Γεννήθηκα στο Παλαιόκαστρο Σερρών το 1940. Από πολύ μικρό παιδί, οχτώ χρόνων, με πήγαν στο πρώτο χωράφι, με πήγαν με το κάρο να μαζέψω βαμβάκι. Μ’ έβαλαν και μια ποδιά και μαζεύαμε σκυφτοί. Έμαθα να μαζεύω. 'Οχι ότι ήμουνα το πρώτο χέρι, αλλά μωράκι ήμουνα, μικρό παιδί ήμουνα.
Όταν μεγάλωσα λιγουλάκι, ακολουθούσα τον πατέρα μου. Με έλεγε:
«Κούλα», με έλεγε, «θέλεις να ‘ρθεις μαζί μου να πάμε να δούμε την πρώτη κατηγορία τι θα το φυτέψουμε; Ή αν φύτρωσε το βαμβάκι;»
«Ναι πατέρα, έρχομαι».
Μαζί πηγαίναμε γυρίζαμε τον κάμπο όλο κι έμαθα να αγαπώ τη γη, έμαθα όλα τα μυστικά της γης, γιατί ο πατέρας μου ήταν μερακλής. Πάντα ρωτούσα: «Αυτό το χωράφι πατέρα τι το έσπειρες; πότε θα βγει; Βγήκε; Θα το ξαναφυτέψουμε;», ενδιαφερόμουν σαν παιδί, μικρό παιδί ήμουνα κι όμως με ενδιέφερε η γη. Από τότε έμαθα να αγαπώ πολύ τη γη, τη λατρεύω.
Ερχόμουνα στο σχολείο, ερχόμουνα και καθόμουνα στα διαλείμματα κάτω από την ακακία, απ’ το δέντρο, όταν κάναμε διάλειμμα κι όλα τα παιδιά παίζανε. Εγώ έκανα, διάβαζα την αντιγραφή μου, την ορθογραφία μου, να μάθω, ώστε όταν πάω σπίτι να είμαι διαβασμένη, να πάρω την τσάπα μου και λίγο φρέσκο νερό, να πάω στο χωράφι, να βοηθήσω τον πατέρα μου.
Το ‘50-‘55 επέτρεψαν, όσοι έχουνε ειδικό χωράφι, αμμουδερά έπρεπε να ‘ναι, να φυτέψουνε την παπαρούνα. Εμείς είχαμε του παππού μου τον κλήρο, έντεκα στρέμματα, και φυτέψαμε, είχαμε κάθε χρόνο βάζαμε εκεί έντεκα στρέμματα παπαρούνα. Μας επέτρεψε η ίδια η κυβέρνηση, από την Αγροτική Τράπεζα παίρναμε το σπόρο για να φυτέψουμε, λέει.
Πήγαινα να σκαλίσω με την τσάπα μου, εγώ κοριτσάκι, κι όταν στεκόμουν... Ήταν υπερυψωμένο πρώτα και μετά κατεβαίναμε στο χωράφι χαμηλά. Έντεκα στρέμματα με όλα τα χρώματα: λιλά σκούρο, λιλά ανοιχτό, κίτρινο, άσπρο, κόκκινο της φωτιάς ανοιχτό! Αυτό το πράγμα... σαν να ήταν ένα λιβάδι ανθισμένο... Καθόμουνα, έβαζα την τσάπα στον ώμο μου και καμάρωνα και δε χόρταινα! Κι όταν πήγαινα εκεί έμπαινα ανάμεσα στις αράδες κι έτρεχα κι άπλωνα τα χέρια μου κι έπιανα τα λουλούδια! Τα φιλούσα, τα μιλούσα, τόσο όμορφα ήταν! Τα θυμάμαι τόσο καλά! Δεν είχαμε φωτογραφική μηχανή να τα βγάλουμε...
Όταν ωρίμαζε πια η παπαρούνα, έπεφταν τα φύλλα, τα λουλούδια όλα, ξεραινόταν το κέλυφος, το κεφάλι τους, κόβαμε. Πρώτα τα κόβαμε με τον κορμό τόσο περίπου, για να τα πιάνουμε στο χέρι και κόβαμε με το μαχαίρι και το τσουβάλι, το δέναμε ένα τσουβάλι στη μέση μας και τα ρίχναμε εκεί μέσα. Όταν γέμιζε, τ’ αδειάζαμε στο κάρο, το διαμορφώναμε το κάρο με ένα αντίσκηνο από μέσα ώστε να μην πέφτουν, γιατί ήταν ξερά, ευαίσθητα. Ναι μεν κλειστό το κέλυφος, το κεφάλι του εκείνο, αλλά όσο να ‘ναι ξερό ήταν, άμα ακουμπούσε σε αιχμηρό, θ’ άνοιγε.
Τα μαζεύαμε, τα φέρναμε στο σπίτι, στρώναμε κάτω από τον πλάτανο στην αυλή άλλο αντίσκηνο μεγάλο, τα κόβαμε με το μαχαίρι το κεφάλι και τα ρίχναμε καθαρά-καθαρά πάνω στο αντίσκηνο ή σ’ έναν κουβά, για να τα μεταφέρουμε στα σακιά. Κι εκεί που καθόμασταν εμείς τα παιδιά, παίρναμε το ωραίο, όποιο μας άρεζε το χρώμα, άσπρο-γκρι ήταν μέσα, έτσι σκούρο ανοιχτό, το ‘ριχνα στο στόμα μου κι έτρωγα. Μ’ άρεζε, όπως το σουσάμι.
Το αφιόνι όμως... δεν ξέρω, τώρα τα συνδυάζω μετά από χρόνια... τραγουδούσαμε πάρα πολύ! Εγώ, ο αδελφός μου κι η αδελφή μου η μικρή, ό,τι τραγούδι έβγαινε, τραγουδούσαμε! Η γειτονιά όλη μας άκουγε κι όταν δεν τραγουδούσαμε, ήμασταν κουρασμένα, ερχόταν με τα μπαστούνια, χτυπούσαν την πόρτα κι έλεγαν: «Τ’ αηδόνια της γειτονιάς δεν τραγουδάν, τι πάθανε;» Δεν ήξερα αυτό ότι είναι... επηρεάζει τον οργανισμό. Αλλά φάγαμε πολύ!
Το μαζεύαμε, το δίναμε σ’ έναν από το Σιδηρόκαστρο που είχε ελαιοτριβείο, δίναμε τον σπόρο και μας έδινε λάδι εμάς. Αλλά αυτός το πουλούσε, δεν ξέρουμε τι, δεν θυμάμαι τι το ‘κανε ο κυρ Αλέκος, αλλά εμείς το δίναμε.
Ήρθε η αστυνομία, επί Χούντας, και λέει:
«Απαγορεύεται, δε θα καλλιεργήσετε όπιο!» «Παπαρούνα» το λέγανε τότε, εγώ έτσι το ήξερα, δεν ήξερα «όπιο». «Παπαρούνα δεν, καταργείται!»
Λέει ο πατέρας μου: «Μα αυτό το χωράφι είναι ειδικό, κι εγώ το λάδι μου το παίρνω από κει, δεν παίρνω το αφιόνι. Το δίνω στον τάδε, στο ελαιοτριβείο στο Σιδηρόκαστρο, τον κυρ Αλέκο και» -όλοι τον ξέρανε- «και παίρνω το λάδι μου, τι θα φυτέψω εκεί; Σουσάμι δεν γίνεται, σιτάρι πολύ μικρό, γιατί ήταν αμμουδερό. Περνούσε ξηροπόταμος κι όταν περνούσε η βροχή, όταν ερχόταν, τα ‘παιρνε όλα σβάρνα», λέει, «αφιόνι το μόνο που το σώσαμε κι είναι καλή η παραγωγή γιατί γίνεται, ευδοκιμεί».
Λέει: «Απαγορεύονται, ό,τι θέλεις, κάνε. Κι εδώ αυτά τι είναι;»
Εκεί από κάτω, απ’ την αυλή τα δουλεύαμε κι οι σπόροι πέφτανε και μες στον κήπο, φυτρώνανε. Κι ήμουν κι εγώ εκεί, λέω: «Γιατί; Αυτό λουλούδι είναι» -εγώ δεν ήξερα ως τότε- «λουλούδι είναι, αστυνόμε!»
Λέει: «Δεν είναι αθώο λουλούδι», μου λέει, «το ξέρεις ότι αυτό είναι ναρκωτικό;
Λέω: «Τι είναι αυτό;» Δεν ήξερα εγώ ως τότε, δεν είχα ακούσει.
«Εσύ δεν ξέρεις» μου λέει, «αλλά ο πατέρας σου, ξέρει. Δεν είναι αθώο, απαγορεύεται Γρηγόρη!»
Κι έτσι το κόψανε κι από τότε σταματήσανε τα πάντα. Όταν μεγάλωσα πια, λέω γι’ αυτό τραγουδούσαμε συνέχεια κι εμείς, λέω, γιατί τραγουδούσαμε τόσο πολύ, σαν παπαγάλοι, σαν αηδόνια; Άρα από το αφιόνι που τρώγαμε!
Εγώ κρατάω, κρατάω μια ομορφιά. Μια εικόνα... πανδαισία χρωμάτων, ομορφιά, αυτό κρατάω και λες και το βλέπω: στέκομαι ψηλά και βλέπω έντεκα στρέμματα χρώματα, χρώματα ανθισμένα, πανέμορφα! Αφού και στον ύπνο μου το ‘βλεπα, τόσο όμορφο ήτανε, χρώματα, χρώματα... και ξέρεις, ήταν μεγαλούτσικα, τόσα περίπου, κι εγώ έμπαινα ανάμεσα και τα ‘σπρωχνα κι έτρεχα… τι χαρά, τι χαρά!