Εγώ γεννήθηκα το 1933, 12 Ιανουαρίου. Έζησα όλα τα χρόνια μέσα στους Σοφάδες.
Ήμουνα 21 χρονών, ήταν τις 30 Απριλίου ημέρα Διακαινησίμου, της γιορτής δηλαδή. Tο πρωί μετά την εκκλησία ήμασταν στην αγορά με τη παλιοπαρέα εκεί βόλτα και τα λοιπά, σχολάσαμε, ήρθαμε ο καθένας στα σπίτια μας, φάγαμε κι εγώ πήγα στον επάνω όροφο -το σπίτι μου ήταν διώροφο- κι έπεσα να κοιμηθώ.
Δεν περνάει ένα τέταρτο ακριβώς, ακούω από κάτω φωνές: «Ε, Θανάση! Θανάση!» «Τι είναι ρε παιδιά;» Βγαίνω στο παράθυρο, ήταν η παλιοπαρέα μου, τρεις φίλοι αγαπημένοι. «Έλα, κατέβα να πάμε στο λιβάδι», που εκεί μέσα στο λιβάδι έβοσκαν περίπου οχτακόσια άλογα από όλο το χωριό.
Mετά από μια ώρα περίπου, φτάνουμε στη βρύση τη μεγάλη τη τσιμεντένια που πίναν τ’ άλογα νερό. Κι ‘κει άρχισε μια βουή! Βουή χαρακτηριστική. «Τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό;» Άρχισε να κουνάει, άρχισε να κουνάει…
Τρομερός ο πόνος και διάρκεια μεγάλη! Πέσαμε όλοι κάτω, οι άλλοι έπεσαν ολόκληροι στη γη. Εγώ έτυχε να καθίσω στα γόνατα. Δηλαδή είχα το θάρρος, δεν ξέρω πώς, τι με βοήθησε την ώρα εκείνη να μη φοβηθώ τόσο πολύ κι έμεινα στα γόνατα, δεν ξάπλωσα. Κι εκείνο που είδα -ξυπνάει ακόμα τώρα τις νύχτες σαν εφιάλτης- βλέπω το λιβάδι όλο, όλη τη γη, σαν μια θάλασσα χωμάτινη! Δηλαδή, σηκωνόταν η γη περίπου στο ένα μέτρο! Ένα κι είκοσι; Ενάμισι; Και στα δέκα μέτρα πήγαινε κάτω και μετά ξανά!
Τα άλογα τώρα που ήταν μέσα, τα οχτακόσια άλογα, όπως έβοσκαν σηκωνότανε εδώ και το ανέβαζε το άλογο απάνω στη κορφή! Έβγαινε το άλογο απάνω, έπεφτε στα γόνατα, δεν μπορούσε να στηριχθεί και χλιμίντριζε, έκανε το χλιμιντρισμό… Και να ακούς οχτακόσια χλιμιντρίσματα να κάνουν… ο φόβος κι ο τρόμος απ’ τα άλογα! Να τα σηκώνει εκεί και μετά να τα κατεβάζει κάτω, να εξαφανίζονται!
Τελειώνει καμιά φορά ο σεισμός. Ξεκινάμε προς Σοφάδες τρέχοντας. Όταν πήραμε τον δρόμο να ‘ρθούμε για Σοφάδες τώρα, ήταν 30 Απριλίου, τα σιτάρια ήτανε περίπου ένα μέτρο και. Είχαν ξεσταχιάσει. Εκεί ξαναβλέπουμε το ίδιο φαινόμενο που είδαμε στο λιβάδι. Και το σπουδαίο, ακούγονταν το θρόισμα απ’ τα στάχυα, ένα «φςς…» Δηλαδή, χτυπούσαν τα στάχυα απάνω ένα με το άλλο και γινόταν αυτός ο θόρυβος. Κι οι άλλοι: «Τι είναι αυτό; Τι, τι, τι φαινόμενο είναι τούτο ‘δω; Θα μας χάσει ο Θεός!»
Φτάνουμε εδώ απ’ έξω από Σοφάδες. Στα διακόσια μέτρα περίπου βλέπουμε την άσφαλτο σχισμένη, ο δρόμος κάθετα σχισμένος κι έβγαινε νερό από κάτω, πίδακας! Έβγαινε νερό! Έβγαινε νερό! Νερό μέσα απ’ την άσφαλτο!
Μόλις μπήκα μέσα στο χωριό, τι ν’ ακούς; Θρήνος! Οδυρμός! Να φωνάζουν όλοι, να κλαίνε, να πανικοβάλλονται, να βλέπεις τι; Τι να βλέπεις... Τα σπίτια όλα πεσμένα! «Α Παναγίτσα μου, α!» φωνές... όλοι ν’ ακούγονται εδώ και να σου κόβονται τα ήπατα. Κάθε οικόπεδο τώρα εδώ ήταν η οικογένειά του όρθιοι μέσα στο οικόπεδο να κάνουν σταυρό, να κλαίνε, να κάνουν μετάνοιες άλλοι...
Έφτασα εγώ εδώ βλέπω το σπίτι. Είχε πέσει το μισό προς τα πίσω. Μ’ έπιασε το παράπονο, βέβαια. Στεναχώρια, κλάματα, να κλαίει τώρα η μάνα μου, να κλαιν οι αδερφές μου, να κλαίει ο παππούς μου, η γιαγιά μου, μέχρι που ήρθε ο πατέρας μου. Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να κλαιει στο σπίτι μπροστά. Έπεσε το σπίτι, έπεσε ο στάβλος, έπεσε η αχυρώνα, έπεσε η κουζίνα, δεν έμεινε τίποτα όρθιο! Έπρεπε να φτιάξουμε, δηλαδή, ένα νοικοκυριό απ’ την αρχή.
Μόλις έγινε ο μεγάλος ο σεισμός, μετά άρχισαν οι μετασεισμοί, κάθε δύο λεπτά, ένα λεπτό; Χιλιάδες! Χιλιάδες μετασεισμοί! Κι όχι μόνο τη μέρα εκείνη, για πολλές μέρες. Κάθε δύο λεπτά, τρία λεπτά, «Ω Παναγία μου, άντε πάλι!» «Παναγίτσα μου, κακό!» ας πούμε. Δε θα ξεχάσω τον μακαρίτη τον παππού που ήταν και θρησκόληπτος λίγο και τη γιαγιά, βέβαια, να ακούει τώρα το σεισμό και τις φωνές και να προσεύχεται και να δακρύζει, και να δακρύζει…
Δεν κοιμήθηκε κανένας το πρώτο βράδυ, όλοι προσεύχονταν και φώναζε ένας τον άλλονε για να δίνει παρηγοριά. Πώς περάσαμε τη πρώτη βραδιά; Λοιπόν, Απρίλης, πού να κοιμηθείς; Νύχτωσε, στρώσαμε κάτω. Να κουνάει κάθε πέντε λεπτά. Ευτυχώς, ήταν ζεστή η βραδιά. Ε, από τότες, θα κοιμάμασταν έξω. Δεν είχαμε σπίτι. Δεν έμεινε σπίτι κανένα. Κανένα σπίτι.
Τα προβλήματα ύστερα ήταν τεράστια, ούτε φαγητό, ούτε ψωμί, ούτε τίποτα. Ερχόταν ο στρατός κι έφερνε ψωμί και μας δώσαν σκηνές στρατιωτικές κι επειδή ήταν μεγάλες πολύ μας βάλαν δυο-τρια άτομα από τη γειτονιά, δυο οικογένειες μαζί.
Μετά το σεισμό γινόταν αγώνας ζωής. Αγώνας ζωής. «Ό,τι σώσουμε, να ζήσουμε!» Άρχισαν να κατεδαφίζουν τα σπίτια όλα, αδειάσαμε το σπίτι μέσα-έξω κι έμειναν οι τέσσερις τοίχοι. Δεν έβγαιναν όλα τα πράγματα από μέσα, λέγαμε εκείνη την ώρα: «Ό,τι γλιτώσουμε, ό,τι γλιτώσουμε». Δε σταμάτησε η σκέψη, δηλαδή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης για παράδειγμα, γιατί «πρέπει να ζήσουμε. Πρέπει να ζήσουμε!» Δηλαδή μια ζωή που, μπορούμε να πούμε, ξεκινούσε απ’ την αρχή. Ξεκινούσε απ’ την αρχή.
Ο πρώτος χειμώνας ήταν δραματικός. Έκανε πολύ καιρό να προσαρμοστεί η ζωή μας στα δεδομένα του σεισμού. Αλλά με τον χρόνο, όλα ξεχνιούνται. Πέρασε ένας χρόνος, ένας μήνας, δύο, τρεις, έφτασε ο Ιούνιος, θερίσαμε, είχαμε τις αγροτικές δουλειές, βγήκαμε έξω και μετά αρχίσαμε να χτίζουμε τα σπίτια. Το ξεχνάς. Ο άνθρωπος, μπορώ να πω, από μια πλευρά ότι είναι θηρίο, είναι το μεγαλύτερο θηρίο! Δεν το βάζει κάτω εύκολα.