκα μήνες μπορεί να είδα και πέντε-έξι άτομα τα οποία μπορεί να είχα και δέκα χρόνια να τα δω εδώ στη Λήμνο, γιατί δεν συμβάδιζε ο τρόπος εργασίας μας.
Θυμάμαι μια φορά στα βαπόρια, φύγαμε από τον Παναμά για να πάμε Ιαπωνία, να πάρουμε να κάνουμε στόρια και να πάρουμε μπογιές, γιατί πηγαίναμε στην Ταϊβάν. Το ταξίδι ήταν είκοσι επτά μέρες, είκοσι οκτώ μέρες μέχρι την Ιαπωνία, εμείς κάναμε γύρω στις τριάντα, τριάντα πέντε μέρες, τριάντα τέσσερις. Μας έπιασε ένας καιρός… τον λέγανε «Ντανιέλ», το θυμάμαι σαν σήμερα και ρώτησα γιατί τα ονομάζουν, τότε, τον μαρκόνη. Ο μαρκόνης ήταν ο τηλεφωνητής του σκάφους και μου λέει: «Όλα τα δυνατά μπουρίνια, storm, καταιγίδες, τα βγάζουνε με θηλυκά ονόματα. Όταν δεν είναι πολύ βαρύ, το βγάζουν ανδρικά ονόματα».
Και πηγαίναμε, κάναμε λοξοδρομία για πιο γρήγορα κι ήμασταν γύρω, πάνω από τη Χαβάη, κοντά στα Λεούτια, ο καιρός ήταν πάρα πολύς και μας χτυπούσε έφτα- οχτώ μέρες, μας έκανε… Κουράγιο μας έδινε ο μεγαλύτερος, που ήταν ο καπετάνιος και ορισμένοι άλλοι που ήτανε παλιοί ναυτικοί. Έκαναν και τη σάτιρα τους, ότι «κάτι μυρίζει, χέστηκα» και τέτοια πράγματα. Είχαμε έναν λοστρόμο από τη Λευκάδα και θέλαμε να βγάλουμε τα σκουπίδια, δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε πόρτα, φοβόμασταν.
Όσοι είχαμε μαλώσει, τα λέγαμε μεταξύ μας, αγκαλιαστήκαμε. Είχαμε δύο παιδιά, ο ένας ήταν από τη Χιλή, ο άλλος ήταν από το- που ήταν χριστιανοί, ο άλλος ήτανε από την Αργεντίνα κι ο ένας, ο Συριανός, ήταν πολύ φανατικός μουσουλμάνος. Και του έλεγα: «Τώρα ποιος Θεός θα έρθει; Ο χριστιανός να πάρει εμάς, για ο Αλάχ να πάρει εσένα;» Κι έκλαιγε. Του λέω: «Ρε συ, ίδια μάνα μάς γέννησε», το θυμάμαι. Και κατά καιρούς το έχω πει σε ανθρώπους που έχω δουλέψει μαζί τους, ψαράδες μουσουλμάνοι, λέω: «Δεν υπάρχει διαφορετικός θεός ή άλλη μάνα, ίδια μάνα γέννησε εσένα κι ίδια εμένα. Μια γυναίκα. Παναγία είναι, μάνα είναι, Μαρίτσα τη λένε; Αυτός ο ίδιος άνθρωπος κι ο ίδιος, η ίδια η φύση, εμάς θα πάρει. Τώρα ποιος θα γλυτώσει; Μπορεί και κανένας, μπορεί κι όλοι μας».
Ήταν οριακά για να επιβιώσεις, αλλά μετέπειτα περάσαμε και ξαναπεράσαμε, αυτό το έκανα δώδεκα μήνες. Φάγαμε κι άλλους καιρούς, τους ξεπερνούσαμε πιο εύκολα, γιατί ήδη είχαμε βαφτιστεί.
Τους ανθρώπους που θυμάμαι είναι αυτοί που συναναστράφηκαν μαζί μας. Στα λιμάνια δε γνώριζες εύκολα άνθρωπο που να έχει σχέση με το επάγγελμά σου ή ναυτικό. Γυναίκες θα γνώριζες, έχω εννοήσει τον λόγο γιατί πρέπει να γνωρίζεις τη γυναίκα στο λιμάνι: γιατί τα ξεχνάς όλα τα υπόλοιπα, τα κακά ή τα καλά, φεύγεις, θάβονται σαν εκ θαύματος, κάποιος τα πιάνει, ναι, και ξεκινάς πάλι από την αρχή. Δηλαδή, να σκεφτείς ότι ένα ταξίδι δώδεκα μήνες, πόσες φορές ταξιδεύεις από λιμάνι σε λιμάνι; Διακόσιες φορές; Εκατό φορές; Δέκα φορές; Φεύγουν όλα κι έρχονται τα καινούρια. Ας πούμε, να δεις στο άλμπατρος τι πουλί είναι κι όταν το βλέπεις, λες: «Μοιάζει με γλάρο, αλλά αυτό πετάει μέρες ολόκληρες δίπλα μου» και μόλις πας κοντά στη στεριά, φεύγει και πάει στον τόπο του. Ποτέ δεν τα ξεχνάς. Ποτέ.
Εμένα μου άρεσε η Νέα Ζηλανδία, δηλαδή αν ξεκινούσα τώρα τη ζωή μου και γνώριζα αυτό το μέρος, θα πήγαινα εκεί να καθίσω. Εκεί βρήκα ακριβώς τη Λήμνο με καλύτερους ανθρώπους, πολύ πιο καλύτερους ανθρώπους, άνθρωποι που δεν είχαν… εγώ πίστευα ότι δεν είχαν αυτοί, δεν τους γέννησε μάνα και πατέρας, κάποιος τους έριξε εκεί. Δεν είχαν κακία απάνω τους.
Η Νέα Ζηλανδία. Εκεί κι ερωτεύτηκα κιόλας και θα έμενα, αλλά ήταν πολύ μακριά. Και μου άρεσε, δηλαδή το αγάπησα το άτομο αυτό, γιατί πήγαμε, κάναμε μία, δύο, τέσσερις φορές περάσαμε, γιατί πηγαίναμε Νέα Ζηλανδία-Αυστραλία, Αυστραλία-Νέα Ζηλανδία, ξανά πίσω, Περού, Χιλή, Εκουαδόρ, όλα αυτά, Παναμά. Λοιπόν, και μου έλεγε: «Εγώ θα σε περιμένω». Λέω: «Υπάρχει πιθανότητα να μην ξαναγυρίσω, είναι πολύ μακριά ο τόπος μου». Μου λέει: «Δεν πειράζει». Ήταν τόσο πολύ καλή! Κι όπου πηγαίναμε στο μέρος τους, σε όλα τα λιμάνια, με έπαιρνε τηλέφωνο, γιατί σε βάζουν τηλέφωνο στο βαπόρι, και μου έλεγε: «Θες να έρθω εκεί, να κατέβουμε μαζί μετά στο άλλο λιμάνι, να σε περιμένω;» Δεν ξέρω, με εντυπωσίασε. Παρόλο που το 90% των ναυτικών λένε ότι, εντάξει, έχει πολλή διασκέδαση η Βραζιλία, τέτοια μέρη, είσαι μέσα στην τσίτα από το πρωί μέχρι το βράδυ, εμένα μου άρεσε η Νέα Ζηλανδία κι ερωτεύτηκα κιόλας και θα έμενα. Ήταν πολύ μακριά, δεν ξέρω γιατί φοβήθηκα, εγώ δε φοβόμουν στη ζωή μου να ρισκάρω. Λοιπόν, εκεί πίστευα ότι θα ήταν πολύ καλύτερα από εδώ.
Και στη θάλασσα, είχαμε την ελευθερία. Φύγαμε από το σπίτι μας, χωρίς μητέρα και πατέρα, χωρίς καμία προστασία, αλλά στο βαπόρι μέσα βρήκαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα: Άνθρωποι μεγαλύτεροι απ' εμάς οι οποίοι σε είχανε σχεδόν σαν παιδί. Δεν ήσουν παιδί, αλλά έτσι σε προσέχανε. Μία γενιά γέρων οι οποίοι ορισμένες μέρες ζούσαν την ημέρα που βγάζανε ψάρια, ζούσαν την ημέρα του Αγίου Νικολάου, ζούσαν τα Χριστούγεννα, ζούσαν το κρασί που πίνανε, σε προσφέρανε πράγματα τα οποία σήμερα δεν αξίζουν τίποτα, αλλά δεν είχαν και τίποτα άλλο: μια φέτα ψωμί με μία σαρδέλα πάνω ή ένα ποτήρι ρετσινούλα ή ένα ποτήρι ούζο, γιατί τότε αυτά τα πράγματα ήταν πανάκριβα για αυτούς, η ρετσίνα και το ούζο. Κι όμως, παρά τη φτώχεια τους, σου πρόσφερε τα προς το ζην τα δικά τους, τα έδιναν απλόχερα. Αυτά θυμάμαι και δεν πιστεύω να ξαναεπιστρέψουν αυτά τα πράγματα ποτέ, όσο και καλός να γίνει ο κόσμος, δεν πρόκειται να γίνει σαν κι αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ξέρω. Αυτοί το είχαν μέσα τους, για ποιον λόγο το είχαν τόσο πολύ μέσα τους, δεν μπόρεσα να το γνωρίσω, ούτε πρόκειται να γίνει αυτό ποτέ.
Γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί διηγούταν τις ιστορίες αυτές που είδα εγώ μετέπειτα και πρέπει κι εγώ κάποια στιγμή να τα πω σε κάποιον, να τα πούμε μεταξύ μας, για να πει ο ένας τον άλλον: «Άντε, ρε ψεύτη» και τέτοια. Είναι ένα κομμάτι όμορφο, κατάλαβες; Αυτό το κομπιούτερ που λέγεται άνθρωπος, είναι πολύ δυνατό. Και μπορεί να φτιάξει πάρα-πάρα πολλά πράγματα, αρκεί να δεχτεί να είναι ταπεινός. Να μη νομίζει ότι αυτός είναι ο δυνατότερος. Να βλέπει τον διπλανό του κι αφού είναι δυνατότερος, να αφήνει τον διπλανό του να πηγαίνει μπροστά. Είναι κάτι που μου το είπε ο πατέρας μου: «Μέχρι σε ένα σημείο αν δε φτάνεις, βάλε πλάτη να ανεβεί ο άλλος. Μη φοβάσαι, το ίδιο θα αισθανθείς και καλύτερα». Κι η ιστορία ξεκίνησε από εκεί. Γιατί καμιά φορά που φώναζα μες στη θάλασσα, μου έλεγε ο πατέρας μου: «Σε ακούει. Για αυτό φέρσου τη όμορφα, πιο καλύτερα είναι».
Μέχρι δεκαοκτώ χρονών με λέγανε «Σγούρι», γιατί είχα σγουρά μαλλιά. Μακριά σγουρά μαλλιά και με έλεγαν «Σγούρι», όλοι οι φίλοι μου με ήξεραν «Σγούρι». Όταν πήγα πάνω στην Αλεξανδρούπολη, με φώναζαν «Ψαρά». «Ψαρά, Ψαρά, Ψαρά». Ντάξει, εγώ έκλεισα τα δεκαοκτώ και μετά, στον στρατό, λέω: «Μια κάποια στιγμή θα φορέσω σκουλαρίκι».
Όταν έφυγα από τον στρατό, το φόραγα κανονικά, ήθελα να αγοράσω ένα το οποίο με εκφράζει κιόλας, έμαθα τι είναι, πώς είναι κι από πού είναι και συνέχεια μαθαίνω. Έγινε κτήμα μου, γιατί μου άρεσε. Σιγά-σιγά-σιγά, άρχισαν και με φώναζαν «Σκουλαρίκια». Το σόι μου. Όχι όλοι, ο πατέρας μου δε με φώναξε ποτέ. Η μάνα μου, ναι. Κάνα-δυο φίλοι μου με λένε «Παναγιώτη», δε με λένε ποτέ και ξέρω ότι από τη φωνή, γυρνάω. Γιατί άμα με φωνάξεις εσύ, που δεν έχουμε συναναστροφή πολλή, «Παναγιώτη», δε θα γυρίσω. Αν με φωνάξεις «Σκουλαρίκια», θα γυρίσω. Δύσκολο ήταν όταν πήγα για εργασία, με ασχημοκοίταγαν στη θάλασσα, δεν το θέλανε. Και με βάζανε όρους, δηλαδή: «Καλύτερα δεν είναι να το βγάλεις;» Λέω: «Όχι, δεν έρχομαι στη δουλειά, καλύτερα να μην έρθω στη δουλειά. Αλλά να βγάλω τα σκουλαρίκια, δε βγαίνουν».