Πώς λέμε ότι στη ζωή πολλά είναι τυχαία; Έτσι κι αυτό ήταν εντελώς τυχαίο. Όταν λέμε εντελώς, εντελώς.
Το 2005, θυμάμαι τον εαυτό μου να μπαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο και να πέφτει το μάτι μου σε ένα βιβλίο που έλεγε ότι δύο Γάλλοι ποδηλάτες ταξίδευαν με ποδήλατο σε όλον τον κόσμο. Βλέποντας αυτό το πράγμα, μου άναψε το λαμπάκι στο μυαλό μου. Πολύ απλά, λέω: «Κοίταξε λίγο, εσύ θέλεις να κάνεις κάτι, θέλεις να ταξιδέψεις. Δεν έχεις βρει ακόμα τον τρόπο. Ορίστε μια ιδέα!» Και πολύ απλά μετά, ξεκίνησα να ψάχνω ένα ποδήλατο, να καταφέρω να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.
Έκανα μια προετοιμασία, τρεις-τέσσερις μήνες, πόσο κράτησε, από τις αρχές του έτους. Πήρα χάρτες από έναν απλό άτλαντα, τότε δεν υπήρχε ούτε το κινητό έτσι όπως είμαστε τώρα, εύκολα, με το Google Maps, ούτε το ίντερνετ διαδεδομένο όπως είναι σήμερα, καμία σχέση. Απλοί χάρτες. Πάνω σε αυτούς τους χάρτες είχα χαράξει κεντρικούς δρόμους, κεντρικές αρτηρίες σε κάθε χώρα.
Ξεκίνησα Μάιο. Ανεβαίνοντας στο ποδήλατο και φεύγοντας από το σπίτι δάκρυσα, η αλήθεια είναι ότι το θυμάμαι αυτό. Έκανα τις πρώτες πεταλιές –βαρύ ποδήλατο έτσι; Εξήντα κιλά πράγμα τώρα– κι εγώ με το αεράκι, τώρα να με χτυπάει, να νιώθω ελευθερία… Το θυμάμαι. Για μένα ήτανε πάρα πολύ όμορφο αυτό το συναίσθημα.
Ανέβηκα το Δερβένι. Δηλαδή, πέρασα όλη τη Θεσσαλονίκη, Εγνατία, αν θυμάμαι καλά, και τη δεύτερη μέρα, έφτασα στην Αλεξανδρούπολη.
Σε κάθε σταθμό στην Τουρκία, θυμάμαι ο κόσμος με σταματούσε: «Έλα να πιεις τσάι, έλα να ξεκουραστείς, να κάτσεις…» Και, εννοείται, ρωτούσαν: «Από πού έρχεσαι; Τι κάνεις;» «Dünya tur!» «Ο γύρος του κόσμου με το ποδήλατο». Μας βλέπουνε σαν κάτι... σαν γείτονες, σαν αδερφούς. Κάθε φορά που ρωτούσαμε στην Τουρκία για φιλοξενία: «Μπορούμε να κοιμηθούμε εδώ;» «Μπορούμε να βάλουμε τις σκηνές μας εκεί;» κτλ., βλέπαμε μια τεράστια διαφορά, όταν πήγαινε, για παράδειγμα, ο Ολλανδός ή κάποιος ξένος να ρωτήσει, κι όταν πηγαίναμε εμείς, λέγοντας ότι είμαστε Έλληνες.
Έκανα ένα κομμάτι της Μαύρης Θάλασσας παραλιακά και μετά μπήκα στα σύνορα με το Ιράν, το Αραράτ. Το Ιράν, για μένα, η χώρα που έμεινε στην καρδιά μου. Αν κάποιοι μετράνε πόσο airbnb έχουνε κάνει στα ταξίδια τους, εγώ μετράω σε πόσα σπίτια έμεινα με ανθρώπους στο Ιράν. Ήταν η χώρα που αν έβαζα ταμπελίτσες κι έλεγα: «Φιλοξενία-φιλοξενία-φιλοξενία-φιλοξενία», νομίζω το Ιράν τον κερδίζει αυτόν τον αγώνα σ’ όλον τον πλανήτη! Δεν το ’χα συνηθίσει να έρχεται και να σε παρακαλάει κάποιος: «Έλα, σε παρακαλώ, θα με τιμήσεις να ’ρθεις στο σπίτι μου και να κοιμηθείς!» Είναι μια χώρα που έχει πολλά προβλήματα, κλειστή, προφανώς θέματα με ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτήν την... ας πούμε, τον εγκλεισμό τους, είναι πάρα πολύ ανοιχτοί και φιλόξενοι. Προφανώς, είμαι άνδρας κι όχι γυναίκα, έτσι; Είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα ανάμεσα στα φύλα. Αλλά εγώ είχα μια τρομερά θετική εμπειρία. Διέσχισα μια χώρα κι ήμουνα… πετούσα στα σύννεφα!
Ξεκίνησα απ’ την Ελλάδα Μάιο, αλλά το τέλος Ιουνίου με αρχές Ιουλίου στις περιοχές του Νότιου Ιράν, του Πακιστάν και της Ινδίας έχει καύσωνα, κάτι που εγώ δεν το γνώριζα. Είσαι εκτεθειμένος κάθε μέρα, όλη μέρα, σε μια θερμοκρασία η οποία είναι πάνω από σαράντα βαθμούς κελσίου, αν θυμάμαι καλά έπιασε κάποια στιγμή –το θερμόμετρο βέβαια στον ήλιο, έτσι;– και σαράντα οχτώ και διασχίζοντας την έρημο, έτσι; Έχει αρκετή έρημο ο κόσμος.
Στο Πακιστάν υπήρχε ένα σημείο τέλος πάντων αρκετά υποβαθμισμένο, όπου εξακόσια χιλιόμετρα, περίπου, δεν υπήρχε τίποτα ανά εκατόν πενήντα χιλιόμετρα. Εγώ εκεί αναγκαζόμουνα κι έπινα, όταν μου τελείωνε το νερό, από πιθάρια, όπου έβρισκα νερό, έπινα νερό το οποίο είχε και χρώμα καφέ. Αυτό δυστυχώς μου αναστάτωσε τον οργανισμό κι άρχισα κι έκανα κι εμετούς. Οπότε, μετά από μια-δυο-τρεις μέρες αυτής της κατάστασης, ο οργανισμός ψιλοκατέρρευσε.
Πήρα ένα τρένο από μία πόλη που έφτασα μετά από αρκετά χιλιόμετρα ταλαιπωρίας, τη Λαχώρη, που είναι κοντά στα σύνορα με την Ινδία, όπου εκεί πέρα ζήτησα βοήθεια από γιατρό. Κι όντως, έμεινα μέσα με ορό, μου βάλαν κι ορό, για δύο μέρες. Είχα φτάσει πενήντα εφτά κιλά. Μόλις κατέβηκα με τα χίλια ζόρια από το τρένο, θολωμένο μυαλό, θυμάμαι ότι είχε σκάλες. Ποδήλατο να ανεβάσω, πράγματα να κατεβάσω, έκανα δυο-τρεις φορές, ήτανε μαραθώνιος, το ένιωσα σαν μαραθώνιο αυτό το πράγμα. Να ανεβώ τι; Είκοσι σκαλάκια. Ενώ είχα κάνει πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα ήδη; Πέντε-έξι; Αλλά αυτά τα είκοσι σκαλάκια μού φαινότανε πολύ πιο δύσκολα απ’ αυτά τα έξι χιλιάδες χιλιόμετρα που ’χα κάνει.
Ευτυχώς, η θερμοκρασία, μπαίνοντας στην Ινδία, έπεσε, γιατί μπήκαμε στην περίοδο των μουσώνων, οπότε άρχισε λίγο κι έβρεχε, δροσίστηκα και τσούκου-τσούκου-τσούκου, πήρα τα πάνω μου και συνέχισα αυτό το πολύ όμορφο ταξίδι. Από κει και πέρα, όλες οι χώρες, από Βιετνάμ, Καμπότζη, Ταϊλάνδη, Μαλαισία μέχρι και τη Σιγκαπούρη, μπορώ να πω ότι τότε, μου φάνηκαν αρκετά παρθένες.
Θυμάμαι ότι δυσκολεύτηκα, ήτανε και περίοδος των βροχών, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ στο Βιετνάμ να βρίσκω μέρη να βάζω να κατασκηνώνω, να βάζω τη σκηνούλα μου. Διότι πολλοί ορυζώνες, χτισμένα αριστερά δεξιά του δρόμου... Οπότε, μπορεί να με ’βλεπες να κατασκηνώνω μπροστά από το σπίτι του αλλουνού, την πόρτα του, την αυλόπορτα, και το πρωί ξυπνούσαν κι ερχόνταν, με χαιρετούσανε κτλ. και συνέχιζα. Θυμάμαι ότι έμενα αρκετά σ’ αυτές τις χώρες, με φιλοξενούσαν σε βενζινάδικα. Έχει πολύ ωραία βενζινάδικα! Είχε νερό και τουαλέτα, με βόλεψε πάρα πολύ. Κι είχε κι ανθρώπους, γνωριζόμασταν, λέγαμε ό,τι μπορούσαμε για να συνεννοηθούμε, προφανώς δε μιλούσαν όλοι αγγλικά. Πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, απλοί, ευχάριστοι, με λίγα πράγματα –ντάξει, όπως ο περισσότερος κόσμος, με εξαίρεση προφανώς τις Δυτικές χώρες, όπου είμαστε λίγο πιο αγκυλωμένοι στα αγαθά και στα αντικείμενα– πιο χαλαροί, πιο ήρεμοι. Και πέταξα μετά από κει Αυστραλία, για να συνεχίσω στο χάος της ερήμου.
Κατεβαίνω ωραία εγώ απ’ το αεροπλάνο, περιμένοντας να πάρω και το ποδηλατάκι μου και να συνεχίσω το ωραίο μου ταξίδι. Και τι γίνεται; Μου λένε: «Α, συγγνώμη, το ποδήλατό σας θα μπει στην καραντίνα». Τι θα πει αυτό; Βρέθηκα έρμαιος να περπατάω στην πόλη, ψάχνοντας να δω τι θα γίνει και πότε θα μου αποδεσμεύσουν αυτό το ποδήλατο, να κάνουν τους ελέγχους τους απαραίτητους και να μου το δώσουνε για να συνεχίσω εγώ το ταξίδι μου.
Περπατώντας σ’ αυτήν την πόλη, έτυχε –λέω πώς είναι η τύχη κάποιες φορές– βλέπω μια ελληνική εκκλησία. Και ρώτησα. Μου μίλησαν ελληνικά! Πού; Στη Βόρεια Αυστραλία στη μέση του πουθενά, έτσι; Κι έτυχε να βρω ανθρώπους Έλληνες και μάλιστα οι άνθρωποι να με φιλοξενήσουν στο σπίτι τους. Το Ντάργουιν έμαθα τότε ότι είχε δέκα χιλιάδες Καλύμνιους, η Κάλυμνος είχε μετακομίσει στη Βόρεια Αυστραλία…
Μπορώ να πω ότι ήτανε η μεγαλύτερη πρόκληση ψυχολογικά η διάσχιση της Αυστραλίας. Διότι όσους λίγους ποδηλάτες διέσχισα, κανένας δεν πήγαινε με τη φορά που πήγαινα εγώ, πηγαίναν ανάποδα. Κι αυτό γιατί, μου είπαν και το έμαθα, ότι οι μάζες του αέρα έχουνε σταθερή πορεία, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο που διέσχιζα εγώ. Είχα κάθε μέρα κόντρα αέρα. Ο αέρας μάλλον είναι ο χειρότερός σου εχθρός. Για να γλιτώσω αυτόν τον αέρα, παρατήρησα ότι έκοβε το βράδυ. Οπότε ποδηλάτησα αρκετές νύχτες, αντί για μέρες. Ξεκουραζόμουνα την ημέρα και ποδηλατούσα το βράδυ, που έπεφτε κάπως ο αέρας.
Η Νέα Ζηλανδία, η αλήθεια είναι, είναι μια πανέμορφη χώρα και γνώρισα και Μαορί. Κάποια στιγμή που μπήκα κάπου να πάρω ένα ζεστό τσάι, ήρθαν κοντά μου και μου μίλησαν. Μόλις άκουσαν ότι ήμουνα Έλληνας, με πήρανε και με πήγανε σε έναν τοίχο, ο οποίος ήταν μνημείο για τους ντόπιους, τους Μαορί, που είχανε έρθει κι είχανε πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης. Οπότε κατάλαβα πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Οι Μαορί, καταλαβαίνεις, είναι Πολυνήσιοι, έχουνε πολύ διαφορετικά στοιχεία προσώπου και σώματος από μας. Παρόλα αυτά, έβλεπες αυτούς τους ανθρώπους στην Ελλάδα και καταλάβαινες ότι είχανε διασχίσει όλον τον κόσμο για να βοηθήσουνε τη χώρα μας να απελευθερωθεί από τους Γερμανούς τότε, στον πόλεμο. Για μένα ήτανε φοβερό, έτσι; Δηλαδή, εκεί που λες: «Είμαι ένας ξένος και δεν έχω κανένα κοινό σημείο μ’ αυτούς τους ανθρώπους», να που βρίσκεις κοινά σημεία παντού.
Στον Καναδά δεν έκανα πολύ ποδήλατο, άρχισα να κατηφορίζω, διότι είχε αρχίσει να πλησιάζει ο χειμώνας τότε. Η αλήθεια είναι ότι γενικότερα στις Δυτικές χώρες ο κόσμος είναι πολύ πιο κλειστός, έχει τη δική του καθημερινότητα, είμαστε πιο κλεισμένοι στον εαυτό μας. Ο Δυτικός κόσμος σαφώς δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τον κόσμο ο οποίος επισκέπτεται τη χώρα τους. Θυμάμαι στο Penn Station στη Νέα Υόρκη, στο Μανχάταν, να κοιμάμαι με άστεγους δίπλα-δίπλα. Είχα να φιλοξενηθώ εκεί πέρα, απλά έτυχε να φτάσω 2 η ώρα το πρωί. Απ’ το να ψάχνω κάπου αλλού κτλ. και κατάλυμα, λέω: «Θα πάω στον σταθμό, θα κοιμηθώ θα βάλω...». Ε, βρήκα ανθρώπους που κοιμότανε κάπου δίπλα, άραξα κι εγώ με το ποδήλατο. Ήρθαν, βέβαια, κάποια στιγμή, αστυνομικοί και μας σήκωσαν όλους: «Απαγορεύεται να κοιμάστε εδώ», αλλά οκέι, ντάξει.
Ο ύπνος, όταν κάνεις ένα μεγάλο ταξίδι, το πού θα κοιμηθείς είναι μια ολόκληρη διαδικασία. Γενικότερα, ψάχνεις ένα κατάλληλο μέρος. Κάποιες φορές δε σου βγαίνει, όμως, οπότε κοιμάσαι όπου βρεις. Κάποια σημεία που μου έχουνε μείνει: Να κοιμάμαι στο Ιράν κάτω από γέφυρες, να κοιμάμαι μεσημέρι, έτσι, για να ξεκουραστώ απ’ αυτήν την αδυσώπητη ζέστη. Φαντάσου, ήταν η μόνη σκιά που μπορούσες να βρεις σε μια τεράστια έρημο, κάτω από γέφυρες αυτοκινήτων, που περνάει ο δρόμος από πάνω. Ένα.
Δεύτερο, θυμάμαι μια υπέροχη σκηνή ανεμοθύελλας. Έγερνα, για να καταλάβεις, για να κρατήσω το ποδήλατό μου, να μπορώ να ποδηλατήσω, έγερνα σε αρκετά μεγάλη κλίση, που σημαίνει ότι είχε πολύ αέρα. Οπότε, εκεί αναγκάστηκα κι είπα: «Θα σταματήσω όπου βρω». Βρήκα ένα κτίσμα, έτσι, σαν αποθηκούλα ήτανε, ανοιχτή από παντού, έτσι, δεν είχε παράθυρα κτλ. και μέσα είχε σκουπιδαριό. Ε, λοιπόν, έκανα λίγο με τα πόδια μου, μάζεψα τα σκουπίδια σε μια άκρη, έβαλα την κουβερτούλα μου κάτω και το στρωματάκι από πάνω και κοιμήθηκα εκεί πέρα, για να γλιτώσω όλον αυτόν τον αέρα, που με πονούσε, ας πούμε, η άμμος να σε χτυπάει.
Θυμάμαι στη Χιλή, επάνω, κοντά εκεί που έχουνε τα αστεροσκοπεία, που έχει πολύ καθαρό ουρανό, να κοιμάμαι στη μέση του πουθενά, πάλι κουβερτούλα κάτω σε μια πλαγιά, χωρίς σκηνή, χωρίς αντίσκηνο, και να βλέπω τα αστέρια. Φανταστικό κι αυτό, έτσι, μου ’χει μείνει. Έχω κοιμηθεί σε πολλά σημεία, έτσι, που θα ’λεγες: «Δεν κοιμάται κάποιος».
Μεξικό, Γουατεμάλα κι όλες αυτές οι μικρές χώρες μέχρι τον Παναμά, προφανώς, βλέπεις φράχτες ψηλούς πλουσίων και βλέπεις μετά παράγκες, απλά καταλύματα, όπου μένει ο υπόλοιπος, ο περισσότερος κοσμάκης. Οκέι, αλλά όλοι είναι χαρούμενοι, όλοι είναι ευχάριστοι. Δε λέω ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, έτσι; Παντού υπάρχουν προβλήματα, σε όλες τις χώρες, αλλά δεν μπορώ να πω ότι η φτώχεια σημαίνει κι εξαθλίωση. Αυτό που εμένα μου έκανε εντύπωση είναι ότι για έναν φτωχό είναι πολύ πιο εύκολο να δώσει κάτι παρά για κάποιον που έχει. Οπότε, ναι μεν έζησα, γνώρισα και προσπάθησα να έρθω κοντά σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν λιγότερα από μένα, αλλά δίναν περισσότερα από όσα είχα εγώ συνηθίσει να δίνω.
Απ’ τις λίγες φορές που ένιωσα πολύ λίγο απειλημένος, ήταν όντως ένας ποδοσφαιρικός αγώνας στη Λίμα του Περού. Κάποια στιγμή, βλέπω ανθρώπους, από μακριά, έτσι; Τσούρμο ανθρώπων. Έρχεται, κατά τύχη μου, ένα παλικάρι από πίσω, με ποδήλατο επίσης, και μου λέει: «Έτσι όπως είσαι, στρίψε απ’ την άλλη. Τώρα!» Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι γινόταν, τον άκουσα, όμως, οπότε τον ακολούθησα. Και, γυρνώντας το κεφάλι μου πίσω να δω, όντως, τους περαστικούς τούς ξάφριζαν, τους έπαιρναν τα πορτοφόλια, λεφτά κτλ. Και μου λέει: «Συνηθίζεται αυτό το πράγμα». Γενικά, δε μου έχει ξανατύχει να φοβηθώ, εκεί λίγο έτσι, ξαφνιάστηκα, να το πω απλά. Είχα την τύχη να μη με βλέπουνε πολύ σαν πορτοφόλι, γιατί ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος με απλά ρούχα, με τσάντες, με πράγματα που δε φαντάζουνε, δε γυαλίζουνε, δεν, δεν, δεν, λασπωμένα ποδήλατα κτλ., δεν ήμουνα του κουτιού.
Όταν δε γνωρίζεις, δε φοβάσαι. Στο Πακιστάν, χαιρετούσα κάποια τζιπάκια, που έβλεπα, όμως, κάτι τεράστια όπλα πάνω: «Γεια σας, γεια σας, γεια σας»–, τελικά μου είπαν και το έμαθα ότι τα σύνορα Ιράν-Αφγανιστάν-Πακιστάν γίνεται μια τρελή διακίνηση ναρκωτικών, οπίου. Και, προφανώς, φυλάσσονται όλα αυτά. Αλλά κι οι άνθρωποι, εννοείται, δεν κάθονται να ασχολούνται με κάποιον που κάνει ποδήλατο. Χαιρετούσα εγώ χαιρετούσαν κι αυτοί!
Είχα μπει στο mood ότι είμαι πολύ κοντά πλέον, στο τέλος. Ο γύρος της ευρώπης ήταν άντε να το κάνω κι αυτό και να γυρίσω. Είχα μια ιδιαίτερη εμπειρία με πυροσβέστες. Για κάποιο λόγο, ο σταθμός πυροσβεστών εκεί ήτανε πολύ οργανωμένοι επαγγελματικά, οπότε υπήρχανε χώροι κι έμεινα πολλές φορές σε πυροσβέστες. Και, μάλιστα, ο ένας σταθμός, τους έλεγα σε ποια πόλη θα πάω και μου λέγαν: «Α, να πας να βρεις εκείνους». Κοιμόμουνα εκεί πέρα, μου δίναν φαγητό, τρώγαμε μαζί, δηλαδή, και την άλλη μέρα συνέχιζα για την επόμενη πόλη, τον επόμενο πυροσβεστικό σταθμό.
Από εκεί και πέρα τα έκανα όλα πολύ γρήγορα. απ’ τη στιγμή που πάτησα πάλι πίσω στην ηπειρωτική Ευρώπη, Γαλλία, Ελβετίες, Αυστρίες κτλ., σφαίρα πίσω Ιταλία, Ελλάδα, μέχρι να τελειώσω. Και τελείωσα αυτό το πολύ ωραίο ταξίδι, που κράτησε δεκατέσσερις μήνες, με έναν γύρο Ελλάδας. Τερμάτισα στο σπίτι μου, όπου και με περίμεναν οι συγγενείς μου και φίλοι, και ήτανε κάτι πολύ, έτσι, συγκινητικό στο τέλος.
Δεκατέσσερις μήνες, είχα βγάλει ένα budget κι έμεινα σ’ αυτό το budget, περίπου δέκα χιλιάδες ευρώ, το 2005. Τα μισά, για να μην πω παραπάνω απ’ αυτά, ήτανε σε μετακινήσεις: αεροπλάνα, αεροπορικά, καράβια κτλ. Οικονομικά και μόνο ήταν πολύ πιο φθηνό απ’ ό,τι αν ζούσα αυτούς τους μήνες στη χώρα μου.
Έχοντας κάνει αυτό το μεγάλο ταξίδι και πολλά άλλα, καταλαβαίνεις ότι είσαι μικρός και πρέπει λίγο να μαζευτείς. Δεν έχουμε τον έλεγχο που νομίζουμε, oύτε είμαστε τόσο σημαντικοί όσο νομίζουμε. Μαθαίνεις να εκτιμάς, μαθαίνεις να σέβεσαι τη διαφορετικότητα και μαθαίνεις να σέβεσαι και το σπίτι σου, και το σπίτι σου είναι το μεγάλο σπίτι σου, που είναι ο πλανήτης που ζούμε. Με έκανε, νομίζω, λίγο περισσότερο άνθρωπο αυτό το ταξίδι, όπως εγώ θα ήθελα να είμαι.