Όταν γεννήθηκα, τριών μηνών, είχα ένα κακόηθες καρκίνωμα το οποίο, απ’ ό,τι είδαν οι γιατροί μετά, το απέδωσαν στο Τσερνόμπιλ. Είχα μολυνθεί από τη ραδιενέργεια του Τσερνόμπιλ και μου δημιούργησε ένα κακόηθες καρκίνωμα.
Μεταφέρθηκα στη Βοστώνη. Eκεί έχασα το χέρι μου, τριών μηνών. Ακρωτηριάστηκα. Από εκεί και πέρα πηγαινοερχόμουν στα κέντρα, στον Καναδά, στην Ιταλία, στην Αγγλία… κέντρα λέγονται, αποκατάστασης, και φόραγα πρόσθετα μέλη. Και σε αυτά τα κέντρα προσπαθούσανε να με μάθουνε στο πώς να συμπεριφέρομαι και στο πώς να γίνομαι λειτουργικός με αυτή μου την ιδιομορφία και με τα επιπρόσθετα μέλη, τα οποία μου βάζανε.
Το πρώτο επιπρόσθετο μέλος που είχα, είχε τρία δάχτυλα. Αυτό το χέρι έμοιαζε λίγο σαν τον γάντζο του Κάπτεν Χουκ. Οπότε τα παιδιά το θεώρησαν σαν, ας πούμε, παιχνίδι να με λένε έτσι, «Κάπτεν Χουκ» και τέτοια, κάτι που εμένα δε μου άρεσε. Σίγουρα αισθανόμουν πολύ θυμωμένος. Στο σπίτι μου, όταν γύρναγα, δεν είχα πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς μου. Ξεσπούσα κι ένιωθα μόνος μου, γενικότερα.
Ήταν δύσκολο να βλέπεις το πώς σε βλέπει μια γυναίκα όταν έχεις μια ιδιομορφία, όταν βγάζεις τα ρούχα σου και πας να κοιμηθείς μαζί της. Κι αυτό με δυσκόλευε ακόμα περισσότερο στην εφηβεία και μου δημιουργούσε ακόμα περισσότερο θυμό.
Η διέξοδος η οποία βρήκα σε όλα αυτά, ήταν τα μπλεξίματα στον δρόμο, στον οπαδισμό, στη βία και σε άλλα πράγματα. Μηχανές, αλητεία φουλ, ναρκωτικά. Έχασα πάρα πολλούς φίλους μου από ναρκωτικά, κάτι που μου στοίχισε πολύ. Τα πράγματα έφτασαν στο αμήν.
Η αδερφή μου ήτανε στην Αγγλία. Eυτυχώς, ο πατέρας μου το κατάλαβε και μου είπε, με συμβούλεψε βασικά, μου λέει: «Γιατί δεν παίρνεις κάποιον χρόνο, να φύγεις, να πας να κάτσεις με την αδερφή σου λίγο; Να ηρεμήσεις, να ξανασκεφτείς τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου;» Ένιωθα ότι είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι και πήρα την απόφαση να φύγω.
Η Αγγλία είναι μια χώρα η οποία είναι πολύ ευαισθητοποιημένη σε ανθρώπους με ειδικές ανάγκες κι αυτό μου έκανε πάρα πολύ καλό. Ας πούμε, εγώ δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω χωρίς το πρόσθετο μέλος μου, με κοντομάνικο, έξω. Ένιωθα άβολα. Εκεί πέρα, όλα αυτά τα ξεπέρασα. Με βοήθησαν οι άνθρωποι, που ήταν πιο ανοιχτόμυαλοι.
Είχα ξεκινήσει στη γυμναστική. Στην Αγγλία ξεκίνησα τη συστηματική μου άθληση. Λόγω και του καιρού, δεν είχε πολλές διεξόδους: ή θα πας στην pub να τα πιείς ή θα πας στο γυμναστήριο να προπονηθείς. Εγώ προτίμησα να πάω στο γυμναστήριο να προπονούμαι. Κι ήρθε ο πρώτος μου προπονητής, ο Tony, και μου είπε: «Γιατί δε δοκιμάζεις μια μέρα την πυγμαχία;» Είχε τάξεις πυγμαχίας μέσα στο γυμναστήριο. Και πήγα την πρώτη μέρα. Μου άρεσε.
Εγώ δεν ήξερα τίποτα την πρώτη μέρα. Ήτανε ό,τι ήξερα, επειδή ήμουν ανήσυχος μικρός και τσακωνόμουν έξω στους δρόμους. Καλύτερος έγινα όταν γνώρισα τον δάσκαλό μου τον δεύτερο, που τον θεωρώ κανονικό μου δάσκαλο, τον Owen. Ο οποίος είναι ένας μάστερ των πολεμικών τεχνών κι ο οποίος μου δίδαξε την τέχνη της ηρεμίας και της διαύγειας του μυαλού. Κι αυτό ήταν ό,τι πιο σημαντικό έχω μάθει στη ζωή μου μέχρι σήμερα.
Γινόμουν όλο και καλύτερος. Έπαιξα, γιατί ο δάσκαλος μου με μάθαινε και πυγμαχία και Thai, Muay Thai. Έπαιξα κάποιους αγώνες στο Thai, τα πήγα πάρα πολύ καλά.
Πήγα στο Newcastle. Μπαίνω σε ένα ξενοδοχείο, γιατί ήτανε γκαλά, ήτανε βραδιά. Μπύρες παντού, «αγγλαρία», χρυσά δόντια, χρυσές αλυσίδες, καράφλες, οι γυναίκες όλες με μίνι, παπούτσια ψηλά… Και μου λένε: «Θα παίξεις με τον Paul Smith», το θυμάμαι ακόμα το όνομα του.
Παίξαμε, κάναμε μια καταπληκτική εμφάνιση για πρώτη μου εμφάνιση, και δεδομένου του αντιπάλου μου. Κι από εκεί που όταν έμπαινα στο ρινγκ οι Άγγλοι, ξέρω ‘γω, όλοι, με βρίζανε… 2-1 ήταν οι κριτές. Ένας έδωσε έμενα νικητή, δύο δώσανε αυτόν. Έχασα, δηλαδή, το πρώτο παιχνίδι στα σημεία. Όλο το γήπεδο, όλο το γκαλά με χειροκρόταγε κι όταν κατέβηκα κάτω με αγκαλιάζανε και μου λέγανε: «You good mate!» Ξες, μου λέγανε: «Είσαι καλός φίλε, δεν το περιμέναμε». «Έλα να σε κεράσουμε μια μπύρα». «Κάτσε μαζί μας στο τραπέζι». «Έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία». Μετά, έπαιξα άλλους τρεις αγώνες εκεί και μετά επέστρεψα εδώ και ξεκίνησα εδώ.
Ο πρώτος στην Ελλάδα ήταν στο Ολυμπιακό Στάδιο, στο «No Limits», με τη Γεωργία την Μπιτάκου διοργανώτρια. Πρέπει να είχε τρεις χιλιάδες κόσμο μέσα. Δεν είχαν καταλάβει στην αρχή ότι είχα ένα χέρι και μόλις το καταλάβανε, όλο το γήπεδο χειροκρόταγε.
Μόνο με αρτιμελείς έχω αγωνιστεί. Δεν έχω αγωνιστεί με... Είμαι ο πρώτος πυγμάχος μετέπειτα που πήρα την επαγγελματική κάρτα πυγμαχίας, σε όλη την ιστορία της επαγγελματικής πυγμαχίας. Έχω αγωνιστεί και στην Αμερική σαν επαγγελματίας πυγμάχος.
Το μποξ ήτανε κάτι στη ζωή μου το οποίο ήταν ένα από τα πιο θετικά ερεθίσματα που είχα. Ήταν κάτι που μου έδινε ζωή. Κι είδα ότι, όταν ξεκίνησα να διδάσκω, ήταν κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ. Μου άρεσε τόσο, όσο αγωνιζόμουνα κιόλας. Μπορώ να πω ότι και κάποιες φορές και περισσότερο. Γιατί όταν αγωνίζομαι το κάνω και λίγο σαν ψυχοθεραπεία στον εαυτό μου, ενώ όταν διδάσκω, νιώθω ότι βοηθάω το κοινωνικό σύνολο και μπορώ και περνάω στους μαθητές μου αυτά τα οποία θεωρώ σωστά και θεωρώ σαν κοινωνικά μηνύματα και θεωρώ ότι κάνω ένα λειτούργημα εκείνη τη στιγμή.
Θέλω να βγάλω έναν πάρα πολύ καλό αθλητή ή αθλήτρια, να μπορέσει να διακριθεί και να φτάσει πολύ-πολύ ψηλά, δε μιλάω μόνο για Ελλάδα. Αυτό είναι το όνειρο μου. Μακάρι να με αξιώσει ο Θεός να το καταφέρω. Και το δεύτερο είναι ότι θέλω να δημιουργήσω μποξ για ανθρώπους με ειδικές ανάγκες.