Εισαγωγή (Φένια Χαλά): Η πυρκαγιά που ξέσπασε τον Αύγουστο του 2023 στον νομό Έβρου, γρήγορα εξαπλώθηκε και κατέληξε να γίνει η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί σε ευρωπαϊκό έδαφος εδώ και χρόνια. Δυστυχώς στο πέρασμά της λάβωσε ανεπανόρθωτα το Εθνικό Πάρκο του Δάσους της Δαδιάς, ένα αρχέγονο δάσος με ένα μοναδικό οικοσύστημα. Ο Κωνσταντίνος Πιστόλας, άλλοτε φύλακας του Εθνικού Πάρκου, παραχώρησε την παρακάτω συνέντευξη πριν την καταστροφή. Ας τον ακούσουμε και, όσοι από εμάς δεν γνώρισαν το Εθνικό Πάρκο, ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε το μεγαλείο της φύσης που μας περιγράφει.
Κώστας Πιστόλας: Εγώ γεννήθηκα εδώ στη Δαδιά το 1960. Είμαι μέλος μιας σαρακατσάνικης οικογένειας. Οι Σαρακατσαναίοι εδώ στη Δαδιά είμαστε ένα μικρό ποσοστό, περίπου 10%. Μέχρι και το 1950 ζούσαμε στις καλύβες σε έναν οικισμό εγκαταλελειμμένο, στους Κατραντζήδες. Μετά η ανάγκη για τη συμμετοχή των παιδιών στο σχολείο τους ώθησε να πάρουμε ένα σπίτι στη Δαδιά και έτσι σιγά-σιγά μετακομίσαμε όλοι οι Σαρακατσαναίοι στη Δαδιά. Αποδεκτοί μεν, αλλά πάντα ήμασταν οι Σαρακατσαναίοι, οι άνθρωποι των βουνών που κατεβήκαμε απ’ τα βουνά στον πολιτισμό.
Στην ουσία αυτό που τώρα πια ονομάζουμε Πυρήνες Προστασίας ή Εθνικό Πάρκο, ήταν ένας τεράστιος βοσκότοπος για τους Σαρακατσάνους και για τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Σαρακατσαναίοι για να κρατήσουν τα βοσκοτόπια, να είναι εύφορα τα βοσκοτόπια, βάζανε περιορισμένης φύσης φωτιά το χειμώνα, ελεγχόμενη φωτιά, για να μπορούν να καίνε την καύσιμο ύλη. Γιατί φοβόταν ακριβώς ότι αν η φωτιά θα έρθει έστω και από τυχαία, από κεραυνό δηλαδή το καλοκαίρι, θα ήταν καταστροφική. Έτσι, έμαθαν να διαχειρίζονται οι άνθρωποι το τοπίο στην Ελλάδα χιλιάδες χρόνια, για αυτό επιβιώσαμε ως χώρα.
H φωτιά δεν κατέστρεφε, δεν μπορούσε να καταστρέψει τα μεγάλα δέντρα, απλά καψάλιζε λίγο τους κορμούς, έκαιγε τον υπόροφο, την καύσιμο ύλη, κι έτσι διατηρούνταν τα δέντρα. Και αυτό ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν η φύση. Οι Σαρακατσαναίοι κράτησαν τη δομή του δάσους πολύ αραιά με τεράστια διάκενα που αποτελούσαν κυνηγότοπους για τα αρπακτικά και αναπαραγωγή για την ερπετοπανίδα και για τα θηλαστικά. Και αυτός ήταν ο λόγος που τα πουλιά επέλεξαν αυτή την περιοχή να αναπαράγονται, σε πολύ μεγάλους αριθμούς και σε πολύ μεγάλη ποικιλία ειδών.
Είχαμε μάθει και έτσι μεγαλώσαμε όλοι, να βλέπουμε τα πουλιά να πετάνε πάνω από το κεφάλι μας. Θεωρούσαμε ότι έτσι είναι σε όλο τον κόσμο, αλλά δυστυχώς δεν ήταν έτσι, ήταν μόνο εδώ που πετάγανε και πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Και αυτό το ανακάλυψαν δύο φοιτητές Ολλανδοί, στην ουσία ένας στην αρχή το ανακάλυψε όπου διάβασε σε μία εφημερίδα ένα άρθρο για το πόσο σημαντικός υγρότοπος ήταν το Δέλτα του Έβρου.
Έτσι λοιπόν, ο λίγο άμυαλος νεαρός φοιτητής εκείνη την εποχή, ο Ολλανδός πήρε το αμάξι του τον επόμενο χρόνο, και μετά από έναν «Γολγοθά» μερικών ημερών έφτασε στο Δέλτα του Έβρου. Μου περιέγραφε χρόνια αργότερα ότι κουρασμένος είχε φτάσει το απόγευμα στο Δέλτα του Έβρου και μόλις σταμάτησε το αυτοκίνητο, έβγαλε το τηλεσκόπιο για να καμαρώσει τότε, εν έτει 1964, και να θαυμάσει τα πουλιά που ήταν κατά χιλιάδες την άνοιξη εκεί στο Δέλτα του Έβρου. Για καλή του τύχη μεταξύ αυτού και των πουλιών μεσολαβούσε ένα ρέμα και εμφανίστηκαν στρατιώτες όπου εκείνη την εποχή θεώρησαν ότι ήτανε κατάσκοπος, Τούρκος κατάσκοπος! Όπου του λέγανε να παραδοθεί ή να σταματήσει, αλλά αυτός τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ όπου έβαλε το τηλεσκόπιο γρήγορα στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να ξεφύγει. Ήταν τόσο τρομοκρατημένος που σταμάτησε αργά το βράδυ να οδηγεί και κατάκοπος έκατσε να κοιμηθεί, έστησε το σκηνάκι. Και την άλλη μέρα το πρωί που ξύπνησε δεν ήξερε πού ακριβώς ήτανε, πάνω από το κεφάλι του πετάγανε 5-6 διαφορετικά είδη αρπακτικών! Γύπες και αετοί και τέτοια, ένα θαύμα της φύσης!
Μετά τα επόμενα χρόνια έφερε και τους φίλους του και εμείς τώρα μεγαλώσαμε με την εικόνα, εγώ τώρα θα ‘μουνα 7-8 χρόνων, περιμέναμε τους Ολλανδούς οι οποίοι περνάγανε μακρυμάλληδες τότε με τα αυτοκίνητα. Για εμάς τότε το αυτοκίνητο ήτανε αξιοθέατο, τρέχαμε πίσω από το αυτοκίνητο για να δούμε πώς λειτουργεί. Μας βγάζανε φωτογραφίες. Με δεκάδες άλλα πιτσιρίκια σε μία βρύση, γιατί μία βρύση είχε το χωριό τότε, που ερχόταν να πάρουνε νερό αυτοί και μας βγάλανε κι εμάς φωτογραφία. Οι Ολλανδοί συνέχισαν να έρχονται. Εμείς δεν νομίζαμε ότι είναι σημαντικό αυτό, απλά βλέπουν τα πουλιά, δεν ξέραμε πόσο σημαντικό ήτανε.
Το 1974 έγινε η επιστράτευση με την κρίση που είχαμε με την Τουρκία και η ελληνική πολιτεία διαπίστωσε πόσο ανοχύρωτος οικονομικά και κοινωνικά ήταν ο Έβρος. Και αποφάσισε, τα επόμενα χρόνια, να τον θωρακίσει οικονομικά και κοινωνικά. Διαπίστωσαν λοιπόν ότι τα δάση εκείνη την εποχή ήταν εκτεταμένα δρυοδάση, τα οποία αυξάνονται με πολύ αργούς ρυθμούς και αποφάσισε να τα αντικαταστήσουν με ταχυαυξή πεύκα! Έτσι λοιπόν άρχισαν να κόβουν τα δάση, να τα εξαφανίζουν με τις μπουλντόζες και όλα αυτά και να σπέρνουν, να κάνουν φυτείες με πεύκα, τα οποία, κατά τη γνώμη τους, θα αυξάνονταν τα επόμενα 30-40 χρόνια, θα τα κόβανε και θα έπαιρναν πολλά χρήματα. Τα οποία, στην ουσία αυτό που είδαμε τώρα κοιτώντας πίσω 50 χρόνια, δεν είναι αλήθεια. Γιατί έκαναν επέμβαση στη φύση, αυθαίρετη επέμβαση. Η φύση είχε αποφασίσει από μόνη της ποια δέντρα θα έχει.
Οι Ολλανδοί πραγματικά ανησυχήσανε ότι θα κόψουνε και αυτό το κομμάτι που φωλιάζανε τα περισσότερα είδη αρπακτικών και οι γύπες, και ο ένας από αυτούς που είχε αποφασίσει να μείνει στην Ελλάδα τότε. Πήγαινε στα υπουργεία, ένας άνθρωπος ο οποίος δεν ήξερε τη γλώσσα, αλλά κατάφερε μέσα σε δυο χρόνια και ευαισθητοποίησε εκεί τους υπεύθυνους της ελληνικής πολιτείας. Οπότε από το 1980 ανακηρύχθηκε η περιοχή προστατευόμενη. Ήταν θαύμα αυτό που κατάφερε, αλλά το κατάφερε.
Εγώ ξεκίνησα το 1988 με έναν συνάδελφό μου, μεταπήδησα από την δασική υπηρεσία στο Εθνικό Πάρκο ως φύλακες της προστατευόμενης περιοχής. Στην ουσία, οι οδηγίες που μας δώσανε ήτανε να προστατεύουμε την περιοχή από τους λαθροθήρες, λαθροϋλοτόμους ή οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να είναι αρνητική προς τα πουλιά. Δεν είχαμε ιδέα ούτε από το Εθνικό Πάρκο, ούτε από τα πουλιά είναι η αλήθεια.
Με είχανε πάρει τηλέφωνο, θα ερχόταν το Μουσείο Γουλανδρή. Δεν υπήρχε Παρατηρητήριο, δεν υπήρχε Κέντρο Ενημέρωσης, τους πήραν το λεωφορείο μπήκα και εγώ μέσα και πήγα κάτω στο ποτάμι, όπου τους έδειχνα εκεί ό,τι ήξερα από τα λίγα πράγματα, τα ελάχιστα που ήξερα. Είδα όμως μέσα στο κοινό ότι υπήρχε μία κυρία που έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ρώταγε και στο τέλος της ημέρας μου είπε ότι θα αναλάβει το γραφείο του WWF στην Ελλάδα. Και ξεκίνησε 1 χρόνο μετά, ίσως ήταν και το πρώτο πρόγραμμα στην Ελλάδα, όπου βάλαμε σε βάση όλα αυτά που είχαμε ως ιδέες: να φτιάξουμε ένα παρατηρητήριο που θα ήταν έτσι όπως το βλέπουμε σχεδόν τώρα, μία ταΐστρα όπως θα ήταν έτσι, ένα Κέντρο Ενημέρωσης, τις οικοτουριστικές διαδρομές, το αυτοκίνητο που χρειαζόμασταν, τον εξοπλισμό όλα αυτά που τα θεωρούσαμε αδιανόητα ότι μπορούνε να γίνουνε, γινόταν πράξη για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Μια τρέλα, ένας οργασμός που σκεφτόμαστε, φτιάχναμε και όσο βλέπαμε ότι αυτά τα εκτιμούσε ο κόσμος και ερχόταν όλο και περισσότερος κτλ. Αυτά μας έδιναν το κουράγιο να συνεχίζουμε και να δημιουργούμε.
Για να κάνεις ένα σημείο αναφοράς, χρειάζονται φωτογραφίες. Έτσι, αμέσως αγόρασα μία μηχανή από τα λεφτά που δεν είχα εκείνη την εποχή κι άρχισα να φωτογραφίζω μανιωδώς ό,τι μου έκανε εντύπωση, ό,τι χρειαζότανε και ό,τι πληροφορία, γιατί έτσι στήθηκε το πρώτο κέντρο ενημέρωσης. Θυμάμαι πάλι ένα επισκέπτη που πήρα… ήταν Γερμανός σίγουρα και τον πήγα στο παρατηρητήριο όπου φεύγοντας μου άφησε εκατό μάρκα! Εκατό μάρκα δηλαδή ήτανε τώρα πενήντα ευρώ. Με τα πενήντα ευρώ λοιπόν τότε έκανα μία πινακίδα στο κέντρο του χωριού, όπου έβαλα ένα φίλο που είχα που ήξερα ότι ζωγραφίζει και μου ζωγράφισε έναν αετό! Και είχαμε πάρει μία σειρά με γράμματα απ’ αυτά που έχουνε και το κενό και γράφαμε Κέντρο Ενημέρωσης και έκανα και πέντε σκαμπό στο Παρατηρητήριο! Με εκείνα τα πενήντα ευρώ. Δηλαδή, αδιανόητο.
Σχεδιάζαμε δραστηριότητες για να έχει ενδιαφέρον ο κόσμος. Κατασκευάσαμε τα μονοπάτια για να μπορούν να περπατάνε, δημιουργήσαμε φυλλάδια για να μπορούν να αναγνωρίζουν τα αντικείμενα που βλέπανε καθ’ οδόν προς το παρατηρητήριο ή επιστρέφοντας και εκείνη την εποχή είχαμε κατασκευάσει ένα δίκτυο μονοπατιών, γύρω στα εκατόν τόσα χιλιόμετρα! Εγώ νόμιζα ότι ήταν τεράστιο και αισθανόμουν πολύ μεγάλη περηφάνια για αυτό, αλλά σε μία έκθεση που το διαφήμιζα στη Στουτγκάρδη, στον Σύλλογο Περιπατητών και κατάφερα να τους πείσω ότι έχω κάνει τρομερή δουλειά στα μονοπάτια, διαπίστωσα ότι στη βδομάδα που ήρθανε τα μονοπάτια μου τα περπάτησαν στις τρεις μέρες και τις υπόλοιπες τέσσερις δεν ήξεραν τι να κάνουνε μετά και δεν ξαναήρθανε. Εδώ νομίζω ότι επαληθεύεται και η παροιμία: «Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη», που έχουμε στην Ελλάδα.
Τον πρώτο καιρό, ήταν τρομερές οι αντιδράσεις γιατί ο κόσμος είχε μάθει στο χωριό να ζει από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την υλοτομία και θεώρησε λανθασμένα κι εσφαλμένα ότι τα αρπακτικά, το Εθνικό Πάρκο θα είναι εις βάρος τους και θα τους πάρει τη δουλειά και όλα αυτά. Τα πρώτα χρόνια επειδή είχαν πολύ έντονες λογομαχίες, δεν λέω για καβγάδες, μιλάω για πολύ μεγάλους καυγάδες, που δεν τολμούσαμε να βγούμε έξω στο καφενείο! Σε κάποια στιγμή έκανα το λάθος και είπα: «Αν στη Δαδιά ‘ρθουν 20.000 κόσμου», και γελάγανε, με θεωρούσανε τρελό, με θεωρούσανε εντελώς τρελό να μπορώ να λέω τέτοιες βλακείες! Και για πολύ καιρό πέρναγα και λέγανε: «Ο κύριος με τις 20.000!» Κάπως έτσι... Ήμουν το σούργελο, επειδή είπα αδιανόητα πράγματα, 20.000. Αυτό μέσα σε μία πενταετία έγινε 100.000, όχι 20!
Και θυμάμαι στο χωριό τον πρώτο καιρό τους έλεγα ότι: «Θα μπορούμε να βγάλουμε πολλά χρήματα». «Πώς θα βγάλουμε;». Αυτοί νόμιζαν ότι, περιοριζόταν, το μυαλό τους έφτανε μέχρι το ότι έρχονται εδώ και κόβουνε ένα εισιτήριο τρία ευρώ να πάνε στο... Αλλά τους έλεγα: «Ξέρεις, δεν είναι έτσι, γιατί θα διαπιστώσει ότι του λείπουν τα τσιγάρα θα σταματήσει ή το νερό στο περίπτερο, και φεύγοντας θα του λείψει η βενζίνη θα πάνε στο βενζινάδικο και μετά πηγαίνοντας εκεί θα πάθει λάστιχο θα πάει στον λαστιχά, θα αλλάξει το λάστιχο και θα χαλάσει η μηχανή θα πάει στο συνεργείο και δεν μπορείς να φανταστείς μέχρι πού φτάνει αυτή η αλυσίδα του τουρισμού και του οικοτουρισμού και πόσοι ζούνε και επωφελούνται από αυτό». Και σκεφτόμουνα μετά: «Αφού μου πήρε εμένα τόσο χρόνο να το καταλάβω, είναι δυνατόν να το καταλάβουν οι κάτοικοι;». Για αυτό ίσως αντιδρούσαν όλα αυτά τα χρόνια έτσι.
Ονειρευόμουνα, εκείνη την εποχή, ότι θα γίνει ένα τουριστικό χωριό που θα έχει όλα τα μαγαζιά που να χρειάζεται ένας οικοτουρίστας για τις ανάγκες. Επειδή μεγάλωσα σε χωριό και ήθελα να βλέπω κόσμο, ήθελα περισσότερο κόσμο να υπάρχει και το χειμώνα και όλες τις εποχές και τα παιδιά του χωριού μου θα παρέμεναν στο χωριό, αν είχε περισσότερο κόσμο.
Όταν ξεκινήσανε οι Ολλανδοί να καταγραφούν το 1980 την ποικιλομορφία των ειδών, ήτανε μοναδικά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα σε μία τόσο μικρή σε έκταση περιοχή να υπάρχουνε 216 είδη πουλιών από τα 405 ή κάπου εκεί που υπάρχουν στην Ευρώπη, στην Ελλάδα μάλλον, υπήρχαν εδώ και αναπαράγονταν εδώ στη Δαδιά! Τα 36 από τα 39 είδη αρπακτικών πουλιών είχανε παρατηρηθεί εδώ στη Δαδιά. Είχαμε σαράντα-τόσα είδη ερπετοπανίδας! Δεκατέσσερα είδη φιδιών, έντεκα είδη βατράχια, σαύρες και τα λοιπά. Τρομερά, τρομερά μεγάλοι αριθμοί! Ήταν ίσως η μοναδική περιοχή στην Ευρώπη που μπορούσε κάποιος να δει και τα τέσσερα είδη Ευρωπαϊκού γύπα, δεν υπήρχε άλλο σημείο στην Ευρώπη. Οι επισκέπτες έμεναν ενθουσιασμένοι όταν ξέρανε ότι βρίσκονται σε ένα σημείο και περιβάλλονται από αυτά τα είδη, αποτελούσαν και αυτοί ένα κομμάτι του οικοσυστήματος.
Το χωριό δεν είναι στην κατάσταση που ήταν, γιατί το ξέρουν πια άπαντες. Κοιτώντας πίσω εκτός από τις στεναχώριες της καθημερινής τριβής, στο τέλος αυτά τα ξεχνάς όλα. Αυτό που σου μένει είναι η γενική εντύπωση η οποία είναι η ευχαρίστηση του να βλέπεις πράγματα που έχεις δημιουργήσει. «Να. Κι εγώ έχω βάλει το λιθαράκι μου σε αυτό!». Μπορεί μερικά να περνάνε κρίση, αλλά το βασικό στοίχημα έχει κερδηθεί. Έχει γίνει αποδεκτή η αναγκαιότητα του Εθνικού Πάρκου, η μεγάλη του αξία. Ο κόσμος θα συνεχίσει και τα επόμενα 100 χρόνια, ακόμα και αν είναι συμβούν ατυχίες και καεί ένα μέρος και τα λοιπά, πάλι θα εξακολουθήσει να έχει την οποία αξία του. Σου μένει έτσι αυτή η γλυκιά ευχαρίστηση του ότι έχεις πετύχει κάτι, ή ότι έχεις συμμετάσχει σε μικρό ή μεγάλο ποσοστό στην επιτυχία αυτού του εγχειρήματος. Αυτό είναι που αισθάνομαι εγώ 30 χρόνια μετά.