Είμαι τριάντα ένα, έχω στούντιο tattoo στον Πειραιά, έχω σπουδές στα εικαστικά και τα τελευταία χρόνια σπουδάζω και στη σχολή της Αθήνας, Καλών Τεχνών.
Σε μικρή ηλικία συνειδητοποίησα ότι έχω μια διαφορετική σεξουαλικότητα από το «φυσιολογικό». Με τραβάνε ερωτικά οι γυναίκες. Αυτό το συνειδητοποίησα πάλι κατά λάθος, διότι μέχρι και τα δεκατρία μου δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει ή ότι κάτι είναι διαφορετικό με μένα. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω γενικότερα το τι αισθάνομαι.
Το έμαθα όταν έφτασε στα χέρια μου ένα κόμιξ, τα «Αρπακτικά» λεγότανε. Όπου η ιστορία αυτουνού του κόμιξ ήτανε ότι ήταν ένα ζευγάρι, άντρας-γυναίκα, που ήτανε βρικόλακες κι ήτανε μπλεγμένοι με διάφορους τρόπους και θέλανε να μπούνε και κάπως στην αστυνομία. Οπότε βρήκανε μια κοπέλα, η οποία ήταν της αστυνομίας, και προσπαθήσαν να την κάνουν κι εκείνη βρικόλακα, να είναι μαζί τους. Ο τρόπος τους όμως για να μεταδίδουν τη δύναμη τους, δεν ήτανε μόνο με το δάγκωμα, ήταν μέσα κι από το ερωτικό. Δηλαδή, κάποια στιγμή οι τρεις τους ήρθανε σ’ επαφή. Κι η εικόνα μου ‘χει μείνει χαρακτηριστικά, που η μια βρικόλακας φιλιέται με την αστυνομικίνα. Ο εγκέφαλός μου έκανε ένα «κλικ». Διότι τότε συνειδητοποίησα ότι α, υπάρχει κι αυτό! Α, αυτό είμαι! Η δεύτερη σκέψη, παρ’ όλα αυτά, ήταν ότι θα πεθάνω μόνη μου. Διότι δεν ήξερα κάτι παρόμοιο. Κάπου εκεί, συνειδητοποίησα τι συμβαίνει.
Μία από αυτές τις ιστορίες είναι και στο σχολείο όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, που ουσιαστικά είχα και την πρώτη μου σεξουαλική επαφή με κοπέλα, η οποία ήτανε απ’ το σχολείο μου μία κοπέλα. Όταν βέβαια μαθεύτηκε αυτό, μαθεύτηκε από τους γονείς της άλλης κοπέλας, κι επενέβη και το σχολείο σε αυτό, θεώρησε σωστό να μας χωρίσει τάξεις. Έκανε δυο τάξεις κι άλλαξε, στη μία έβαλε εμένα και στην άλλη, την άλλη κοπέλα.
Όλοι οι καθηγητές μετά μας είχανε στο μάτι και δε μας αφήνανε σε ησυχία. Να μας πούνε ότι: «Δεν είναι σωστό!» «Δεν είναι έτσι!» «Δεν είναι καλό!» κλπ. κλπ. κλπ. Εκτός από έναν καθηγητή, ο οποίος πιθανότατα -τώρα και που το σκέφτομαι- μπορεί να ήταν κι αυτός γκέι, γιατί είχε έτσι έναν τέτοιο «αέρα», ο οποίος έλεγε: «Δεν έχει σημασία τι είναι τα παιδιά, αφήστε τα στην ησυχία τους».
Μετά από αυτό είχα γίνει ρεζίλι στο σχολείο, είχα γίνει ρεζίλι στη γειτονιά, είχα βιώσει ένα τεράστιο bullying. Οπότε προσπάθησα κάπως με τον εαυτό μου να τα βρω, να το δεχτώ και να μπω σ’ αυτή τη διαδικασία. Και μετά από κει πήρα και το θάρρος εγώ, σιγά-σιγά και δειλά-δειλα, ν’ αρχίσω να αποδέχομαι αυτό που είμαι.
Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ ΟΚ μ’ αυτό. Διότι γνώρισα μια κοπέλα όταν έκανα αυτή την προσπάθεια, την ερωτεύτηκα πάρα πολύ κι εκείνη το ίδιο. Ήταν μικρότερη. Ήτανε δεκαεννιά, εγώ ήμουν είκοσι τρία τότε. Η μάνα της είχε ακραίες αντιδράσεις, τύπου την είχε διώξει κι από το σπίτι, τής πετούσε τα ρούχα από το παράθυρο, έψαχνε τα πράγματα της… Κάποια στιγμή πήρε τηλέφωνο σπίτι και το σήκωσε η μάνα μου και της είπε:
«Το ξέρεις ότι η κόρη σου τα ‘χει με την κόρη μου;»
Η μάνα μου, παρότι δεν της είχα πει τίποτα άλλο, από τότε είπε στη μάνα της: «Ναι, το ξέρω».
Εκείνη την ημέρα ο πατέρας μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να γυρίσω σπίτι, τώρα. Νόμιζα ότι είχα κάνει κάτι πάρα πολύ άσχημο για να μου πει να έρθω, να γυρίσω εκείνη την ώρα σπίτι. Γύρισα στο σπίτι, μ’ έβαλε στο δωμάτιο, κλείνει την πόρτα, οπότε σκέφτομαι ΟΚ, τι μπορεί να έχω κάνει και να μου κλείνει την πόρτα κιόλας; Και μου λέει: «Με πήρε τηλέφωνο η μαμά της κοπέλας σπίτι κι είπε αυτό κι αυτό κι αυτό». Κι από τη μια να χαίρομαι που η μάνα μου μ’ έχει υποστηρίξει κι έχει πει: «Ναι το ξέρω» κι από την άλλη να σκέφτομαι ωχ, και τώρα;
Παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας μου δε με άφησε πάρα δυο δευτερόλεπτα μ’ αυτή τη σκέψη και μου είπε ότι: «Ανεξαρτήτως της σεξουαλικότητάς σου, που δε μ’ ενδιαφέρει και δε με νοιάζει, μπορείς», μου λέει, «να προστατεύεις τον εαυτό σου από τέτοια άτομα;» Εννοούσε τη μητέρα της αυτηνής, η οποία ήτανε λίγο τρελή. Το οποίο με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί ίσως αν δεν είχα τους γονείς μου κι ίσως αν ήτανε κατά, να μην ήμουνα στην κατάσταση που είμαι τώρα.
Πιστεύω ότι σε όλους τους gays, σε όλους τους ομοφυλόφιλους, βαθιά μέσα τους υπάρχει πάντα ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, κόμπλεξ οτιδήποτε. Διότι η κοινωνία μας περνάει ότι δεν είμαστε φυσιολογικοί και το περνάει με τον οποιοδήποτε τρόπο.
Όταν ήμουνα εκεί στα είκοσι δύο μου, ήμουνα για καφέ με την κοπέλα με την οποία τα είχα τότε, η οποία δούλευε στη Δανία. Κι είχαμε καθίσει κι εντάξει ,δεν ήμουνα στο να είμαι διαχυτική έξω σε κείνη την ηλικία, αλλά κάποια στιγμή που ξέφυγε ένα πεταχτό φιλί. Οπότε όταν συνέβη αυτό, ένας κύριος δίπλα γύρισε έξαλλος κι έλεγε: «Θα φωνάξω να σας δείρουνε! Και μπορεί στο εξωτερικό να παντρεύεστε, αλλά εδώ δεν παντρεύεστε!»
Η κοπέλα με την οποία ήμουνα τότε ήτανε έξαλλη, διότι στη Δανία αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουνε, είναι πολύ πιο ανεκτά. Προσπάθησα να ηρεμήσω εκείνη κυρίως και να της εξηγήσω ότι δεν πρόκειται να καταλάβει κάτι. Εν τέλει έδωσα τέλος σ’ αυτό με το να πάω στον υπεύθυνο της καφετέριας και να του πω: «Δε μ’ ενδιαφέρει ποια είναι η άποψή του, δε μ’ ενδιαφέρει να τον αλλάξω, θέλω να πιω έναν καφέ ήσυχα. Θα σας παρακαλούσα, τουλάχιστον, να του πείτε να μη φωνάζει ή να κάνει πιο πέρα».
Καθημερινά, παρ’ όλα αυτά, μέχρι και τώρα, μόνο που μπορεί να κρατηθείς χεράκι με τον άνθρωπο σου, ακόμα και φίλη σου να είναι, δε χρειάζεται, υπάρχουνε αυτά τα «βλέμματα», που λέμε. Τα οποία δεν είναι τόσο αθώα κι εμένα μ’ έχουν ψιλοκουράσει.
Απ’ όλα αυτά έχω κρατήσει ότι το να είσαι ο εαυτός σου και να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου είναι το σημαντικότερο απ’ όλα. Το να προστατεύεις και να θωρακίζεις τον εαυτό σου από τη βλακεία του κόσμου επίσης είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το ταξίδι για να βρεις τον εαυτό σου μπορεί να είναι ίσως πιο άσχημο από το να το αποδεχτείς, ν’ αποδεχτείς μια άλφα σεξουαλικότητα ή οτιδήποτε. Νομίζω ότι αυτά είναι τα μεγαλύτερα μαθήματα που πήρα.