Το καλοκαίρι πηγαίναμε στην Πάρνηθα εμείς, τον χειμώνα ερχόμασταν εδώ. Γιατί το καλοκαίρι δεν μπορούν να ζήσουν η κτηνοτροφία εδώ, δεν υπήρχαν ζωοτροφές τότε κι αυτά, και τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Πάρνηθα, στη Μόλα, αν έχετε πάει.
Ο πατέρας μου είχε ένα σπιτάκι εδώ, σε αυτό το σπίτι. Έμεινε η μάνα μ’ εδώ, είχε τρεις κόρες κι εμείς ήμασταν δυο αγόρια. Ο πατέρας μου πήρε τα δυο τα αγόρια και πήγε στην Πάρνηθα με τα πρόβατα. Πήραν χαρτί απ’ τους Γερμανούς, απ’ το Σούνιο, ότι θα πάμε τόσα άτομα στην Πάρνηθα και λοιπά, πηγαίνουμε κάθε χρόνο -γιατί είχανε ζορίσει τα πράγματα- και μας επέτρεψαν να πάμε.
Αφού πήγαμε εκεί, κάποια στιγμή, έκαναν μία εξόρμηση οι Γερμανοί, στρατός πολύς. Βγήκαν στην Πάρνηθα απάνω, ήρθαν, μας βρήκαν εκεί, μας μάζεψαν, μας πήγαν στη Μόλα, στη βρύση. Εκεί, ξεχώρισαν όλους τους μεγάλους και μείναμε εμείς μικροί, ήταν κι άλλα παιδιά, αλλωνών. Τους πήρανε και εξαφανίστηκαν, τους χάσαμε.
Και με πήρανε κι εμένα να κατεβούμε στο Κατσιμίδι. Εγώ ήμουν, κι άλλο ένα παιδί, ξαδερφάκι μου, πιο μικρό. Εγώ ήμουν δεκατρίο χρονών, εκείνος ήταν οκτώ χρονών. Μας λέει ένας διερμηνέας:
«Εσείς», λέει, «θα σας βάλουμε τώρα σε ένα αμάξι, να πάτε στο Σούνιο».
Λέω εγώ: «Δε θέλω να πάω στο Σούνιο!» λέω, «Εγώ θέλω να πάω πάλι απάνω στην Πάρνηθα!»
Και μας μίλησαν εκεί πάλι ο διερμηνέας, «φυγιάστε» λέει. Τέλος πάντων. Από εκεί εμείς, μας επέτρεψαν και φύγαμε.
Μετά, ψάχναμε μέσω Ερυθρού Σταυρού, με αυτά, ας πούμε. Πού πήγαν; Μήπως σε κανένα στρατόπεδο; Οι Γερμανοί, ξέρω εγώ; Δε μπορούμε να βρούμε τίποτα.
Μετά από τριάντα χρόνια, το ‘74, απ’ το ‘44… Εκεί στο Μον Παρνές, ο δρόμος που πάει απάνω, έγινε μία εκσκαφή, που έφτιαχναν τους δρόμους. Κι εκεί, έπεσαν στον τάφο. Εκεί τους είχαν εκτελέσει. Δεκαεπτά άτομα.
Ήταν κάποιος δασικός, ήξερε το ιστορικό, τους Λεγραινιώτες, λέει: «Αυτοί είναι Λεγραινιώτες». Αυτός ο δασικός επικοινώνησε με κάποιον ότι έτσι κι έτσι και φύγαμε από εδώ, όλο το χωριό σχεδόν, και πήγαμε εκεί.
Ήταν τα χώματα στοιβιασμένα για να τα απλώσουν στον δρόμο και φαίνονταν τα κόκαλα. Είχαμε καταλάβει. Βρήκαμε σημάδια, βρήκαμε μια βέρα, κάτι τέτοια πράγματα, ας πούμε, καταλάβαμε που ήτανε αυτοί. Και τα σκάψαμε, τα σκουπίσαμε... Μαζεύκαμεν πολύ κόσμος και μαζέψαμε τρία τσουβάλια μεγάλα της ρίγας, τέτοια! Τα κόκαλα…
Απάνω που ήταν να φύγουμε, ήρθε η σήμανση και μας τα πήρε. Μας λένε:
«Δεν μπορείτε να τα πάρετε, θέλουμε να τα εξετάσουμε, να κάνουμε…»
Τους είπαμε: «Βρήκαμε σημάδια, βρήκαμε βέρες, βρήκαμε πράγματα» -ας πούμε- «δικοί μας άνθρωποι! Τους ψάχνουμε 30 χρόνια!»
Πέρασαν τρεις μήνες περίπου και δεν μπορούμε να πάμε να τα πάρουμε. Και με μέσον μεσολάβησαν, ας πούμε, και τα πήραμε. Και μας είπαν: «Είναι από δεκαεπτά άτομα, μπορούμε να σας πούμε τι ύψος είχε ο καθένας και τι ηλικία». Ακριβώς όπως είχαμε κι εμείς τα στοιχεία, όλα. Μας λένε:
«Θέλετε να σας τα ξεχωρίσουμε; Ξεχωριστά;»
«Όχι», είπαμε, «θέλουμε όλα μαζί».
Τους βάλαμε σε ένα φέρετρο, όλα μαζί αυτά, και κάναμε την κηδεία τους εδώ, ας πούμε, μετά από τριάντα χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν, με δυο αδέρφια του, τρεις, κι ένας γαμπρός από αδερφή, τέσσερις, που τους είχανε σκοτώσει…
Αυτό που μάθαμε ήτανε ότι τότες κάπου σκοτώθηκε προς το Πικέρμι, ένας Γερμανός και είπαν: «Αυτοί πού κρύβονται; Κρύβονται στο δάσος, στο βουνό». Κι έκαναν εξόρμηση και είπαν... Τότε χάναν τον πόλεμο οι Γερμανοί. Είχαν αγριέψει τα πράγματα. Οι Γερμανοί έλεγαν, που θυμάμαι εγώ: «Άμα σκοτώνετε έναν Γερμανό, θα σκοτώνουμε πενήντα Έλληνες». Έβγαιναν και μάζευαν πενήντα Έλληνες και τους σκότωναν. Και βρήκαν και τους δικούς μας και λέει: «Να καθαρίσει το βουνό!» Τους σκότωσαν όλους.
Πέρασαν όλα αυτά, εδώ ήταν ξενοδοχεία. Αυτά δούλευαν όλα με τουρίστες, με Γερμανούς, Ιταλούς, με Γάλλους… Για τους Γερμανούς, δε θέλαμε να ακούμε ούτε το όνομά τους. Τους βλέπαμε με ψυχρό μάτι. Δεν έχω συμπαθήσει Γερμανό.