Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΜΟΥ
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΜΟΥ
Περιγραφή
Η Ελένη Δαλακλίδου περιγράφει τις τελευταίες μέρες με την αδερφή της, Ζωή, καθώς κι όσα ακολούθησαν την αποτρόπαια δολοφονία της έξω από το σπίτι τους στην Ξάνθη, το 2012.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Μπατζιομήτρου
Αφήγηση
- Ελένη Δαλακλίδου
Δημιουργία Podcast
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Ήμασταν τέσσερα αδέρφια. Πλέον είμαστε τρεις.
Είχαμε μία αδερφή με την οποία ζούσαμε μαζί, εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Όταν ήρθα εδώ πέρα ήμουνα μαζί της. Είχε τελειώσει ήδη μία σχολή στην Ξάνθη και ήρθε κι εδώ πέρα στη Θεσσαλονίκη και τελείωσε μία ακόμα σχολή, με τη γραφιστική. Παράλληλα, έψαξε και για δουλειά κι έμεινε κι αυτή εδώ πέρα. Ήτανε γραφίστρια. Κυρίως με σχέδιο ασχολιότανε, αλλά παράλληλα δούλευε και σ' εφημερίδες, έχει δουλέψει και σαν ταμίας, σ’ ένα bar restaurant. Αλλά πιο πολύ η έμπνευσή της ήταν η ζωγραφική. Μ’ αυτό ασχολιότανε. Αυτό της άρεσε.
Δυστυχώς την έχει σκοτώσει ένας, ο οποίος βασικά τη βίασε και την έβαλε φωτιά, για να καλύψει τα ίχνη του, για να μην αποκαλυφθεί το τι της έκανε και φανεί το DNA του κάπου. Συνέβη 27 Δεκεμβρίου του 2012 στην Ξάνθη. Συγκεκριμένα, κάτω απ’ το σπίτι μας.
Ήμασταν Θεσσαλονίκη και λόγω Χριστουγέννων αποφασίσαμε να ‘ρθούμε στην Ξάνθη, να γιορτάσουμε οικογενειακά. Εγώ ήρθα νωρίτερα, μετά από λίγο ακολούθησε κι η Ζωή. Γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα, πάντα οικογενειακά, ήμαστε όλοι μαζί. Την επόμενη μέρα πήγαμε στο χωριό μας. Και μετά το βράδυ και ξημερώματα της 27ης, δε γύρισε ποτέ στο σπίτι.
Γενικά η αδερφή μου ήτανε πιο κλειστός χαρακτήρας, δεν εξέφραζε τα συναισθήματά της κι ό,τι μπορεί να ένιωθε. Εκείνες τις μέρες είχε, αν όχι εκείνες τις μέρες, εκείνη τη μέρα συγκεκριμένη, έδειχνε κάποια σημάδια που δε θα τα έβλεπα αλλιώς, άμα δε γινόταν αυτό το περιστατικό. Εννοώ ότι ήταν πιο εγκάρδια με τους συγγενείς μας, τους χαιρέτησε, σαν να τους χαιρέτησε όλους, αγκάλιαζε περισσότερο απ’ ό,τι θα έκανε κάθε άλλη φορά. Η αδερφή μου γενικά, ΟΚ ναι, μπορεί να τους αγαπούσε όλους και τέτοια, αλλά της αγκαλιάς, δεν ήτανε τόσο. Εκείνη τη μέρα, για κάποιον λόγο, αγκάλιασε πολύ σφιχτά την αδερφή της γιαγιάς μου, σαν να την αποχαιρετούσε. Όταν πήγαμε στη θεία μου, έλειπε ο μικρός μας ο ξάδερφος και τον περίμενε να επιστρέψει για να τον χαιρετήσει, λες και δε θα τον ξαναέβλεπε. Σαν να ένιωθε ένα τέτοιο πράγμα.
Μόλις γυρίσαμε απ’ το χωριό, μας άφησε ο μπαμπάς μας κάτω, στο κέντρο της πόλης μας, για να βγούμε. Εκεί πέρα ήταν η παρέα μου που με περίμενε, χαιρετηθήκαμε, χωριστήκαμε. Η αδερφή μου πήγε με την κολλητή της έξω κι εγώ ήμουνα κάπου αλλού. Κι απλά εγώ γύρισα νωρίτερα στο σπίτι κι η αδερφή μου εν τέλει δεν επέστρεψε ποτέ.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είχα το τελευταίο της μήνυμα, που μου έστειλε να πάω να τη βρω. Που δεν πήγα εν τέλει κι απλά, κοιμήθηκα. Και θυμάμαι να ξυπνάω από φωνές ή μπορεί κι από ένστικτο, δεν ξέρω πώς ξύπνησα πραγματικά.
Είχε κάτι φωτιές στην πιλοτή μας. Αναρωτιόμασταν το τι συνέβη, γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουν τι γινότανε. Υπήρχανε δύο εστίες φωτιάς. Η μία ήτανε τα μηχανάκια, η άλλη ήτανε η αδερφή μου.
Δε φαινότανε ότι ήταν η αδερφή μου, δε φαινόταν καν ότι υπήρχε κάτι σε άνθρωπο εκεί πέρα γιατί είχε φυλλωσιές, οπότε υποθέσαμε ότι ήτανε τα φύλλα που πήρανε φωτιά κάπως. Και κάποιος γείτονάς μας από τη διπλανή πολυκατοικία έριξε νερό, έριξε έναν κουβά με νερό, ο οποίος ήταν αυτός που έσβησε την αδερφή μου κι εκεί φώναξε ότι βρίσκεται κάποιος άνθρωπος.
Ο μπαμπάς μου με τον αδερφό μου είχανε κατέβει κάτω για να σβήσουνε ήδη τα μηχανάκια, που είχανε πάρει και την Πυροσβεστική, βέβαια, τηλέφωνο αλλά μέχρι να έρθει. Κι όταν πήγε ο μπαμπάς μου να μπει ξανά στο σπίτι μας είδε στην πολυκατοικία, στην είσοδο, τα κλειδιά της αδερφής μου πάνω στην εξώπορτα. Κι έτσι καταλάβαμε ότι ο άνθρωπος αυτός που καιγότανε ήταν η αδερφή μου.
Tην είχε δει ήδη από το μαγαζί, απ’ ότι μας είπε. Κι όταν γύριζαν, η αδερφή μου με την κολλητή της χωρίστηκαν. Αυτός προφανώς έπεσε πάνω της ή κάτι τέτοιο που την είδε, τη στάμπαρε, πήγε να την μιλήσει. Κι ενώ ήτανε και μεθυσμένος κι αυτά, την εξανάγκασε να πάει μαζί του.
Ήταν ήδη σεσημασμένος, είχε ξανακάνει μία απόπειρα βιασμού. Στον οποίο, βέβαια, αφέθηκε ελεύθερος, γιατί η κοπέλα την είχε πάρει πίσω την καταγγελία. Και βρήκανε τα αποτυπώματά του πάνω σε ένα αμάξι, εκεί δίπλα στην πιλοτή. Και τον βρήκανε μετά από λίγες ώρες. Τον εντόπισαν αμέσως. Πήγαν στο σπίτι του. Εκεί βρήκανε το κινητό της πάνω στο πατάρι κι έτσι κατάλαβαν ότι ήτανε σίγουρα αυτός.
Μου τον έδειξαν σε φωτογραφία για να δουν αν τον ξέρω. Δεν τον ήξερα. Ούτε η αδερφή μου τον γνώριζε, γιατί η αδερφή μου ζούσε πάρα πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, οπότε δεν είχε παρέες στην Ξάνθη. Ερχότανε μόνο στις γιορτές και το καλοκαίρι που πηγαίναμε στο χωριό μας. Οπότε ήτανε κάτι τελείως τυχαίο όλο αυτό το γεγονός που έγινε.
Ζούσε εκεί στη γειτονιά μας, είχε ένα μανάβικο πιο κάτω απ' το σπίτι μας. Το οποίο, φυσικά, την επόμενη μέρα το πρωί πήγε και το άνοιξε κανονικά σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να μην έκανε ποτέ κάτι, θεωρώντας, μάλλον λέγοντας, κι υποστήριζε ότι δε θυμόταν το τι έχει κάνει.
Η απόφαση ήταν ισόβια κάθειρξη συν είκοσι πέντε χρόνια για ανθρωποκτονία, βιασμό, εμπρησμό, κι ότι έκλεψε το κινητό της αδερφής μου. Ήμουνα είκοσι δύο στα είκοσι τρία. Οι δικαστές ήταν πολύ κάθετοι σε όλο αυτό. Δηλαδή, όσο και να προσπάθησε να δικαιολογηθεί, ακόμη και το γεγονός ότι, ζήτησε να του κάνουνε, να τον εξετάσει ψυχίατρος και τα λοιπά, κι αρνήθηκε το δικαστήριο. Εννοείται ότι ένιωσα δικαίωση γιατί δεν του αναγνώρισαν κανένα ελαφρυντικό. Ακόμη και το γεγονός ότι θεωρούσε τον εαυτό του μεθυσμένο, δεν του αναγνωρίστηκε ποτέ. Γιατί ένας μεθυσμένος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει όλ' αυτά που έχει κάνει αυτός. Όλες αυτές τις κινήσεις που έκανε.
Αυτός, προφανώς, δεν του άρεσε η ποινή του και μέσα σε όλο αυτό το διάστημα έτρεξε και πήγε, έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο για να μειώσει την ποινή του, αλλά όχι για να αφεθεί ελεύθερος. Οπότε στις 15 Ιανουαρίου του 2020 έγινε μία ακόμη δίκη στον Άρειο Πάγο, για την αναίρεση που επικαλέστηκε για το Εφετείο για νομικά, για νομικά θέματα, όχι τόσο για την ποινή του, όσο για θέματα δικαστηρίου. Όπου ο Άρειος Πάγος αποφάσισε ότι πρέπει να ξαναγίνει δικαστήριο, ξανά για την ποινή του. Οπότε 6 Οκτωβρίου έγινε ξανά ένα δικαστήριο, στην οποία, φυσικά, με τον καινούριο νόμο μειώθηκε η ποινή του. Παρόλ' αυτά, τα ισόβια δεν έσπασαν, οπότε η ισόβια κάθειρξη παρέμεινε και μειώθηκαν τα υπόλοιπα χρόνια φυλάκισής του.
Την τρίτη φορά θεωρώ ότι θύμωσα. Θύμωσα που έπρεπε να τον ξαναδώ, θύμωσα που έπρεπε να ξαναζήσω όλο αυτό το πράγμα, θύμωσα που άλλαξαν οι νόμοι κι ήξερα ότι αναγκαστικά θα έπρεπε οι δικαστές να του μειώσουνε κάποια ποινή. Θύμωσα πάρα πολύ με όλο αυτό. Αλλά, παρόλ’ αυτά, το δικαστήριο ήταν ανένδοτο, παρόλο που επικαλέστηκε κάποια ελαφρυντικά, το γεγονός, ας πούμε, ότι παντρεύτηκε και ήθελε μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Το δικαστήριο ούτε αυτό του το αναγνώρισε και παρέμεινε στην υψηλότερη ποινή που μπορούσαν να του δώσουνε, ακόμη και με τα καινούρια τα δεδομένα.
Ακούγοντάς το αυτό, δεν ξέρω αν ήτανε αστείο ή αν ήθελα απλά να θυμώσω κι άλλο. Δεν μπορείς να ζητάς μία δεύτερη ευκαιρία όταν έχεις κάνει ένα κακό σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, που δεν τον άφησες να έχει μία δεύτερη ευκαιρία. Δηλαδή κι η αδερφή μου θα μπορούσε να ήθελε να κάνει οικογένεια. Δεν την άφησες όμως. Εσύ γιατί να θέλεις να κάνεις οικογένεια; Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Δηλαδή, έχεις κάνει κάτι, πάρε την ποινή σου και τελείωσε η υπόθεση για σένα. Δέξου αυτό που έχεις κάνει. Με το να προσπαθείς να βγεις έξω, κάνεις χειρότερα τα πράγματα για σένα.
Έχουμε τρέξει όλοι γι’ αυτήν, έχουμε φωνάξει γι’ αυτήν, έχουμε μιλήσει γι’ αυτήν, απ’ τη στιγμή που δεν μπορεί να μιλήσει η ίδια, και να πει όλα αυτά που έχει ζήσει. Οπότε ναι, μια ηθική δικαίωση υπάρχει σίγουρα. Κατά τ’ άλλα, ο Θεός ξέρει και θα κρίνει αυτός για το ποια είναι η σωστή δικαίωση. Αλλά πιστεύω ότι η ψυχή της θα έχει ηρεμήσει, έστω και λίγο, μετά από όλο αυτό. Κυρίως για την ταλαιπωρία που έχουμε τραβήξει εμείς.
Η Ζωή ήτανε απ’ τους πιο χαμογελαστούς ανθρώπους που υπήρχανε κι από τους πιο σοβαρούς. Δηλαδή, η Ζωή για μένα ήταν η μαμά μου, εκτός απ’ την αδερφή μου. Κι ειδικά απ’ τη στιγμή που έζησα μαζί της εδώ κάποια χρόνια, στη Θεσσαλονίκη, ήταν αυτή που μου μάθαινε πράγματα, μου μάθαινε πώς να φέρομαι στους ανθρώπους, τι να ξεχωρίζω σε αυτούς, τι να κοιτάω σε αυτούς, μου μάθαινε για την ιστορία, για πάρα πολλά πράγματα. Δεν μπορώ να το περιγράψω, αλλά είναι αυτή που μου έμαθε να είμαι αυτό που είμαι σήμερα.
Θυμάμαι πάρα πολύ τις αγκαλιές της, ήταν πάρα πολύ σφιχτές οι αγκαλιές της. Και νομίζω ότι πλέον το κάνω κι εγώ αυτό, ότι τους ανθρώπους τους σφίγγω πάρα πολύ. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Και νομίζω ότι έτσι πρέπει να τους αγαπάμε όλους τους ανθρώπους.