Πότε γεννήθηκα δεν ξέρω, αλλά το '30 γεννηθείς είμαι. Η μάνα μου ήταν από την Αριδαία, από τη Γαράτσοβα, που λένε. Από εκεί πήγε, την πήρε, ο μπαμπάς μου. Είχα έναν πατέρα κορίτσι μου, να έλεπες ατόν, μόνο… Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Οι Γερμανοί.
Εμείς ήμασταν όλοι στο χωριό. Στο Μεσόβουνο. Το πρωί σηκώθηκε η γιαγιά μου και κοίταξε προς τα πάνω, μπήκε μέσα και λέει:
«Πέτρο! Το ρασίν πορπατεί!» Το βουνό, δηλαδή, περπατάει.
«Τι περπατάει βρε μάνα;»
«Άνθρωποι είναι, περπατάνε, κάτι θα γίνει!», λέει ατόνε, πουλί μ,’ «Κάτι θα γίνει. Αυτοί Γερμανοί είναι», λέει, «όλους θα μας σκοτώσουν! Όλους θα μας σκοτώσουνε!»
Τους μάζεψαν τους άνδρες, τους μαζέψανε κάτω στα τριφύλλια και το χωριό δώσανε φωτιά, όλα τα κάψανε. Τις γυναίκες κι εμάς μας έστειλαν να φύγουμε. Όταν φύγαμε εμείς, κοιτάξαμε, οι πατεράδες μας ήταν έτσι, σκυφτοί στα γόνατα. Οι γυναίκες, μόλις είδαν τους άνδρες έτσι, είπαν: «Θα τους σκοτώσουν».
Λίγο διάστημα που περπατήσαμε και πήγαμε, χτύπησαν τα πολυβόλα.
Οι γυναίκες, να τους έβλεπες τι γινότανε κορίτσι μου, χαμός! Κλαψίματα, το ένα, το άλλο, όλοι οι γυναίκες, όλοι... άλλη το μωρό στην αγκαλιά, μικρό μωρό, μπορεί να γεννήθηκε και τότε, πολλά μικρά παιδιά.
Πήγαμε στα Κομνηνά, δε μας κράτησαν, πήγαμε στο Ανατολικό, δε μας κράτησαν, από εκεί μας στείλανε στην Πτολεμαΐδα, εδώ δηλαδή. Μέχρι την Πτολεμαΐδα έκλαιγαν, φώναζαν, μικρά παιδάκια στην αγκαλιά τους... Αχ, ο πατέρας μου ξέρεις τι καλόν παιδίν ήτανε, κορίτσι μου; Και λεβέντης! Πολλά είδαμε, κορίτσι μου, πολλά.
Μετά, σιγά-σιγά, έφυγε το κακό, ας πούμε. Επιστρέψαμε. Όλα τα πήρανε, όλα τα κάψανε, δεν είχαμε τίποτα. Πολεμούσαμε να ζήσουμε, κορίτσι μου, δουλεύαμε στα χωράφια...
Τα ανταρτικά, τα ανταρτικά μας χαντάκωσαν εμάς.
Δούλεψα και στα ανταρτικά. Σύνδεσμος! Με έλεγες εσύ κάτι, πήγαινα, το έλεγα. Αυτό ήτανε. Επειδή ήμουνα μικρή, δεν υποψιαζόταν κανένας εμένα. Σου λέει μωρό είναι αυτή, τι θα ξέρει; Κάποιος κάτι είπε για εμάς, ήρθανε, μας πήρανε οι χωροφύλακες και μας πήγαν στην Κοζάνη. Κι εμένα και την ξαδέρφη μου. Η ξαδέρφη μου όμως ήτανε κομμουνίστρια, ήτανε. Τότε τους κομμουνιστές δεν τους ήθελαν.
«Εσύ», λέει, «ποια είσαι;»
Λέω: «Ερσαΐα Τσαρτσιανίδου».
«Κι αυτή πώς τη λένε;»
«Δεν ξέρω», λέγα τον. Επίτηδες το είπα.
Και μετά κορίτσι μ’, επήρανέ μας κι επήγαμε σε έναν άλλο μέρος... ξύλον, ξύλον, ξύλον. Πώς μας χτύπησαν! Τα ζώα πα έτσι δεν τα χτυπούσαμε! «Μικρή είναι αυτή, πολλά μικρή, μην το χτυπάτε», έλεγε ένας χωροφύλακας.
Συνέχεια μας ρωτούσανε, μας ρωτούσανε. ΠΑΟτζήδες, που ήτανε τότε, εκείνη την εποχή. Να με πάρουν λόγια. Νόμιζαν εγώ ήμουνα κουτή. Εγώ γράμματα δεν ξέρω, αλλά το μυαλό μου δούλευε, κορίτσι μ’.
Κι ύστερα ήρθαν οι άλλοι, μας πήραν, μας πήγαν στην Κοζάνη, μας βάλανε στη φυλακή. Έναν χρόνο. Κι εμένα κι αυτήν την ξαδέρφη μου.
Μας έβγαλαν, ξέρω ‘γω πώς μας έβγαλαν; Και πήγαμε με το πόδι στο Μεσόβουνο, απ’ την Πτολεμαΐδα, στο Μεσόβουνο.
Οι αντάρτοι πήραν τη μάνα μου και σκότωσάν την. Την πήραν οι αντάρτοι... Αυτοί ήθελαν να κοιμηθούνε μαζί της, πουλί μ’, κι αυτή δεν ήθελε. Και την πήρανε και πήγανε τη σκότωσαν. Και ποιος ήταν που τη σκότωσε; Του πατέρα μου πρώτος ξάδερφος! Εγώ τότε το ήξερα, αλλά δεν το ‘λεγα, φοβόμουν! Φοβόμουν. Όσο έκλαψα, έκλαψα…
Και μας άφησαν στη μέση μέσα, κορίτσι μου, όλα τα παιδιά. Εγώ είμαι η μεγάλη. Και μετά είναι ο Πελοπίδας, και μετά ήταν η Δέσποινα, και μετά ήταν η Σοφία, και τελευταίος ήταν ο Στάθης. Μικρή ήμουνα, κορίτσι μου, ας ήμουνα δεκατριών χρονών, αν ήμουν κιόλας, μικρή.
Εγώ δεν ντρέπομαι, ούτε φοβάμαι κανέναν. Με τη ζητιανιά τα μεγάλωσα, κορίτσι μου. Γύρευα, ζητιάνευα. Η Έδεσσα είχε εργοστάσια πολλά που δουλεύανε οι άνθρωποι. Και μας έδιναν όλοι ένα κομματάκι ψωμί, άλλος κρεμμύδι με έδινε, άλλος ένα καλαμπόκι με έδινε… κι έφερνα ψωμί, φαΐ και τάιζα τα παιδιά να μην πεθάνουμε από την πείνα.
Η θεία μας, ο γιος της που τη σκότωσε τη μάνα μου, πάντα με φώναζε να πλύνω τα ρούχα της, να κάνω τις δουλειές της, τι θα έφτιαχνα; Πήγαινα! Δε μπορούσα να μην πάω. Τι να κάνουμε; Περάσαμε πολλά, τα δικά μας δε λέγονται.
Καθόμουνα με μια θεία μου, τα δικά της τα παιδιά έστειλε στο σχολείο, έμαθαν γράμματα κι εμένα δε με έστειλε. Έτρεχα στις δουλειές, έτρεχα μαζί της στα χωράφια, να τσαπίσουμε, να κάνουμε, άσ’ τα μην το συζητάς! Έκανα εγώ όλες τις δουλειές κι οι κόρες της τριγύριζαν. «Τραλαλά, τραλαλό».
Δουλέψαμε πολύ, στα χωράφια. Τότε θερίζαμε και με το δρεπάνι. Γάλα δεν είχαμε, τυρί δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε. Μαγείρευα χόρτα και καθόμασταν όλοι, τους έβαζα από ένα πιατάκι, ένα κομμάτι ψωμάκι... Ύστερα ένας ξάδερφός μου μου έδωσε ένα μοσχαράκι, το μεγάλωσα και με εκείνο το γάλα μεγάλωσα τα παιδιά.
Λίγο ησύχασε ο κόσμος.
Πάντρεψα εγώ και μετά πάντρεψε κι ο Πελοπίδας. Ύστερα, ύστερα, την παντρέψαμε την αδελφή μου. Και δόξα τω Θεώ, ζήσαμε! Τι να κάνουμε, όλα τα πέρασα, δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ!