ΚΟΝΣΟΜΑΣΙΟΝ ΣΤΑ ΜΠΑΡ ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ
ΚΟΝΣΟΜΑΣΙΟΝ ΣΤΑ ΜΠΑΡ ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ
Περιγραφή
Μια νέα κοπέλα αποφασίζει να δουλέψει «κονσομασιόν» σε μπαρ της Τρούμπας, στον Πειραιά.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαίρη Καλαμπαλίκη
Αφήγηση
- Η αφηγήτρια ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Επεξεργασία Ήχου
- Δημήτρης Παπαδάκης
Κινηματογράφηση
- Μάγδα Μαρτζούκου
Έχω δουλέψει σε τρία διαφορετικά μπαρ με κονσομασιόν καθαρά, στην περιοχή της Τρούμπας, στον Πειραιά. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι έχει να κάνει με και κάτι παρόμοιο σε εργασία σε στριπτιτζάδικο ή στο να εκδίδεσαι. Δεν έχει καμία σχέση με αυτό, είναι ακριβώς το αντίθετο.
Η κονσομασιόν βγαίνει από το consumption, που σημαίνει κατανάλωση. Αυτά τα μαγαζιά δουλεύουν κατά βάση με αυτούς τους πελάτες, όπου απλούστατα όσα περισσότερα ποτά κάνεις, τόσα περισσότερα χρήματα βγάζεις. Σου λένε κατά λέξη: «Δε σ’ ακουμπάει κανένας, δεν ακουμπάς κανέναν. Δε μεθάς, θα είσαι σοβαρή. Ζητάς ποτά, κάνεις ποτά, τελεία». Δεν πρέπει να κάνεις απολύτως τίποτ’ άλλο.
Ξεκινάει από πενήντα ευρώ με εξήντα ευρώ το νυχτοκάματο, κάθε τέλος της εβδομάδας παίρνεις ποσοστά βάσει των ποτών που έχεις κάνει. Κάθε μαγαζί έχει διαφορετικούς κανονισμούς. Κάποια μαγαζιά σου λένε ότι την εβδομάδα πρέπει να κάνεις εξήντα ποτά, κάποια σου λένε ότι την εβδομάδα πρέπει να κάνεις πενήντα ποτά, εάν κάνεις διακόσια παίρνεις δέκα ευρώ ή τρία ευρώ ή πέντε ευρώ το ποτό, έχεις ένα κέρδος απ’ αυτά τα επιπλέον, που σημαίνει ότι βγάζει την εβδομάδα τουλάχιστον εξακόσια ευρώ. Μπορεί να βγάλεις κι οκτακόσια ευρώ, μπορεί να βγάλεις και χίλια ευρώ.
Δεν είναι θέμα επιλογής. Για μένα ήτανε μία αντίδραση. Απλά ανέκαθεν είχα μία περιέργεια να δω τους ανθρώπους στις πιο ευάλωτες στιγμές τους. Σαν ηθοποιός, αυτό που μου άρεσε στη νύχτα είναι αυτή η ψευδαίσθηση της παράστασης, όπου μόλις σβήνουν τα φώτα κι ανοίγει η μουσική όλοι κάνουν πως περνάνε καλά κι όταν κλείσει η μουσική κι ανάψουν τα φώτα, όλοι πάνε πίσω στα σπίτια τους. Για μένα ήταν και μία μορφή διασκέδασης και μία μορφή περιέργειας και μία μορφή να αλληλοεπιδράσω με ανθρώπους. Γιατί καλώς ή κακώς, περισσότερο ανάγκη έχει ο κόσμος την επικοινωνία, παρά το σεξ.
Η πραγματικότητα είναι ότι ήμουνα απαίσια σε αυτή τη δουλειά. Για τον λόγο του ότι πολλές φορές θα ερωτευόμουν κάποιον ή θα μου άρεσε κάποιος ή θα είχα μια συμπάθεια για κάποιον. Και γενικά με νοιάζουν οι άνθρωποι κι έχω τέτοιο βαθμό ενσυναίσθησης, που ήτανε για μένα ανεξέλεγκτο το να μη μεθύσω και να μην κλάψω ή να μην έχω ανάγκη να πάρω αγκαλιά κάποιον.
Ήταν ένας μηχανικός που δούλευε σε πλοίο, είχε μόλις έρθει στην Αθήνα, ήταν παντρεμένος με ένα παιδί. Αυτόν τον άνθρωπο τον συμπάθησα πάρα πολύ, γιατί όντως μπήκε σε διαδικασία να με κατανοήσει. Ένα βράδυ ήταν πολύ χάλια και μου λέει: «Θα σε πάω σπίτι σου». Και μου βγάζει μες στο αμάξι πενηντάρικα, γεμίζει το αμάξι πενηντάρικα, μου λέει: «Θέλω απλά μία αγκαλιά». Ήμουνα κι εγώ μεθυσμένη βέβαια, βάζω τα κλάματα, του λέω: «Για ποιον πούστη λόγο να δίνεις λεφτά για μία αγκαλιά και να μην τη ζητάς;»
Ερωτεύτηκα κάποιον που ήτανε σαράντα πέντε ετών. Είχε κάνει φυλακή, ήταν ένα ευαίσθητο πλάσμα που δεν παραδεχόταν τις ευαισθησίες του κι η τελευταία κουβέντα που μου είπε ήταν: «Τι να σε κάνω μωρή καριόλα χωρίς λεφτά;» Γιατί ο μοναδικός λόγος που ήθελε να με βλέπει, ήτανε να πίνει κοκαΐνη. Κι ένιωθα πολύ, πολύ σε θέση ισχύος μπορώ να πω, γιατί ποτέ δεν έβαλα τίποτα και καμία ουσία πάνω από τους ανθρώπους. Αλλά ήταν πολύ όμορφο να βλέπεις κάποιον να καταστρέφεται και να μπορείς να τον ελέγχεις βάσει μιας ουσίας.
Δεν ήμασταν ποτέ μαζί. Εγώ ήμουνα μαζί του, αυτός δεν ήτανε ποτέ μαζί μου, εμφανιζόταν όποτε δεν είχε να πιει. Ίσως μου άρεσε το μυστήριο που είχε. Είχαμε ερωτική επαφή με αυτόν τον άνθρωπο. Κι ο λόγος που ερωτεύτηκα αυτόν τον άνθρωπο ήταν γιατί υποσυνείδητα ένιωθα ότι απλά ήταν πάντα εκεί, όποτε τον είχα ανάγκη. Αλλά ήταν μία ψευδαίσθηση, γιατί δεν ήταν εκεί όποτε τον είχα ανάγκη, ήτανε εκεί όποτε είχα πιει κοκαΐνη.
Η κοκαΐνη σου δημιουργεί την αίσθηση ότι όλα έχουνε νόημα, ότι κάθε στιγμή που ζεις είναι σημαντική. Μπορεί να μιλάς με τον πιο μεγάλο μαλάκα, με την πιο τελειωμένη γυναίκα στη ζωή σου και να νιώθεις ότι, ότι μιλάς με τον πιο ενδιαφέρων άνθρωπο στον πλανήτη. Νιώθεις ότι αυτή η στιγμή που ζεις είναι λίγο σαν κινηματογραφική. Και το θέμα είναι ότι δεν είναι κι ότι είναι ψεύτικη.
Ήμουν απαίσια στην κονσομασιόν. Γιατί πάντα ερωτευόμουνα τους πελάτες, τους λυπόμουνα, έβαζα τα κλάματα αν κάποιος μου έλεγε ιστορία ότι τον έχει κερατώσει η γυναίκα του, κι έκλαιγα. Έχω πιάσει άνθρωπο που ξέρναγε και του έλεγα: «Κλαις για μία καριόλα κοτζάμ καπετάνιος;» και του άνοιγα εγώ σαμπάνιες και μου λέγανε τα αφεντικά: «Είσαι ηλίθια!» Γενικά, δεν είναι καλό να δουλεύεις νύχτα και να έχεις ενσυναίσθηση. Βγαίνεις πολύ μαλάκας και πολύ χαμένος.
Έχω κάτσει με πελάτη που με κέρναγε πενήντα ευρώ το ποτό κι απλά μου έλεγε ότι η κόρη του του παίρνει όλα τα λεφτά κι η γυναίκα του τον κερατώνει κι απλά μου μίλαγε για ένα τρίωρο. Και σηκώθηκε κι έφυγε και μου έβαλε κι ένα πενηντάρικο στην τσέπη και μου λέει: «Να ‘σαι καλά ρε κοπέλα μου, μ’ άκουσες. Έχω αγανακτήσει πια με αυτούς στο σπίτι!» Δηλαδή, θέλω να σου πω ότι, ότι όντως οι άνθρωποι έχουν ανάγκη για επικοινωνία. Κι αυτό λέει πολλά για την κοινωνία και για το πόσο, το πόσο, το πόσο έλλειψη του να ακούσεις τον άλλον υπάρχει.
Φυσικά κι αισθάνθηκα κίνδυνο, αλλά όχι επειδή ήμουνα σε κίνδυνο. Θέλω να σου εξηγήσω ότι όταν βλέπουν ένα κορίτσι το οποίο έχει τη δικιά μου προσωπικότητα, που είναι μία ιδιαίτερη, κι είναι τόσο αληθινό κι εξωστρεφή, πίστεψέ με, και οι νταβατζήδες και οι dealers και οι μπράβοι είναι φουλ προστατευτικοί κι ούτε να σε γαμήσουν προσπαθούν, ούτε να σε εκθέσουν. Μπορούνε να διακρίνουν αυτοί οι άνθρωποι και να διαβάσουνε τους άλλους σε δευτερόλεπτα, οπότε δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει ζήσει νύχτα χρόνια και να πάει να εκμεταλλευτεί τον αδύναμο. Μου ‘χουν φερθεί με αξεπέραστο, ανεπανάληπτο σεβασμό κι ανθρωπιά, άνθρωποι που στην κοινωνία μας θεωρούνται αποβράσματα. Μου ‘χουνε πάρει τσιγάρα, μου ‘χουνε πάρει να φάω και δεν έχουν ακουμπήσει ούτε μία τρίχα από τα μαλλιά μου. Πράγμα που το κρατάω φουλ στην καρδιά μου σαν κάτι, σαν κάτι πολύ όμορφο, σαν να πέτυχε το πείραμα. Με έναν πολύ αρρωστημένο τρόπο βέβαια.