ΚΩΣΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: Ήξερα τον παππού μου που πέθανε από καρκίνο κι έλεγα: «Είναι κάτι που έχουν οι παππούδες».
Με λένε Κώστα Αθανασίου. Είμαι τριάντα τέσσερα μισό χρόνων, τώρα θα γίνω τριάντα πέντε. Το ‘87 γεννήθηκα στον Βόλο και ασχολούμουν με διάφορα πράγματα, με αθλητισμό, με ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κιθάρα, πήγαινα προσκόπους… Στα δεκατρία όμως, αρρώστησα. Ευτυχώς χάρη στο ποδόσφαιρο δηλαδή κατάλαβα εγκαίρως ότι είχα ένα πρόβλημα όπως λύγιζα το πόδι μου. Ένιωθα έτσι μια μικρή ενόχληση και επειδή δεν φοβόμουν τους γιατρούς και ούτε έλεγα: «Α δεν πειράζει δε θα του δώσω σημασία θα το αφήσω έτσι». Είπα: «Κάτι νιώθω, κάτι πολύ μικρό, ελάχιστο», λέω, «θέλω να το ελέγξω». Κι ευτυχώς το έλεγξα νωρίς γιατί ήτανε όγκος στα οστά, στο πόδι και το πρόλαβα σε αυτή τη φάση, δηλαδή.
Δε μου το είπανε βέβαια, στην αρχή οι γονείς και τους θύμωσα για αυτό. Περιμένανε να μου το πούνε μόλις θα γίνει βιοψία, τότε μόνο με πήρε η μητέρα μου, πήγαμε μαζί στο γραφείο του γιατρού και εκεί ο γιατρός μου εξήγησε την όλη διαδικασία, όχι απλά μόνο το τι έχω και το τι θα υπάρξει, ποια είναι η αντιμετώπιση, ποια είναι η πορεία, ποιο είναι όλα αυτά.
Ήμουνα δευτέρα γυμνασίου, επάνω που άρχισε έτσι να μου φαίνεται και η ζωή με τα μαθήματα, λίγο πιο δύσκολο, λίγο πιο σοβαρά, πιο upgrade. Μετά εγκαταλείπω το σχολείο και έτσι μου φάνηκε λίγο σαν ένα τέλειο διάλειμμα. Κάπως χαιρόμουνα την πρώτη περίοδο που είχα αρρωστήσει κάπως, ήταν λίγο σαν ξεκούραση. Ένιωθα ότι μεγάλωσα λίγο και ξαφνικά να μπορώ να είμαι λίγο πιο πολύ παιδί.
Έπρεπε να φύγω δεν ήμουνα Βόλο δηλαδή, έπρεπε να είμαι Αθήνα, γιατί εκεί ήταν στο Παίδων στο νοσοκομείο στο Αγλαΐα Κυριακού. Αλλά ήμουνα ο μεγαλύτερος, γιατί ήμουνα στα όρια που είμαι στο Παίδων ουσιαστικά, οπότε ήμασταν όλες οι ηλικίες, όλοι μαζί, εκεί στον 5ο όροφο. Πόσα παιδάκια εκεί που ήτανε γύρω μου, που ήτανε μέσα στην ενέργεια, ζωντανά. Ενώ εμένα όσο να ναι, τους πιο μεγάλους που ήμασταν μας έριχνε η χημειοθεραπεία, δεν μπορούσαμε, ήμασταν κομμάτια. Τα παιδάκια κάπως δεν επηρεάζονταν κατευθείαν, είχαν ενέργεια, αλλά ήμασταν όλοι μαζί κάπως, σαν μια παρέα, γνωριζόμασταν.
Οι πρώτες μου εμπειρίες για νοσοκομείο ήτανε, αν δεν έβλεπες τις ειδήσεις εκείνων τα χρόνια που ήταν θέμα, δηλαδή, τα ράντζα, όλα αυτά, εγώ έτυχα να είμαι σε καλές καταστάσεις, με πιο ωραία κρεβάτια, στο ογκολογικό είχαν και γυάλινα πιάτα σε σχέση με το υπόλοιπο νοσοκομείο, που είχαν πλαστικά πιάτα, οπότε ένιωθες λίγο ότι, α, πολύ καλή κατάσταση εδώ πέρα.
Μετά πήγα Αμερική, στη Βοστόνη. Οι γονείς μου έτσι πήραν την απόφαση να κάνουμε το καλύτερο για το χειρουργείο που έπρεπε να γίνει, γιατί κάνανε μια εγχείρηση εκεί όπου σου βάζουν οστό και αν πιάσει είναι πολύ καλύτερα από το ευρωπαϊκό στιλ. Έτσι πίστευα κι εγώ μετά ότι θα γιατρευτώ και θα τελείωνε το ταξίδι όλο αυτό. Εν τέλει, δεν τελείωσε όλο αυτό γιατί ξεμπέρδεψα με τον όγκο, με τον καρκίνο, όμως εγώ εν τέλει δεν έγινα καλά όσον αφορά το ορθοπεδικό κομμάτι, δηλαδή δεν έπιασε το μόσχευμα, είχαν φλεγμονές, όλα αυτά, που αυτό σήμαινε ότι πρέπει να ξαναγυρίσω στο νοσοκομείο, για λίγο καιρό παραπάνω, οπότε τώρα δεν θα ήμουνα στο ογκολογικό, θα ήμουνα στο ορθοπεδικό. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια δηλαδή, θα είχα γίνει κάπως κατά μία νέα συχνός κάτοικος κι είχα και το δωμάτιό μου δηλαδή, ήταν ένα δωμάτιο, οπότε αν πήγαινα εγώ, ήταν για μένα.
Είχε γίνει σαν δεύτερο σπίτι, ζούσα την παράλληλη μου ζωή, γιατί αυτό ήταν, ήταν οι δυο μου ζωές, η ζωή μου στο Βόλο που ερχόμουν εδώ, που δεν μπορούσα να κυκλοφορώ με τις πατερίτσες και με πιο έτσι, πως ήταν το πόδι μου συχνά σε γύψο ή μετά φρεσκοχειρουργημένο, να πηγαίνω στην πόλη. Με τη ζωή μου στην Αθήνα, στο νοσοκομείο που ήταν κάπως, κατά μία έννοια, είχε πιο ποικιλία, παραπάνω ερεθίσματα βασικά, γιατί είχε περισσότερο κόσμο. Οπότε ήταν σαν δυο παράλληλοι βίοι, που κάποιες χρονιές τις ζούσα πλήρως, αλλά το προηγούμενο διάστημα ήμουν έναν χρόνο στο νοσοκομείο. Οπότε αυτό, ήταν λίγο Περσεφόνη, διπλή ζωή, λίγο James Bond, κάτι.
Φτιάχνεις όλη μια ζωή κανονικά, πως και χτίζεις το σπιτικό, φτιάχνεις μια ρουτίνα. Το απόγευμα, καθόμουν στην τάδε πολυθρόνα, έπινα τον καφέ μου, π.χ. γιατί είχα φτάσει ηλικία δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών, οπότε ήμουν στο Παίδων, ήμουν ασθενής που έπινε τον καφέ του. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα, έρχονταν διάφορες οργανώσεις, θέλαν να φέρουν δώρα στα παιδάκια. Ευτυχώς τελευταία στιγμή τους ενημέρωσαν ότι ένα παιδάκι δεν είναι τόσο παιδάκι. Κοντεύει να ‘ταν ενήλικας και φέραν τα κατάλληλα δώρα για τέτοιο. Τρόμαζα τον κόσμο που με έβλεπε εκεί μέσα.
Σιγά-σιγά, η φήμη μου πέρα από την κλινική επεκτάθηκε σε όλο το νοσοκομείο. Σιγά σιγά τους χαιρετούσα όλους γιατί μου άνηκε ο χώρος, ήταν το δικό μου εκεί πέρα τέτοιο, σιγά σιγά γνωριζόμασταν, με βλέπαν και συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια, αυτοί εκεί πέρα, οπότε ποιος είσαι εσύ. Ήταν κάποια φάση που για κάποια χρόνια, το 5ο εξάμηνο, του 3ο έτους του ΤΕΙ Νοσηλευτικής Αιγάλεω, όλοι λέγανε: «Α, θα πάτε για πρακτική στο Παίδων; Να πάτε στον Κώστα στο 3!» Κι είχα αποκτήσει ένα όνομα στη Νοσηλευτική, γιατί ερχόντουσαν για πρακτική οι νοσηλεύτριες και οι νοσηλευτές και λέγανε: «Είσαι ο Κώστας, να μπούμε;» επειδή εγώ ήμουν πιο μεγάλος και μπορούσαν να συνεννοηθούν, να έρθουν λίγο περισσότερα άτομα, είχα και τάβλι, είχα και χαρτιά, το στήναμε δηλαδή εκεί πέρα. Ήμουν περιορισμένος μέχρι την αυλή μου τη μεγάλη, δηλαδή το σπίτι αυτό το νοσοκομείο ήταν σαν μια μεγάλη έπαυλη, είχα το παγκάκι μου όπως το είχα ονομάσει κάτω στην αυλή μου που πήγαινα την βόλτα μου, τον προαυλισμό μου και ήταν μέχρι αυτό το σημείο και μετά όμως ερχόντουσαν αυτοί και αποκτούσα κι εγώ ζωή γιατί μάθαινα έτσι για τις σχέσεις τους, για τα γκομενικά, για το ένα, για το άλλο, δίναμε συμβουλές, λέγαμε για καινούργια πράγματα. Οπότε ένιωθα κι εγώ μέρος της συμμορίας όλων αυτών των ατόμων, είχαν κάνει, ασχολιόντουσαν κι αυτοί μαζί μου.
Είχαμε έναν άλλον που μου έκανε φάρσες, μου έπαιρνε πράγματα, ένας άλλος τραυματιοφορέας, μου κατέβαζε από τον πέμπτο όροφο, από το παράθυρό μου, κάποιες φωτογραφίες από περιοδικά, στερεωμένες, με σπάγκο και τις κατέβαζε και ξαφνικά εμφανιζόταν στο παράθυρό μου κάποια πράγματα. Πεντακόσια σκηνικά, δηλαδή, γιατί αναγκαστικά ζεις εκεί πέρα.
Είχε δύο προϊστάμενες των δύο κλινικών σε αυτόν τον όροφο, η μία ΠΑΣΟΚ, η μία Νέα Δημοκρατία, όπου ζούσες τα τελευταία ψήγματα ακόμα τότε αυτής της Μεγάλης Κόντρας. Πήραν σύνταξη, δεν ήμουνα κι εκεί όταν συγκυβερνήσαν μαζί να ξέρω τι έγινε δηλαδή. Η μία ήταν έτσι από τον ΠΑΣΟΚ, η άλλη από τη Νέα Δημοκρατία, λέγανε μεταξύ τους, συνέχεια, ήταν ένα συνεχόμενο έτσι πιστεύω, κάπως δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αυτό, δηλαδή. Ήταν μια μίσους-αγάπη σχέση, δηλαδή.
Μέχρι και μέλος της 17 Νοέμβρη είχα γνωρίσει, δηλαδή, εκεί μέσα στο νοσοκομείο, γιατί ήταν ένας εργαζόμενος που τον είχαν συλλάβει, είχε περάσει χρόνια στη φυλακή, κανονικά. Ήμουνα στο νοσοκομείο βασικά όταν συλλαμβάναν τα άτομα, τα μέλη της 17 Νοέμβρη σιγά σιγά και αποκαλύπτονταν και θυμάμαι ότι με το που γίνεται αυτό λένε: «Α, ο άντρας αυτηνής!» ένας ψίθυρος από το ισόγειο, αυτός ήταν ως τηλεφωνητής δούλευε, από το ισόγειο μέχρι πάνω και η γυναίκα του δούλευε στο νοσοκομείο, ένα μεγάλο σούσουρο που «αυτός είναι, αυτή είναι, αυτή είναι», κατάλαβες ,όλο αυτό. Ήταν μεγάλο χωριό, ουσιαστικά.
Και θυμάμαι όταν αλληλοσυστηθήκαμε, ήταν ένας τραυματιοφορέας στο χειρουργείο που μας σύστησε, λέει: «Το ξέρεις τον Κώστα; Δε γίνεται να μην τον ξέρεις τον Κώστα, ο Κώστας είναι εδώ δικός μας άνθρωπος». Οπότε έπρεπε να με γνωρίσει, μιας και ήταν και αυτός τώρα κάτι σαν διασημότητα που ερχόταν απλά στη δουλειά, ενώ δεν δούλευε, ερχόταν για διασκέδαση, δεν ξέρω, ερχόταν να δει τους παλιούς του να κάνει κάτι και λέει: «Ε, έλειπα και εγώ, λέει, κάποιο διάστημα, πώς να τον ξέρω, ήμουν στις Σεϋχέλλες για διακοπές», κάτι τέτοιο είπε.
Με μία κοινωνική λειτουργό που είχαμε σχέσεις, περνάγαμε, τα λέγαμε. Με αυτήν ήταν ειδική η Τασία στο καρναβάλι. Το περιμέναν όλοι οι εργαζόμενοι, όλο το νοσοκομείο, το ήξερε ότι κάθε χρόνο πάντα έκανε κάτι μοναδικό.
Οι πρώτες Αποκριές ήταν στις εκλογές του ‘04. Ήταν οι πρώτες που κατέβαινε ο Παπανδρέου, ο Γιώργος και λέγανε τότε party party στις 7 του Μάρτη, κάτι τέτοιο που γινόταν 7 Μαρτίου και βγήκε ο Καραμαλής. Και εμείς κάναμε το theme, ντύθηκε η Τασία έτσι αγρότισσα, πολύ περίτεχνα όμως. Έβαλε πάνω της, στερέωσε εφτά-οχτώ παιδιά μωρά που γράφανε το ένα, το έκανα, το γέννησα εκεί, το άλλο… Έτσι, παραδοσιακοί αγρότες, αλλά έκανε πολύ επιμελώς τη στολή. Κι εμένα, έβαλα με τη φαντασία μου, πήραμε πράγματα, ζήτησα, μου έφερε υλικά, μου έφερε καπέλα, έτσι κάπως ντύθηκα ο άντρας της ο αγρότης εγώ. Κι είχαμε έναν εκεί άλλον ασθενή που τον ξέραμε κι αυτόν ερχόταν πυκνά συχνά και του λέμε: «Έλα, θα συμμετάσχεις κι εσύ!» Και τον βάζουμε αυτόν και τον ντύνουμε Μαζωνάκη, γιατί τότε ήταν ακριβώς το τραγούδι το «Gucci φόρεμα» που είχε βγει. Τον ντύσαμε, του βάλαμε έτσι μια γούνα από πάνω, πήρε η Τασία, ήταν πολύ ευρηματική σε όλα αυτά, πήραμε από τη σκούπα, από τη σφουγγαρίστρα κάτι το κοντάρι και του βάλαμε και λίγο αλουμινόχαρτο στην κορυφή και έγινε σαν μπαστούνι. Και ξεκινήσαμε, όπου εγώ ήμουν ο άντρας ο αγρότης της αγρότισσας εκεί πέρα που την είχα παραμελημένη τώρα γιατί ήθελα να κατέβω στις εκλογές. Βγάλαμε το κόμμα μου, «Το κόμμα του τσίπουρου» και κυκλοφορούσα με ένα μπουκαλάκι πλαστικό με νερό ότι είναι το τσίπουρο. Μιλάγαμε με έτσι πιο έντονη προφορά κι οι δυο μας και βγάζαμε το Μαζωνάκη μετά να μπαίνει το παιδί με το κινητό να παίζει το Gucci φόρεμα και να το τραγουδάει και να τον βγάζουμε από πίσω και να λέμε: «Έχουμε και τον Μαζωνάκη να μας μαζώξει ψήφους!» έτσι κάτι, ένα κρύο τέτοιο.
Αυτή ήταν η μία χρονιά και μετά την άλλη χρονιά που πάλι σκεφτήκαμε και έτυχε να είμαι αποκριές εκεί πέρα λέμε τι θα κάνουμε, τι δεν θα κάνουμε. Τότε έχει βγει η ταινία το Sugartown όπου ήταν με τον δήμαρχο της Ζαχάρω που είχε υποσχεθεί, για να βγει δήμαρχος θα σας πάω να βρούμε γυναίκες να παντρευτείτε τους χωριανούς και πήγαν στη Ρωσία και φέρανε γυναίκες κάτι τέτοιο. Κι έτσι εγώ έκανα τον δήμαρχο κι η Τασία ντύθηκε γέρος, όπου καμπούριασε, έχασε το ύψος της, ήταν μία ψηλή έτσι αδύνατη γυναίκα και έχασε το ύψος της, να μοιάζει όντως με παππού, μπήκε πολύ καλά στο ρόλο και στο περπάτημα και σε όλα αυτά. Και εγώ ήμουν ο δήμαρχος που έλεγα ότι: «Να, ψηφίστε με, και το έπαιζα άρχοντας του τόπου...»
Πάντα ήμουνα εγώ κι η μητέρα μου ουσιαστικά, μαζί. Πολύ κόσμο γνωρίσαμε έτσι, πολλά άτομα περάσανε, όταν είναι ο άλλος στο νοσοκομείο, ειδικά εγώ όμως επειδή ήμουν μήνες στο νοσοκομείο και καιρό, ήταν το σπίτι μου. Οι άλλοι που έρχονταν ξεβολεύονταν, ήταν σε πιο δύσκολη κατάσταση, πάθανε μια καταστροφή, μια ρήξη στην κανονικότητα της ζωής τους, ενώ εμένα απλά ήταν η καθημερινότητά μου που ήμουν εκεί, οπότε ήμουν ο ασθενής, το ζούσα έτσι, ήμουνα στο κρεβάτι, αλλά είχα ενέργεια να δώσω πίσω όλα αυτά που πήρα εκεί πέρα και να δώσουμε σε άλλα παιδιά κουράγιο, να γελάσουνε, γιατί κάναμε διάφορα ευτράπελα, γελούσαν τα παιδάκια πώς μας βλέπανε κιόλας.
Το ζούσα μετά σαν δικό μου τόπο, όντως, δηλαδή, θυμάμαι, είχε φτιαχτεί μια καινούργια πτέρυγα, αλλά είχε φτιαχτεί όλη, νομίζω, με λεφτά, με ιδιωτική πρωτοβουλία, με δωρεά, δηλαδή, μια καινούργια χειρουργική, απλά είχε ανακαινιστεί κάτι τέτοιο. Και θυμάμαι ότι είχε έρθει ο υπουργός, με τιμές όλοι... Ξαφνικά μου διατάραξαν την ησυχία γιατί ήταν στον από κάτω όροφο. Κι εγώ είχα πάει πάνω από τα σκαλιά, έβλεπα, κάτι είπα εκεί, κορόιδευα λίγο, φώναξα, είπα κάτι, γιατί τον ένιωθα ότι εισβάλλει αυτός στο δικό μου βασίλειο! Και τι θέλει μεγάλα λόγια αφού κάτι δωρεά δώσανε και το ανακαινίσανε επιτέλους, τη χειρουργική, κι άντε να ανακαινίσουνε εμάς που είχαμε το ίδιο βάψιμο, τις ίδιες ζωγραφικές από το ‘80, το ίδιο κτίριο πεπαλαιωμένο.
Ήτανε το '06, είχε γίνει θέμα στις ειδήσεις, όπου είχανε πιάσει κάτι γιατρούς απ’ το Βόλο κάποιες γυναίκες που ήταν σε δύσκολη κατάσταση, μετανάστριες ή όλα αυτά και κάποια ζευγάρια, που μπήκαν στην παρανομία γιατί θέλαν να αγοράσουνε παιδιά.
Δε θυμάμαι όλα τα σκηνικά, αλλά θυμάμαι ένα παιδάκι πολύ ήμερων, του ενός, δύο ημερών, δεν ξέρω εγώ, ήρθε στο νοσοκομείο. Είχε ένα δωμάτιο για μωράκια, με κούνιες δηλαδή. Αλλά αυτό το δωμάτιο ήταν γεμάτο από ασθενείς, δεν είχαν πού να το βάλουνε. Οι νοσοκόμες πάλι γινόταν ένας χαμός εφημερία, δεν μπορούσε να φροντίσει ένα μωρό όταν είχε πόσα άλλα άτομα. Οπότε από τη στιγμή που τύχαμε εμείς, εγώ κι η μαμά μου τη φροντίζαμε. Και σηκωνόμουνα εγώ με τον ορό, έπαιρνα εκείνη την ώρα το φάρμακο και τις πατερίτσες, πήγαινα εκεί με τις πατερίτσες, το έπαιρνα αγκαλιά κι ησύχαζε. Γιατί μας είχε μάθει και το άρωμα κι όλα αυτά.
Ερχόντουσαν εργαζόμενοι απ’ όλους τους ορόφους κι είχαν συγκινηθεί όλοι και του φέρνανε παιχνίδια. Σιγά-σιγά-σιγά με τον καιρό, ξεδιαλύνεται το θέμα κι υπάρχει κινητικότητα ως προς το ο εισαγγελέας να αποφασίσει τι θα γίνει με το παιδί. Κι εμφανίζεται ένα ζευγάρι, μπόρεσαν να το δούνε. Πάει να το ταΐσει, το ταΐζει κι ήπιε τα μισά. Και το πήρε η μητέρα μου και ήθελε άλλο. Γιατί απλά δεν ήθελε άλλο, δεν είχε ακόμα αυτή, γιατί είχε μάθει σαν μητέρα όλα αυτά τη μητέρα μου. Έπρεπε να μάθει ξανά από την αρχή, ήταν τότε πολύ μικρή. Τώρα θα είναι 15, Είχα κρατήσει ένα παιχνίδι, έτσι να έχω και εγώ και έλεγα αν ποτέ τη συναντήσω, να της δώσω το παιχνίδι της, το πρώτο παιχνίδι ουσιαστικά.
Μέσα σε όλα αυτά φυσικά, μέσα στα αστεία, μέσα στα πόσα πράγματα, μέσα στον κόσμο που γνωρίζαμε, είχαμε έτσι και τα πιο θλιβερά, δηλαδή να ζεις, τα παιδιά που να… Θυμάμαι ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση ένα παιδί, όπου είχε κάνει, είχε καρκίνο και αυτός, είχε κάνει ακρωτηριασμό το πόδι, αλλά ήταν μια χαρά, πήγαινε το πρώτο καιρό, αλλά έκανε μετά από κάποιο καιρό μετάσταση. Και ήμασταν μαζί στο δωμάτιο, θυμάμαι να ακούω έτσι τα όνειρά του, ήταν πολύ ευχάριστο παιδί ο Θωμάς, να λέει από εδώ κάνω, γιατί ήταν δεκατεσσάρων χρονών, ήταν πάνω, είχε πολύ ενέργεια για να κάνει πράγματα. Και μετά όμως χειροτέρευσε, έπαθε μετάσταση και ήταν στο ογκολογικό. Είχα πάει να τον δω έτσι τις μέρες που ήταν, από τις τελευταίες μέρες δηλαδή που ζούσε, δεν του είχαν πει η μαμά του δηλαδή ότι είναι τόσο άσχημα και τόσο σοβαρά και ότι θα πεθάνει και όλα αυτά. Αλλά θυμάμαι ότι κάπως εκείνη την ώρα είχε πάρει κινητό και αυτός είχα και εγώ κινητό και λέμε να ανταλλάξουμε νούμερο, αλλά ήξερα ότι είναι ένα νούμερο που δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω ποτέ. Και όντως δηλαδή μετά από δύο-τρεις μέρες, δεν ήταν πολύ διάστημα, ούτε μια εβδομάδα μετά, που πέθανε. Παρόλα αυτά μέχρι τελευταία στιγμή, ουάου, λέω, ζει, μέχρι τελευταία στιγμή ζούσε, δεν είχε παραιτηθεί και έλεγα ουάου, υποκλίνομαι, δε ξέρω πώς το κάνει δε ξέρω, ξες.
Ήταν ένα άλλο παιδί ο Κυριάκος δηλαδή, όπου ήταν έτσι τόσο ζωντανός, ήτανε ο τζούνιορ, τον λέγαμε, είχε και παρατσούκλι. Είχε στους όρχεις και ήταν πέντε-έξι χρόνων, κάπου εκεί και ήταν όμως λίγο σαν μεγάλος, σαν αλάνι ένα πράγμα, είχε μία ταυτότητα, είχε μία προσωπικότητα που έμπαινε στο χώρο, τον ξέραμε. Εγώ ήμουνα λίγο πιο ντροπαλός αλλά αυτός ήτανε πέντε-έξι χρονών και ένιωθα ότι είναι πιο μεγάλος από εμένα. Μια ανετοσύνη που έμπαινε εκεί πέρα πώς τα ήξερε όλα. Δεν ήτανε αδύναμα όλα τα παιδάκια εκεί πέρα, με αυτά που ζούσαν, με τις εμπειρίες με το πως φοβάται ένας μία ένεση και αυτά. Όλα αυτά τα ζούσαν σαν, κανονικά, βγάζανε οι ίδιοι, κάνανε εκεί, τι γάζες τους ξέρανε, το hickman που είχαμε ένα καλώδιο εδώ πέρα, που έμπαινε για να μπαίνουν τα φάρμακα. Είχαν πλήρη γνώση, ήταν άνετα τα παιδάκια και μετά από χρόνια το θυμήθηκα σε κάποια φάση και έλεγα στην κοινωνική λειτουργό: «Τι να κάνει ο junior, τι να κάνει;» Και δεν το είπε μπροστά μου δηλαδή, αλλά ήταν ότι ο τζούνιορ πέθανε και δεν το ήξερα εγώ, δεν είχα μάθει .
Όταν μπαίναμε, το ξέραμε, ήταν ένα ποσοστό, ότι θα… Δεν το σκεφτόμασταν, γιατί ήμασταν παιδιά. Όταν είσαι παιδί, δεν μπορείς να σκεφτείς ότι θα πεθάνεις. Αυτές ήταν οι πρώτες απώλειες, που ήταν πραγματικά απώλειες. Πιο πριν ήταν απώλειες κάπως, α οι μεγάλοι που πεθαίνουνε, κατάλαβες; Για εμάς ήταν κάτι πολύ μακρινό, πολύ ξένο. Μετά αισθανόμουνα… όχι στεναχώρια, αλλά ένα βάρος, μία ευθύνη. Ότι κάν’ το, όσο το κάνεις και εσύ. Τα σχέδια δηλαδή εννοώ, τα όνειρα κάντα, προσπάθησε για αυτά. Γιατί αυτοί οι δυνατοί, δηλαδή, κάπως πεθάνανε.
Μέχρι τα δεκαοχτώ, αν προσθέσουμε τα χρόνια σε μήνες, δηλαδή που έμενα, τα μισά χρόνια, τέλος πάντων, κάπως τα έζησα Αθήνα. Αλλά τα έζησα, απλά στο νοσοκομείο, όμως, όχι στην Αθήνα, Αθήνα. Κι έλεγα τότε: «Μήπως, να περάσω Αθήνα, να τη δω επιτέλους κανονικά, κάπου; Να τη δω απ' έξω». Πέρασα στον Βόλο, ευτυχώς. Και ήταν ευτυχώς, γιατί γνώρισα την ανθρωπολογία. Δεν γνωριζόμασταν τότε. Μετά γνωριστήκαμε και πήγαν όλα καλά.
Το ‘06-‘07, δηλαδή, όταν πήγα να σπουδάσω πάλι, δημιουργήθηκε ξανά πρόβλημα. Εκεί μου λέει ο γιατρός, σαν τελευταία προσπάθεια πήγαινε Αγγλία, το ‘08, και μετά το ‘08 όμως δεν ξανά έκατσα εκεί, γιατί πάλι δεν πήγε καλά, οπότε μου λέει ο γιατρός πρέπει να κάνω τον ακρωτηριασμό βασικά, του ποδιού. Κάπως σαν έπρεπε να στηρίξω τον γιατρό ρε παιδί μου ένα πράγμα. Ήταν αυτός τόσα χρόνια που με ήξερε από τα δεκατρία, είχα φτάσει είκοσι ένα, βασικά, είχαμε περάσει τόσα χρόνια μαζί.
Θα γινόταν στη Λάρισα που ήταν τέτοιο, πιο μια κρύα εμπειρία, γιατί εκεί δεν ήμουν βασιλιάς, πήγα για λίγο. Εκεί με καθυστέρησαν, εκεί παρά λίγο να πάθω σηψαιμία. Με λέγανε σε λίγο, σε λίγο, σε λίγο, σε λίγο. Δεν ξέρω, επειδή δεν έδινα λεφτά; Έτσι μου είπαν κάποιοι άλλοι ασθενείς, δηλαδή, προβεβλημένοι, τέλος πάντων.
Απ’ όλα αυτά με το που έγινε ο ακρωτηριασμός, για μένα ήταν ελευθερία. Γιατί ήμουνα πιο υγιής, όλο αυτό το αισθανόμουν στο σώμα, πιο άνετα να κυκλοφορήσω. Και ξαφνικά έβλεπα ότι είμαι ένας άλλος. Κάποιοι με βλέπανε ξαφνικά πιο άρρωστο. Οι άνθρωποι που με ξέρανε μου λέγανε: «Α! έχεις ζωή!»
Το θέμα είναι ότι αυτές τις ιστορίες και πολλές άλλες δηλαδή που δε προλαβαίνεις να πεις σε αυτές τις ώρες ήδη μιλάω πόση ώρα, μ’ αρέσει όλο αυτό το κομμάτι να το λέω. Θα πρέπει πάντα να μη ξεχνάω. Όλα αυτά τα πράγματα που σου έλεγα πριν με τα παιδιά, το να δείχνω αλληλεγγύη, το να προσπαθώ, το να μάθαινα τα έμαθα όλα αυτά απ’ το νοσοκομείο, ουσιαστικά.