Εγώ είμαι «ΚΚΕ», δηλαδή Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια.
Από τα 16 μου, με είχε πιάσει μία μούρλα, να είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος, αποφάσισα ότι θα ζήσω με χαρτί και με μολύβι. Που δε χρειάζεται τίποτα άλλο, καμία άλλη υλικοτεχνική υποδομή δηλαδή. Και έτσι κατέληξα σε αυτή την απόφαση, τη διατηρώ μέχρι τώρα που είμαι 60 ετών. Σαράντα τέσσερα χρόνια, από τα 16 μέχρι τα 60, και ζω με χαρτί και με μολύβι, με τίποτα άλλο.
Μεγάλωσα σε διάφορες ελληνικές πόλεις λόγω μεταθέσεων του μπαμπά. Οι πιο σημαντικές για μένα ήτανε η Θεσσαλονίκη και ο Βόλος, γιατί εκεί κατά κάποιο τρόπο ανδρώθηκα, δηλαδή πέρασα την εφηβεία μου, οπότε άρχισα να διαβάζω περίεργα βιβλία για τα δικά μας δεδομένα, Αλμπέρ Καμύ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Κορνήλιο Καστοριάδη. Κι είχα δει και μια ταινία που λεγότανε «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» που έπαιζε η Betty Davis. Διαπίστωσα ότι ένας άνθρωπος μόνο με το σώμα του ή με το μυαλό του μπορεί να φτιάξει μια σταδιοδρομία ή να επιζήσει. Η Betty Davis ήταν μια συγκλονιστική ηθοποιός και είπα: «Οκ, αυτή το κάνει με το κορμί της και με τα μάτια της και με την φωνή της, εγώ θα το κάνω με το αυτό που έχω, δηλαδή με το μυαλό μου και με το χαρτί και με το μολύβι».
Η πρώτη μου δουλειά ήταν στα δεκαεπτάμισι μου χρόνια, που εδώ παραδίπλα, Φωκίωνος Νέγρη είναι το περιοδικό «Θεατρικά» του Γιώργου Χατζιδάκη, και με προσλαμβάνει έναντι 50 δραχμών την ώρα, τότε, να κάνω αγγαρείες. Δούλευα περίπου τέσσερις με πέντε ώρες κάθε μέρα, οπότε έπαιρνα 200 με 250 δραχμές. Κι οι αγγαρείες ήταν να πάω να βρω τον Κώστα Ταχτσή και να του πάρω συνέντευξη. Να βρω την τραβεστί Μπέττυ και να της πάρω συνέντευξη. Να πάω στην Εθνική Βιβλιοθήκη και να αντιγράψω κείμενα, γιατί απαγορευόταν να βγάλεις φωτοτυπίες εφημερίδες παλιές, της δεκαετίας του ’30. Οπότε, επειδή χρειαζόταν τα κείμενα ο Γιώργος ο Χατζηδάκης, έπρεπε εγώ να κάθομαι να τα αντιγράφω με τα καθαρά μου γράμματα κτλ. Μεταξύ αυτών και να πάω να πάρω δύο κιλά πορτοκάλια ή αυτό. Έκανα τα πάντα επί τέσσερις με πέντε ώρες την ημέρα. Και έτσι γνώρισα και θαυμάσιους ανθρώπους. Τον Λουκά τον Θεοδωρακόπουλο, τον ηγέτη, τον leader του ομοφυλοφιλικού κινήματος στην Ελλάδα που έβγαζε το περιοδικό «Αμφί» τότε, και πολλούς άλλους ανθρώπους.
Μεταφράζαμε κείμενα τα οποία δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε γιατί δεν είχανε μεταφραστεί, οπότε τα μεταφράζαμε εμείς για το κέφι μας. Με μολυβάκι, γομολάστιχα, τετράδια κι όλα αυτά. Κείμενα του Allen Ginsberg, του William Burroughs, του Nabokov. Σιγά-σιγά, αυτό μέσα από σχέσεις με εκδότες και εκδοτικούς οίκους έγινε επάγγελμα. Κι εγώ ζω από αυτό ας πούμε, μεταφράζοντας και γράφοντας. Ήταν μια πολύ ωραία συγκυρία και τύχη αυτό το πράγμα, το να ξεκινήσεις από κάτι που είναι το κέφι σου και το κέφι αυτό να γίνει μετά επιτήδευμα, να γίνει επάγγελμα ας πούμε, να σου προσφέρει το ψωμί και το κρασί σου κάθε μέρα, τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον.
Μία φορά έφυγα από το περιοδικό «Ήχος» του Κώστα του Καββαθά. Με εξαιρετικά χρήματα εκείνη την εποχή. Δηλαδή, γράφαμε κείμενα είκοσι χρονών παιδιά και πληρωνόμαστε. Και κάποια στιγμή στον «Ήχο» είχανε γράψει κατά του Bob Dylan, ότι ο Bob Dylan αυτό, ας πούμε είναι ξεπουλημένος και διάφορα τέτοια. Κι εγώ έστειλα επιστολή ως αναγνώστης του «Ήχου» η οποία ήταν και επιστολή παραίτησης. Και λέω: «Δεν μπορώ να συνεργάζομαι με ένα περιοδικό το οποίο βρίζει τον τεράστιο Bob Dylan ας πούμε». Στα 21 μου, στα 22. Αυτό κάνω ακόμη και τώρα, δηλαδή διάφορες προτάσεις που μου έχουνε γίνει να αναλάβω πράγματα, εάν δεν είναι στον απολύτως δικό μου αξιακό χώρο, τις παρατάω και συνεχίζω να 'μαι αυτό που είμαι.
Και νομίζω ότι αυτό είναι το αλάτι της ζωής, δηλαδή, κάποιος ανεξαρτήτως του τι ιδέες κουβαλάει, να έχει μία έντονη προσωπικότητα και να στηρίζει αυτά τα πράγματα. Να μην είναι δημόσιος υπάλληλος των ιδεών. Να είναι μία παλλόμενη μεμβράνη ας πούμε. Πώς είναι η γκρανκάσα; Να πάλλεται ας πούμε ή τα κλαρίνα στην Ήπειρο, να υπάρχει ένας παλμός. Αυτό στην Ελλάδα ευτυχώς υπάρχει ακόμη, δηλαδή υπάρχουν προσωπικότητες που είναι έτσι.
Κάποια στιγμή με τον φίλο μου τον Θάνο τον Σταθόπουλο, εκλεκτό ποιητή, μίνιμαλ –μίστερ μίνιμαλ τον λέω–, μινιμαλιστής ποιητής, ακούμε Tuxedomoon, πίνουμε, συζητάμε για τη λογοτεχνία, για τον Flaubert, για τον Ginsberg και όλα αυτά. Και του λέω: «Ρε Θάνο, ήταν ωραία η ιδέα του Καρούζου να ενταχθούν. Μήπως να ενταχθούμε και εμείς;». Μου λέει: «Τι εννοείς;». Του λέω: «Να παντρευτούμε». Μου λέει: «Μεταξύ μας δε γίνεται διότι είμαστε ας πούμε στρέιτ». Του λέω: «Όχι μεταξύ μας, να παντρευτούμε δύο κοπέλες». Εγώ είχα παντρευτεί ήδη μία φορά ας πούμε, δύο φορές, συγγνώμη, είχα παντρευτεί δύο φορές, ο Θάνος δεν είχε παντρευτεί ποτέ, 1993. Και του λέω: «Εγώ το έχω δοκιμάσει, είναι ωραία εμπειρία ο γάμος. Δηλαδή κάπου εντάσσεσαι, αισθάνεσαι ας πούμε ότι έχεις ένα νοικοκυριό, τακτοποιείς τα θέματα, μοιράζεις τα κοινόχρηστα και αυτά, έχει ένα γούστο ο γάμος». Μου λέει: «Καλή ιδέα, να παντρευτούμε». Κι αρχίζουμε να σκεφτόμαστε ποιες θα παντρευτούμε.
Είχαμε δύο φίλες. Μέναν αυτές μαζί τότε στην Κεφαλληνίας, εδώ πιο κάτω. Του λέω: «Θάνο, να παντρευτούμε την Ελένη και την Αννίτα». Μου λέει: «Πολύ καλή ιδέα! Ταιριάζουνε, είναι εξαιρετικές φίλες, παρέα φοβερή, είναι μόνες τους». Οκ, ο Θάνος, επειδή είναι και πιο γκουρμέ από μένα και πιο κόσμιος, φοράει μία γραβάτα απίστευτη ας πούμε. Πάει να μου φορέσει εμένα, του λέω: «Σ' ευχαριστώ», μου τη φοράει όμως και με το ζόρι. Πλενόμαστε, ντυνόμαστε. Ξημερώνει, πάμε σε ένα ανθοπωλείο, αγοράζουμε με ό,τι λεφτά είχαμε λουλούδια, παίρνουμε ένα ταξί και φτάνουμε Κεφαλληνίας 21 αν δεν κάνω λάθος που μένανε τα κορίτσια.
Χτυπάμε το κουδούνι: «Ίκαρος και Θάνος». Μας ανοίγουνε: «Περάστε». Λέω εγώ ως λίγο μεγαλύτερος από τον Θάνο και πιο θαρραλέος σε αυτά, λέω: «Ήρθαμε να σας καλέσουμε σε γάμο, να σας κάνουμε πρόταση γάμου». «Τι γάμου;» «Να παντρευτούμε», λέω εγώ. «Α! Καταπληκτική ιδέα!» Το συζητάνε μεταξύ τους, φεύγουνε κάποια στιγμή, πάνε στα ενδότερα. Έρχονται, λένε: «Ναι, να παντρευτούμε». Λέει ο Θάνος που 'ναι περίεργος και συντηρητικός: «Όχι όπως ο Ίκαρος στον δεύτερο γάμο πολιτικό, θα κάνουμε θρησκευτικό γάμο». «Θρησκευτικό, εντάξει», λένε τα κορίτσια. «Σε ένα παρεκκλήσι, ας πούμε, σε ένα χωριό του Πηλίου. Το γλέντι θα γίνει στην ταβέρνα του τάδε». «Μέσα» ξέρω 'γω. «Στους Μιλάνους. Στους αδερφούς Μιλάνους που είχανε στον Βόλο μια φοβερή ταβέρνα, «Η Σκάλα των Μιλάνων».
Προχωράει η συζήτηση, ανοίγουνε κρασιά, τα άνθη είναι στο βάζο κι έχουνε δεχθεί τα κορίτσια να παντρευτούμε. Έχουμε κανονίσει και πού, το παρεκκλήσι και όλα αυτά. Και τίθεται ένα ζήτημα το οποίο είναι βασικό: ποιος θα παντρευτεί με ποια, αυτό δεν το 'χαμε συζητήσει. Λέω: «Θάνο, όπως ξέρεις εγώ τα είχα με την Αννίτα, οπότε θα παντρευτώ την Ελένη κι εσύ θα παντρευτείς την Αννίτα». «Όχι», μου λέει, «εγώ θέλω να παντρευτώ την Ελένη». Η Ελένη λέει: «Όχι, δε θέλω να παντρευτώ τον Θάνο, θέλω τον Ίκαρο». Η Αννίτα δεν ήθελε τον Θάνο και έγινε ένα μπάχαλο, και ο γάμος δεν έγινε διότι διαφωνήσαμε στο ποιος θα παντρευτεί με ποια. Ενώ το να παντρευτούμε και οι τέσσερις είχε τακτοποιηθεί.
Είναι πράγματα που τα έχεις ζήσει και τα διαβάζεις και πράγματα που δεν τα έχεις ζήσει, τα διαβάζεις και θες να τα ζήσεις. Από την μια μεριά είναι τα διαβάσματα που σίγουρα σε επηρεάζουνε. Λες: «Αυτό που έκανε ο Kerouac θέλω να το κάνω και εγώ», σε πιάνει μια ζήλια, έτσι. Και από την άλλη μεριά είναι ότι έχεις κάνει κάποια πράγματα και λες, τα διαβάζεις μετά σε ένα βιβλίο και λες: «Πω γαμώτο το 'χω κάνει». Είναι ένα ανακάτεμα.
Επειδή είχα μια ωριμότητα, ήμουν ένα σοβαρό παιδί και ήμουν ένα κράμα πολύ κυριλέ ανθρώπου, γκουρμέ ας πούμε, κυριλέ και καθωσπρέπει, και από την άλλη μεριά αναρχικού. Δηλαδή φαντάσου όταν έγραφα στο Ιδεοδρόμιο φορούσα Burberry, παπιγιόν και ξέρεις. Οι αναρχικοί με μισούσανε. Στέλναν μηνύματα στον Χρηστάκη: «Τι τον θες αυτόν;» Η αντίφαση είναι μέσα… Καταρχάς δεν είναι αντίφαση, είναι μία γλύκα. Δηλαδή, γιατί όταν γράφεις στο Ιδεοδρόμιο έπρεπε να ντύνεσαι σαν λέτσος. Είχα μία και επιμένω να έχω μία pop art αίσθηση του του τρόπου ζωής ας πούμε. Είμαι καλοπερασάκιας. Με την καλή ή με την κακή έννοια, μου αρέσει να περνάω υπέροχα. Να πίνω τα καλύτερα, να τρώω τα καλύτερα. We are the best and we fuck the best, όχι the rest. Δηλαδή χάρηκα πάρα πολύ όταν έβγαλα τρία βιβλία στην Εστία, έτσι. Ενώ υποτίθεται πέρασα από τον Λεωνίδα Χρηστάκη κι από όλα αυτά. Γιατί όχι;
Εγώ είμαι «ΚΚΕ», δηλαδή Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια. Για μένα η Κυψέλη είναι το ιδανικό φυτώριο για αυτά τα πράγματα, είναι ένα θερμοκήπιο αγάπης για φίλους και έρωτος. Γιατί θεωρώ ότι είναι μία περιοχή ερωτευμένη, όλοι οι άνθρωποι εδώ είναι ερωτευμένοι.
Στο Au Revoir πήγα 17 χρονών πρώτη φορά. Με πήγαν φίλοι ηθοποιοί και το λάτρεψα αυτό το κατάστημα. Έγινε σπίτι μου, το δεύτερο σπίτι μου. Δηλαδή έχω αλλάξει τόσα σπίτια, το Au Revoir δεν το αλλάζω. Εκεί πήγα με την πρώτη μου σύζυγο, με την δεύτερή μου σύζυγο, με όλες τις κοπέλες που είχα στην ζωή μου μετά, με φίλους, με κολλητούς, με αυτά. Είναι ναός, το λέω ναό.
Ο κύριος Λύσανδρος με ξέρει ας πούμε από 17 χρονών παιδάκι, είναι σαν μπαμπάς ας πούμε. Γιατί είχα κάτσει στο Au Revoir, μείναμε οι δυο μας στο τέλος, φύγανε όλοι οι πελάτες και μείναμε οι δυο μας και καθόμουνα στην μπάρα, στην οποία μπάρα για να φτάσω, δεν ξέρω, δύο διαμερίσματα, πρέπει, αν είχα δύο διαμερίσματα και τα είχα πουλήσει, τόσα τα χρήματα. Για να κατέβω από το πατάρι στην μπάρα, ήτανε φοβερή η διαδικασία, και να έχω μία θέση στην μπάρα του Au Revoir. Και ο Λύσανδρος μού λέει: «Ίκαρε θα σας πάω σπίτι», μιλάγαμε στον πληθυντικό και τώρα στον πληθυντικό μιλάμε, «Κύριε Ίκαρε θα σας πάω σπίτι». Του λέω: «Ναι κύριε Λύσανδρε». Και με πήγε σπίτι μου. 80 χρονών, 85 ας πούμε. Με πήγε, έμενε στους Θρακομακεδόνες, εγώ έμενα στα Άνω Πατήσια τότε και με πήγε σπίτι. Εκεί γνώρισα άπειρο κόσμο, άπειρο κόσμο ας πούμε. Και αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη για αυτό. Δηλαδή, ήταν τα πανεπιστήμιά μου. Το ντοκτορά μου ας πούμε, το phd, έχει γίνει σε καφενεία, σε μπαρ και σε στέκια τέτοια. Είναι ένα αέναο πανεπιστήμιο. Δηλαδή, εγώ αισθάνομαι ακόμη ότι είμαι φοιτητής πιτσιρικάς και ότι μαθαίνω πράγματα. Έτσι μορφώνεται κανείς νομίζω, όχι μόνο στα πανεπιστήμια και στα μεταπτυχιακά. Μορφώνεται μέσα από την καθημερινή επαφή με ανθρώπους.
Η καθημερινότητά μου σήμερα είναι η καθημερινότητα που είχα και στην δεκαετία του ’80. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Δηλαδή, απλώς έχει αλλάξει αν θέλεις η κλίμακα του χώρου. Ενώ έμενα σε 22 τετραγωνικά, μένω σε 110, πάλι με νοίκι όμως, πάλι με γκρίνια: «Γιατί δεν πληρώσατε, κι αυτά, και θα σας διώξουμε» και μπούρδες τέτοιες. Αλλά ο τρόπος ζωής είναι ακριβώς, με καρμπόν, ο ίδιος. Ερωτεύομαι, έχω φίλους, συναντάω ανθρώπους, μεταφράζω, γράφω κτλ. Ακούω μουσική με τις ώρες, βλέπω ταινίες και τέτοια. Δεν έχει αλλάξει τίποτα απολύτως. Έχει αλλάξει, που είναι θλιβερό αλλά εντάξει, είναι μέσα στην ζωή αυτό, ότι οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν πεθάνει. Σαν τον Francis Bacon αισθάνομαι που του λέγανε κάποια στιγμή, του ζωγράφου, του Francis Bacon: «Γιατί κάνεις αυτοπροσωπογραφίες;». Λέει: «Γιατί οι φίλοι μου πεθαίνουν σαν τις μύγες, οπότε δεν έχω μοντέλα, οπότε ζωγραφίζω εμένα». D'ailleurs, c'est toujours les autres qui meurent. Αυτό είναι η επιγραφή στον τάφο του Marcel Duchamp, ενός καλλιτέχνη που με 'χει σημαδέψει πάρα πολύ που, μεταφράζεται στα ελληνικά «Εξάλλου, αυτοί που πεθαίνουνε είναι πάντα οι άλλοι», δεν πεθαίνουμε εμείς ποτέ, δηλαδή εμείς ζούμε.
Και ως προς το σήμερα και τη νέα γενιά, εγώ νομίζω ότι πάντα θα υπάρχουν πιτσιρικάδες οι οποίοι θα ναι ανήσυχοι, θα ψάχνονται, δε θα το βάζουν κάτω και θα κάνουν πράγματα. Είμαι κατά της νοσταλγίας ότι «Α, τότε που ζούσαμε ήταν υπέροχα όλα και τώρα είναι σκατά όλα». Όχι. Και τώρα είναι υπέροχα. Και τώρα υπάρχουνε άνθρωποι οι οποίοι θα κάνουνε πράγματα και θα εκφραστούν και θα βγουν μπροστά. Θα μας ξεπεράσουνε κανονικά, θα μας δείρουνε. Μια χαρά.